Η ΟΣΙΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ
Η οσία
Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου
του Μικρού (408-450). Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν από τους πιο πλούσιους
άνδρες της πόλεως και η Ευφροσύνη το μόνο παιδί που άφησε σ’ αυτόν μετά τον
πρόωρο θάνατό της η γυναίκα του. Μεγαλωμένη με ευσέβεια και φόβο Θεού, η
Ευφροσύνη ποθούσε να αφιερωθεί στον Δεσπότη Χριστό· αλλά, όταν έγινε δεκαοκτώ
ετών, ο Παφνούτιος, αν και γνώριζε την φιλόθεη γνώμη της, την μνήστευσε με έναν
ευγενή και πλούσιο άρχοντα.
Λίγο
καιρό πριν από τους γάμους, ο Παφνούτιος επισκέφθηκε κατά την συνήθειά του
κάποιο ανδρικό μοναστήρι της περιοχής. Η Ευφροσύνη, βρίσκοντας ευνοϊκή την
περίσταση, κούρευσε τα μαλλιά της και ντυμένη ανδρικά παρουσιάσθηκε στην μονή
ως ευνούχος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου με το όνομα Σμάραγδος, την ημέρα που
αναχωρούσε από εκεί ο πατέρας της.
Ο
ηγούμενος την δέχθηκε στην συνοδεία του και την έθεσε υπό την καθοδήγηση του
σοφού και ενάρετου γέροντος Αγαπίου, στον οποίο η Ευφροσύνη υποτασσόταν με
πολλή προθυμία και ταπείνωση. Φλεγόμενη από αγάπη για τον Χριστό, παραδόθηκε
αμέσως με τόσο ζήλο στους ασκητικούς αγώνες, ώστε σύντομα έγινε αγνώριστη. Το
αποσκελετωμένο πρόσωπο και το καταξηραμένο σώμα της δεν άφηναν καμιά υποψία ότι
ανήκαν σε μια πρώην απαλή και ωραιότατη κόρη. Ζώντας σε ανδρικό μοναστήρι η
νεαρή παρθένος, με την συνεχή της εγρήγορση και τους καθημερινούς της αγώνες,
όχι μόνον απέκρουσε τις επιθέσεις του διαβόλου και υπερπηδούσε τις παγίδες του,
αλλά κατανίκησε παντελώς την γυναικεία της φύση. Αφού λοιπόν ο μισόκαλος εχθρός
δεν μπορούσε να χαυνώσει την ένταση της δικής της ασκήσεως, έριξε σε πειρασμό
τους μοναχούς, προκαλώντας σκάνδαλα από την φυσική της χάρη, που οι ασκητικοί
αγώνες δεν μπόρεσαν να αφανίσουν. Εξ αιτίας αυτού ο ηγούμενος την πρόσταξε να
ησυχάζει σε απομονωμένο κελί, όπου μόνον ο Αγάπιος είχε την ευλογία να την
επισκέπτεται, για να της κομίζει τα αναγκαία.
Απαλλαγμένη
από ενοχλήσεις και περισπασμούς, η Ευφροσύνη με όλη την ψυχή τεταμένη προς τον
Θεό, κάθε ημέρα μυστικά «στην καρδιά της πραγματοποιούσε αναβάσεις» (πρβλ.
Ψαλμ. 83, 6), προσθέτοντας νηστεία στις νηστείες, αγρυπνία στις αγρυπνίες και
άσκηση στις ασκήσεις. Λάμποντας με την ζωή της σαν πολύτιμος λίθος, ύστερα από
τριάντα οκτώ χρόνια αρρώστησε.
Ο
Παφνούτιος, ο οποίος αφ’ ότου την έχασε, συχνά κατέφευγε για παρηγοριά σ’ αυτό
το μοναστήρι, έτυχε και τότε από θεία πρόνοια να βρίσκεται εκεί. Προγνωρίζοντας
η Ευφροσύνη την εκδημία της από τα γήινα, τον κάλεσε την τελευταία της ώρα στο
κελί και του είπε: «Μη λυπάσαι πλέον, πατέρα, και μην αναζητάς άλλο το παιδί
σου, διότι εγώ είμαι!»· και ευθύς παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
Έκπληκτος
ο Παφνούτιος από την απροσδόκητη ανεύρεση, έπεσε στην γη άφωνος ως νεκρός. Όταν
συνήλθε, κατέβρεξε το άγιο λείψανο με τα δάκρυά του, μακαρίζοντας την θυγατέρα
του που απολάμβανε ήδη την ατελεύτητη μακαριότητα του παραδείσου. Και ενώ η
φύση τον ανάγκαζε να θρηνεί, η προς Χριστόν ελπίδα μετέτρεπε την θλίψη του σε
χαρά και τα δάκρυά του σε ευφροσύνη. Μετά τον ενταφιασμό παρέμεινε στην μονή.
Από τον πόθο του να συναγάλλεται αιωνίως μαζί με την θυγατέρα του, ακολούθησε
τα ίχνη της. Έγινε μοναχός και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του ως ασκητής
στο κελί της Ευφροσύνης, κατακλινόμενος στην ψάθα της. Μετά από δέκα χρόνια
θεαρέστου βίου εκοιμήθη εν ειρήνη και ενταφιάσθηκε στον τάφο της θυγατέρας του.
Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν.
Τῇ ΚΕ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς Ὁσίας
Μητρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνης, θυγατρὸς Παφνουτίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Σ τ ί χ ο ι.
Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εἰκάδα
Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.
Εἰς τὸν Ὅσιον Παφνούτιον, τὸν πατέρα αὐτῆς.
Σ τ ί χ ο ι.
Μύσας ὁ Παφνούτιος ἐν τῷ σαρκίῳ,
Τῷ πνεύματι ζῇ, καὶ θεωρεῖ φῶς μέγα.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς
παρθένος φρονίμη καὶ ἀδιάφθορος, κατηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ
προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες· ὅθεν ἐν μέσῳ τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος
ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τῇ πολιτείᾳ σου
ἀπήμβλυνας.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω
ζωῆς, ποθοῦσα ἐπιτεύξασθαι, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν
κατέμιξας, ἀναμέσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου,
μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.
—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης
πρόξενος ἡ βιοτή σου, τοῖς ἐν κόσμῳ γέγονε, προτυπωθείσης ἐναργῶς, τῇ φερωνύμῳ
σου πάνσεμνε, προσηγορίᾳ Εὐφροσύνη ἔνδοξε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Μνήστορα
λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου
βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
※
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),
σελ. 294–295.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου