ΤΟ ΜΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΕΙ
Μια φορά, ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος κάθε χρόνο διενεργούσε έναν μεγάλο διαγωνισμό και έλεγε προς όλους τους υπηκόους του ότι, όποιος
θέλει, μπορεί άνετα και άφοβα να λάβει μέρος στον διαγωνισμό αυτόν· αλλά για να έχει ένα τέτοιο
δικαίωμα, θα πρέπει πρώτα να δώσει σαν παράβολο και σαν εγγύηση ένα φέσι χρυσές
λίρες προς αυτόν.
Ο βασιλιάς, σ’ αυτόν που θα του πήγαινε τις λίρες,
του έδειχνε μετά έναν απέραντο κάμπο, που ήταν γεμάτος οπωροφόρα δέντρα με
πολλά φρούτα, πολλά βουναλάκια, ωραίες πεδιάδες και πολύ όμορφα τοπία· όλα αυτά
είχαν έναν μεγάλο ανήφορο και εξίσου έναν μεγάλο κατήφορο ανάμεσα σε όμορφες πλαγιές, πολλές πηγές με γάργαρα νερά,
δασύλλια με διάφορα δέντρα που πάνω τους κελαηδούσαν διάφορα πουλιά κι αηδόνια
αμέτρητα.
Σύμφωνα με τους όρους αυτού του βασιλικού και μεγαλόδωρου διαγωνισμού,
ο ενδιαφερόμενος, όσο μέρος θα καταφέρει να περπατήσει με τα πόδια του, μέσα σε μια
μέρα, θα το πάρει όλο δικό του. Με την απαράβατη προϋπόθεση όμως, ότι, με την ανατολή
του ηλίου θα ξεκινήσει από το παλάτι του βασιλιά και με τη δύση του ηλίου θα
πρέπει να έχει επιστρέψει και να μπαίνει μέσα στο παλάτι. Αν, ένα λεπτό πριν ή
ένα λεπτό μετά τη δύση του ηλίου θα έφτανε στο παλάτι, τότε θα έχανε όλα όσα
είδε με το μάτι του και όσα περπάτησε με τα πόδια του.
Έτσι, ένας αγαθός υπήκοος, που με πολύ κόπο και στερήσεις
μάζεψε τις απαιτούμενες λίρες, παρουσιάστηκε μια μέρα στον βασιλιά και ζήτησε
να λάβει μέρος σε τούτο τον επίσημο και ζηλευτό διαγωνισμό.
Με την ανατολή του ηλίου ξεκίνησε αυτός ο καλός
πολίτης, προχώρησε μέσα σε βουναλάκια και κάμπους, πέρασε μέσα από όμορφα τοπία και δασύλλια.
Ο τόπος ήταν κατήφορος και έτρεχε, έτρεχε ασταμάτητα και με λαχτάρα για να πάρει στην κατοχή
του όσο μπορούσε περισσότερο τόπο. (Ακριβώς όπως κάνουμε και όλοι εμείς οι
άνθρωποι, σήμερα, για να αποκτήσουμε πολλά στη ζωή μας και, έτσι, μοιραία παίρνουμε
τον «κατήφορο»). Έκαμε κι αυτός κουράγιο να πάρει κι αυτό το μέρος, αυτή τη γη,
μα σαν έφτανε στην άκρη του μέρους εκείνου, τότε έβλεπε ένα άλλο μέρος γης,
καλύτερο από εκείνο που είδε, κι έλεγε στον εαυτό του: «Κάνε λίγο κουράγιο
ακόμη να πάρουμε κι αυτόν τον ωραίο κάμπο!».
Ξάφνου, βλέπει πως έφτασε το μεσημέρι κι έπρεπε να
τρέξει να προλάβει, για να γυρίσει όλο εκείνο το μέρος, το οποίο με τα μάτια και
με τη ματιά του το έκαμνε δικό του, και ότι πρέπει αμέσως να πάρει τον δρόμο
του γυρισμού, για να φτάσει εγκαίρως στο παλάτι του βασιλιά, κατά τη
συμφωνημένη ώρα, ακριβώς με τη δύση του ηλίου και, έτσι, να γίνει κύριος όλου
εκείνου του πανέμορφου τόπου που είδε και επιθύμησε.
Δεν υπολόγισε, όμως, το αχόρταγο και άπληστο μάτι ένα μονάχα πράγμα·
ότι ο κατήφορος, που τόσο εύκολα έτρεχε για να πάρει πολύ μέρος, τώρα στον
γυρισμό δεν ήταν παρά ένας ανήφορος, πολύ κοπιαστικός και πολύ δύσκολος.
(Διότι στα νιάτα, που ως συνήθως αρχίζει ο άνθρωπος τη ζωή του κατήφορου, όλα είναι
εύκολα, ρόδινα και μαγικά, αλλά σαν έρθουν τα γεράματα, οι θλίψεις και οι δοκιμασίες, που είναι ο
ανήφορος της ζωής του καθενός, τότε όλα, μα όλα, γίνονται δύσκολα, επώδυνα και
ακατόρθωτα!).
Από το πολύ τρέξιμο, λοιπόν, ο άνθρωπός μας, είχε
κουραστεί και είχε εξουθενωθεί. Και, από τη λαχτάρα της πλεονεξίας του, έκανε όσο μπορούσε πιο πολύ κουράγιο,
αλλά μόλις πλησίασε δέκα περίπου βήματα, έξω από το θεόρατο παλάτι, έδυσε ο
ήλιος της ημέρας· και, μαζί με τον αισθητό ήλιο, έσβησε μια για πάντα, ο
πολύτιμος και ο νοητός ήλιος της ζωής του, και δεν μπήκε ποτέ στο υψηλό και θεόρατο παλάτι του
βασιλιά…
[ Ανδρέου Θεοφιλόπουλου
(Αγιορείτου Μοναχού):
«Πνευματικές Διδαχές
και ανέκδοτα Ι. Κακαβέλα»,
κεφ. 14ο, σελ. 42–44,
Αθήνα, 20033.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου