ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
«…Ο
πανάγαθος Θεός, ο Οποίος “θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έρθουν στην
επίγνωση της αληθείας” Του (πρβλ. Α΄ Τιμ. 2, 4), αποκάλυψε και σε μένα τη
μεγάλη Του αγάπη μ’ έναν θαυμαστό τρόπο και χωρίς καμιά άλλη ανθρώπινη παρέμβαση.
Στη ζωή μου υπηρέτησα πέντε χρόνια σαν καθηγητής και ζούσα μια ανόητη και
άτακτη ζωή, μέσα στην οποία κυριαρχούσε η μάταιη φιλοσοφία του κόσμου τούτου
και όχι η σοφία του Χριστού. Ίσως να είχα χαθεί οριστικά, αν δεν είχα
συγκρατηθεί από το γεγονός ότι ζούσα μαζί με την αφοσιωμένη στον Θεό μητέρα μου
και μαζί με την αδελφή μου, η οποία ήταν μια πολύ σοβαρή κοπέλα.«
»Μια
μέρα, ενώ περπατούσα σ’ έναν μεγάλο δημόσιο δρόμο, συνάντησα και γνωρίστηκα μ’
έναν εξαίρετο νέο, ο οποίος μου είπε ότι ήταν Γάλλος φοιτητής και ότι είχε
έρθει πριν από πολύ καιρό από το Παρίσι και ζητούσε να βρει κάπου δουλειά στη
Ρωσία σαν δάσκαλος των γαλλικών. Οι εξαιρετικοί του τρόποι και η μόρφωσή του πραγματικά
με τράβηξαν και, επειδή ήταν ξένος χωρίς δουλειά, του είπα ότι μπορεί κάλλιστα να έρχεται
στο σπίτι μου όποτε θέλει και να πηγαίνουμε μαζί βόλτα. Γίναμε καλοί φίλοι. Στο
διάστημα των δύο μηνών βγήκαμε έξω πάρα πολλές φορές μαζί. Βολταρίζαμε, αλλά
πηγαίναμε παρέα και με συντροφιές των οποίων οι εκδηλώσεις, όπως καταλαβαίνετε,
πολύ απείχαν από του να είναι ηθικές.«
»Κάποια
μέρα, με προσκάλεσε να πάω κι εγώ σ’ ένα μέρος όπου θα βρίσκονταν μερικά ανυπόληπτα άτομα. Θέλοντας μάλιστα να υπερνικήσει τις αντιρρήσεις μου, άρχισε να μου
εκθειάζει τις ευχάριστες ώρες που θα είχαμε μ’ αυτή την παρέα. Μετά από λίγο και, ενώ εξακολουθούσε πιεστικά τις προτροπές του, ξαφνικά κάπως, με παρακάλεσε να βγούμε από
το γραφείο μου, όπου καθόμασταν, και να πάμε σ’ ένα άλλο διπλανό δωμάτιο. Αυτό μ’
έκανε να παραξενευτώ πολύ. Τον ρώτησα, λέγοντας ότι ποτέ άλλοτε δεν μου είχε δείξει τέτοια
απροθυμία να παραμείνει στο γραφείο μου για να κουβεντιάζουμε, ποια ήταν η
αιτία που τον έκανε τώρα να εκδηλώνει μια τέτοια επιθυμία; Του είπα ακόμη ότι,
στο δωμάτιο που ήθελε να πάμε, ήταν συνεχόμενο με το δωμάτιο που καθόταν η
μητέρα μου και η αδελφή μου και ότι δεν θα έπρεπε να κάνουμε εκεί μια τέτοιου
είδους συζήτηση σαν κι αυτή που είχαμε αρχίσει. Εκείνος όμως επέμενε.«
»Στη
δική μου όμως επιμονή να μη βγούμε απ’ το γραφείο μου, μου είπε τελικά: “Ανάμεσα
στα βιβλία σου, μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης, υπάρχει και μια Καινή Διαθήκη.
Επειδή εγώ έχω μεγάλο σεβασμό γι’ αυτό το βιβλίο, δεν μπορώ, εφόσον αυτό το βιβλίο είναι εδώ
μέσα, να συζητήσω για τα θέματα που συζητάμε τόση ώρα. Σε παρακαλώ, βγάλτο
έξω και τότε θα μπορέσουμε να συζητήσουμε, ελεύθερα πια”. Εγώ γέλασα μ’ αυτά που
άκουσα και, παίρνοντας το Ευαγγέλιο απ’ τη βιβλιοθήκη, του είπα: “Έπρεπε να μου τό
’χεις πει αυτό πολύ πιο πριν, καημένε!”. Και, λέγοντας αυτά, τού ’δωσα το
Ευαγγέλιο στα χέρια του, προσθέτοντας: “Πάρτο εσύ ο ίδιος και βάλτο όπου θέλεις”.«
»Όμως,
μόλις του τό ’δωσα και το άγγιξε με τα δικά του χέρια, άρχισε να τρέμει σαν το
ψάρι και την ίδια στιγμή, χωρίς καν να το καταλάβω, έγινε άφαντος από κοντά
μου, προξενώντας μεγάλο θόρυβο μ’ αυτή του την τρομακτική εξαφάνιση. Εγώ, έμεινα
βουβός απ’ το φόβο και την έκπληξη και στη συνέχεια έχασα τις αισθήσεις μου κι
έπεσα κάτω. Στο θόρυβο που άκουσαν η μητέρα και η αδελφή μου έτρεξαν αμέσως, οι
οποίες, ύστερα από πολύ ώρα και με πολλούς κόπους κατόρθωσαν να με συνεφέρουν.«
»Όταν συνήλθα,
η ψυχή μου έτρεμε σαν το καλάμι απ’ το φόβο, αλλά και τα χέρια μου και τα πόδια
μου έμειναν ακίνητα και ήταν αδύνατο να κάνω έστω και την παραμικρή κίνηση, όπως
έκανα πρώτα. Ο γιατρός που ήρθε μετά απ’ όλ’ αυτά, διέγνωσε παράλυση η οποία προήλθε από υπερβολικό φόβο. Οι περιποιήσεις των γιατρών και τα φάρμακα για έναν
ολόκληρο χρόνο δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και καμιά απολύτως καλυτέρευση· δεν μπορούσα
να κάνω ούτε την παραμικρή κίνηση! Τέλος, αναγκάστηκα να παραιτηθώ και από τη
θέση μου.«
»Η
μητέρα μου, που ήταν ηλικιωμένη, κατά το διάστημα αυτής της αρρώστιας μου,
πέθανε· και η αδελφή μου ετοιμαζόταν να γίνει μοναχή. Εγώ θλιβόμουν μέσα μου πάρα
πολύ για τα συμβάντα αυτά και η κατάστασή μου χειροτέρευε. Τη μόνη παρηγοριά που
είχα ήταν το Ευαγγέλιο που έβαζα να μου το διαβάζουν και που τις άλλες ώρες δεν
το μετακινούσα ούτε στιγμή απ’ το μαξιλάρι μου. Το θεωρούσα ότι ήταν ένα είδος
υποθήκης και ασφάλειας, που συνδεόταν με το θαυμαστό περιστατικό που μου
συνέβη.«
»Μια
μέρα, ένας άγνωστος μοναχός ήρθε να μ’ επισκεφτεί. Έκανε έρανο και μάζευε χρήματα για το
μοναστήρι του. Με παρηγόρησε και μ’ έπεισε λέγοντάς μου ότι δεν θα έπρεπε να
επαναπαύομαι μόνο στα φάρμακα και στους γιατρούς, τα οποία, χωρίς τη βοήθεια
του Θεού, ήταν ανίκανα να μου φέρουν ανακούφιση. Έπρεπε, μου είπε, να
προσευχηθώ προς τον Θεό, να προσευχηθώ με θέρμη για το ζήτημα της θεραπείας
μου, επειδή η προσευχή είναι ο πιο ολοδύναμος τρόπος θεραπείας των ασθενειών, τόσο των ψυχικών όσο και των σωματικών.«
»“Μα, πώς
μπορώ να προσευχηθώ σε μια τέτοια κατάσταση που βρίσκομαι, όταν δεν έχω δύναμη
να κάνω ούτε μια μετάνοια, ούτε μια υπόκλιση, όταν δεν μπορώ ούτε τον σταυρό
μου να κάνω με τα παράλυτα χέρια μου;”, ρώτησα με θλίψη και απογοήτευση. Σ’
αυτό μου τον λόγο, εκείνος μου είπε: “Πάντως, καλό είναι να προσπαθήσεις να
προσεύχεσαι, έστω και αν είσαι ξαπλωμένος”. Περισσότερα δεν μου είπε, ούτε και μου
εξήγησε πώς πρέπει να προσεύχομαι.«
»Όταν
έφυγε αυτός ο μοναχός, αισθανόμουν μάλλον απροθυμία ν’ αρχίσω να σκέφτομαι την
προσευχή, τη δύναμη και τ’ αποτελέσματά της, καθώς και να ξαναθυμηθώ πράγματα
και διάφορες θρησκευτικές διδασκαλίες που είχα ακούσει χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμη
μαθητής. Σιγά-σιγά όμως, συνήθισα και άρχισα να αισθάνομαι ευχαρίστηση σε
τέτοιες σκέψεις θρησκευτικές που άρχισαν να θερμαίνουν την καρδιά μου.
Συγχρόνως, άρχισα να καταλαβαίνω ότι δέχομαι κάποια ανακούφιση και κάποια καλυτέρευση στην
υγεία μου. Άρχισα να κουνώ λίγο τα χέρια μου και η πρώτη μου δουλειά ήταν να
πάρω το Ευαγγέλιο που ήταν κάτω από το μαξιλάρι μου και να το κρατώ στα χέρια
μου, επειδή πίστευα στη θαυματουργική του δύναμη. Από τότε έταξα στον εαυτό μου
να μη το αποχωριστώ ποτέ. Θυμόμουν ότι σε πολλά μέρη το Ευαγγέλιο μιλά για την
προσευχή και, μπορώντας πια να το ξεφυλλίζω, άρχισα να το μελετώ. Διαβάζοντάς
το κάθε μέρα ήταν σαν να έπινα καθημερινά δροσερό και άφθονο νερό από την πιο
εξαίρετη πηγή. Βρήκα μέσα του πλήρες το σύστημα της ζωής, της σωτηρίας και της
αληθινής εσωτερικής προσευχής. Σημείωσα όλα τα χωρία για το θέμα της προσευχής
και μετά άρχισα με μεγάλο ζήλο να μαθαίνω για τη θεία διδασκαλία περί προσευχής και, μ’ όλη
μου τη δύναμη, αν και όχι χωρίς δυσκολίες, άρχισα να την εφαρμόζω.«
»Όταν
άρχισα αυτή τη νέα ζωή καθώς και αυτή την ενασχόληση με την προσευχή, βαθμιαία η υγεία μου
καλυτέρευσε, μέχρις ότου, έπειτα από κάμποσο καιρό, έγινα εντελώς καλά. Όπως
ήμουν στη μοναξιά μου, για να ευγνωμονήσω τον Θεό για την άπειρη πατρική Του
αγάπη και για τη θεραπεία που μου χάρισε –τη θεραπεία της ψυχής και του
σώματος–, αποφάσισα να κάνω ό,τι είχε κάνει και η αδελφή μου και ό,τι με
παρακινούσε από μέσα μου η καρδιά μου, δηλαδή να αφιερωθώ κι εγώ στον Θεό για να μπορώ
έτσι να δέχομαι και να οικειοποιούμαι όσα μου είχε διδάξει για την αιώνια ζωή ο
γλυκύτατος Λόγος του Θεού. Ακόμη, έχω να σας πω και το εξής: το ιερό Ευαγγέλιο
μού δίνει πάρα πολύ παρηγοριά σ’ αυτό το ταξίδι της ζωής μου και χύνει άφθονο και
ασυνήθιστο φως στο μυαλό μου, ζεσταίνοντας την κρύα μου καρδιά…».
※
[«Οι
περιπέτειες
ενός
προσκυνητού»,
Μέρος
2ο, Κεφ. Β΄,
σελ.
205–210.
Μετάφραση:
Παντελεήμονος
Καρανικόλα
Μητροπολίτου
Κορίνθου
(1919–2006).
Εκδοτικός
Οίκος
«Αστήρ»,
Αθήναι,
19663.
Επιμέλεια
ανάρτησης,
επιλογή
θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση
κειμένου
και
ολική μεταφορά του
στη
δημοτική:
π.
Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου