ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ
Ο όσιος
πατήρ ημών Αθανάσιος γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς πιθανώς στο χωριό Κώστος της
Πάρου το 1721. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Τούλιος· ο πατέρας του, ο
Απόστολος Τούλιος, καταγόταν από τη Σίφνο, αλλά πήρε γυναίκα από την Πάρο, όπου
και εγκαταστάθηκε οριστικά. Ο όσιος έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του
καθώς και σε διάφορα σχολεία που υπήρξαν στα νησιά. Διαπνεόμενος από διάπυρο
ζήλο να εμβαθύνει στις γνώσεις του, γράφτηκε το 1745 στην περίφημη Ευαγγελική
Σχολή (έτος ιδρύσεως: 1733) της Σμύρνης, όπου φοίτησε για έξι χρόνια πλάι στον λόγιο
ιερομόναχο και ιεροκήρυκα Ιερόθεο Δενδρινό (1697-1780). Από εκεί, μετέβη στην
Αθωνιάδα Ακαδημία που είχε ιδρυθεί στο Άγιον Όρος (έτος ιδρύσεως: 1749), με
σκοπό να συνδέσει την εγκυκλοπαιδική διδασκαλία με την Ορθόδοξη παράδοση, όπως
αυτή διασωζόταν ακέραια στο Αγιώνυμο Όρος. Χάρις στη διδασκαλία δύο μεγάλων
σοφών της εποχής, οι οποίοι διετέλεσαν διαδοχικά διευθυντές του ιδρύματος
αυτού, του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη (1689-1784) και του Ευγένιου Βούλγαρη
(1716-1806), ο Αθανάσιος ικανοποίησε την ακόρεστη δίψα του για γνώση. Αρίστευσε
σε όλους τους τομείς, κυρίως όμως στη μελέτη των Γραφών και στο κήρυγμα. Έγινε
καθηγητής (1757) και, καθώς η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα σύνορα του Άθω, του
εμπιστεύθηκαν τη διεύθυνση της Σχολής της Θεσσαλονίκης. Στη θέση αυτή διέλαμψε
τέσσερα χρόνια (1758-1762), όχι μόνο με τη διδασκαλία του, αλλά και με τις
ομιλίες του που έπαλλαν από πηγαία πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό και με τις
οποίες κέρδισε την αγάπη του λαού. Όταν η σχολή έκλεισε λόγω μιας επιδημίας
πανώλης, μετέβη στην Κέρκυρα, όπου γύρισε ξανά στα θρανία με σκοπό να
ολοκληρώσει τις γνώσεις του στη Φιλοσοφία, στη Φυσική και τη Ρητορική με
διδάσκαλο τον Νικοφόρο Θεοτόκη (1731-1800), έναν από τους πλέον καλλιεργημένους
ανθρώπους της Εκκλησίας στην εποχή του. Κλήθηκε κατόπιν στο Μεσολόγγι για να
διδάξει στην Παλαμιαία Σχολή που ίδρυσε ο συμμαθητής και φίλος του Παναγιώτης
Παλαμάς (1722-1802) και συνέβαλε στα μέγιστα στην ανάπτυξη και του ιδρύματος αυτού,
που διέλαμψε μέχρι την Επανάσταση του 1821.
Το 1771
ορίστηκε διευθυντής της Αθωνιάδος Σχολής από το Πατριαρχείο και επί έξι χρόνια
διαδέχθηκε τον Ευγένιο Βούλγαρη. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, παρά τις
αντιστάσεις που προέβαλε σθεναρά η γνήσια ταπεινοφροσύνη του, από τον άγιο
Μακάριο Κορίνθου, τον Νοταρά [17 Απρ.] (1731-1805), ο οποίος διέμενε τότε στον
Άθω, και συνεισέφερε από κοινού με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη [14 Ιουλ.]
(1749-1809) στην έκδοση των πηγών της Ορθόδοξης πνευματικότητας που προωθούσε ο
άγιος ιεράρχης και η οποία δικαίως ονομάστηκε «Φιλοκαλική αναγέννηση». Γι’ αυτό
και, όταν ξέσπασε η διένεξη γύρω από το θέμα της τέλεσης των μνημοσύνων την
Κυριακή, παράλληλα με το θέμα της συχνής Κοινωνίας και Μεταλήψεως, συντάχθηκε
με ολόψυχο ζήλο στο πλευρό εκείνων που ονομάσθηκαν περιφρονητικά «Κολλυβάδες»
(1754): του αγίου Μακαρίου, του αγίου Νικοδήμου, του Ιακώβου του Πελοποννήσου,
του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτη, του Χριστόφορου Προδρομίτη (του Αρτινού· 1730-;)
και του μοναχού Αγάπιου από την Κύπρο. Η διένεξη αυτή ξεπερνούσε τις
τελετουργικές λεπτομέρειες. Επρόκειτο στην ουσία για την ειλικρινή όσο και
θαρραλέα υπεράσπιση της εκκλησιαστικής παραδόσεως από το εκκοσμικευμένο πνεύμα
που είχε την προέλευσή του από την Ευρώπη του Διαφωτισμού και που είχε αρχίσει
να εξαπλώνεται ανησυχητικά σε ορισμένους κύκλους της ελίτ της
Κωνσταντινουπόλεως. Οικτρά και απίστευτα συκοφαντημένοι οι σεπτοί Κολλυβάδες
Πατέρες, καθαιρέθηκαν και εξορίσθηκαν σε πολλά μέρη. Δεν έπαυσαν ωστόσο να
ομολογούν την Πίστη και τις παραδόσεις που είχαν παραληφθεί από τους αγίους
Πατέρες και ο εκτοπισμός τους στάθηκε, από θεία Πρόνοια, αφορμή να γεννηθεί ένα
βαθύ και αγνό κίνημα πνευματικής ανανέωσης στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την
Πελοπόννησο και πρωτίστως στα νησιά του Αιγαίου.
Μετά
την καθαίρεσή του, ο όσιος Αθανάσιος, έγραψε μια σφύζουσα από δύναμη απολογία,
τόσο πειστική, ώστε τελικά αθωώθηκε (1777). Λίγο αργότερα, αποκαταστάθηκε στο
λειτούργημά του και κλήθηκε να αναλάβει ξανά τη διεύθυνση της Σχολής της
Θεσσαλονίκης, η οποία είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί (1778-1786). Του
πρότειναν μάλιστα να αναλάβει τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής
Κωνσταντινουπόλεως με τη δέσμευση να δεχθεί να χειροτονηθεί επίσκοπος, εκείνος
όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά και δήλωσε ότι αντί της δόξας, των κοσμικών και
υλικών πλεονεκτημάτων, προτιμούσε την ησυχία της μοναχικής πολιτείας και τη
διακονία του λαού του Θεού στην πατρίδα του. Έτσι, παραιτήθηκε και απέπλευσε
για την Πάρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πληροφορήθηκαν την κήρυξη του
ρωσοτουρκικού πολέμου, οπότε το καράβι υποχρεώθηκε να σταματήσει στη Χίο. Ο
Αθανάσιος αποσύρθηκε σε ένα μονίδριο του νησιού, περιμένοντας εκεί στην ησυχία
την κατάλληλη στιγμή για να συνεχίσει το ταξίδι του. Σύντομα όμως, τον
ανακάλυψαν οι κάτοικοι της Χίου και του ζήτησαν να αναλάβει τη διεύθυνση της Σχολής
τους (1792). Παρά τη σθεναρή και επίμονη άρνησή του, κατάφεραν να τον πείσουν
να διδάξει τουλάχιστον Ρητορική μέχρι το πέρας του πολέμου. Καθώς ο πόλεμος
συνεχιζόταν, δίδαξε επίσης Θεολογία και Λογική. Η διδασκαλία του γνώρισε τέτοια
επιτυχία, ώστε όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι κάτοικοι, με τη υποστήριξη των τότε
εκκλησιαστικών αρχών, κατάφεραν και πάλι να νικήσουν τις αντιστάσεις του
ανθρώπου του Θεού. Υπακούοντας στο σχέδιο της θείας Προνοίας, ο Αθανάσιος ανέλαβε
μέχρι το 1812 τη διεύθυνση της Φιλοσοφικής Σχολής της Χίου, την οποία έφερε σε
τέτοιο ύψος ώστε η φήμη της απλώθηκε παντού και εκατοντάδες μαθητές συνέρρεαν
από όλα τα μέρη της Ελλάδος, όπως από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, ακόμη και
από την Αρμενία. Δίδασκε εκεί Λογική, Μεταφυσική, Θεολογία, Ρητορική και Ηθική,
κυρίως όμως ήταν ο ίδιος ζωντανό παράδειγμα της τέλειας ευαγγελικής πολιτείας.
Φθάνοντας
σε βαθιά γεράματα, αφήνοντας πίσω του διά παντός την πολύσοφη αλλά και φιλότεκνη διακονία της διδασκαλικής έδρας των Σχολών που ο ίδιος ανέδειξε με προσευχή και καρτερία, μπόρεσε επιτέλους να αποσυρθεί σε ένα μικρό μοναστήρι μαζί με
κάποιους παλιούς μαθητές του, για να βρει επιτέλους την ιερή ησυχία που τόσο βαθιά επιθυμούσε σε όλη του τη ζωή. Συνέγραψε εκεί πολλά πονήματα, που
συμπλήρωσαν τον ήδη ευρύ κατάλογο των έργων του, τον οποίο απαρτίζουν κυρίως
απολογητικές πραγματείες με στόχο την υπεράσπιση, την ανάδειξη και προστασία της Ορθοδόξου παραδόσεως από την αλλοτρίωση και φθορά των δυτικών
επιρροών. Φλογερός ζηλωτής της ιερής και ψυχότροφης παράδοσης, ο Αθανάσιος, είχε βασικό του μέλημα να
διασώσει την Ορθόδοξη αντίληψη της Πίστεως, που ομολογείται όχι ασφαλώς με τη
στοχαστική και άκαρπη θεωρία αλλά με την υπαρκτική αυτοθυσία και εμβίωση του ιερού Ευαγγελίου, και αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που υπήρξε ένας από τους πλέον ακάματους υπέρμαχους της τιμής των αγίων
Νεομαρτύρων, οι οποίοι με τα μαρτυρικά τους αίματα πότισαν το δένδρο της Πίστεως και προστάτευσαν διαχρονικά ολόκληρο το Έθνος από τον ανεκδιήγητα τεράστιο όλεθρο του βίαιου και πολυφονικού εξισλαμισμού του. Ενώ συνέγραφε ένα βιβλίο με τίτλο «Περί της προς τον Θεόν αγίας
Πίστεως και περί του τις εστίν η αληθής φιλοσοφία», προσβλήθηκε από απροσδόκητη
κρίση αποπληξίας και, λίγες μέρες αργότερα, στις 24 Ιουνίου του 1813, παρέδωσε
εν ειρήνη την οσιακή ψυχή του στον Θεό που τόσο αγάπησε. Τα μόνα πράγματα που
βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν ένα φτωχό καταφθαρμένο ρούχο, μια λάμπα κι ένα
μελανοδοχείο· εύγλωττα τεκμήρια της χριστοευαγγελικής του πτωχείας και ουρανόδρομης βιοτής...
Συναξάριον.
Τῇ ΚΔ΄ τοῦ μηνὸς Ἰουνίου μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Διδασκάλου, Ἀθανασίου τοῦ Παρίου.
Στίχ. Κλήσει, Ἀθανάσιε, ἀκολουθήσας,
ἀθανασίας τὸ γέρας ἐκομίσω.
Ἀθανασίοιο μέγα ἀείδω κλέος οἴμαις ἱραῖς.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐσεβῶς, διδάσκαλος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ βίου ὀρθότητος, στήλη λαμπρὰ ὡράθης, Ἀθανάσιε Πάτερ. Ὅθεν ἡ νῆσος Πάρος, τῇ σῇ δόξῃ καυχάται, πάντες σου τὰ θεῖα, τιμῶντες προτερήματα.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ τῆς Πάρου ἔλαμψας, ὡς ἄστρον νέον, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, διδασκαλίαις ἱεραῖς, τῇ ἐπιπνοίᾳ τῆς χάριτος, ὡς θεηγόρος σοφὸς Ἀθανάσιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις ὁ τῆς Πάρου θείος βλαστός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὁ
διδάσκαλος ὁ σοφός· χαίροις ἀθανάτου, ζωῆς εὐῶδες ἄνθος, τοὺς εὐσεβεῖς εὐφραίνον,
ὦ Ἀθανάσιε.
※
[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 10ος (Ιούνιος),
σελ. 283–287·
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 2008.
(2) «Ιστορία της Ορθοδοξίας»·
Τόμος 6ος, κεφ. 7ο:
«Θεολογικά ρεύματα
στην Τουρκοκρατία»,
σελ. 350–368.
Εκδόσεις «Road»·
Αθήνα, 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου