«ΜΑ, ΠΙΟ
ΑΝΟΗΤΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ ΥΠΑΡΧΕΙ;»
«Πόσο συμπαθής είναι ο ταπεινός άνθρωπος
και πόσο αποκρουστικός ο υπερήφανος! Τον υπερήφανο κανείς δεν τον αγαπάει· ακόμη και ο Θεός τον αποστρέφεται. Βλέπεις, και τα μικρά παιδιά, αν δουν κανένα
παιδί λίγο υπερήφανο, το κοροϊδεύουν, ενώ ένα παιδί σιωπηλό, συνετό, πόσο το
εκτιμούν! Ή, αν δουν κανέναν να περπατάει καμαρωτός–καμαρωτός, τον παίρνουν
μυρωδιά και τον κοροϊδεύουν.
Θυμάμαι κάποιον στην Κόνιτσα που, ενώ
πέθαινε από την πείνα, φορούσε κάθε μέρα κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικο και
έβγαινε στην πλατεία καμαρωτός. Τα παιδάκια, μόλις τον έβλεπαν, πήγαιναν από
πίσω του και παρίσταναν πώς περπατούσε. Μικρούτσικα παιδάκια, τώρα! Πόσο μάλλον
οι μεγάλοι καταλαβαίνουν τον υπερήφανο άνθρωπο! Μη βλέπεις που δεν μιλούν, για
να μην τον εκθέσουν· από μέσα τους όμως αηδιάζουν. Όποιος θέλει να προβάλλει τον εαυτό του, τελικά γελοιοποιείται.
Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σινά (1962–1964), είχε έρθει
ένας παπάς που τον έλεγαν Σάββα. Ήταν λίγο κενόδοξος, είχε μεγάλη ιδέα για τον
εαυτό του. Μια μέρα οι Βεδουΐνοι ανέβαζαν στο Μοναστήρι ένα βαρύ πράγμα με το
βίντσι* και, καθώς το σήκωναν, φώναζαν, για να συγχρονισθούν: “σάουα–σάουα!”· δηλαδή “όλοι μαζί!”. Τους άκουσε ο παπα–Σάββας κι έτρεξε αμέσως έξω. Λέει: “Βρε,
ακόμη δεν ήρθα και ‘Σάββα’ φωνάζουν! Και εδώ όλοι με έμαθαν!”. Νόμιζε ότι οι
Βεδουΐνοι φώναζαν “Σάββα! Σάββα!”. Μόλις το άκουσα, μ’ έπιασαν τα γέλια! Είναι
να μη γελάσεις; Όπως δουλεύει το μυαλό του ανθρώπου, έτσι τα ερμηνεύει όλα. Άμα
ο άνθρωπος είναι λίγο φαντασμένος, όλα φαντασμένα τα ερμηνεύει. Είναι
αιχμάλωτος στην κενοδοξία, τον κλέβει και η φαντασία και φθάνει μετά…
Μου έλεγε ένας μοναχός πως, όταν ήταν
λαϊκός, είχε δώσει σε κάποιον ένα επίσημο επανωφόρι. Μια μέρα που βρέθηκαν μαζί
σε μια συντροφιά, εκείνος το φορούσε, οπότε κάποια στιγμή λέει: “Αυτό το παλτό
ξέρετε από πού το έχω; Από το Παρίσι! Αν ξέρατε και πόσο το αγόρασα!”. Και να
είναι εκεί μπροστά και ο άλλος (ο μοναχός) που του έδωσε το επανωφόρι για ευλογία!
Η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη πνευματική αρρώστια. Σαν την βδέλλα που, αν κολλήσει επάνω σου, σου ρουφάει το αίμα, έτσι και η υπερηφάνεια ρουφάει όλο το εσωτερικό του ανθρώπου. Φέρνει και πνευματική ασφυξία, γιατί καταναλώνει όλο το πνευματικό οξυγόνο της ψυχής. Ο υπερήφανος δεν έχει πνευματικές πτήσεις, αλλά πτώσεις.
Αν υπάρχει υπερηφάνεια, ο Θεός επιτρέπει να μένει ο άνθρωπος σε μια κατάσταση οκνηρίας, ακηδίας και ψυχρότητος, γιατί, αν τον βοηθήσει και γευθεί κάτι ουράνιο, τότε ένα κι ένα θα το πάρει επάνω του, θα νομίζει ότι αυτό οφείλεται στον αγώνα που έκανε και θα υπερηφανεύεται. Θα λέει μετά και στους άλλους: “Αγωνισθείτε! Εγώ αγωνίσθηκα και τι αξιώθηκα να ζήσω!”, και έτσι θα πληγώνει ψυχές. Γι’ αυτό ο Θεός τον αφήνει να χτυπηθεί, όσο χρειάζεται,
Λίγο, ένας λογισμός αν περάσει στον άνθρωπο, ότι “κάτι είναι”, αμέσως φεύγει η Χάρις του Θεού. Γιατί, τι δουλειά έχει η Χάρις του Θεού με τον υπερήφανο; Ο Θεός είναι Ταπείνωση. Και όταν φύγει η Χάρις του Θεού, έρχεται ο διάβολος και ζαλίζει τον άνθρωπο. Μπορεί μετά να δεχθεί ο άνθρωπος μια επίδραση δαιμονική εξωτερική και να έχει μέσα του σκοτάδι πνευματικό.
Ο υπερήφανος δεν έχει Χάρη Θεού γι’ αυτό υπάρχει κίνδυνος να πάρει –Θεός φυλάξοι!– τον μεγάλο κατήφορο. Είναι χωρισμένος από τον Θεό, γιατί η υπερηφάνεια είναι κακός αγωγός, είναι μονωτικό που δεν αφήνει την Χάρη του Θεού να περάσει και μας απομονώνει από τον Θεό.
Αν υπάρχει υπερηφάνεια, ο Θεός επιτρέπει να μένει ο άνθρωπος σε μια κατάσταση οκνηρίας, ακηδίας και ψυχρότητος, γιατί, αν τον βοηθήσει και γευθεί κάτι ουράνιο, τότε ένα κι ένα θα το πάρει επάνω του, θα νομίζει ότι αυτό οφείλεται στον αγώνα που έκανε και θα υπερηφανεύεται. Θα λέει μετά και στους άλλους: “Αγωνισθείτε! Εγώ αγωνίσθηκα και τι αξιώθηκα να ζήσω!”, και έτσι θα πληγώνει ψυχές. Γι’ αυτό ο Θεός τον αφήνει να χτυπηθεί, όσο χρειάζεται,
γ ι α ν α π ε θ ά ν ε ι η ι δ έ α
π ο υ έ χ ε ι γ ι α τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ,
να απελπισθεί –με την καλή έννοια– από τον εαυτό του, και να νοιώσει το: “χωρὶς Ἐμοῦ (=τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν” (Ιωάν. ιε΄ 5).Λίγο, ένας λογισμός αν περάσει στον άνθρωπο, ότι “κάτι είναι”, αμέσως φεύγει η Χάρις του Θεού. Γιατί, τι δουλειά έχει η Χάρις του Θεού με τον υπερήφανο; Ο Θεός είναι Ταπείνωση. Και όταν φύγει η Χάρις του Θεού, έρχεται ο διάβολος και ζαλίζει τον άνθρωπο. Μπορεί μετά να δεχθεί ο άνθρωπος μια επίδραση δαιμονική εξωτερική και να έχει μέσα του σκοτάδι πνευματικό.
Ο υπερήφανος δεν έχει Χάρη Θεού γι’ αυτό υπάρχει κίνδυνος να πάρει –Θεός φυλάξοι!– τον μεγάλο κατήφορο. Είναι χωρισμένος από τον Θεό, γιατί η υπερηφάνεια είναι κακός αγωγός, είναι μονωτικό που δεν αφήνει την Χάρη του Θεού να περάσει και μας απομονώνει από τον Θεό.
Μα, πιο ανόητος από τον υπερήφανο υπάρχει;
Τελικά, η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον
άνθρωπο!... ».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1924–1994)
※
[Γέροντος
Παϊσίου Αγιορείτου:
«Λόγοι Ε΄ – Πάθη και αρετές»,
ενότ. 1η,
μέρος 2ο, κεφ. 3ο, σελ. 80, 82–86,
έκδοση
Ιερού Ησυχαστηρίου
«Ευαγγελιστής
Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή
Θεσ/νίκης, Δεκέμβριος 20061.
*Βίντσι: ο γερανός, ο ανυψωτήρας, το ρυμουλκό.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου