Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

«ΔΕΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΑ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΜΟΥ»

«ΔΕΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΑ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΜΟΥ»


     Ο μακαριστός Ρουμάνος Γέροντας π. Κλεόπας Ηλίε (1912–1998) πολλές φορές με θέρμη συνιστούσε σε όλους να κάνουν καθαρή και ειλικρινή εξομολόγηση. Κάποια φορά, προς επίρρωση τούτων των λεγομένων του, ανέφερε και το παρακάτω περιστατικό κάποιου ορθόδοξου Χριστιανού, του οποίου το σώμα έμεινε άλιωτο και τυμπανιαίο, διότι δεν είχε εξομολογηθεί στην παρούσα ζωή τα αμαρτήματά του. Η κατά πάντα αληθινή ιστορία έχει ως εξής:

     Στην Επισκοπή του Χούσι, το 1785, ζούσε ένας μοναχός ονόματι Ραφαήλ. Αυτός ο μοναχός ήταν αγγειοπλάστης και είχε ενάρετη ζωή. Την ημέρα δεν έτρωγε τίποτε και μόνο το βράδυ, κατά τη δύση του ήλιου, έτρωγε πολύ λίγο φαγητό. Μετά, έπαιρνε ένα βιβλίο και διάβαζε. Για τον ύπνο του πήγαινε και ξάπλωνε στο κοιμητήριο, ανάμεσα στους σταυρούς των νεκρών. Χειμώνα – καλοκαίρι φορούσε ένα ρούχο από δέρμα με μαλλί προβάτου και μ’ αυτό κοιμόταν στα μνήματα. Οι άλλοι μοναχοί τον ονόμαζαν «ο Ραφαήλ ο σαλός». Μακάρι να ήμασταν κι εμείς σαλοί σαν κι αυτόν! Αυτός ήταν άγιος.

     Δεν συνομιλούσε με κανέναν, αλλά όσες φορές του ζητούσαν παραγγελίες και διάφορα άλλα θελήματα, θαύμαζαν στο τέλος όλοι τα έργα που έβγαιναν από τα χέρια του. Τον ρωτούσαν: «Γιατί κοιμάται στο κοιμητήριο;» κι εκείνος απαντούσε: «Διότι εκεί είναι και η δική μου κατοικία. Αν αύριο πεθάνω, δεν θα με πάτε εκεί; Γι’ αυτό θέλω κι εγώ να συνηθίσω από τώρα με τα μνήματα».


     Κάποια νύχτα, ενώ κοιμόταν ο π. Ραφαήλ στο κοιμητήριο δίπλα σ’ ένα πέτρινο παλιό σταυρό, άκουσε τους δαίμονες να χτυπούν κάποιον που ήταν μέσα σ’ ένα τάφο. Τον χτυπούσαν από τις 11 μέχρι τις 1 η ώρα τα μεσάνυχτα. Τα χτυπήματα των δαιμόνων ακούγονταν κι όλο το έδαφος εκεί ταραζόταν. Ο νεκρός μέσα στην απελπισία του φώναζε κι έλεγε: «Ελεήστε με!... Βοηθήστε με!... Μη μ’ αφήνετε να με χτυπούν οι δαίμονες!...».


     Ο π. Ραφαήλ παραξενεύτηκε και στεκόταν έκθαμβος. Σκέφτηκε: «Θα πάω στον Πνευματικό της Επισκοπής να έρθει αμέσως να διαβάσει εξορκισμούς και συγχωρητική ευχή στον τάφο αυτού του νεκρού». Ο Πνευματικός ήταν ο καημένος τότε 90 ετών.

     Πήγε ο π. Ραφαήλ και είπε στον Γέροντα:
     –Πάτερ Δανιήλ, έλα στο κοιμητήριο να λύσεις με τις προσευχές σου ένα νεκρό, διότι τον χτυπούν οι δαίμονες.
     –Δαιμονίσθηκες, εσύ που κοιμάσαι στο κοιμητήριο και βλέπεις μπροστά σου δαιμόνια, καημένε Ραφαήλ! Άσε με. Πού να πάω τώρα εγώ. Είμαι κουρασμένος.
     –Συγχώρεσέ με, πάτερ! Έλα να πάμε μαζί τη νύχτα στον τάφο του νεκρού. Φωνάζει πολύ δυνατά για βοήθεια.
     Αλλά ο Πνευματικός τον μάλωσε λέγοντάς του:
     –Τι μου ήρθες τώρα, ταλαίπωρε; Γιατί δεν μ’ αφήνεις να κοιμηθώ;


     Ο καημένος ο π. Ραφαήλ για τρεις μέρες τον παρακαλούσε και δεν έφευγε καθόλου από την πόρτα του σπιτιού του Πνευματικού π. Δανιήλ.
     Και του έλεγε πάλι:
     –Πάτερ Δανιήλ, έχετε μεγάλη δύναμη από τον Θεό ως Πνευματικός να λύνετε και να δένετε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ελάτε να λύσετε αυτόν τον άνθρωπο που τον χτυπούν οι δαίμονες μέσα στον τάφο του. Να γνωρίζετε, πάτερ, ότι αν δεν έρθετε, θ’ απολογηθείτε εσείς γι’ αυτή τη ψυχή τη φοβερή εκείνη μέρα της Κρίσεως! Δε θα μπορείτε να πείτε τότε ότι εμείς δεν σας ειδοποιήσαμε!
     –Περίμενε, πάτερ Ραφαήλ, κι έρχομαι!
     Έβαλε τις μπότες του, πήρε το «Ευχολόγιο», ένα σταυρό, το μπαστουνάκι του κι ξεκίνησε.

     Όταν έφτασε στον τάφο του κοιμητηρίου, ένιωσε το έδαφος να σείεται.
     –Πάτερ Ραφαήλ, από πότε τον χτυπούν οι δαίμονες;
     –Εδώ και 14 μέρες. Εγώ ρώτησα τον νεκρό γιατί τον χτυπούν και μου είπε: «Διότι δεν εξομολογήθηκα τα αμαρτήματά μου».
     Εκείνη τη στιγμή άκουσε και με τ’ αυτιά του ο Πνευματικός πως τον χτυπούσαν οι δαίμονες. Άκουσε και τις φωνές του νεκρού: «Ελεήστε με!... Βοήθεια!... Μη μ’ αφήνετε, αδελφοί!... Ελεήστε με!...».


     Τότε ο Πνευματικός έστειλε τον π. Ραφαήλ να ειδοποιήσει αμέσως τον Επίσκοπο. Εκείνος ρώτησε τι έκανε ο π. Δανιήλ. Ο π. Ραφαήλ τού είπε ότι ο Πνευματικός προτείνει να τον ξεθάψουμε και να δούμε τι συμβαίνει, διότι φαίνεται ότι έχει αφοριστεί.

     Πάνω στον σταυρό του τάφου είναι γραμμένα τα εξής: «Εδώ αναπαύεται ο δούλος του Θεού Γκατσίου, πρώην διοικητικός υπάλληλος της Επισκοπής Χούσι». Ερευνήθηκε το όνομά του στα αρχεία της Επισκοπής και διαπιστώθηκε ότι ήταν άνθρωπος βουλγαρικής καταγωγής και ότι είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Και τώρα τον χτυπούσαν οι δαίμονες, κατά παραχώρηση του θελήματος του Θεού, για να αποκαλυφθεί η κατάσταση της ψυχής του και να λυθούν τα δεσμά των αμαρτιών του.


     Την άλλη μέρα κάλεσαν τον νεκροθάφτη ν’ ανοίξει τον τάφο. Όταν τον άνοιξαν, είδαν με θαυμασμό ότι ούτε η γλώσσα του δεν είχε λιώσει. Όπως τον έβαλαν όταν πέθανε, έτσι και τον βρήκαν. Τα νύχια του είχαν μεγαλώσει σα δρεπάνια και τα γένια του είχαν φτάσει μέχρι τα πόδια του. Ήταν μαύρος στο πρόσωπο και φουσκωμένος σα βόμβα. Αλλά και τα ρούχα του ακόμη δεν είχαν υποστεί την παραμικρή φθορά. Τίποτε. Και αυτό το φέρετρό του ήταν ολόκληρο και άσηπτο.


     Το μετέφεραν και το ακούμπησαν στον τοίχο της εκκλησίας και σκέπασαν το πρόσωπό του μ’ ένα λευκό σεντόνι για να μη τρομάξει ο κόσμος από την απαίσια μορφή του. Ήρθε πολύς κόσμος, γιατί ήδη έμαθαν ότι στο κοιμητήριο βρήκαν κάποιον που τον χτυπούσαν οι δαίμονες κάθε νύχτα για δυο ώρες και ότι είναι άλιωτος για πολλά χρόνια.

     Ο Επίσκοπος κάλεσε εφτά μεγάλους Πνευματικούς και τους είπε:
     –Ας αρχίσουμε τις ευχές για την αποσύνθεση του σώματος του νεκρού.
     Γονάτισαν οι ιερείς και διάβασαν τις ευχές για τη διάλυση του τυμπανιαίου σώματος. Μετέφεραν το πτώμα μέσα στην εκκλησία και διάβασαν ολόκληρη την ακολουθία της κηδείας μαζί με τις ευχές για διάλυση. Κατόπιν το έθαψαν σ’ ένα τόπο. Αφού το έθαψαν, ρώτησαν τον μοναχό Ραφαήλ, αν άκουσε πάλι τους δαίμονες να χτυπούν τον νεκρό κι εκείνος τους είπε ότι δεν άκουσε τίποτε μέχρι εκείνη τη μέρα.


     Μετά από ένα χρόνο τον ξέθαψαν και είχε γίνει το σώμα του σκόνη. Τα οστά του είχαν χωνέψει και είχαν γίνει χώμα. Θαύμασε όλος ο κόσμος γι’ αυτό το μεγάλο θαύμα που έγινε εκεί. Ζητούσε ο καημένος βοήθεια για να διαλυθεί το σώμα του. Όσο καιρό παρέμενε αδιάλυτο, η ψυχή του ήταν μέσα σε απερίγραπτα βάσανα της κολάσεως, αλλά με τις ευχές των Πνευματικών και του Επισκόπου ο φιλάνθρωπος Κύριός μας τον ανέπαυσε…


[Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία»
Άνοιξη–Καλοκαίρι 2001,
Αριθμός 64, Άρθρο 12ο, σελ. 52–54,
πόνημα του Δαμασκηνού
Μοναχού Γρηγοριάτη.
Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
έρευνα και επιλογή θέματος,
μερική διόρθωση, 
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου