ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΛΟΞΑ
Έλεγε
πολλές φορές και πολύ εύστροφα, ο Άγιος Παΐσιος, πολύ πριν κοιμηθεί, για το αρρωστημένο
κλίμα που επικρατεί σήμερα από ανθρώπους που λαμβάνουν μια θέση και έναν ρόλο
μέσα στην εκκλησία, κάνοντας ταυτόχρονα ο ίδιος και ένα εξαιρετικά επιτυχημένο
λογοπαίγνιο, κουφίζοντας κάπως τη θλίψη της διαπίστωσης: «Σήμερα οι περισσότεροι ενδιαφέρονται πώς να αποκτήσουν από παντού
δόξα. Δόξα από ’δω, δόξα από ’κει, και τελικά καταλήγουν σε… λόξα από ’δω, λόξα
από ’κει. Με κάτι τέτοια μου έρχεται να κάνω εμετό. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα
δεν μπορώ να ζήσω ούτε είκοσι τέσσερις ώρες» (βλ. Γέροντος Παΐσίου «Λόγοι»,
Τόμ. Α΄, «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», μέρ. 4ο, κεφ. 2ο, σελ.
328, Ησυχαστήριο Σουρωτής, Μάρτιος 1999). Πόσο αληθινό! Είναι ό,τι
ακριβώς συμβαίνει σήμερα, τώρα. Και, επιτέλους, ας πούμε άφοβα τα πράγματα με
τ’ όνομά τους: Είμαστε υπεύθυνοι ενώπιον του Κυρίου –εφάμαρτα υπεύθυνοι– για
όλη την κοσμική δόξα που λαμβάνουμε κατά κόρον, για όλο αυτόν τον ακατάσχετο επευφημισμό
που αποτελεί υψίστη αδικία προς τον Θεό και οπωσδήποτε ζημία για τη ψυχή μας. Αυτό που γίνεται φαίνεται
να είναι ένα άχαρο και αχαρίτωτο παιγνίδι που εξελίσσεται σ’ έναν αγώνα εντυπωσιασμού, ο οποίος με
τη σειρά του καταλήγει σ’ έναν ψυχοφθόρο κλοιό και, ταυτόχρονα, σε μια παγίδα αυτοειδωλισμού
που σίγουρα εγκρίνει πέρα ως πέρα η φιλαυτία μας.
Όσο
έχουμε υγιή και ευαίσθητη συνείδηση να πάμε να προσπέσουμε στο έλεος του Χριστού, να προσευχηθούμε
όλοι, όλοι μαζί και ένας-ένας προσωπικά, να μας έλθει ένα αναφαίρετο πνεύμα
σύνεσης μέσα στην καρδιά μας. Να μη στεκόμαστε μουδιασμένοι και αφοπλισμένοι στον
περαστικό θρίαμβο των βαΐων, αλλά να προχωράμε με ανδρεία και προς τη
Γεσθημανή. Η αγάπη μας προς τον Χριστό, εκτός από ψαγμένη, εμφιλόσοφη, ειρηνική και
βαθιά, να είναι και να γίνει έμπρακτη, αφάνταστη, χαλκέντερη, στομωμένη,
αποφασιστική, με τόνο και νεύρο: Να μη σκιαζόμαστε την απουσία και τη μοναξιά
που μας κερνούν οι άνθρωποι και μας χαράζουν παιδευτικά ή παραχωρητικά οι διάφορες
καταστάσεις, μέσα στην άγνοια των μυαλών των περισσοτέρων και εξαιτίας της πτωτικότητας της φύσης των πραγμάτων. Επειδή δεν είμαστε άνθρωποι της προσευχής, της κοινωνίας με τον Θεό, για τούτο γίναμε άνθρωποι που μέσα στο ατελείωτο τρεχαντήρι τους επαιτούν κούφια δόξα από παντού. Το
θέμα είναι κατά πόσο θα αντλήσουμε εμείς δύναμη και σθένος, κάνοντας όλη αυτή
την ιδιαίτερα μοναξιά γόνιμη και εύκαρπη, δηλαδή ευλογημένο υλικό προσευχής και Πνεύματος,
ευκαιρία προσωπικής ανάπτυξης εν Χριστώ. Σίγουρα, δεν είναι εύκολο αυτό, αλλά είναι το
μόνο άξιο για τη ζωή της ψυχής μας.
Ήθελα
να ήξερα· όλες αυτές οι αβρότητες, οι κολακείες, οι φιλοφρονήσεις, οι υποδοχές,
οι αλληλοασπασμοί, οι μυρωμένες ατσαλακωσιές, οι επιδεικτικές τελεταρχίες, οι αποδοχές άνευ πραγματικής αγάπης,
ανιδιοτέλειας, ειλικρίνειας και γνώσεως, κατάνυξης και νίψεως, που οδηγούν;
Ασφαλώς στην παραχάραξη του αυθεντικού χριστιανισμού, στην απομάκρυνσή μας από
το αληθινό πνεύμα του (το οποίο ήταν και είναι εντελώς άσχετο από κάθε μορφή
και αναπαραγωγή δόξας), στην αλλοίωση του ορθοδόξου καρδιακού φρονήματος, στην
εσφαλμένη υπερεκτίμηση και αβασάνιστη αποδοχή κάποιων έξυπνων και στοχαστικών,
παρά πνευματικών, διδασκαλιών, που οπωσδήποτε δεν είναι ζυμωμένες με τη ιερογραφική
χάρη, την αγιοπατερική χροιά, που δεν αντιφεγγίζουν πνεύματος χάρη, εκκλησιαστική
περιωπή και δύναμη βιώματος.
Και, αντί
για την τόση θρησκευτική φιλοδοξία που πλανάται σαν μιαν άλλη μάστιγα στον αέρα,
ας κάνουμε έναν αγώνα ν’ αγκαλιάσουμε την ειρηνική σοφία της χριστοευαγγελικής
ταπείνωσης, ησυχίας και φιλοπονίας, από την οποία εξέρχεται ο ιδρώτας της
σωτηρίας μας σαν θρόμβοι αίματος. Και αυτό ασφαλώς δεν είναι στείρος οδυνισμός·
είναι προσωπική μετοχή στο μαρτύριο του Χριστού που επαναλαμβάνεται και στο
δικό μας αγώνα, στη δική μας πάλη.
Να
σταματήσουμε επιτέλους να είμαστε «δημοφιλείς» προσφέροντας δίχως να πάσχουμε
τα θεία έναν κούφιο χριστιανισμό για τις εύπιστες μάζες. Ας το πάρουμε πια
απόφαση: δεν είναι ούτε το like ούτε το selfie τεκμήρια
πνευματικότητας, σοφίας και ποιότητας της ψυχής μας εν γένει. Δεν θα κριθούμε με βάση τις
γλυκανάλατες θεωρίες, τις απανωτές εκδόσεις, την αναμετάδοση των σοφιστειών μας.
Χόρτασαν όλοι από λόγια, από λογάδες και μαέστρους της κουβέντας και όλοι
θέλουν να φύγουν μακριά από έναν χριστιανισμό απελπιστικά θεωρητικό. Να γίνουμε
άνθρωποι αληθινοί, ακίβδηλοι, μεστοί, μυστικοί, γεμάτοι, πλήρεις, ουσιαστικοί.
Ανεπαρκείς για τη ρηχή αντίληψη του κόσμου και δεκτοί στο φιλάνθρωπο κατώφλι
του παραδείσου. Να ψάξουμε με ιερή αγωνία να βρούμε και να αναδείξουμε με κάθε
σεβασμό τα πρόσωπα, ως πρόσωπα πρωτίστως εμείς οι ίδιοι. Να παύσουμε να
μηρυκάζουμε αδιάφορες παραινέσεις, να φύγουμε από τις έξυπνες διδαχολογίες με
τις εύπεπτες αναπτύξεις από τη ψυχολογική σχολή του προτεσταντικού
μισιοναρισμού. Γίναμε οι υπεραρεστοί του κόσμου με όλα αυτά και είναι
πραγματικά αμφίβολο εάν είμαστε αρεστοί στον Παντεπόπτη Θεό. Να βάλουμε ένα φρένο
στον κενόδοξο εγκέφαλό μας με τις ανάξιες φιλοσοφήσεις του, τις περίεργες και
παράδοξες θεωρίες του, τους αδιάφορους και ατέρμονους μονολόγους που ως συνήθως
είναι πλαισιωμένοι από λογοκρατικές σαγηνεύσεις και γκουρουϊστικές αύρες.
Τα
μυστήρια του Θεού, όσο πάει, και φυγαδεύονται από την αυλή της καρδιάς μας.
Εμείς κατά βάθος το ξέρουμε αυτό, αλλά κάνουμε και πως δεν το ξέρουμε και
προχωράμε ακάθεκτοι προβάλλοντας προς όλους τους ανίδεους μια προκατασκευασμένη
και άμοχθη πνευματικότητα. Άτυπτα και ανένοχα αρνούμαστε τη ζωογόνα έκπληξη της
χριστοκεντρικότητας. Ο Χριστός δεν είναι πια η παλμική αναφορά μας, το ζύγι της
ύπαρξής μας κι αυτό φαίνεται πάνω μας σαν μια κραυγαλέα ασχήμια …«αμφιβόλου
παρελεύσεως». Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε; Ο Χριστός δεν είναι μόνο εκείνο το
θρυλικό «επέκεινα» των θεολογικών ενθουσιασμών μας, αλλά προπαντός εκείνο το ενδόμυχο
και ευγενές κέντρο μας, καθώς και το μόνο οικείο και ασφαλές μέτρο της φύσης
μας, δοσμένο προσωπικά σε μας κατά χάρη.
Ας δεχθούμε τη ζωή μας και τη θέση μας, την τιμή
και την ευθύνη μας, τη χαρά και τη λύπη μας, το μαρτύριο και την καρτερία μας,
το ενδοκάρδιο Πάσχα και την υπαρκτική μας ανάσταση, χωρίς περαιτέρω φληναφήματα
και διακηρύξεις, χωρίς ακατάσχετες και ανούσιες προβολές· ας ανοιχθούμε στο
μυστήριο του Θεού και του ανθρώπου με προσευχή και ταπείνωση χιλιόμετρα μακριά
από τις σαχλές ζητωκραυγές του όχλου. Δεν μας γνωρίζει ο όχλος, ο Θεός μάς
γνωρίζει. Αφήστε που υπάρχει πάνω από τα κεφάλια μας η μεγάλη πιθανότητα να μας πει, όπως λέει και το Ευαγγέλιο: «Δεν σας ξέρω, δεν σας γνωρίζω!» (Ματθ. 25, 12). Όσο ενθαρρύνουμε και επιτρέπουμε εμείς τον κόσμο να μας επικροτεί και
να μας θαυμάζει, τόσο πιο πολύ αποστασιοποιούμαστε –και εμείς και αυτός– από τη
θεία αγάπη και όλοι, στο τέλος, βγαίνουμε παντοιοτρόπως χαμένοι, κενοί,
σαλεμένοι και άκαρποι. Ο Χριστός να δει τη συντριβή μας, τη μετάνοιά μας, τις
προσευχές μας και να μην αφήσει κανέναν! Αμήν, γένοιτο.
π. Δαμιανός
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου