Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ


     Ο άγιος προφήτης Ησαΐας γεννήθηκε περί το 765 π.Χ., στο βασίλειο του Ιούδα την εποχή που ο εβραϊκός λαός, σκληρά διαιρεμένος μεταξύ των αντιπάλων βασιλέων του Ισραήλ (με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια) και του Ιούδα (με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ), επρόκειτο να περάσει μία από τις τραγικότερες περιόδους της ιστορίας του, η οποία θα ολοκληρωνόταν με την οριστική καταστροφή του βασιλείου της Σαμάρειας. Ο Ησαΐας άσκησε το λειτούργημά του επί σαράντα έτη, κατά τα οποία η αυτοκρατορία των Ασσυρίων δέσποζε στην Ανατολή, απειλώντας όλο και περισσότερο τα εβραϊκά βασίλεια και τους γείτονές τους. Σφηνωμένο μεταξύ Ασσυρίων και Αιγυπτίων, με τον διαρκή πειρασμό να προσφύγει σε συμμαχία με τον έναν από τους εχθρούς του εναντίον του άλλου, το βασίλειο του Ιούδα είχε πλέον διαφθαρεί από την επίδραση που ασκούσαν οι ξένες λατρείες, από τη διαστροφή της ηθικής, συνέπεια της υλικής ευμάρειας, και από την περιφρόνηση του Νόμου του Θεού. Μεταξύ του λαού, η μαγεία, η νεκρομαντεία και κάθε είδους δεισιδαίμονες πρακτικές, υποκαθιστούσαν τη λατρεία που όριζε ο Νόμος, και ακόμη και εκείνοι που παρέμεναν πιστοί στη λατρεία του Κυρίου στον Ναό αρκούνταν σε μια θρησκευτικότητα τυπολατρική και υποκριτική, τιμώντας έτσι «μονάχα με τα χείλια τους τον Θεό, ενώ η καρδιά τους πόρρω απείχε από Αυτόν» (Ησ. 29, 13).


     Το έτος που πέθανε ο βασιλιάς Οζίας (740), ενώ ο Ησαΐας βρισκόταν στον Ναό, ο Ησαΐας είδε να παρουσιάζεται ο Θεός με όλη Του τη δόξα, καθήμενος πάνω σε υπερυψωμένο θρόνο και περιβαλλόμενος από εξαπτέρυγα Σεραφείμ που αναβοούσαν: «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ!». Στο άκουσμα της υπερκόσμιας φωνής αυτής, σείστηκαν οι παραστάτες της θύρας και ο Ναός γέμισε καπνό, όπως άλλοτε το όρος Σινά (βλ. Έξ. 19). Πέφτοντας έντρομος κάτω στη γη ο Ησαΐας ομολόγησε την αναξιότητά του λέγοντας: «Αλίμονό μου, χάθηκα, ο ταλαίπωρος! Γιατί εγώ είμαι άνθρωπος που έχει ακάθαρτα χείλη και κατοικώ ανάμεσα σ’ έναν λαό που έχει κι αυτός ακάθαρτο στόμα και, να, που τώρα είδα με τα μάτια μου τον Βασιλιά, τον Κύριο Σαβαώθ, δηλαδή τον Κύριο του σύμπαντος!» (Ησ. 6, 4). Τότε πέταξε ένα Σεραφείμ και ήλθε κοντά του κρατώντας στο χέρι ένα κάρβουνο αναμμένο που είχε πάρει με μια Λαβίδα από το Θυσιαστήριο. Άγγιξε με αυτό το στόμα του και είπε: «Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου και η ανομία σου εξαλείφθηκε· αυτό και σε καθάρισε από τις αμαρτίες σου!» (Ησ. 6, 7). Αυτά ακριβώς τα σεραφειμικά λόγια τα επαναλαμβάνει ο λειτουργός ιερέας μετά τη μετάληψή του μέσα στο ιερό Βήμα. Όλες οι λεπτομέρειες του μεγαλειώδους οράματος αυτού, που βρίσκεται στο 6ο κεφάλαιο του Ησαΐα, θεωρήθηκαν από τους Πατέρες ως τύπος και σημείο της εμφάνισης του Θεού στον άνθρωπο, τόσο κατά τη θεία Λειτουργία όσο και στη μυστική θεωρία στον αφανή δρόμο του αγιασμού και της θεώσεως των πιστών. Η δε πυρφόρος Λαβίδα είναι η εκπληκτική προτύπωση της Κυρίας Θεοτόκου, η οποία μέσα στην άχραντη κοιλία της, διά της θείας Χάριτος και της ευδοκίας του Τριαδικού Θεού, μπόρεσε και βάσταξε ανερμηνεύτως το πυρακτωμένο κάρβουνο της Θεότητος του Υιού και Λόγου του Θεού. Εκείνος, που ονομάσθηκε ο «προφήτης με τα καμένα χείλη», προσφέρθηκε ο ίδιος να αποσταλεί στον απειθούντα λαό που πολλάκις είχε αρνηθεί τον Κύριο, για να του αναγγείλει το θέλημα του Θεού, ελπίζοντας ότι θα τον οδηγήσει σε μετάνοια.


     Λίγο μετά το όραμα αυτό, ο Ησαΐας νυμφεύθηκε και έδωσε στους δύο γιους του ονόματα που προέλεγαν το ένα τις επερχόμενες δοκιμασίες και το άλλο το «καταλειφθέν», που έπρεπε να επιβιώσει για να γίνει ο σπόρος ενός νέου λαού. Κατά τα πρώτα έτη του λειτουργήματός του, ο Ησαΐας απηύθυνε το κήρυγμά του στο βασίλειο της Σαμάρειας, καταγγέλλοντας τα σκάνδαλα και τη ψευδή ελπίδα σε έναν Θεό συμβιβαστικό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Ιερουσαλήμ, όπου παρέμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ο άγιος προφήτης επικαλέστηκε τους ουρανούς και τη γη ως μάρτυρες της αχαριστίας του λαού που αποστράφηκε τον Θεό για να παραδοθεί στη διαφθορά και την ειδωλολατρία. Ανήγγειλε ότι ο Κύριος δεν θα ανεχθεί άλλο την υποκριτική λατρεία, τις θυσίες και τις προσευχές του: «Να, τι λέγει ο Κύριος· Λουστείτε και εξαγνιστείτε! Να μη βλέπουν τα μάτια Μου τις πονηρές σας πράξεις· πάψτε να κάνετε το κακό! Μάθετε στη ζωή σας να κάνετε το καλό, επιδιώξτε τη δικαιοσύνη και βοηθείστε τον καταπιεσμένο συνάνθρωπο, αποδώστε το δίκιο στο ορφανό και υποστηρίξτε την υπόθεση της χήρας. Ελάτε να κριθούμε με λόγο αναμεταξύ μας· κι αν είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα, μα σαν το χιόνι θα μπορούσαν να γίνουν λευκές. Μόνο αν θέλατε να Μ’ ακούσετε! Τότε θ’ απολαμβάνατε όλα τ’ αγαθά της γης. Εσείς, όμως, αντιστέκεστε και αποστατείτε. Γι’ αυτό τον λόγο θα γίνετε στο τέλος η τροφή του ξίφους. Εγώ, ο Κύριος, σας το λέω αυτό!» (Ησ. 16-18). «Διότι θα επέλθει ημέρα Κυρίου και το υπερήφανο ύψος του ανθρώπου θα υποκύψει και κάθε τους έπαρση θα ταπεινωθεί. Μονάχα ο Κύριος θα εξυψωθεί τη μέρα εκείνη» (Ησ. 2, 17). Οι καταστροφές που προφήτευε έγιναν πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς της Δαμασκού, Ραασούν, και ο βασιλιάς του Ισραήλ, Φακεέ, θέλησαν να παρασύρουν τον βασιλιά Άχαζ του Ιούδα σε συμμαχία εναντίον του βασιλιά της Ασσυρίας Θαγλαθφελλασάρ Γ΄. Εκείνος αρνήθηκε· και τότε οι δύο ηγεμόνες επιτέθηκαν στο βασίλειο του Ιούδα. Αντί να εμπιστευθεί τον Θεό, ο Άχαζ στράφηκε στους Ασσυρίους, παρά τις προειδοποιήσεις του Ησαΐα για τους κινδύνους που ελλόχευε το διάβημα αυτό. Και ενώ μέσα σε μεγάλη αναταραχή ο λαός της Ιερουσαλήμ προετοιμαζόταν για την πολιορκία, ο Ησαΐας παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλέως που επέβλεπε τα οχυρωματικά έργα και του είπε: «Πρόσεξε! Μείνε ήσυχος· μη φοβηθείς και μη δειλιάσεις απ’ αυτούς τους δύο δαυλούς που καπνίζουν… Μετά από εξήντα πέντε χρόνια θα συντριφτεί το βασίλειο του Εφραίμ [το βασίλειο του βορρά] και ο λαός του δεν θα υπάρχει πια!» (Ησ. 7, 4-8). Ο Άχαζ παρέμενε δύσπιστος και τότε ο Ησαΐας πρόφερε τη σαφέστερη σε όλη την Παλαιά Διαθήκη προφητεία για την έλευση του Μεσσία, «Σημείο» με το οποίο όλοι οι άνθρωποι θα κληθούν στη Σωτηρία: «Γι’ αυτό ο Ίδιος ο Κύριος θα σας δώσει ένα Σημείο: Να, η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει Γιο, ο Οποίος θα ονομαστεί “Εμμανουήλ” [δηλαδή “Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός”–“Είναι μαζί μας ο Θεός”]» (βλ. Ησ. 7, 14 και Ματθ. 1, 23). Όπως συμβαίνει με όλες τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, η πρόρρηση αυτή μπορεί να εννοηθεί σε δύο επίπεδα: ο Εμμανουήλ θα είναι ο Εζεκίας, ο δίκαιος βασιλιάς που θα αποκαταστήσει το βασίλειο του Ιούδα, αλλά είναι συνάμα και ο Μεσσίας, ο Ιησούς Χριστός, που θα έλθει να εγκαινιάσει την εσχατολογική εποχή του νέου Ισραήλ. Λίγο αργότερα θα διευκρινίσει ότι το Παιδί αυτό θα καθίσει στον θρόνο του Δαβίδ, θα λάβει κάθε εξουσία και θα φέρει τα Ονόματα: «Θεὸς ἰσχυρός», «μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», «Ἄρχων εἰρήνης» (Ησ. 9, 5-7). Ο προφήτης του Υψίστου ανήγγειλε επίσης τις συμφορές που επρόκειτο σύντομα να ενσκήψουν πάνω στη Δαμασκό και τη Σαμάρεια. Το 733, ο Θαγλαθφελλασάρ επιτέθηκε στη Δαμασκό, φόνευσε τον Ραασούν, ερήμωσε κατόπιν τη Γαλιλαία και έστειλε τους κατοίκους της στην εξορία.


     Ο θάνατος του βασιλιά των Ασσυρίων, λίγο αργότερα (727), αναπτέρωσε τις ελπίδες του βασιλιά της Σαμάρειας, ο οποίος επιχείρησε να επαναστατήσει. Κατά την περίοδο αυτή, ο Ησαΐας δεν έπαψε να μέμφεται την ασύνετη αυτή πολιτική, που βασιζόταν σε φρούδες ελπίδες για υποστήριξη από πλευράς της Αιγύπτου και η οποία έμελλε να καταδικάσει σε οριστική καταστροφή το βασίλειο του Ισραήλ: «Θα ποδοπατηθεί το στέμμα της αλαζονείας των μεθυσμένων του βασιλείου του Εφραίμ!» (Ησ. 28, 3). Θα έλθει ισχυρός αντίπαλος, ο οποίος, σαν αιφνίδιο χαλάζι που αφανίζει τα σπαρτά και σαν καλοκαιρινή καταιγίδα που ρημάζει τα σπίτια, θα ανατρέψει τα πάντα. Και όντως, μετά από τριετή πολιορκία (το 721· βλ. Δ΄ Βασιλ. 17), η υπερήφανη Σαμάρεια καταστράφηκε από τους Ασσύριους· ωστόσο, ο Ησαΐας διακήρυξε ότι αφού χρησιμεύσουν για κάποιο διάστημα ως όργανο της θεϊκής οργής, οι Ασσύριοι θα συντριβούν τελικά από τον Εμμανουήλ (Ησ. 8, 9).


     Μετά την πτώση του βασιλείου του Βορρά, ο προφήτης αποσύρθηκε από τα κοινά, μέχρι τα πρώτα έτη της βασιλείας του Εζεκία (περί το 713). Διάφοροι γείτονες λαοί, ωθούμενοι από την Αίγυπτο, πρότειναν τότε στο βασίλειο του Ιούδα να προσχωρήσει σε μια νέα συμμαχία εναντίον του Ασσύριου δυνάστη. Ο Ησαΐας διέτρεχε επί τρία χρόνια τους δρόμους της Ιερουσαλήμ, γυμνός και ανυπόδητος, ως σημείο και οιωνός που ανήγγελλε ότι οι φρούδες ελπίδες για τη συνδρομή της Αιγύπτου θα έφερναν την καταστροφή, την εξορία και την απογύμνωση (Ησ. 20, 2-6). Η πρόρρηση αυτή σύντομα επιβεβαιώθηκε με την κατάληψη της Αζώτου, στη χώρα των Φιλισταίων, η οποία είχε εξεγερθεί και εκείνη εναντίον των Ασσυρίων, υπολογίζοντας στη βοήθεια της Αιγύπτου, και την καταστροφή της ακολούθησε εκείνη της Μωάβ, της Εδώμ και της Βαβυλώνας.


     Μετά τον θάνατο του Σαργών Β΄ (Αρνά), βασιλιά της Ασσυρίας, τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Σενναχηρίμ, πολλά έθνη επαναστάτησαν με την υποκίνηση Φιλισταίων και Φοινίκων. Παρά τη θαυματουργική θεραπεία του και το σημείο που του έδωσε ο Θεός, ο Οποίος, διά της φωνής του Ησαΐα, έκανε να οπισθοχωρήσει η σκιά δέκα σκαλοπάτια (Ησ. 38), ο Εζεκίας αρνήθηκε να εμπιστευθεί τον Θεό και προσχώρησε στη συμμαχία. Διέταξε να γίνουν προετοιμασίες για να αντιμετωπισθεί πολιορκία στην Ιερουσαλήμ, επιδιόρθωσε τα προτειχίσματα, διπλασίασε τις οχυρώσεις και έδωσε εντολή να σκάψουν δεξαμενή για να εξασφαλισθούν αποθέματα νερού. Ακαταπόνητος υπερασπιστής των θείων δικαιωμάτων, ο Ησαΐας βγήκε από τη σκιά και έμεμψε τους Εβραίους που έκαναν όλες αυτές τις προετοιμασίες αντί να κλαίνε, να πενθούν και να μετανοήσουν. Κατήγγειλε με σφοδρότητα τις μάταιες ελπίδες που συνέχιζαν να εναποθέτουν στα άρματα και στα άλογα της Αιγύπτου –σε αυτόν τον λαό που δεν φέρνει καμία βοήθεια, ούτε όφελος, αλλά μόνο όλεθρο και σύγχυση– αντί να προσβλέπουν στον Θεό του Ισραήλ, σε Εκείνον που δεν ανακαλεί ποτέ τον λόγο Του και ανατρέπει ως πύρινος χείμαρρος όλες τις επηρμένες δυνάμεις του κόσμου τούτου (Ησ. 31, 1). Και πρόφερε τον εξής φοβερό λόγο: «Μέχρι να πεθάνετε, δεν πρόκειται να σας συγχωρεθεί αυτή η αμαρτία σας!» (Ησ. 22, 14). Παρά τις προσπάθειες και τις επικρίσεις του προφήτη, τα έθνη εξεγέρθηκαν, προκαλώντας σαρωτικά αντίποινα εκ μέρους του Σενναχηρίμ, ο οποίος, ερημώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του, συνέτριψε τις εστίες αντίστασης στην Παλαιστίνη και πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις (701). Ο Εζεκίας τού προσέφερε όλον τον χρυσό, το ασήμι και τα πολύτιμα σκεύη που διέθετε, αδειάζοντας για τον σκοπό αυτό το θησαυροφυλάκιο και τον Ναό (βλ. Δ΄ Βασιλ. 18), αλλά ο βασιλιάς της Ασσυρίας δεν ικανοποιήθηκε με όλα αυτά και επιθυμούσε να εξασφαλίσει την παράδοση της πόλεως. Τη φορά αυτή ο Ησαΐας παρουσιάσθηκε ενώπιον του βασιλέως και του τρομοκρατημένου λαού, όχι για να απειλήσει, αλλά για να αναγγείλει ότι ο Θεός επρόκειτο να τιμωρήσει την αλαζονική αυτοπεποίθηση του βασιλιά της Ασσυρίας και να ελευθερώσει τον λαό Του, όπως τον είχε απελευθερώσει άλλοτε από τους Αιγυπτίους στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Ασσύριος βασιλιάς θα υπέκυπτε στο ξίφος της θείας δικαιοσύνης και η θυγατέρα της Σιών θα τον χλεύαζε και θα τον καταφρονούσε. Έτσι τη νύχτα εκείνη άγγελος Κυρίου θανάτωσε 185.000 ανθρώπους στο στρατόπεδο των Ασσυρίων. Ο Σενναχηρίμ έλυσε σύντομα την πολιορκία και επέστρεψε στη Νινευί, όπου δολοφονήθηκε μέσα στον ναό του θεού Νασαράχ (Ησ. 37, 38).


     Έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του, ο Ησαΐας επέστρεψε στην ησυχία. Λέγεται πως κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μανασσή (687-642), ο οποίος ξεπέρασε όλους τους προκατόχους του σε ασέβεια και σκληρότητα, χωρίς να χαριστεί ούτε καν στους προφήτες που του υπενθύμιζαν τον Νόμο του Θεού, ο Ησαΐας κόπηκε στα δύο με ξύλινο πριόνι. Το γεγονός αυτό εμπεριέχεται στο απόκρυφο «Μαρτύριον του Ησαΐα», αλλά επιπλέον μαρτυρείται και ως παράδοση σε εδάφιο στην προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (βλ. Εβρ. 11, 37). Στη «Διαθήκη» του, ο προφήτης υπενθυμίζει στον λαό ότι η σωτηρία του βρίσκεται στην επιστροφή του προς τον Θεό και στην ησυχία, επειδή όμως ο λαός εκ των πραγμάτων δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, αλλά εμπιστεύεται την οδό της πλάνης και της απιστίας, ετοιμάζει για τον εαυτό του την οριστική καταστροφή. Για όσους όμως έχουν την ελπίδα τους στον Θεό, ισχύει το εξής: «Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κύριος προσμένει να σας σπλαχνιστεί· είναι έτοιμος να σηκωθεί και να σας ελεήσει, γιατί ο Κύριος είναι Θεός δικαιοσύνης και μακάριοι εκείνοι που Τον εμπιστεύονται!» (Ησ. 30, 18).


     Το Βιβλίο του προφήτη Ησαΐα υπερέχει από όλα τα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όχι μόνο χάρη στη μεγαλόπνευστη ομορφιά της ποιητικής έκφρασης, αλλά πρωτίστως λόγω της ακρίβειας των προρρήσεών του όσον αφορά την έλευση του Μεσσία. Ανήγγειλε με σαφήνεια την εκ Παρθένου γέννηση Εκείνου που, όντας αναμάρτητος, θα αποτελέσει την ελπίδα του λαού Του (Ησ. 7). Ο «βλαστός» αυτός από τη «Ρίζα του Ιεσσαί» (δηλαδή από τον οίκο του Δαβίδ και πιο συγκεκριμένα από την αειπάρθενη Θεοτόκο), θα έχει ως χρίσμα το πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος (Ησ. 11). Θα αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και θα εγκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία του παραδείσου στην Εκκλησία (Ησ. 11, 6). Αυτός ο Ίδιος όμως που θα εγκαινιάσει τη μεσσιανική εποχή θα είναι συνάμα και ο ταπεινός «Παῖς Κυρίου»· «Δε θα κραυγάζει, ούτε θα υψώνει τη φωνή Του, ούτε και θα βροντολαλεί μέσα στους δρόμους. Καλάμι τσακισμένο δε θα το συντρίψει και λυχνάρι που καπνίζει δε θα το σβήσει, γιατί πραγματική θα φέρει σ’ όλους δικαιοσύνη» (βλ. Ησ. 42, 2 και Ματθ. 12, 18-21). Θα προσφερθεί οικειοθελώς στην αισχύνη για τη σωτηρία όλου του κόσμου. «Περιφρονημένος και απορριμμένος υπό των ανθρώπων, έγινε άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις και πληγές, έγινε σύντροφος του πόνου» (Ησ. 53, 3)· «Έδωσε τη ράχη Του σ’ αυτούς που Τον μαστίγωναν και το σαγόνι Του σ’ αυτούς που Του ξερίζωναν τα γένια και δεν έκρυψε το πρόσωπό Του όταν Τον βρίζανε και Τον έφτυναν» (Ησ. 50, 6). «Αυτός φορτώθηκε όλες τις θλίψεις μας και υπέφερε τους δικούς μας πόνους. Εμείς νομίζαμε πως όλα όσα Τον βρήκαν ήταν τραύματα, πληγές και ταπεινώσεις από τον Θεό. Μα, οι αμαρτίες μας ήταν η αιτία που Αυτός πληγώθηκε, και οι ανομίες μας για τις οποίες Αυτός εξουθενώθηκε. Για χάρη της δικής μας σωτηρίας Εκείνος τιμωρήθηκε και μέσα από τις δικές Του πληγές εμείς βρήκαμε τη γιατρειά. Βασανιζόταν, κι όμως ταπεινά υπέμεινε, χωρίς καθόλου να παραπονιέται. Σαν το πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι Αυτός δε διαμαρτύρεται. Κακόπαθε, καταδικάσθηκε κι οδηγήθηκε μακριά. Τον εξαφάνισαν απ’ τον κόσμο των ζωντανών και για τις αμαρτίες μας Αυτός χτυπήθηκε απ’ το θάνατο» (Ησ. 53, 4-8 και Ματθ. 27, 58). Αλλά ο Θάνατός Του, τελικά, θα είναι λύτρωση: «Έναντι αυτής της Ταφής θα χαθούν όλοι οι πονηροί και έναντι αυτού του Θανάτου θα απολεσθούν όλοι οι άπληστοι» (Ησ. 53, 9). Οι καρποί των πόνων της ψυχής Του θα είναι να χορτάσει Φως (Ησ. 53, 10-11) και να αποκαταστήσει την Ιερουσαλήμ μέσα στη θεία Δόξα Του.


     Αν ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε πολλές φορές την επικείμενη καταστροφή όσων εναποθέτουν την εμπιστοσύνη τους στις αρχές του κόσμου τούτου, ρίχνοντας έτσι φως στις απώτερες δοκιμασίες που πρέπει να υποστεί η ανθρωπότητα κατά τις έσχατες ημέρες, το δεύτερο μέρους του Βιβλίου του, που ονομάζεται «Βιβλίο της Παρηγορίας», είναι αφιερωμένο καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν στην αναγγελία της καταλλαγής του Θεού με τον λαό Του, του ανακαινισμού της Ιερουσαλήμ και του εγκαινιασμού της ατελεύτητης βασιλείας. «Σήκω πάνω, Ιερουσαλήμ, ορθώσου και γίνε όλη φως! Γιατί έρχεται πάνω σου το φως και η δόξα του Κυρίου ανέτειλε σ’ εσένα!» (Ησ. 60, 1). Όλα τα έθνη θα προσέλθουν στην Εκκλησία, τη Νέα Ιερουσαλήμ, και θα εισέλθουν στην πόλη αυτή, που οι θύρες της δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ πια, και η οποία δεν θα φωτίζεται ούτε από τον ήλιο ούτε από τη σελήνη, διότι ο Ίδιος ο Κύριος θα είναι το αιώνιο φως της και κάθε δίκαιος θα γίνει άφθαρτο μέλος του λαού αυτού που ο Θεός έχει συνάξει. Θα χαίρεται εντός του και αυτός εν Αυτώ, και στην πόλη τούτη, όπου ο θάνατος θα καταργηθεί, δεν θα ακούγονται πια κραυγές, ούτε στεναγμοί, ούτε θρήνοι, αλλά μονάχα η άληκτη δοξολογία του Θεού (Ησ. 60-62). Έχοντας έτσι αναγγείλει, με τρόπο σχεδόν διαφανή, την υπέρχρονη ουσία του Ευαγγελίου, δικαίως ο άγιος προφήτης Ησαΐας ονομάσθηκε και θεωρείται ως ο «Πέμπτος Ευαγγελιστής» και το θεόπνευστο Βιβλίο του παραμένει μία από τις βασικές αρχές της Πίστεως και της Ελπίδος μας.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε· σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· διό σε Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, Προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ’ ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας, μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
νθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.




[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 105–111.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου