Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΑΠΗ: ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥ

ΑΓΑΠΗ: ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥ


     Η αγάπη είναι ένα εντελώς καινούργιο στοιχείο στην ιστορία των σχέσεων του εγώ και το συ. Η αγάπη εισάγεται στον κόσμο «άνωθεν». Αποτελεί δώρο του ουρανού στη γη. Την προσφέρει ο Ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «Ἀγάπη ἐστι» (Α΄ Ιωάν. 4, 8). Την ενσαρκώνει ο Υιός και Λόγος του Θεού, που εγκαινιάζει μια νέα περίοδο στην ιστορία του εγώ, την περίοδο της αγάπης. Όλη Του η ιστορία, άλλωστε, συνοψίζεται στη φράση: «Σας αγάπησα» (Ιωάν. 15, 9).


     Στο ερώτημα «Τι είναι αγάπη;», θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση: Αγάπη είναι η πορεία του εγώ για να συναντήσει το συ, για το συ, δια μέσου της οδού της αυθυπέρβασης. Του οποιουδήποτε εγώ προς το οποιοδήποτε συ. Χωρίς κανέναν περιορισμό. Η αγάπη είναι ένα είδος «κένωσης» του εγώ. Το εγώ «αδειάζει» ολόκληρο μέσα στο συ, χωρίς κανέναν εξωτερικό εξαναγκασμό και χωρίς καμία προσδοκία κανενός ανταλλάγματος οποιουδήποτε, υλικού ή πνευματικού, του ενθάδε ή του επέκεινα. Γι’ αυτό και βρίσκεται η αγάπη έξω από κάθε οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Και την πιο ευγενική. Σκοπός της αγάπης είναι η αγάπη. Γι’ αυτό και στη «θρησκευτική περιοχή» όπου, όχι σπάνια, παραποιείται η αγάπη, βλέπουμε δραστηριότητες και κινήσεις που δεν βοηθούν καθόλου στη συνάντηση του εγώ–συ. Η αγάπη εξαφανίζεται και μένει στη θέση της ο φατριασμός, το πνεύμα της κάστας, η προσωπολατρία, εγωιστικές και άλλες επιδιώξεις που, όταν φανερωθούν, σκανδαλίζουν, εξεγείρουν, απογοητεύουν, προκαλούν αηδία και ναυτία.


     Κάτω από την κυριαρχία του φορμαλισμού ή του φανατισμού μεταβάλλεται η αγάπη σε «μέσο», σε όχημα επιδιώξεων του εγώ, που θεωρούνται θεμιτές γιατί δεν είναι υλικές ή φανερά επιλήψιμες και κατακριτέες, όπως π.χ., η «προσωπική τελείωση» και η «προσωπική αιώνια μακαριότητα». Μορφές τέτοιας «αγάπης» «μισθωτών» ή «δούλων» –όπως πολύ ωραία τη χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες– είναι π.χ., «φιλανθρωπικές» εκδηλώσεις, που συνήθως κουρελιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπόσταση του συ· θρησκευτικοί προσηλυτισμοί και προπαγάνδες που, όπως αποδείχνουν τα πράγματα, κάθε άλλο παρά στο συ, ως συ, αποβλέπουν. Είναι όλα αυτά και όσα «τούτοις ὅμοια», ένας άλλος τρόπος, πιο «ευπρεπής», πιθανόν και πιο «ηθικός», για να αναζητήσει το εγώ τον εαυτό του και να ξεφύγει –μα, τι άλλο;– την οδύνη και τον πόνο της αυτοκένωσης και την ταπείνωση της αυθυπέρβασης.

     Πολύ ωραία και πετυχημένα κάνει μία σχετική παρατήρηση ένας σύγχρονός μας φιλόσοφος:
     –Γιατί μου δείχνεις αγάπη;
     –Μα, για να κερδίσω τη Βασιλεία των Ουρανών!
     –Με ρώτησες όμως εμένα, κύριε, εάν θέλω εγώ να γίνω υποζύγιό σου;

     Το εγώ παραμένει, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά ανανάπτυχτο, στην ίδια κατάσταση της κεντρομόλας εγωικότητας, μόνο που τώρα ντύνεται με «θρησκευτικό ρούχο». Και ο μόνος που ξεγελάει είναι ο εαυτός του.


     Ανεξάρτητα όμως από τις παραχαράξεις αυτές, που δείχνουν την παθολογική κατάσταση του φυσικού εγώ της «πεπτωκυίας» μας, της πεσμένης μας φύσης, υπάρχει και η γνήσια και η αληθινή αγάπη, όπως την ενσαρκώνει ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός και όσοι Τον ακολούθησαν στην πορεία Του. Στην περίπτωση αυτή, χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η θυσία των πάντων, χάριν του αντικειμένου της. Μία καταπληκτική φράση του μεγάλου εργάτη και υμνητή της αγάπης, του Αποστόλου Παύλου λησμονιέται –ίσως– πολύ συχνά: «Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από τον Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου» (Ρωμ. 9, 3). Μέσα στη φράση αυτή και με τη φράση αυτή διατυπώνεται το ανυπέρβλητο μεγαλείο της αγάπης, που είναι ικανή να αποξενωθεί από ό,τι αποτελεί την ύψιστη επιδίωξη του εγώ, την αιώνια μακαριότητά του, χάριν όλων αυτών που αγαπάει. Ό,τι αποτελεί για τον Απόστολο Παύλο περιεχόμενο ζωής, αγώνων, θυσιών, πόνου, ελπίδας, προσδοκίας, θερμουργού έρωτος, αυτό που ήταν γι’ αυτόν το «εγώ του εγώ» του, τον Χριστό, τώρα είναι έτοιμος να το αποχωριστεί για χατίρι εκείνων που ήταν αγαπημένα του συ, σύμφωνα και με αυτό που σημειώνει αλλού: «Η αγάπη δεν ζητάει το συμφέρον» (Α΄ Κορ. 13, 5), γιατί αναζητάει το συ, για το συ. Χαρά και ευτυχία του εγώ, είναι η χαρά του συ. Γι’ αυτό και η αγάπη έχει το στοιχείο της πληρότητας μέσα της και δεν το αποζητάει κάπου έξω από την αγάπη.


     Η αγάπη, ως χώρος συνάντησης του εγώ με το συ, είναι κατεξοχήν κίνηση ελευθερίας. Δεν έχει κίνητρα συναισθηματικά, βιολογικά, φυλετικά, αισθητικά ή οποίας άλλης κατηγορίας. Αδικεί, γι’ αυτό, την αγάπη και την μειώνει αφάνταστα η ταύτισή της με τον οίκτο, που στις ενέργειές του είναι αντανακλαστικός και αποτελεί μάλλον νομοτελή ψυχολογική κίνηση, παρά ελεύθερη ενέργεια. Για να ξεπεράσει το εγώ τον εαυτό του αγαπώντας, για να αυθυπερβαθεί, πρέπει να κινηθεί ελεύθερα έξω από τον εαυτό του. Πρέπει να «ἐκ–στῇ ἑαυτοῦ». Η αυθυπέρβαση όμως αυτή του εγώ, η κένωσή του ή η «ἔκ–στασίς» του για χάρη του συ, ενέχει και ένα στοιχείο βαθειάς, υπαρξιακής τραγικότητας. Η αγάπη δεν εκδηλώνεται, τουλάχιστον όχι πάντα, επειδή η αυτοέκφρασή της ευχαριστεί το εγώ που, από αυτό και μόνο το λόγο, προχωρεί στις θυσίες που επιβάλλονται προκειμένου να αυτοεκδηλωθεί, όπως το ξύλο στο ποτάμιο ρεύμα, όπου πιθανόν να υπάρχουν και καταρράχτες και μπορεί εκεί να κακοπάθει και ακόμα να κατακομματιαστεί. Το εγώ παλεύει, πολλές φορές, πολύ σκληρά με τον εαυτό του για να αγαπήσει τελικά το συ. Το συ, που, ίσως ποτέ του δεν θα νιώσει την αγάπη του εγώ, ή που θα την παρεξηγήσει και θα της αποκριθεί με μίσος. Το εγώ αντιμάχεται κρατερά την ίδια του την κεντρομόλα τάση και ξεπερνάει την έλλειψη αμοιβαιότητας που αποτελεί conditio sine qua non (την απαραίτητη προϋπόθεση, εκ των ων ουκ άνευ) στην περιοχή της φιλίας και του έρωτα.


     Αυτό όμως δεν γίνεται χωρίς πόνο, χωρίς δάκρυα, χωρίς ταπεινώσεις, χωρίς αυτοεκμηδένιση και χωρίς συνάντηση πρόσωπο προς πρόσωπο με τον ίδιο τον θάνατο, τον οποιονδήποτε θάνατο· τον θάνατο που βιώνεται ως επί μέρους «μικρών θανάτων» συχνά, και τον θάνατο που είναι, πια, ο «μεγάλος» και τελικός. Η αγάπη λέει στο συ: «Σὲ ἀγαπῶ!», χωρίς να περιμένει (αντ)απόκριση καταφατική. Γι’ αυτό και η αγάπη έχει όχημά της το Σταυρό και είναι ντυμένη με την πορφύρα του μαρτυρίου. Γι’ αυτό και η αγάπη «δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο» (πρβλ. Ιωάν. 18, 36), του τόσο εγωιστικού και σκλάβου της τυφλής ορμής. Η ρίζες της δεν είναι χωμένες στην γη, αλλά στον ουρανό. Η αγάπη στη γη ετούτη είναι καρπός μιας άλλης συνάντησης, της συνάντησης του ανθρώπινου εγώ με το Θείο Συ, που είναι η Αγάπη, η ενυπόστατη Αγάπη και η πηγή κάθε άλλης αγάπης. Η αγάπη του εγώ για το συ, ως χώρος συνάντησής τους, προϋποθέτει ένα «τρίγωνο» που, αντί να την καταλύει, όπως το ιψενικό, τη δυναμώνει, την εξαγιάζει, την ανεβάζει από το γήινο επίπεδό της σε καθαρά πνευματικό και αυτόχρημα θείο...

ΑΡΧΙΜ. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
(1927–2009)



[Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη:
«Ἐπιψαύσεις ἄκρῳ δακτύλῳ»,
κεφ. 3ο, («Η Συνάντηση»), σελ. 98–103,
εκδόσεις Π. Σ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1996.
Α΄ δημοσίευση: Δευτ. 10/12/2012.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου