Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ
ΙΕΡΕΑ
※
※
Στην Αλαμανία ζούσε ένας ιερέας ενάρετος και ευλαβέστατος, ο οποίος
ονομαζόταν Πελάγιος. Στην Παναγία έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό. Όταν
λειτουργούσε, από περίσσεια ζήλου και ευλάβειας, δεν διάβαζε άλλο Ευαγγέλιο και Απόστολο, παρά
μόνο της Παναγίας.
Αυτήν την ευλάβειά του φθόνησε ο εχθρός των εναρέτων και έσπειρε στη διάνοιά
του έναν λογισμό ασεβέστατο και δίσταζε εμπρός στο Σώμα του Κυρίου, λέγοντας αυτά με
τη σκέψη του:
–Πώς γίνεται το κοινό ψωμί που παίρνουμε από τους αγρούς να γίνεται Σώμα
Θεού;
Αυτές οι σκέψεις έθλιβαν αφάνταστα τον απλό Πελάγιο, χωρίς να βρίσκει όμως
απάντηση στο ερώτημά του. Τότε κατέφυγε στη Δέσποινα και Κυρία του κόσμου, την Παναγία, και
Την παρακαλούσε με αυτά τα λόγια στην προσευχή του:
«Παναγία μου, σε παρακαλώ ο ανάξιος δούλος Σου να με φωτίσεις να γνωρίσω
το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, πώς μετατρέπεται ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα
και Αίμα του Κυρίου μας, γιατί δεν μπορώ να το αντιληφθώ».
Κάποια μέρα που λειτουργούσε, αφού τελείωσε ο Καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων,
όταν εκφώνησε το: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας
ἀχράντου…», εξαφανίστηκε από το Δισκάριο ο άγιος Άρτος. Παρά τις αγωνιώδεις
του έρευνες σ’ όλο το άγιο Βήμα, δεν έγινε δυνατόν να τον βρει. Λύπη θανάτου
κατακυρίευσε την ψυχή του και αιτίαζε την απιστία και την αμφιβολία που έτρεφε προς
το Δεσποτικό Σώμα, που Αυτό τώρα κατά κάποιο τρόπο «μετέστη» και αναχώρησε, για να
μη Το κοινωνήσει.
Ενώ σκεπτόταν αυτά ο ευλαβής ιερέας, είδε εμπρός στην Αγία Τράπεζα την
Παναγία, η Οποία είχε στις αγκάλες Της τον Κύριο μικρό Βρέφος και λέγει στον
ιερέα Πελάγιο:
–Τούτο το Βρέφος είναι ο Ποιητής της Οικουμένης. Αυτόν, γέννησα· Αυτός, πέθανε
στον Σταυρό ως άνθρωπος και ανελήφθη στους Ουρανούς· Αυτός, και τώρα, κάθε μέρα, συγκαταβαίνει με άρρητο και θαυμαστό τρόπο, με τη μορφή του άρτου και του οίνου,
από πολλή αγάπη στους ανθρώπους, να δίδεται σε αυτούς, μέσω της μετάληψης, για τον αγιασμό
τους. Όπως το Βρέφος Αυτό έχει αληθινό σώμα, με σάρκα και αίμα, έτσι γίνεται ο άρτος
και ο οίνος που ιερουργείς. Επειδή η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να τρώει ωμή σάρκα
ανθρώπου και να πίνει ανθρώπινο αίμα, γι’ αυτό πάνσοφα ο Ελεήμων Κύριος φαίνεται σαν άρτος και οίνος, για να μπορούν να Τον μεταλαμβάνουν οι πιστοί.
Αφού τα είπε αυτά η Παναγία, απέθεσε το θείο Βρέφος πάνω στην Αγία Τράπεζα
και αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε ιερέας με φόβο μεγάλο πήρε στα χέρια του Αυτό το
θείο Βρέφος, Το ασπάσθηκε και πάλι Το απέθεσε πάνω στην Αγία Τράπεζα και Το προσκύνησε
με ψυχική αγαλλίαση και ευφροσύνη.
Όταν σηκώθηκε από τη γη, το Βρέφος Χριστός είχε γίνει άφαντο. Και βλέπει
πάλι μέσα στο Δισκάριο τον άγιο Άρτο, τον Οποίον και κοινώνησε…
※
※
[Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη:
«Γεροντικό της Παναγίας»,
Μέρος 2ο, σελ. 313–314,
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 20012.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου