ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ
Όταν ο
Ιουλιανός ο Παραβάτης (331-363) ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361),
περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον άγιο Κωνσταντίνο τον Μέγα (272-337)
[21 Μαΐου] καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη
με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να
επαναφέρει στανικά τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους, πιστούς στη
σκαιή υπόθεσή του, σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν τον λαό να
συμμορφωθεί. Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για τον σκοπό αυτό στο
Δορόστολο, πρωτεύουσα της Σκυθίας (σημ.: τη σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας).
Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο, απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους
χριστιανούς, αλλά ακόμη και σ’ εκείνους που θα απέφευγαν ή θα δίσταζαν να τους
καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι, τρομοκρατημένοι, φώναξαν ότι δεν υπήρχαν
χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του
αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος, πήρε τότε μέρος σε ένα
μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.
Ενώ
όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μην
ανεχόμενος άλλο την προσβολή απέναντι στον αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το
τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στον ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα
τα άψυχα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς πάνω στους οποίους
είχαν αποτεθεί οι ανόσιες προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις μιαρές
σπονδές και έφυγε απαρατήρητος. Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο για
το γεγονός, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί
πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να
παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν τυχαία έναν χωρικό που
γύριζε από το χωράφι του και τον έσυραν στο πραιτώριο κτυπώντας τον με βέργες.
Μπροστά στο θέαμα αυτό και μην υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας
αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνως ότι εκείνος ήταν
ο δράστης. Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή οι στρατιώτες, τον οδήγησαν στον
Καπιτωλίνο. Με όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής τού ζήτησε να πει
ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε μια τέτοια
ενέργεια. Ο Αιμιλιανός, αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτόχρονα ελεύθερος και δούλος
–δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα–, πρόσθεσε: «Είναι η αγάπη
του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου
προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξόανων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη
να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε
δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να
λατρεύουμε τα άλογα όντα και να προσκυνούμε τα έργα των χεριών μας,
απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στον μόνο Θεό και Δημιουργό μας». «Άσε τις
ρητορείες! Εσύ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;», τον ρώτησε ο αιμοβόρος
δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη του αυτή, την
οποία θεωρούσε ως την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος
πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στη
γη· και, καθώς ο άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από
την άλλη και τον κτύπησαν ανελέητα στο στήθος. Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση
ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του έπαρχου της πόλεως, Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος
δήλωσε ότι η ευγενική καταγωγή του δεν αποτελούσε καμιά δικαιολογία και δεν θα
τον γλίτωνε από την τιμωρία. Ο άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να
χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπισή του οποιοδήποτε ελαφρυντικό· ζήτησε απεναντίας
να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο
στέφανο του μαρτυρίου. Ο Καπιτωλίνος, εξοργισμένος, τον καταδίκασε τότε να
θανατωθεί στην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο
σε χρυσό.
Οι
στρατιώτες πήραν αμέσως τον άγιο και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες
του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες
απομακρύνθηκαν από το τίμιο σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που
απανθρακώθηκαν, ενώ ο άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως και οι
άγιοι Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνας. Έκανε το σημείο του Σταυρού και, αφού
εναπέθεσε τη ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στην
ένδοξη χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσεβείας (18 Ιουλίου 362).
Η
σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να
πάρει το σκήνωμα του αγίου Μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για
να το κηδεύσουν στη Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο. Η τιμή του
αγίου Αιμιλιανού μαρτυρείται ήδη από πολύ νωρίς από τον άγιο Ιερώνυμο [15
Ιουν.], τον Θεοδώρητο Κύπρου [3 Μαρτ.] και το «Πασχάλιον Χρονικόν» (7ος αι.).
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς προσφορὰ
καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον, διὰ πυρὸς προσενεχθεὶς τῷ Δεσπότῃ, τοῖς ὄμβροις τῶν
χαρίτων σου εὐφραίνεις νῦν ἡμᾶς· πῦρ γὰρ τὸ οὐράνιον, τῇ ψυχῇ περιφέρων, ὥσπερ
αὔραν ἔφερες, τὴν κατάφλεξιν Μάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πάντοτε φρουρεῖν, τοὺς σὲ
τιμῶντας, Αἰμιλιανὲ ἔνδοξε.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς
εὐσεβείας στηλογράφημα θεόγλυπτον
Τῆς ἀσεβείας καθαιρέτης ἀναδέδειξαι
Τὰ σεβάσματα συντρίψας τῆς ἀπωλείας.
Ἀλλ’ ὡς ἔμπλεως τῆς θείας ἀγαπήσεως
Ὡς χρυσὸς ἐν τῷ πυρὶ εὑρέθης δόκιμος
Ὅθεν κράζομεν· χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἴαμα ὡς δρόσος ἑωθινή, εὐσεβέσιν ὤφθη, ἡ σὴ ἄθλησις ἐν
πυρί· δι’ αὐτῆς γὰρ Μάρτυς, τῷ κόσμῳ διαπνέεις, ὦ Αἰμιλιανὲ θεόφρον, τὰς θείας
χάριτας.
※
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 189–191.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης,
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου