ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ
ΦΑΤΝΗ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ
«Μελέτησα στο θείο Ευαγγέλιό Σου για την
ανεννόητη και μυστηριώδη Σάρκωσή Σου. Τι άρρητος πλούτος αγάπης και ασήκωτο
βάρος δόξας για τους ανθρώπους! Όσο βυθιζόμουνα στην εφικτή για μένα γνώση του
θεϊκού μυστηρίου της Σαρκώσεώς Σου, τόσο θαύμαζα τη σοφία Σου· και όσο θαύμαζα
τόσο αγαπούσα· και όσο καιόμουνα ερωτικά, δροσιζόμενος από το Πνεύμα Σου, τόσο
ο νους μου διατεινόταν και φωτιζόταν στη γνώση Σου...
»Αλλά πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά,
αφού η ψυχή μας είναι πλασμένη να εννοεί, να γεύεται και ν’ αγαπά όσα
συγγενεύουν στην άϋλη και “θεία” φύση της, πώς, Χριστέ μου, να μη σκιρτά και να
μην αγάλλεται από τα τόσα μεγαλεία και την αιώνια μακαριότητα που μας χάρισε η
σεπτή Σάρκωσή Σου, μπροστά στην οποία μένουμε άφωνοι από την υπερβολή του
θαυμασμού;…
»Αλλά τι είναι η Σάρκωσή Σου, η
Ενανθρώπησή Σου, ω θείο Βρέφος; Δεν είναι η αρχή της “τῶν πάντων θεώσεως”; Και
τι να θαυμάσω πιο πολύ; Τη φιλανθρωπία Σου, που δεν άφησες “τῶν χειρῶν Σου τὸ
πλαστούργημα ὑπὸ τοῦ πλάνου τυραννούμενον” ή γιατί, πέρα απ’ τη σκύλευση του
άδου, αντιμετάδωσες τη θεότητά Σου στη προσληφθείσα φύση μας; Με πόσα
σκιρτήματα στην καρδιά μου και με ποια νοήματα στο νου μου, διαβάζω την τόσο
λιτή περιγραφή του πιο συγκλονιστικού ιστορικού και εξωϊστορικού γεγονότος και
μυστηρίου, της Γεννήσεώς Σου, Κύριε; “Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον
καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν ἐν τῇ φάντῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι”.
»Με πνεύμα συντετριμμένο και καρδιά
ταπεινωμένη, ρωτάω, Ιησού μου· γιατί γεννήθηκες μέσα στις συνθήκες αυτές της
ακρότατης πτωχείας; Θέλησες να διδάξεις τους ανθρώπους την άκρα ταπείνωση με
την ασύλληπτη σε ανθρώπινο και αγγελικό νου Σάρκωση του απείρου Θεού. Αλλά και
αυτή η Ενανθρώπησή Σου, τι άλλο είναι από άρρητη κένωση; Πώς μπορούμε να
αξιολογήσουμε εμείς οι ταπεινοί, όχι απλώς θείας τάξεως ενέργειες, αλλ’ αυτή τη
σαρκωμένη Αγάπη, αυτόν τον ανθρωποποιημένο Θεό;
»Η Σάρκωση, αφού είναι Μυστήριο, υπερβαίνει
την καταληπτική ικανότητα και αυτών ακόμη των αγγέλων. Και το μόνο καταληπτό
της Σαρκώσεως είναι η ακαταληψία της, που γίνεται πηγή μείζονος θαυμασμού. Και
πρέπει με δέος, με κατάνυξη, με χαρά, με θαυμασμό, με αγάπη, φλογισμένοι,
αλλοιωμένοι την καλή αλλοίωση, ταπεινωμένοι και γονυκλινείς, με πλήρη σιωπή
στόματος και νου, κλαίγοντας από ευγνωμοσύνη και εκστατικοί να υποδεχόμαστε το
Μυστήριο του Θεού. Γι’ αυτό και “ἐκχέω τὴν καρδίαν μου”, Λόγε, μπροστά στη
φάτνη των αλόγων, όπου ανάκεισαι σπαργανωμένος, Συ, ο “Βασιλεὺς τῶν
βασιλευόντων”, “ἐν δούλου μορφῇ”!...».
ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
※
[(1) Θεόκλητου
μοναχού Διονυσιάτου
(1916–2006):
«Χριστούγεννα
στο Άγιον Όρος του Άθω»,
μέσα από
το συλλογικό τόμο
«Χριστούγεννα»,
Κείμενο
6ο, σελ. 60–63,
Εκδόσεις
«Ακρίτας»,
Σειρά:
«Ορθόδοξη Μαρτυρία–11»,
Αθήνα, Οκτώβριος
19913.
(2) Του
ιδίου:
«Χριστοκεντρικές
εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ. κεφ.
2ο και 3ο, σελ. 18–20,
έκδοσις
«Αστέρος»,
Αθήναι
1991.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου