Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

«ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ;»


«ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ;»


     «Πόση ευλάβεια πρέπει να έχουμε στις εικόνες! Ένας μοναχός ετοίμασε μια εικόνα του Αγίου Νικολάου για να την δώσει ευλογία σε κάποιον. Την τύλιξε με καλό χαρτί και την έβαλε σε ένα ντουλάπι μέχρι να την δώσει. Αλλά χωρίς να το προσέξει, την έβαλε ανάποδα. Σε λίγο, άρχισε να ακούγεται μέσα στο δωμάτιο ένας κρότος. Κοίταζε ο μοναχός από ’δω, από ’κει, για να δει από πού ερχόταν αυτός ο κρότος. Πού να πάει ο νους του ότι ερχόταν από το ντουλάπι! Ο κρότος συνέχιζε για αρκετή ώρα: “τακ!–τακ!–τακ!”· δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τελικά, όταν πήγε κοντά στο ντουλάπι, κατάλαβε ότι ο κρότος έβγαινε από εκεί. Το ανοίγει και βλέπει ότι ο κρότος έβγαινε από την εικόνα. “Τι να έχει η εικόνα;, λέει, για να δω…. Μόλις την ξετύλιξε, είδε πως ήταν ανάποδα. Την έστησε όρθια και αμέσως σταμάτησε ο κρότος.«


     »Ο ευλαβής Χριστιανός ιδιαίτερα ευλαβείται τις εικόνες. Και όταν λέμε ότι “ευλαβείται τις εικόνες”, εννοούμε ότι ευλαβείται το εικονιζόμενο πρόσωπο. Όταν έχει κανείς μια φωτογραφία του πατέρα του, της μάνας του, του παππού του, της γιαγιάς του, του αδελφού του, δεν μπορεί να την σχίσει ή να την πατήσει· πόσο μάλλον μια εικόνα!«



     »Οι Ιεχωβάδες, (οι Προτεστάντες καθώς και τόσοι άλλοι αιρετικοί), δεν έχουν εικόνες. Την τιμή που αποδίδουμε (εμείς σαν Χριστιανοί) στις εικόνες, (αυτοί) την θεωρούν ειδωλολατρία.«  
     »Είπα σε έναν Ιεχωβά μια φορά: “Εσείς δεν έχετε φωτογραφίες στα σπίτια σας;”. “Έχουμε”, μου λέει. “Ε, καλά! Η μάννα, όταν το παιδί της λείπει μακριά, δεν φιλάει την εικόνα του παιδιού της;”. “Την φιλάει”, μου λέει. “Το χαρτί φιλάει ή το παιδί της;”. “Το παιδί της”, μου λέει. Του λέω:“Ε, όπως εκείνη, όταν φιλάει την φωτογραφία του παιδιού της, φιλάει το παιδί της και όχι το χαρτί, έτσι και εμείς· τον Χριστό φιλούμε. Δεν φιλούμε το χαρτί ή το σανίδι”.«



       »Όταν ασπάζεται ο άνθρωπος με ευλάβεια και θερμή αγάπη τις άγιες εικόνες, παίρνει τα χρώματα από αυτές και ζωγραφίζονται οι Άγιοι μέσα του. Οι Άγιοι χαίρονται, όταν ξεσηκώνονται από τα χαρτιά ή από τα σανίδια και τυπώνονται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν ασπάζεται ο Χριστιανός με ευλάβεια τις άγιες εικόνες και ζητάει βοήθεια από τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, με τον ασπασμό που κάνει με την καρδιά του, ρουφάει μέσα στην καρδιά του όχι μόνον την Χάρη του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων, αλλά και τον Χριστό ολόκληρο ή την Παναγία ή τον Άγιο, και τοποθετούνται πια στο μυστικό Τέμπλο του Ναού του. “Ναός του Αγίου Πνεύματος είναι ο άνθρωπος” (βλ. Α΄ Κορ. 3, 16 και 6, 19). Βλέπεις, και κάθε Ακολουθία με τον ασπασμό των εικόνων αρχίζει και με τον ασπασμό των εικόνων τελειώνει. Εάν το καταλάβαιναν αυτό οι άνθρωποι, πόση χαρά θα αισθάνονταν και πόση δύναμη θα έπαιρναν!...«


      »Όταν βλέπουμε τις άγιες εικόνες, πρέπει να ξεχειλίζει η καρδιά μας από αγάπη προς τον Θεό και τους Αγίους, και να πέφτουμε να τις προσκυνούμε και να τις ασπαζόμαστε με πολλή ευλάβεια. Να βλέπατε ένα ευλαβικό γεροντάκι στην Μονή Φιλοθέου, ο γερο–Σάββας, με πόση ευλάβεια, με πόση καρδιά ασπαζόταν την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης! Σ’ αυτή την εικόνα της Παναγίας, επειδή οι Πατέρες την ασπάζονταν στο ίδιο σημείο, έχει σχηματισθεί ένα γρομπαλάκι!«


     »Η εικόνα που αγιογραφείται με ευλάβεια “ρουφάει” από τον ευλαβή αγιογράφο την Χάρη του Θεού και μεταδίδει στους ανθρώπους παρηγοριά αιώνια. Ο αγιογράφος ζωγραφίζεται, μεταφράζεται στην εικόνα που φτιάχνει· γι’ αυτό και παίζει μεγάλο ρόλο η ψυχική του κατάσταση.«


      »Μου έλεγε ο Παπα–Τύχων (1884–1968): “Εγώ, παιδί μου, όταν ζωγραφίζω επιτάφια, ψάλλω ‘Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών’…”. Έψαλλε και έκλαιγε συνέχεια και τα δάκρυά του έπεφταν πάνω στην εικόνα. Μια τέτοια εικόνα κάνει ένα αιώνιο κήρυγμα στον κόσμο. Οι εικόνες αιώνες κηρύττουν, κηρύττουν! Ρίχνει, λ.χ., ένας πονεμένος ένα βλέμμα στην εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας και παίρνει παρηγοριά.«


     »Όλη η βάση είναι η ευλάβεια. Βλέπεις, άλλος ακουμπά στον τοίχο που ακούμπησε η εικόνα και παίρνει Χάρη, και άλλος μπορεί να έχει την καλύτερη εικόνα, αλλά επειδή δεν έχει ευλάβεια (μέσα του), δεν ωφελείται (καθόλου). Ή, ένας μπορεί να βοηθηθεί από έναν απλό σταυρό, και άλλος να μη βοηθηθεί από τον Τίμιο Σταυρό, όταν δεν έχει (μέσα του) ευλάβεια».

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1924–1994) 


Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο


«ΩΣΑΝ ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΜΕ ΤΡΑΒΑΕΙ…»

     «Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀσπασθῶ μίαν φορὰν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ νὰ χωρίσω. Ἀλλ’ ὅταν πλησιάσω κοντά της ὡσὰν μαγνήτης μὲ τραβάει ἐπάνω της. Καὶ πρέπει νὰ εἶμαι μόνος. Διότι θέλω ὧρες νὰ τὴν ἀσπάζωμαι. Καὶ κάτι ζῶσαν πνοὴν γεμίζει μέσα ἡ ψυχή μου καὶ γεμίζω χάριν καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ φύγω. Ἀγάπη, ἔρως Θεοῦ, πῦρ φλέγον· ὅπου μόλις εἰσέλθῃς στὴν ἐκκλησίαν προλαμβάνει – ὅταν εἶναι θαυματουργὸς ἡ εἰκὼν – καὶ ἀποδίδει τόσον εὐώδη πνοήν, ὅπου μένεις ὧρες ἐκστατικὸς χωρὶς νὰ εἶσαι στὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ εἰς εὐώδη Παράδεισον».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ
Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
(1898–1959)



[ (1) Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου:
«Λόγοι Β΄ – Πνευματική αφύπνιση»·
Τομ. β΄, μέρος 2ο, κεφ. 4ο,
σελ. 144–148·
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»·
Σουρωτή Θεσσαλονίκης,
Νοέμβριος, 19991.
(2) Γέροντος Ιωσήφ:
«Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας»·
Επιστολή ΛΔ΄ (34η),
σελ. 202–203·
Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου,
Άγιον Όρος, 19924.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ, ΟΙ ΑΓΙΟΙ: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ, ΟΙ ΑΓΙΟΙ:
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


     «Πρέπει να γίνουμε πολύ φίλοι με τους αγίους και πολύ να τους αγαπήσουμε, γιατί είμαστε και εμείς αγαπητοί σε εκείνους. Αυτοί, ανά πάσα στιγμή βρίσκονται ενώπιον του Θεού και Του μιλούν για μας. Οι άγιοι, ενωμένοι μαζί Του με την αγάπη, ενστερνίζονται όλο τον κόσμο και τον “παρουσιάζουν” με την μεσιτεία τους στον Θεό. Σκέφτομαι συνεχώς τους αγίους, που έφυγαν στον ουρανό, και τους αισθάνομαι ζωντανούς, γιατί είναι ζωντανοί οι άνθρωποι αυτοί. Εφόσον μας συνδέει το Πνεύμα της ζωής, το Άγιο Πνεύμα, ο Ίδιος ο Θεός, είμαστε όλοι “ἐν τῇ ζωῇ” και μπορούμε εύκολα να επικοινωνούμε. Οι άγιοι, “ἐν Πνεύματι”, ακούνε τις προσευχές και τις επικλήσεις των πιστών και σπεύδουν να βοηθήσουν αυτούς που προστρέχουν σε αυτούς με πίστη. Οι άγιοι με την ταπείνωσή τους μας παρουσιάζουν την εικόνα του Χριστού και ακτινοβολούν αέναα σε όλη την γη το ουράνιο κάλλος. Ασφαλώς, δεν έχουν την πανταχού παρουσία, αλλά επικοινωνούν μαζί μας με το Πνεύμα το Άγιο. Παρακολουθούν τις σκέψεις και τους αγώνες μας, μεσιτεύοντας στον Θεό για την σωτηρία μας. Και, βλέπετε; Κάθε στιγμή έχουμε ζωντανή την παρουσία όλων των αγίων στην ζωή μας. Και όταν ζούμε την παρουσία των αγίων, ζούμε την παρουσία του Ίδιου του Κυρίου. Ο Θεός, δια μέσω των αγίων Του, διαχέει την αγάπη Του στις ψυχές μας. Επειδή λοιπόν αγαπάμε αυτούς που Τον αγαπούν, εισάγει και εμάς μέσα στην φιλία Του και μας έχει όλους φίλους! Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε άμεση σχέση με όλους τους αγίους· να έχουμε μαζί τους φιλικές αγάπες! Είναι απαραίτητο να έχουμε φίλους τους αγίους· να ζούμε μαζί τους την ζωή της εν Χριστώ φιλίας. Να εισχωρούμε στην δική τους χορεία ως αγαπητοί, παρ’ όλη την αμαρτωλότητά μας. Μη περιμένουμε να δούμε τους αγίους με τα μάτια του σώματος. Και να μην έχουμε παραισθήσεις και να φτιάχνουμε φανταστικά όνειρα γι’ αυτούς. Όχι! Με τους οφθαλμούς της ψυχής, διά της πίστεως, είναι που βλέπουμε τον ουράνιο κόσμο. Οι άγιοι έχουν μέσα τους το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο τους παρέχει πολλά χαρίσματα για να βοηθούν τους φίλους τους. Όταν λοιπόν δίνουμε μάχες με τον εχθρό, οι άγιοι αμέσως μας κυκλώνουν και μας ενδυναμώνουν με την ενεργή αγάπη και παρουσία τους για να αναδειχθούμε νικητές».

     Αυτά τα ιερά και θεσπέσια λόγια τα, γεμάτα μεστά φιλάγια αισθήματα, έλεγε πολύ εμφαντικά ο μακαριστός όσιος Γέροντας π. Δαμασκηνός Κατρακούλης (1921–2001)· ο χαρισματικός Πνευματικός της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Μακρυνού. Τα φιλάγια αισθήματα των Πατέρων, ως είθισται, αντιστοιχούν σε μυστικές εμπειρίες της καρδιάς και της ζωής τους· οι οποίες πάλι είναι αγαπητικά δωρήματα και ευεργεσίες της αγάπης του Θεού. Του Θεού, που είναι ο αιώνια Φίλος των αγίων. Των αγίων, που είναι οι παντοτινά φίλοι των πιστών. Των πιστών, που λαμβάνουν αδιάκοπα μέσα στην Εκκλησία το προνόμιο να είναι διαρκώς οι φιλούμενοι από τον Κύριο, βιώνοντας την θεία Χάρη ως προσωπική εμπειρία και ως ευφραντική μέθεξη στην φιλία μαζί Του. Η φιλία με τον Κύριο, συνιστά μονάχα σωτηρία για όλο τον άνθρωπο. 


     Έχει αναφερθεί ότι ο Γέροντας Δαμασκηνός είχε δεχθεί κατά καιρούς διάφορες αισθητές αντιλήψεις από τους φίλους του, τους αγίους, μεταξύ πολλών άλλων, και από τους αγίους Σέργιο και Βάκχο. Είναι γεγονός ότι οι δύο αυτοί άγιοι μάρτυρες ποτέ δεν έπαψαν να τον φρουρούν και να τον σκέπουν. Ο ίδιος που είχε δεχθεί αλλεπάλληλες τις εκδηλώσεις της αγάπης τους, συχνά επιζητούσε την μαρτυρική τους προστασία στους ποικίλους αγώνες του. 

     Κάποτε ο Γέροντας, με όλη την αδελφότητα της Μονής Αγίου Ιωάννου του Μακρυνού, μετέβαινε σε λεωφορείο στην Κέρκυρα, μέσω Ηγουμενίτσας, για να λειτουργήσει την επομένη στον άγιο Σπυρίδωνα. Όλη την νύχτα ταξίδευαν για να προλάβουν το πρωινό ferry boat. Όμως, μέσα στο σκοτάδι, χάθηκαν και παλινδρομούσαν συνεχώς σε κάποια ακατοίκητη περιοχή, αναζητώντας τον δρόμο. Μπροστά τους έχασκαν απότομοι γκρεμοί, ενώ γύρω τους σωροί από χώματα απέκλειαν κάθε διάβαση. Βρέθηκαν σε αδιέξοδο και η ώρα περνούσε. Άρχισαν να αγωνιούν ότι δεν θα προλάβαιναν να λειτουργήσουν. Ο οδηγός ρωτούσε τον Γέροντα Δαμασκηνό τι να πράξει. 

     Ξαφνικά, φάνηκαν πίσω τους προβολείς αυτοκινήτου. Ένα μικρό αυτοκίνητο πλησιάζει και σταματά κάτω από το παράθυρο του Παππού. Δύο λαμπροί νέοι, ευπρεπείς, ντυμένοι επίσημα, βγαίνουν έξω, στέκονται προσοχή και με πολλή ευγένεια απευθύνονται στον Γέροντα Δαμασκηνό:
     –Πού πηγαίνετε; Πώς βρεθήκατε εδώ;
     –Πάμε για Ηγουμενίτσα, αλλά χαθήκαμε.
     –Ω! Είσαστε πολύ μακριά. Ακολουθείστε μας. Θα σας οδηγήσουμε εμείς. 


     Ανέβηκαν πάλι στο αυτοκίνητό τους και προπορευόμενοι οδήγησαν το λεωφορείο, μέσα από μικρούς χωματόδρομους, στην κεντρική λεωφόρο. Τότε οι δύο νέοι σταμάτησαν, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, στάθηκαν πάλι προσοχή και απευθυνόμενοι με σεβασμό στον Γέροντα είπαν:
     –Από ’δω θα πάτε. Σε δέκα λεπτά, θα βρίσκεσθε στην Ηγουμενίτσα.
     Κατόπιν, κάνοντάς του βαθιά υπόκλιση, μειδίασαν με νόημα, σαν να του έδειχναν ότι είναι παλιοί του γνώριμοι. Μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητό τους και –με τον ίδιο παράδοξο τρόπο που παρουσιάσθηκαν– εξαφανίσθηκαν.
     Όλοι θαύμασαν την ευγένεια και την σεμνότητά τους και με απορία ρωτούσαν πώς βρέθηκαν σ’ αυτήν την ερημιά και πώς έτσι ξαφνικά έγιναν άφαντοι. 

     Ένα λεπτό πριν αναχωρήσει το πλοίο, ο Γέροντας Δαμασκηνός με την αδελφότητα έφθασαν στην Ηγουμενίτσα και, μόλις που πρόλαβαν να επιβιβασθούν σ’ αυτό, για να περάσουν στην Κέρκυρα! Αφού λειτούργησαν στον ιερό ναό του αγίου Σπυρίδωνος, «θαῦμα ἠκολούθει τῷ θαύματι». Την ώρα που ο Γέροντας Δαμασκηνός προσκυνούσε το άφθαρτο σκήνωμα, ο Άγιος τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε κινώντας τα χείλη του, σαν να μιλούσε. Το θαύμα αυτό έγινε αντιληπτό και από πολλές αδελφές. Αργότερα ο Παππούς, διηγούμενος το γεγονός, διαβεβαίωνε ότι είδε και την «γλωσσίτσα» του Αγίου να κινείται και ότι αισθάνθηκε μεγάλη αγαλλίαση από την ολοζώντανη παρουσία του Αγίου.


     Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Παππούς και η αδελφότητα, επισκέφθηκαν τον ιερό ναό των αγίων μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Μόλις προσκύνησαν την εφέστια εικόνα, στα πρόσωπα των αγίων Σεργίου και Βάκχου αναγνώρισαν με κατάπληξη τους δύο εκείνους ευγενείς νέους, που τους είχαν συμπαρασταθεί στην δύσκολη ώρα, δείχνοντάς τους τον δρόμο! Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη και δόξασαν τον Θεό για την άμετρη εύνοιά Του.

     Ο Παππούς αισθανόταν την αγάπη των αγίων να τον διαπερνά σαν ζεστό ρεύμα, όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος. Και οι λόγοι του διαβεβαιώνουν ότι η τάση αυτού του ρεύματος ήταν υψηλή:
     «Έχουμε τους αγίους που γιορτάζουν και γιορτάζονται μαζί με μας και όλο τον ουράνιο κόσμο. Οι άγιοι με την αγάπη τους μας παίρνουν τα μυαλά, εδώ που τα λέμε. Κάθε στιγμή επικοινωνούν μαζί μας, γιατί βρίσκονται μέσα στο φως του Θεού και δεν εμποδίζονται από την ύλη. Μας παρακολουθούν συνεχώς από κοντά και, όταν τους παρακαλούμε, αμέσως μας επισκέπτονται και μας σώζουν από πολλούς πειρασμούς και μας ευφραίνουν τον νου!...».



[«Ο Πατήρ Δαμασκηνός»,
μέρος β΄, κεφ. δ΄,
σελ. 507–508, 512–514,
έκδοση Ιεράς Μονής
Αγίου Ιωάννου Μακρυνού, 
Μέγαρα 20092.]








Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ»

Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ»


     Ο πατήρ Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος, γεννήθηκε το 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.

     Βλέποντας την ματαιότητα όλων των επιγείων, αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, περίπου το 1800. Κατόπιν, πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έζησε για έξι χρόνια. Αργότερα, τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης, κατέληξε και έμεινε μέχρι τέλους του στην Νέα Σκήτη.

     Τον τίτλο «αγία ψυχή», του τον έδωσαν όσοι έμεναν στην Νέα Σκήτη για την εξαιρετική καλωσύνη και για την ολοκληρωτική αγάπη του προς όλους. Κανείς, δεν τον αποκαλούσε διαφορετικά· πολλοί μάλιστα, ούτε ήξεραν το πραγματικό του όνομα.

     Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά, υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς ενώπιον των Τούρκων, ελευθερώνοντας άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια άλλη δυστυχία. Συχνά, μάλιστα, κινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση, πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
     –Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται ενόχους, που αξίζουν τιμωρία;
     Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το Άγιον Όρος, αλλά ο φιλάδελφος Γέροντας, ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, υπερασπιζόταν τους Αγιορείτες και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά χριστιανόπουλα από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα Ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
     Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει ανάπηρος· το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το σώμα του καταπληγωμένο.


     Την εποχή της Ελληνικής Εξέγερσης (ο π. Θεόφιλος ήταν) από τους ελάχιστους κατοίκους που είχαν μείνει στην Νέα Σκήτη (από την οποία) έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως το ψωμί· (οι εκεί εναπομείναντες πατέρες) τρέφονταν με κάστανα και χόρτα. Μια φορά, ήρθε κάποιος υπάλληλος του πασά της Θεσσαλονίκης, και η «αγία ψυχή» τού είπε:
     –Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς πεθαίνουμε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τι να φάνε· ας στείλει σιτάρι!
     Από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει ψωμί!  

     Όλοι φοβούνταν τους Τούρκους και την αγριότητά τους. Αλλά η «αγία ψυχή» είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν άφοβα τους πάντες. Πολλές φορές οι Τούρκοι ενήργησαν κατά την επιθυμία του, αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο Πασάς πληροφορήθηκε ότι στο Άγιον Όρος έμεναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε περίπου τριακόσιους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην Θεσσαλονίκη*. Η «αγία ψυχή» ήταν εκεί, τους είδε πριν τελεσθεί ο εξισλαμισμός και είπε στον πασά:
     –Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
     Κι αυτός του είπε:
     –Ο προφήτης μας Μωάμεθ, απάντησε αυτός, διέταξε αν βρούμε χριστιανό αγόρι να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη μας· και αν συλληφθεί, τότε να το εξισλαμίσουμε δια της βίας. Να, πώς, ο προφήτης μας, μερίμνησε για την εξάπλωση της πίστης μας!
     –Ο προφήτης σας, σας οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση και εσείς τον υπακούετε! αντέδρασε ο π. Θεόφιλος.
     Ένας Τούρκος θέλησε επί τόπου να τον φονεύσει, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:
     –Έπρεπε να σε σκοτώσω, αλλά σε λυπούμαστε και σου χαρίζουμε την ζωή. Μόνο να εγκαταλείψεις το έργο της προστασίας αυτών των νεαρών!


     Όταν στην Θεσσαλονίκη φυλάκισαν τους αντιπροσώπους του Αγίου Όρους, μεταξύ αυτών ήταν και δύο ιερομόναχοι από την Νέα Σκήτη, ο π. Ιωάσαφ και ο π. Γεράσιμος. Η αδελφότητα (της Νέας Σκήτης) παρακάλεσε τον π. Θεόφιλο να πάει στην Θεσσαλονίκη και να ικετεύσει για την απελευθέρωσή τους· είχε υποφέρει τόσα δεινά από τους Τούρκους –μια φορά, μάλιστα, απλώς για να διασκεδάσουν, πυροβόλησαν εναντίον του!– ώστε δεν ήθελε να πάει. Αλλά συλλογίσθηκε αμέσως πόσο υποφέρουν οι κρατούμενοι και δεν άντεξε· (και έτσι), από συμπόνια ξεκίνησε.
     Φθάνοντας, ικέτευσε τον πασά να αφήσει ελεύθερους τους δύο ιερομονάχους. Πήγαν να τους ελευθερώσουν και, την ίδια στιγμή, πολλοί άλλοι φυλακισμένοι με δάκρυα παρακαλούσαν να αναλάβει και την δική τους απελευθέρωση. Έπεφταν μπροστά στα πόδια του και φιλώντας το μέρος όπου στεκόταν, τον αποκαλούσαν «πατέρα» και «ευεργέτη». Η απελπιστική τους θέση και τα πικρά δάκρυα συγκίνησαν βαθιά την «αγία ψυχή», ώστε, παρ’ όλες τις δυσκολίες, ξαναπήγε στον πασά· πάλι ο Κύριος τον βοήθησε και ο πασάς αμέσως άφησε ελεύθερους είκοσι τρεις ανθρώπους!

     Κάποτε, στο Άγιον Όρος, ο Μπιλέ–πασάς ρώτησε ενώπιον όλων την «αγία ψυχή»:
     –Πώς βλέπετε τον προφήτη μας, τον Μωάμεθ;
     –Εμείς, δεν έχουμε τίποτα μαζί του· αυτό, αφορά εσάς! είπε εκείνος.
     –Και, τι πιστεύετε για τον Χριστό;
     –Πιστεύουμε ό,τι ακριβώς Αυτός είναι: ο αληθινός Θεός, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την ορατή κτίση.
     Σ’ αυτά τα λόγια ο πασάς προσποιήθηκε ότι λιποθύμησε· (εν τω μεταξύ ο π. Θεόφιλος), σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τον βέβαιο θάνατο. Ο εκατόνταρχος της συνοδίας του (πασά), που ήταν εκεί έφιππος, έσυρε αμέσως το σπαθί και ήθελε να σφάξει την «αγία ψυχή», που στεκόταν φοβισμένη. Εκείνη την στιγμή όμως ο πασάς άρχισε να ανασηκώνεται. Τον πρόσεξε ο καβαλάρης, πήδησε αμέσως από το άλογο και τον ρώτησε:
     –Τι συνέβη με σένα και γιατί συμμετέχεις σε τέτοια συζήτηση, αφού δεν αισθάνεσαι καλά;
     –Συζήτησα με πολλούς Έλληνες, απάντησε, αλλά από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια. Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος.


     Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι, με την φυγή των Τούρκων από τον Άθωνα, όλοι αυτοί, τους οποίους η «αγία ψυχή» είχε πριν βοηθήσει, θα προσπαθούσαν τώρα να του το ανταποδώσουν το συντομότερο. Έτσι, θα εξασφάλιζε τα πάντα (τα προς το ζειν) ως το τέλος της ζωής του. (Κάτι τέτοιο) όμως, δεν έγινε. Όταν, λοιπόν, τον ρώτησαν γιατί ζει με τέτοια πτωχεία, είπε ότι σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει, επομένως λίγοι τον γνωρίζουν και τον βοηθούν.

     Ο π. Θεόφιλος είχε Καλύβη στην Νέα Σκήτη και ασχολούνταν με το εργόχειρο. Του αφαίρεσαν εν τέλει και την Καλύβη με τον εξής τρόπο: Όταν η Σκήτη βρισκόταν σε διαμάχη με τα Μοναστήρια εξ αιτίας των φόρων και παρακάλεσαν τον Πατριάρχη να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, η «αγία ψυχή» ήταν πρώτη μεταξύ των Γερόντων της Νέας Σκήτης που υπέγραψαν. Το πληροφορήθηκαν αυτό στην Μονή του Αγίου Παύλου, πούλησαν την Καλύβη του και αυτός έμεινε χωρίς να έχει τίποτε απολύτως. Στον Γέροντα Μελέτιο του Κελλιού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ήλθε φώτιση από τον Κύριο να τον δεχθεί στην κατοικία του και να τον κρατήσει ως Γέροντά του. Η «αγία ψυχή», ένιωθε γι’ αυτό διαρκώς βαθιά ευγνωμοσύνη. Ο Γέρων Θεόφιλος αναχώρησε για την αιωνιότητα το έτος 1870.



[Ιερομονάχου Αντωνίου:
«Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ΄ αιώνος»,
τόμος β΄, κεφ. 17ο, σελ. 248–252,
έκδοσις Ιερού Μετοχίου
«Ευαγγελισμού της Θεοτόκου»,
Ορμύλια, 19952.
*Για τον ομαδικό βίαιο εξισλαμισμό
των δύστηνων παίδων και αγοριών στην Θεσσαλονίκη,
βλ. και Μωϋσέως Μοναχού Αγιορείτου (1952–2014):
«Οι Άγιοι του Αγίου Όρους»,
σελ. 605 και υποσημ. 894 της σελ. 737,
εκδόσεις «Μυγδονία»,
Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 20081.
Σημείωση:
Η παρούσα ανάρτηση
δημοσιεύεται για 2η φορά
(1η δημοσίευση: 
Τετάρτη 14 Μαρτίου 2014),
μια και τώρα περιλαμβάνονται 
περισσότερες αναγκαίες προσθήκες
από το κεφάλαιο του βιβλίου
που σημειώνεται παραπάνω ως πηγή.
Η δε πρώτη υπότιτλη φωτογραφία 
είναι τυχαία και εντελώς άσχετη 
με το πρόσωπο της αφήγησης.]






Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩ

ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ 
ΜΕ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩ


     Στα Καυσοκαλύβια ζούσαν δύο γνωστοί μας μοναχοί, προερχόμενοι από την Μονή Γρηγορίου: ο γέρων Χρυσόστομος και ο υποτακτικός του πατήρ Ακάκιος, ο κατά σάρκα συγγενής μου. Το Ησυχαστήριό τους, απείχε είκοσι λεπτά περίπου από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, σε μία βραχώδη και άνυδρη γη. Δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν κτισμένο στο βάθος μιας μικρής πεζούλας, σχεδόν ολόκληρο από ξερολιθιά. Η στέγη του, κάλυπτε ένα μικρό ναΰδριο, επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Στα Καυσοκαλύβια με πήγε ο ίδιος ο γέροντάς μου και παρακάλεσε τους δύο πατέρες να με δεχθούν για ένα διάστημα και να με βοηθήσουν στην εκμάθηση της ξυλογλυπτικής.


     Εκείνοι οι καλοκάγαθοι γεροντάδες δυο πρόβατα του Χριστού γεμάτα πραότητα με δέχθηκαν με ευχαρίστηση. Μας είπαν, όμως, ότι η ζωή εκεί είναι σκληρή, ο τόπος απαρηγόρητος και η πτωχεία μεγάλη. Αλλά αυτά δεν με εμπόδισαν να μείνω κοντά τους. Η ευχή του γέροντά μου και η ψυχική μου προετοιμασία με έκαναν να χαίρομαι μάλλον εμπρός στην νέα, ερημιτική διαμονή μου. Οι πατέρες των Καυσοκαλυβίων μού ήσαν πολύ σεβαστοί και αγαπητοί. Πολλούς, τους γνώριζα από τον κόσμο, γιατί συχνά τους φιλοξενούσα στο πατρικό μου σπίτι, όταν ερχόντουσαν στην Αθήνα για τις εργασίες τους. Στο Ησυχαστήριο που με πήγε ο γέροντάς μου, έμεινα από τον Οκτώβριο του 1939 ως τον Μάιο του 1940. Η συγκατοίκηση και η μαθητεία μου κοντά στους γέροντες ξυλογλύπτες μού χάρισε την ευκαιρία, όχι μόνο να μάθω την ξυλογλυπτική, αλλά και να γνωρίσω από κοντά την ζωή και την άσκηση των αγίων αυτών μοναχών. Έζησα μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι, αν και έφεραν σάρκα, βίωναν μία ζωή αγγελική. Αυτή τους η πολιτεία ήταν αναγνωρισμένη απ’ όλους τους πατέρες της Σκήτης, οι οποίοι, τους γνώριζαν και με μακάριζαν γι αυτόν τον «ιερό λαχνό»· να ζω ανάμεσά τους.


     Οκτώ μήνες έμεινα κοντά τους. Ουδέποτε τους είδα να χαλαρώσουν τον αυστηρό τρόπο της ζωής τους. Από τον π. Ακάκιο άκουγες μόνο «Εὐλόγησον!» και «Νἆναι εὐλογημένο!». Ο γέρων Χρυσόστομος πάλι, ό,τι έλεγε στον υποτακτικό του ποτέ δεν το επαναλάμβανε. Η αρμονία ήταν θαυμαστή. Τα λάθη μου, κατά την εκμάθηση της τέχνης, τα διόρθωναν με τον πιο διακριτικό και γεμάτο αγάπη τρόπο. Εξάλλου, όση λεπτότητα έδειχναν στην ωραία τέχνη τους, με άλλη τόση αντιμετώπιζαν τα χοντράδια και τα εξογκώματα του δικού μου χαρακτήρα. 


     Το κελλάκι μου, ήταν δίπλα στο στενό και ασκητικό δωμάτιο του γέροντα. Όσο καιρό έμεινα εκεί, ποτέ σχεδόν δεν ένοιωσα τον άνθρωπο αυτόν να κοιμάται. Κάθε βράδυ, έπειτα από μία ορισμένη ώρα, άρχιζε τις γονυκλισίες, τους αναστεναγμούς, τα αναφιλητά, τα δάκρυα της αδιάλειπτης κατάνυξής του, που μου θύμιζαν τα λόγια της «Κλίμακος» του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου: «Πένθος κατὰ Θεὸν ἐστι, σκυθρωπότης ψυχῆς, ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις, ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα, καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχία, ἐμπόνως καταδιώκουσα, καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὁλολύζουσα» [=«Το κατά Θεόν πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεση της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να αναζητά με πάθος εκείνο για το οποίο είναι η ίδια διψασμένη. Κι όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγάει και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα»] (Λόγ. Ζ΄ §1, σελ. 140, έκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου). Εκεί, ένοιωσα τι ήταν γι’ αυτούς, αλλά και για κάθε αληθινό μοναχό και αληθινό χριστιανό, το συγκλονιστικό όνομα του Κυρίου Ιησού, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (της Ευχής). Πολλές φορές, την ώρα της ακολουθίας, οι πατέρες αυτοί, αναλύονταν σε δάκρυα και διέκοπταν την ακολουθία, αδυνατώντας να συνεχίσουν.


     Ο χειμώνας εκείνος, ήταν ένας παγωμένος χειμώνας. Τα χιόνια, έπεφταν αλλεπάλληλα. Τα ξύλα για την φωτιά, είχαν πρόωρα τελειώσει. Και ο καλός υποτακτικός π. Ακάκιος, πολλές φορές, με μισό μέτρο χιόνι και άνω, ανέβαινε στο βουνό και γύριζε φορτωμένος με ξύλα. Ύστερα, τα έκοβε και τα ετοίμαζε για την φωτιά. Επαναλάμβανε την διακονία αυτή, όσο διαρκούσε το ψύχος και η κακοκαιρία.
     Η μόνωση ήταν τελεία. Άνθρωπο βλέπαμε, μόνο όταν κατεβαίναμε στην Σκήτη για να πάρουμε κανένα λαχανικό. Διαφορετικά, εκτός από τους τρεις μας, ουδείς άλλος υπήρχε στην απέραντη εκείνη ερημιά.

     Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1939, κατόρθωσα και πήγα στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Μετά την εορτή, επέστρεψα και πάλι στους διδασκάλους μου. Τώρα, πια, είχα αρκετά προχωρήσει και μπορούσα με ευχέρεια να χρησιμοποιώ τα λεπτά εργαλεία της τέχνης. Μπορούσα άνετα να ετοιμάζω τα «φορέματα» των αγίων. Τα «σαρκώματα», θα έμεναν για το τέλος της μαθητείας μου.


     Η ξυλογλυπτική είναι κοπιαστική τέχνη. Απαιτεί γερά μάτια, σταθερό χέρι, λεπτότητα κινήσεων και ακατάβλητη υπομονή. Γι’ αυτό και οι ξυλογλύπτες στα Καυσοκαλύβια, όπου ήταν και το κέντρο της ξυλογλυπτικής τεχνουργίας, δούλευαν μόνο έξι ώρες την ημέρα. Οι δάσκαλοί μου, ήσαν ευχαριστημένοι με την επίδοση που είχα, αλλά ένα τραγικό γεγονός με ανάγκασε να διακόψω για λίγο την πρόοδό μου.

     Κάποια μέρα, επέστρεφα από την Αγία Άννα στα Καυσοκαλύβια. Το βράδυ έμεινα στην Καλύβη του περιβόητου ησυχαστού, του π. Γερασίμου (Μενάγια· 1881–1957), που βρισκόταν στον Άγιο Βασίλειο και, το πρωί, αν και έπεφτε χιόνι, ξεκίνησα για τον προορισμό μου.
     Όσο προχωρούσα, το χιόνι ανέβαινε. Πέρασα με πολύ δυσκολία την Κερασιά, που ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με τον λευκό χιτώνα του χειμώνα και ακολούθησα το μονοπάτι προς τα Καυσοκαλύβια. Εν τω μεταξύ, το χιόνι έπεφτε τώρα πυκνότερο. Η χιονοθύελλα γινόταν ολοένα και πιο σφοδρή.



     Κατάκοπος από την πολλή οδοιπορία μέσα στο χιόνι, που σε μερικά σημεία ξεπερνούσε και τα εβδομήντα εκατοστά, έφθασα μπροστά στο Ησυχαστήριο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, που βρίσκεται στην μέση περίπου της διαδρομής Κερασιάς–Καυσοκαλυβίων. Ανήκε στον γερο–Αντώνιο που έμενε στα Καυσοκαλύβια. Η Καλύβη, ήταν μισοσκεπασμένη από το χιόνι. Όταν όμως πλησίασα με μεγάλη δυσκολία, διαπίστωσα πως ήταν κλειστή.

     Κανείς δεν υπήρχε εκεί. Οι πατέρες είχαν κατέβει αποβραδίς στην Σκήτη και, λόγω της κακοκαιρίας, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Οι πόρτες ήταν κλειδαμπαρωμένες. Έμεινα απ’ έξω, στοχαζόμενος τι να κάνω. Η ώρα περνούσε. Το χιόνι έπεφτε πάρα πολύ πυκνό. Κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν διέκρινα τίποτε. Όλα τα μονοπάτια, είχαν εξαφανισθεί. Μου ήταν αδύνατον να προσανατολισθώ, αφού μάλιστα δεν ήξερα καλά την περιοχή. Άρχισα ν’ ανησυχώ, διότι με απειλούσε και η νύκτα με τους απρόβλεπτους κινδύνους της.


     Παρακάλεσα τότε τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη να με φωτίσει, για ν’ ανακαλύψω τρόπο και μέσο, ώστε να μπω στην Καλύβη και να ασφαλισθώ. Ψάχνοντας, ανακάλυψα έναν φεγγίτη. Έβγαλα τα σίδερα και, απ’ εκεί, πάτησα σ’ ένα δοκάρι του εσωτερικού της στέγης και πήδησα μέσα.
     Με καλωσόρισαν τα νιαουρίσματα των γάτων που ήταν την ώρα εκείνη οι έγκλειστοι νοικοκυραίοι της Καλύβης. Σκοτάδι απλωνόταν μέσα στο Ησυχαστήριο. Άναψα το καντηλάκι του αρχαιότατου ναού και προσκύνησα τις εικόνες. Έψαξα τα ντουλάπια και βρήκα λίγες πατάτες. Έφαγα λίγο, για να συνέλθω, διότι ήμουν πολύ εξαντλημένος από την ταλαιπωρία και το ψύχος και άναψα μια μικρή θερμάστρα – απεγνωσμένη άμυνα στην χαμηλή θερμοκρασία, που είχε μεταβάλει την καλύβη σε ψυγείο. Συγκέντρωσα όσα σκεπάσματα βρήκα κι έπεσα να κοιμηθώ.


     Την νύκτα, σηκώθηκα για την ακολουθία. Στην εκκλησία, όμως, έκανε ανυπόφορο κρύο. Πήρα λοιπόν από τον ναό τα βιβλία και, καθισμένος στο κρεβάτι, σκεπασμένος με τις κουβέρτες, αποτελείωσα την ακολουθία του όρθρου. Είχε ξημερώσει, αλλά η Καλύβη ήταν ακόμη σκοτεινή. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα ότι το χιόνι είχε φθάσει μέχρι την σκεπή! Άναψα το τζάκι, ήπια ένα τσάι να ζεσταθώ και περίμενα να δω, τι θα οικονομήσει ο Θεός και τι θα με φωτίσει να κάνω. Άλλα ξύλα, δεν υπήρχαν στην καλύβη. Σε λίγο η θερμάστρα παραδόθηκε κι αυτή άδοξα στην επίθεση του χειμώνα.

     Πλησίαζε μεσημέρι, όταν άκουσα απ’ έξω συζήτηση. Ήταν ο γέρων Αντώνιος μαζί με τον π. Φιλόθεο, τον υποτακτικό του, που προσπαθούσαν να ελευθερώσουν την, φραγμένη από τα χιόνια, πόρτα. Μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφεραν να την ανοίξουν. Όταν με είδε ο Γέροντας, είπε γελαστός:
     –Βρε, τον πιάσαμε τον κλέφτη!
     Γεμάτοι απορία, και αυτός και ο υποτακτικός του, με ρωτούσαν πώς μπήκα μέσα. Κι εγώ τους εξιστόρησα τότε την περιπέτειά μου. Ύστερα, αφού πήραν μερικά πράγματα μαζί τους, ξεκινήσαμε και οι τρεις για τα Καυσοκαλύβια. Ο π. Αντώνιος υπολόγιζε ότι η κακοκαιρία επρόκειτο να συνεχισθεί.
     Βαδίζαμε πάνω στα χιόνια, σ’ ένα γνωστό τους μονοπάτι, ώσπου να πιάσουμε το κεντρικό καλντερίμι, που οδηγεί στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Σε κάποιο όμως δύσκολο σημείο, χωρίς να καταλάβω κι εγώ πώς, παραπάτησα, γλίστρησα στο χιόνι κι ένοιωσα τον εαυτό μου να πέφτει στον γκρεμό και να κτυπά από βράχο σε βράχο, κυλώντας προς τα κάτω.


     Πριν ακόμη καλά–καλά συνέλθω από το φοβερό κατρακύλισμα και, αφού διαπίστωσα ότι δεν είχα σπασμένα μέλη, βλέπω τον π. Αντώνιο να πηδά σαν ζαρκάδι πάνω στα χιόνια και να κρεμιέται σαν αίλουρος, πότε από το ένα και πότε από το άλλο δέντρο, μέσα στον γκρεμό. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε κοντά μου. Ήμουν ξαπλωμένος πάνω στα χιονισμένα βράχια. Με άρπαξε γρήγορα από τα πόδια, διότι το σημείο που είχα σταματήσει ήταν πολύ επικίνδυνο. Από ’κει και κάτω ανοιγόταν άλλος μεγαλύτερος γκρεμός και μ’ ένα κακό χειρισμό του, ίσως να ξεγλιστρούσα σ’ αυτό το βάραθρο, οπότε ποιος ξέρει τι με περίμενε.
     Η αγάπη όμως και η δεξιοτεχνία του γέροντος Αντωνίου με βοήθησαν και σηκώθηκα σιγά–σιγά όρθιος. Το χιόνι, επάνω στο οποίο είχε ακουμπήσει το κεφάλι μου, είχε κοκκινήσει, ήταν γεμάτο αίμα, διότι το μόνο σημείο που κτύπησα ήταν στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια.
     Ο γέροντας έσκισε, αν θυμάμαι καλά, μία λουρίδα από το ζωστικό του και μου έδεσε το τραύμα. Εγώ, από τον τρόμο και από το υπερβολικό κρύο, είχα κυριολεκτικά παγώσει. Όταν σταμάτησε η αιμορραγία, ο γέροντας με φορτώθηκε στην πλάτη του και, βοηθούμενος από τον υποτακτικό του, με κατέβασε σύντομα στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, παρ’ όλες τις ανωμαλίες του δρόμου, παρ’ όλο το βάρος και τους κινδύνους του χιονιού.

     Πώς να ξεχάσω τέτοια αυθόρμητη αγάπη, που πήγαζε από την γεμάτη Χριστό καρδιά του και εκδηλώθηκε με τόση φυσικότητα και αυτοθυσία; Ο γέρων Αντώνιος ήταν ένας αληθινός αγιορείτης και, την ώρα εκείνη, ήταν για μένα ένας «Καλός Σαμαρείτης», που αγαπούσε «τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτὸν» (πρβλ. Λουκ. ι΄ 28). 


     «Θεέ μου!», έλεγα τότε, καθώς με μετέφερε πρόθυμα στην πλάτη μέσα στα χιόνια, μέσα στις χαράδρες, «Θεέ μου!» –το λέω και τώρα– «ο τέλειος μοναχός είναι ο μοναχός της αγάπης. Και ο τέλειος χριστιανός είναι ο χριστιανός της αγάπης». Η τελειότητα, βρίσκεται στην αγάπη· «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω… οὐδὲν εἰμι… γέγονα χαλκὸς ἠχῶν…» [=«Κι αν ακόμα μπορώ να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων ακόμα και των αγγέλων, αν δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν είμαι· μοιάζω σαν το χαλκό που κάνει θόρυβο»] (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1).


     Με μετέφεραν, έτσι στην πλάτη, μέχρι το σπίτι τους, την Καλύβη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Μαθητού της Αγάπης, ο οποίος είχε εμπνεύσει τον γέροντα Αντώνιο, ως τα άδυτα της ψυχής του, και του ψιθύριζε κάθε φορά που προσκυνούσε την αγία εικόνα του: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ… Ὀ μὴ ἀγαπῶν, οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» [=«Ο Θεός είναι αγάπη· και αυτός που μένει στην αγάπη μένει στον Θεό και ο Θεός διαμένει μέσα του. Όποιος δεν αγαπά, δεν γνώρισε το Θεό· γιατί ο Θεός είναι αγάπη»] (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8, 16).


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
(1920–1979)



[Αρχιμανδρίτου
Χερουβείμ Καράμπελα (1979):
«Νοσταλικές αναμνήσεις
από το Περιβόλι της Παναγίας»,
κεφ. 13ο, σελ. 218–221 και 224–230,  
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής, 20007.]