ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
«Κάποτε βρέθηκα σαν ταπεινός προσκυνητής
στην Μεγάλη Εκκλησιά των θρύλων και των ονείρων, στην Αγια–Σοφιά. Πήγα με
τρεμάμενο βήμα και με σφιγμένη καρδιά ν’ αφουγκραστώ τον χτύπο της Ορθόδοξης καρδιάς,
καθώς φτάνει αποσταμένος και λαχανιασμένος από τα βάθη των αιώνων. Σαν μπήκα
μέσα, στάθηκα με δέος, να μιλήσω με την ιστορία, με το “χθες” και με το “σήμερα”,
με την δόξα και με το αγκάθινο στεφάνι της Εκκλησίας. Άθελα, απόμεινα να
κοιτάζω και τους γύρω μου. Ο εικοστός και ο εικοστός πρώτος αιώνας, ο αιώνας
μου, με την ετερόκλητη σύνθεσή του. Η συνάντηση στον ίδιο χώρο ανθρώπων από τα
πέρατα του κόσμου. Οι αποχρώσεις του φάσματος των ιδεολογιών και των θρησκειών
και των αθεϊστικών κινημάτων σε μια δέσμη. Οι Τούρκοι, κατακτητές και
ιδιοκτήτες πια του ατίμητου μνημείου, πηγαινοέρχονταν κάνοντας μια “διατεταγμένη
υπηρεσία”, χωρίς κανένα σεβασμό στον χώρο και στην παράδοση. Μερικοί ξένοι,
επισκέπτες, θαύμαζαν το μεγαλόπρεπο αρχιτεκτόνημα και προσπαθούσαν να
φωτογραφίσουν το σύνολο και την λεπτομέρεια. Κάμποσοι ρωτούσαν για την ιστορία
που συνδεόταν με το χτίσμα και για τα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν κάτω από τον
αέρινο τρούλο του. Και κάπου εκεί, σε μια γωνιά, πλάι από μια κολώνα, είδα
κάποιον να στέκεται εξαϋλωμένος και να κάνει με λαχτάρα το σημείο του Σταυρού.
Απορροφήθηκα από το θέαμα. Η Αγια–Σοφιά
έχει μια αρχιτεκτονική κορμοστασιά που την θαυμάζουν οι αιώνες. Μα, με τον δικό
της τρόπο και με την δική της γλώσσα, δίνει ένα μήνυμα στην ιστορία που παρελαύνει
μπροστά της.
Οι πολλοί, μένουν εκστατικοί μπροστά στην
ανθρώπινη σοφία και την δεξιότητα που έστησαν το μνημείο. Οι λίγοι, που μιλούν
την γλώσσα του Σταυρού και της προσευχής, ακούν και ερμηνεύουν το μήνυμα. Όσοι
διαλέγονται με την διάλεκτο της τέχνης, ψαύουν την επιφάνεια. Όσοι ζητούν τον
Θεό και βρίσκονται σε κοινωνία με την Εκκλησία, ακούν την φωνή των μαρτύρων και
των αγίων και βάζουν το δάχτυλο στον τύπο των ήλων του Χριστού και του Σώματός
Του, που είναι η Εκκλησία.
Αυτό που είδα να γίνεται στην Μεγάλη
Εκκλησιά, το βλέπω να γίνεται κάθε μέρα, καθώς εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι
κοιτάμε το παρελθόν και το παρόν, το χθες της Εκκλησίας και το σήμερα του
μηχανοποιημένου, του διαδικτυοποιημένου κόσμου. Μερικοί περιεργάζονται ράθυμα
το φαινόμενο που λέγεται Εκκλησία, αλλά η γλώσσα της τους φαίνεται μακρινή,
ξεπερασμένη. Και γι’ αυτό δεν ξεκλειδώνουν τον κόσμο της και δεν διαλέγονται
μαζί της.
Άλλοι, μιλούν και ακούν. Και η συνομιλία
τους αυτή, είναι γεμάτη νόημα. […]
Κάπως έτσι βλέπω να διαγράφεται το πνευματικό κλίμα γύρω μου, καθώς
δοκιμάζω να μιλήσω για την Εκκλησία.
Άρνηση και κατάφαση, αθεΐα και πνευματική
αγωνία, άγνοια της γλώσσας του υπερβατικού και προσπάθεια προσπέλασης στην
σφαίρα του υπερβατικού συμπλέκονται στην σύγχρονη κοινωνία. Την μια
αντιμάχονται και την άλλη συμπορεύονται. Σήμερα συγκροτούν αντίπαλα στρατόπεδα
μάχης και αύριο απλώνουν το χέρι και ζητάνε, ο ένας τον άλλον, βοήθεια.
Μέσα σε αυτήν την παλίρροια των
πνευματικών ρευμάτων και αντιδράσεων συναντιόμαστε όλοι οι άνθρωποι.
Αποκαλύπτουμε πως, λίγο–πολύ, έχουμε επηρεαστεί και έχουμε μπολιαστεί από το
σύγχρονο υλιστικό κατεστημένο. Και, λίγο–πολύ, γευόμαστε το κενό και αναζητάμε
κάποιο ουσιαστικό πλήρωμα. Ξεχωρίζουμε στην σκέψη, διαφέρουμε στην τοποθέτηση,
αλλά καθώς περπατάμε μαζί τα ίδια μονοπάτια της ζωής και της ιστορίας, περνάμε
από τις ίδιες επικίνδυνες διαβάσεις των προβληματισμών και μπορούμε την αγωνία
και τον φόβο μας και τα ερωτηματικά μας, να τα κάνουμε διάλογο.
Με αυτές τις σκέψεις εμπιστεύομαι στα
αδέλφια μου την φτωχή μου γνώση και την ακόμα φτωχότερη εμπειρία μου για την
Εκκλησία του Θεού, που είναι “ο στύλος
και το θεμέλιο της Αλήθειας” (Α΄ Τιμ. γ΄ 15)»
[Μητροπολίτου
Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημου (1927–2013): «Προσέγγιση στο μυστήριο της
Εκκλησίας», κεφ. 1ο, σελ.
22–24 και 34–35, εκδόσεις «Σπορά», Αθήνα 1995.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου