ΑΓΙΑ
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Όταν μερικοί απ’ τον λαό της Ιουδαίας
ρώτησαν τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, μήπως ήταν αυτός ο Χριστός που
προσδοκούσαν, εκείνος τους απάντησε: «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, αλλ’ όμως
έρχεται Εκείνος που είναι πολύ πιο ισχυρός από μένα και που εγώ δεν είμαι
ικανός ούτε τα κορδόνια Του να λύσω· Αυτός πρόκειται να σας βαφτίσει με το Άγιο
Πνεύμα και με τη φωτιά» (Λουκ. 3, 16). Και το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος το
άρχισε ο Χριστός και το δίδαξε και στους Μαθητές Του. Αλλά το βάπτισμα του πυρός
ήρθε τώρα με την αγία Πεντηκοστή.
Κι ενώ οι Εβραίοι γιόρταζαν την
Πεντηκοστή, γιατί πενήντα μέρες ύστερα από το Πάσχα τούς δόθηκε ο Μωσαϊκός
Νόμος, εμείς γιορτάζουμε –πενήντα μέρες ύστερα απ’ την Ανάσταση του Χριστού– το
βάπτισμα του πυρός που έλαβε η νεογέννητη Εκκλησία με τη «γλωσσοπυρσόμορφη»
κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο αρχίζει έτσι μ’ αυτό τον τρόπο το
«τελειωτικό» Του έργο από το υπερώο των Αποστόλων. Ο Παράκλητος, δηλ. το Άγιο
Πνεύμα, που κάθισε με την επιφοίτησή του στα κεφάλια των Αποστόλων, «ἐν εἴδει
πυρίνων γλωσσῶν», τους παρηγορεί, τους στηρίζει, τους ενισχύει, τους φωτίζει,
τους καθαρίζει από κάθε αμαρτία, δυναμώνει τη βούλησή τους και φλογίζει την
πίστη τους προς την ομολογία και το μαρτύριο. Και ήταν τότε, ο φωτισμός και η
θεία φρυκτωρία του Πνεύματος, που άνοιξε τα στόματα των αγίων Αποστόλων, να
μιλούν τη μέρα της Πεντηκοστής και ν’ ακούουν τα ετερόκλητα πλήθη της
πανσπερμίας των πανηγυριστών, «ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ». Αυτό το Πυρ της
Πεντηκοστής δυνάμωσε τον άγιο Πέτρο να επιστρέψει στον Χριστό, με το πρώτο
κήρυγμά του κιόλας, τρεις χιλιάδες κόσμο. Αυτό το άγιο Πυρ έκαψε, με την
εξάπλωση της διδασκαλίας του Ευαγγελίου, όλες τις μηχανές της σατανικής
ειδωλολατρίας. Αυτό το θείο Πυρ άναψε στις καρδιές των Αποστόλων, που άλλο πια
δεν ήθελαν να ξέρουν, παρά πώς να το μεταδώσουν, με το λόγο του Χριστού, σ’ όλη
την οικουμένη: κι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, να λαβαίνουν το Πυρ του Πνεύματος
και να φωτίζονται, να ζεσταίνονται, να σώζονται· μα, όσοι έχουνε προσχωρήσει
ολότελα στην αμαρτία και στον σατανά, να ελέγχονται και να καίγονται απ’ τη
φωτιά, όπως λέγει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αυτό το Πυρ του «χωνευτηρίου» (Μαλαχ. 3,
2) το «καταναλίσκον» τη μοχθηρία των κακών και πονηρών και «φωτίζον τοὺς
Ἀποστόλους», μας δείχνει τη φύση και την ενέργεια του Θεού, κατά την έκφραση
του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Αυτό το φως και αυτή τη φωτιά της αγίας
Πεντηκοστής πήραν –σαν αναστάσιμες λαμπάδες– οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι τα μετέδωσαν στους διαδόχους που χειροτόνησαν· εκείνοι πάλι στους άλλους διαδόχους τους κι, έτσι, το πυρ και το φως της αγίας Πεντηκοστής φτάνει μέχρι τις μέρες μας:
στους ποιμένες, που κρατούν τις λαμπάδες που άναψαν απ’ τους διαδόχους των
Αποστόλους και στους πιστούς, που ακολουθούν την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία
συνδέει τους ποιμένες και διδασκάλους της. Έτσι ζεσταίνεται η εμπιστοσύνη του
ποιμνίου προς τους πνευματικούς ποιμένες –τους διαδόχους των Αποστόλων και
τύπους του Μεγάλου Αρχιερέως– αλλά και φωτίζονται και οι μεγάλες υποχρεώσεις
των ποιμένων προς τις ψυχές του ποιμνίου τους, που η σωτηρία τους κρέμεται απ’
το πετραχήλι των ποιμένων, όπου εκείνα τα κρόσσια συμβολίζουν (ως προς την πνευματική ευθύνη του
ποιμένα) τις ψυχές των λογικών προβάτων.
Σήμερα, το να μιλάμε με την ορολογία της
«Συμβολικής Θεολογίας» του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου για το Πυρ και το Φως της αγίας Πεντηκοστής μέσα στους κρύους κόσμους του «μπετόν–αρμέ» και της
πολυώδινης αμαρτίας, που κάνει τον άνθρωπο αδιάφορο ακόμα και για τη σωτηρία
του, έχει τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε πως ρίχνουμε «τὰ ἅγια τοῖς κυσί». Αλλά,
αν δεν μάθει κανείς τι είναι το Άγιο Πνεύμα που φώτισε τους Αποστόλους την
Πεντηκοστή κι αν δεν προσπαθήσει να οικειοποιηθεί τον φωτισμό και τη Χάρη Του,
δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μαθητής του Χριστού και να σωθεί. Είναι γραμμένο
στο Ευαγγέλιο αυτός ο λόγος: «Όποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν
είναι του Χριστού» (βλ. Ρωμ. 8, 9). Εδώ είναι απαραίτητο να γίνουμε πάλι θεωρητικοί και να
πούμε τι είναι ο Παράκλητος –για να είμαστε μέσα σε ασφαλή δογματικά πλαίσια,
ορθόδοξα– και να ξέρουμε τι μπορούμε και τι πρέπει να ζητούμε από το «ὁμοούσιον
καὶ ὁμόθρονον», από το «συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον» Άγιο Πνεύμα.
Ένας ασκητικός συγγραφέας των τελευταίων
αιώνων της Ορθοδοξίας, σχολιάζοντας ανάλογες θέσεις του αγίου Γρηγορίου και του
Μεγάλου Βασιλείου, σημειώνει στην κατανυκτική γλώσσα του τα ακόλουθα, πολύ σημαντικά:
«Το Άγιο Πνεύμα ήταν και είναι μεταληπτό και όχι μεταληπτικό, δηλαδή οι άλλοι μετέχουν από Αυτό ως υπολείποντες και υστερούντες, Αυτό όμως από κανένα δεν μετέχει γιατί είναι τέλειο· αγιάζει και δεν αγιάζεται· θεοποιεί και δεν θεοποιείται· είναι πάντα το ίδιο και δεν έχει αλλάξει σε τίποτε· τους άλλους κάνει γιους Θεού και Αυτό είναι Θεός· επίσης είναι και άναρχο, μια που δεν έχει αρχή· είναι αόρατο γιατί κανείς δεν μπορεί να Το δει· είναι αχώρητο γιατί δεν υπάρχει τόπος αισθητός που μπορεί ποτέ να Το χωρέσει· είναι αναλλοίωτο γιατί δεν έχει αλλάξει ποτέ σε κάτι από αυτό που είναι· είναι αυτεξούσιο γιατί δεν βρίσκεται ποτέ κάτω από εξουσιαστή ή εξουσία· είναι αυτοδύναμο γιατί έχει δική Του δύναμη· είναι παντοδύναμο γιατί όλα τα μπορεί ως Θεός που είναι· είναι ζωή και δίνει ζωή· είναι φως και δίνει φως· είναι αυτάγαθο γιατί έχει από τον εαυτό Του το αγαθό, μια και είναι η ρίζα και αρχή της αγαθότητας· είναι ίσο, εξουσιαστικό και εξουσιαστής· αποστέλλει και χαρίζει το καλό, αγιάζει τους ναούς, ετοιμάζει δικούς Του τόπους για την κατοικία Του· τους μεν άλλους τους οδηγεί στο καλό, αλλά Αυτό δεν οδηγείται· ενεργεί όταν θέλει και μοιράζει όπου βούλεται χαρίσματα· είναι Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσεβείας, βουλής, ισχύος και φόβου· από αυτό γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός και μόνο από αυτά τα πρόσωπα γνωρίζεται μία δόξα, μία προσκύνηση, μία τελείωση, μία λατρεία· γιατί ένας είναι ο αγιασμός της Αγίας Τριάδος».
«Το Άγιο Πνεύμα ήταν και είναι μεταληπτό και όχι μεταληπτικό, δηλαδή οι άλλοι μετέχουν από Αυτό ως υπολείποντες και υστερούντες, Αυτό όμως από κανένα δεν μετέχει γιατί είναι τέλειο· αγιάζει και δεν αγιάζεται· θεοποιεί και δεν θεοποιείται· είναι πάντα το ίδιο και δεν έχει αλλάξει σε τίποτε· τους άλλους κάνει γιους Θεού και Αυτό είναι Θεός· επίσης είναι και άναρχο, μια που δεν έχει αρχή· είναι αόρατο γιατί κανείς δεν μπορεί να Το δει· είναι αχώρητο γιατί δεν υπάρχει τόπος αισθητός που μπορεί ποτέ να Το χωρέσει· είναι αναλλοίωτο γιατί δεν έχει αλλάξει ποτέ σε κάτι από αυτό που είναι· είναι αυτεξούσιο γιατί δεν βρίσκεται ποτέ κάτω από εξουσιαστή ή εξουσία· είναι αυτοδύναμο γιατί έχει δική Του δύναμη· είναι παντοδύναμο γιατί όλα τα μπορεί ως Θεός που είναι· είναι ζωή και δίνει ζωή· είναι φως και δίνει φως· είναι αυτάγαθο γιατί έχει από τον εαυτό Του το αγαθό, μια και είναι η ρίζα και αρχή της αγαθότητας· είναι ίσο, εξουσιαστικό και εξουσιαστής· αποστέλλει και χαρίζει το καλό, αγιάζει τους ναούς, ετοιμάζει δικούς Του τόπους για την κατοικία Του· τους μεν άλλους τους οδηγεί στο καλό, αλλά Αυτό δεν οδηγείται· ενεργεί όταν θέλει και μοιράζει όπου βούλεται χαρίσματα· είναι Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσεβείας, βουλής, ισχύος και φόβου· από αυτό γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός και μόνο από αυτά τα πρόσωπα γνωρίζεται μία δόξα, μία προσκύνηση, μία τελείωση, μία λατρεία· γιατί ένας είναι ο αγιασμός της Αγίας Τριάδος».
Θα ήταν η πιο άκαιρη φιλολογία και
αδολεσχία κάθε ενασχόλησή μας γύρω απ’ το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, αν
δεν προσπαθούσαμε ν’ αγωνιζόμαστε πάντα για ν’ αξιωθούμε τη Χάρη και τις
άκτιστες ενέργειες του παναγίου Πνεύματος, όπως οι άγιοι Απόστολοι την Πεντηκοστή.
Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να καταφρονήσουμε μερικά απ’ τα πράγματα του κόσμου
που μας δένουν με την αμαρτία και τη φθορά· και να επιστρέψουμε, με καθαρή
καρδιά και εξαγιασμένο το νου, στο «ιερό» μας ο καθένας.
Χρειάζεται ν’ ανεβούμε οπωσδήποτε κι εμείς
στο υπερώο, όπως οι Απόστολοι, για να κατέβει πάνω μας το Άγιο Πνεύμα. Κι αυτό
θα πει, πως πρέπει ν’ ανεβούμε πάνω απ’ τα γήινα· πάνω από κάθε φιληδονία,
φιλαργυρία, φιλοδοξία κι από κάθε άλλο πάθος που μας κατεβάζει στη λάσπη και στο
σκοτεινό βυθό της αβύσσου.
Όταν
ανεβούμε σ’ αυτό το υπερώο και σηκωθούμε πάνω απ’ τα γήινα που σφίγγουν
θανατερά τη ψυχή του ανθρώπου, τότε κατεβαίνει και το Άγιο Πνεύμα σ’ εμάς. Γι’
αυτό πρέπει να νεκρώσουμε «το φρόνημα της σαρκός», που είναι θάνατος, και ν’
αποχτήσουμε «το φρόνημα του Πνεύματος», που είναι ζωή και ειρήνη (Ρωμ. 8, 6).
Και το φρόνημα και η Χάρη του Αγίου Πνεύματος θα έρθει ανάλογα με την
καθαρότητά μας. Είναι αδύνατο να δεχτούμε τη θεία Χάρη σε ψυχικό χώρο ακάθαρτο,
γεμάτο από δολιότητες, γήινα σωματικά πάθη και αισχρούς λογισμούς. Κι επειδή
–κατά τον Μέγα Βασίλειο– ένα δοχείο που είναι γεμάτο από κάποιο δυσώδες υγρό,
αν πρώτα δεν πλυθεί, δεν μπορεί να δεχθεί το γέμισμα του μύρου, έτσι πρέπει κι
η ψυχή του ανθρώπου να ξεπλύνει καλά τον χώρο της, ακόμα κι απ’ τους λογισμούς
της αμαρτίας και των παθών, να ειρηνεύσει απόλυτα –«γέμισε ειρήνη ο τόπος της
κατοικίας της» (πρβλ. Ψαλμ. 75, 3)– για να δεχθεί σαν «πνοή βιαία» ή σαν «αύρα
λεπτή», τη δρόσο και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος…
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ
※
[ Παντελή Β. Πάσχου:
[ Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»·
Μέρος α΄, κεφ. α΄, §4, σελ. 45–49.
Εκδόσεις
«Αποστολικής Διακονίας»·
«Αποστολικής Διακονίας»·
Αθήνα, 19874.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου