Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


     Η αγία και ένδοξος μάρτυς Χριστίνα ζούσε στην Τύρο της Φοινίκης κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (194-211). Ήταν θυγατέρα ενός ισχυρού αξιωματούχου, ονόματι Ουρβανού, ο οποίος ζηλεύοντας το εκτυφλωτικό της κάλλος, την έκλεισε σε έναν υψηλό πύργο, όπου υπηρετούμενη από πλήθος θεραπαινίδων μπορούσε να απολαμβάνει πλούτη και πολυτέλεια. Στον πύργο αυτόν ο Ουρβανός είχε τοποθετήσει πολλά αγάλματα θεών, όλα κοσμημένα με πολύτιμα υλικά για να τα λατρεύει η κόρη του. Παρόλο όμως που η κόρη έμενε έγκλειστη, δίχως επαφή με τον έξω κόσμο, η χάρις του Θεού την επισκέφθηκε, φώτισε τον νου της και την οδήγησε στη γνώση της Αληθείας. Στοχαζόμενη με ορθό λογισμό, κατανόησε ότι τα άψυχα αυτά αγάλματα, φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια, δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να είναι θεοί και αγναντεύοντας από το παράθυρο την ομορφιά του ουρανού, της γης και όλα τα θαύματα της φύσεως, έφθασε στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το αρμονικό κάλλος δεν μπορούσε παρά να είναι το έργο ενός μοναδικού Θεού, Δημιουργού και άπειρα σοφού. Ένας άγγελος στάλθηκε τότε από τον Κύριο και της δίδαξε όλα εκείνα που η καρδιά της αισθανόταν με συγκεχυμένο ακόμη τρόπο για τα μυστήρια του Θεού και της κτίσεως. Έχοντας λάβει έτσι το φως της Αληθείας και εμφορούμενη από ζήλο φλογερό για τον Θεό, η Χριστίνα άρχισε να διάγει βίο νηστείας και προσευχής.


     Όταν οι γονείς της ήλθαν να την επισκεφθούν και της ζήτησαν να λατρεύει τα είδωλα, εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας πως ήταν εφεξής μαθήτρια του Χριστού, του αληθινού Φωτός που ήλθε στον κόσμο μας. Αντιστάθηκε σε όλες τις προσπάθειες του πατέρα της να την πείσει να ενστερνιστεί την απάτη των ειδώλων και επιπλέον του ζήτησε να της προμηθεύσει έναν άσπιλο χιτώνα για να προσφέρει θυσία πνευματική στον ένα Τριαδικό Θεό. Αφού τον έλαβε από τον Ουρβανό που δεν κατανοούσε την κίνηση αυτή, άρχισε να προσεύχεται και ένας άγγελος ήλθε να τη χαιρετήσει ως νύμφη Χριστού, αναγγέλλοντας σ’ αυτήν τις δοκιμασίες μέσα από τις οποίες έμελλε να περάσει για να δοξάσει τον Θεό. Προτού γίνει άφαντος, τη σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, την ευλόγησε και της έδωσε να φάει άρτο ουράνιο. Την επόμενη νύχτα η αγία με ένα τσεκούρι έκανε κομμάτια όλα τα επιβλητικά αγάλματα που βρίσκονταν στον πύργο και διαμοίρασε το χρυσό και το άργυρο των ειδώλων στους φτωχούς.


     Το πρωί, μπροστά στο θέαμα αυτό, ο Ουρβανός έγινε έξαλλος και διέταξε να αποκεφαλισθούν οι θεραπαινίδες της Χριστίνας και να μαστιγωθεί η θυγατέρα του. Δώδεκα στρατιώτες μαστίγωναν την κόρη μέχρι που εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις τους, αλλά η Χριστίνα ενδυναμωμένη από τη χάρη του Θεού παρέμενε ακλόνητη, ομολογώντας τον Χριστό και επιτιμώντας τον πατέρα της. Ο Ουρβανός πρόσταξε να τη ρίξουν στη φυλακή σιδηροδέσμια και γύρισε στο σπίτι του, ενώ η γυναίκα του μετέβη κλαίγοντας στο δεσμωτήριο για να προσπαθήσει να πείσει τη θυγατέρα της να συμβιβαστεί και να υποταχθεί για να γλιτώσει τη ζωή της. Καθώς το εγχείρημα αυτό απέβη άκαρπο, η Χριστίνα την επομένη υπεβλήθη εκ νέου σε βασανιστήρια. Αφού της ξέσχισαν τις σάρκες, την έδεσαν σ’ έναν τροχό κρεμασμένο πάνω σε πυρά, αλλά με την προσευχή της ο Κύριος σκόρπισε τις φλόγες. Την οδήγησαν πάλι στη φυλακή κι εκεί δέχθηκε την επίσκεψη τριών αγγέλων που της έφεραν τροφή και ίασαν όλες τις πληγές της. Όταν νύχτωσε, ο Ουρβανός έστειλε πέντε υπηρέτες που πήραν την αγία, της έδεσαν βαριά πέτρα στο λαιμό και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά κι εκεί οι άγγελοι ήλθαν να τη συντρέξουν: έλυσαν την πέτρα και της επέτρεψαν να βαδίσει πάνω στα νερά σαν να ήταν αυτά στεριά, ακριβώς όπως άλλοτε ο Ίδιος ο Κύριος αλλά και ο Απόστολος Πέτρος (Ματθ. 14, 22-33· Μάρκ. 6, 45-52· Ιωάν. 6, 16-21). Μια φωτεινή νεφέλη έλαμψε τότε εξ ουρανού και εμφανίσθηκε ο Σωτήρας Χριστός, ενδεδυμένος λαμπρά βασιλικά άμφια και περιβαλλόμενος από μυριάδες αγγέλων που Τον υμνούσαν και γέμιζαν τον αέρα με τη γλυκιά ευωδία του θυμιάματός τους. Εκπλήρωσε την επιθυμία της αγίας βαπτίζοντάς την ο Ίδιος ο Κύριος στη θάλασσα και κατόπιν την εμπιστεύθηκε στον αρχάγγελο Μιχαήλ, που την έφερε ξανά στη στεριά και την οδήγησε στο σπίτι των γονέων της.


     Ανακαλύπτοντας ότι η κόρη του είχε επιβιώσει από όλες αυτές τις φονικές απόπειρες, ο Ουρβανός διέταξε να την αποκεφαλίσουν την επομένη. Αλλά την ίδια εκείνη νύχτα, παρέδωσε τη ψυχή του με οικτρό τρόπο. Λίγες μέρες αργότερα, ένας καινούργιος δικαστής, ο Δίων, ανέλαβε το απεχθές έργο του Ουρβανού. Αφού έλαβε γνώση της υποθέσεως, κάλεσε την αγία και κατόπιν την υπέβαλε σε βασανιστήρια. Εκείνη παρέμενε άτρωτη και τότε πρόσταξε να της κόψουν τα μαλλιά και να τη διαπομπεύσουν γυμνή σε όλη την πόλη. Την επομένη, η Χριστίνα υποκρίθηκε ότι δέχθηκε την πρόταση του δικαστή να προσφέρει θυσία στο άγαλμα του Απόλλωνος. Φθάνοντας στον ναό των μιαρών ειδώλων, εκείνη ανέπεμψε την προσευχή της στον μόνο αληθινό Θεό και διέταξε το άγαλμα να μετακινηθεί σαράντα βήματα. Ο Δίων παρέμενε δύσπιστος και τότε εκείνη ανέτρεψε το θεόρατο είδωλο και το έκανε κομμάτια με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού, προκαλώντας τη μεταστροφή περισσότερων από τρεις χιλιάδες ειδωλολατρών που στάθηκαν μάρτυρες του θαύματος αυτού.


     Μη μπορώντας να υποφέρει την ήττα αυτή, ο Δίων πέθανε λίγο αργότερα και αντικαταστάθηκε από άλλον δικαστή, ονόματι Ιουλιανό, που έκλεισε την αγία Χριστίνα σε πυρωμένη κάμινο. Επί πέντε μέρες η αγία έψαλλε εκεί ευχαριστήριους ύμνους με τη συνοδεία αγγέλων. Ο δικαστής πρόσταξε τότε να τη ρίξουν σε λάκκο γεμάτο θηρία και δηλητηριώδη φίδια. Αλλά κι εκεί η δούλη του Χριστού προστατεύθηκε από κάθε κακό και απειλή: οι αστρίτες κουλουριάστηκαν στα πόδια της, θα έλεγες για να την τιμήσουν, και τα ερπετά σφούγγιζαν τρυφερά τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Μόνο ο Ιουλιανός παρέμενε πιο αιμοβόρος από τα θηρία και λυσσομανούσε εναντίον της αγίας. Διέταξε να της κόψουν τα στήθη, από όπου έρρευσε θαυματουργικά αίμα και γάλα· κατόπιν της ξερίζωσαν τη γλώσσα. Τέλος, δυο στρατιώτες τρύπησαν αλύπητα με τις λόγχες τους την καρδιά και το πλευρό της, προσφέροντάς της τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου και την είσοδό της στην αιώνια ανάπαυση πλάι στον επουράνιο Νυμφίο Χριστό. Ο τύραννος δεν άργησε να πεθάνει και ένας συγγενής της Μάρτυρος, που εν τω μεταξύ είχε πιστέψει στον Χριστό μετά από τα θαύματα αυτά, κατέθεσε το σκήνωμα της αγίας σε ναό που φρόντισε να ανεγερθεί προς τιμήν της.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν.     

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φωτοειδὴς περιστερὰ ἀνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ, σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 266–268.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης,
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου