ΟΤΑΝ ΕΚΛΕΙΣΕ Η ΘΥΡΑ...
Ξεκίνησαν ευοίωνα αλλά και ενθουσιαστικά, μετατρέποντας ολάκερη τη ζωή τους σ’ ένα πιστό τάμα και σ’ ένα συνεχές αφιέρωμα στη δίχως όρια προσμονή του Νυμφίου της καρδιάς τους. Φαίνεται αρχικά να νίκησαν τη λογική και τη νύστα· αλλά μετέπειτα να ηττήθηκαν από τη δύναμη των δεσμών της αρετολατρείας και της δυναστείας της αυτοαγιοσύνης τους. Κι έγιναν στο τέλος δύστυχες υπάρξεις, γιατί έγιναν ουραγοί και θύματα της αυτοσοφίας των αρετών τους, η οποία, τελικά ήταν η απόλυτη μωρία. Έτρεξαν, κουράστηκαν, ασκήθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, ήρθαν στα όρια του εαυτού τους, δεινοπάθησαν και, παρ’ όλ’ αυτά, έμειναν
έξω από το Νυμφώνα, έξω από τη χαρά και το πανηγύρι του Νυμφίου τον οποίο θεωρητικά τουλάχιστον πόθησαν.
Είναι φτωχές οι
λέξεις για να περιγράψουν την ανόητη καρδιά που σπαράζει ατελεύτητα γι’ αυτό που χάνει
αμετάκλητα. Τώρα η θύρα έκλεισε γι’ αυτές ερμητικά. Τώρα η θύρα έκλεισε, για να δώσει μια αιφνίδια παύση στη νάρκη τους· τώρα η θύρα έκλεισε, για να άρει διαπαντός τον εφιάλτη της ψευδοετοιμότητας που οι ίδιες ζούσαν· τώρα η θύρα έκλεισε, για να αποκλειστεί από τον Παράδεισο των ταπεινών και των μετανοούντων η ενδόμυχη μέθη της αυτείδωλης αρετής τους· τώρα η θύρα έκλεισε, για να απομονωθεί όλη η επάρατη κακία που δεν φαινόταν και που καθόλου δεν ομολογούσαν· τώρα η θύρα έκλεισε, ακυρώνοντας όλες τις
θυσίες και τις στερήσεις που απαιτούσαν οι αρετές τους για να γίνουν με τη σειρά τους το τίμημα, η πληρωμή και το εισιτήριο για το ουράνιο παλάτι του Νυμφίου· τώρα η θύρα έκλεισε, συντρίβοντας όλες τις προσδοκίες
που προσάναβε η ψυχή τους με την αυτοδικαίωση και την αυτάρκεια· τώρα η θύρα έκλεισε για να είναι η μόνη που δέχεται σιωπηλά τις ακατάπαυστες εκκλήσεις τους: «Κύριε, Κύριε!... Άνοιξέ μας!...» (Ματθ. 25:11). Εκκλήσεις και οιμωγές σπαρακτικές, που σα φαρμακερά βέλη εκτοξεύονται μέσα από την ερεβώδη μοναξιά των πριν πολύκροτων αρετών τους, μέσα από το γνοφώδη θυμό της πριν υποβλητικής τελειότητάς τους. Μα, πώς γίνεται, τελικά, η Αυτοαγάπη να εμφανίζεται τόσο σκληρή και αδυσώπητη στη μικρή λογική μας και να κλείνει οριστικά την πόρτα του Παραδείσου Της σε ψυχές που διεκδικούν την ένωση και το γιορτασμό μαζί Της; Αλλά και από την άλλη, πώς γίνεται ο περφεξιονίστας άνθρωπος, με την κούφια αρετοπληξία του, να διεκδικεί με θρασύτητα και αναισθησία μια περίοπτη θέση στη γιορτή και τη χαρά της αιώνιας αλήθειας και ζωής; Πώς γίνεται ανελεύθερες ψυχές που βημάτιζαν μια ζωή με νομικιστικά δεκανίκια, να απαιτούν μετοχή στο μυστικό γάμο της ανυπόκριτης καρδιάς με Εκείνον που αποστράφηκε, τόσο απόλυτα και τόσο ολοκληρωτικά, την αναλγησία, τη σκληρότητα, την απονιά, το ψέμα, την υποκρισία και το φαρισαϊσμό;
Ο γλυκύς και
ποθεινός Νυμφίος, ήρθε. Και να, που χαίρεται τώρα και για πάντα όλη την παραδείσια ευωχία μαζί με την υπόλοιπη πεντάδα των Παρθένων, χωρίς όμως αυτές και πέρα από αυτές. Ο γλυκύς και ωραίος Νυμφίος, ήρθε. Και
να, που Αυτός έγινε τώρα σκληρός και πικρός, άσχημος και αδέκαστος, ακατανόητος και αινιγματικός για τα απορημένα μάτια τους:
Αλήθεια, τι Του ήταν, άραγε, ν’ ανοίξει τη θύρα Του και σ’ αυτές και να τις επιτρέψει να μπουν μέσα στην άληκτη γιορτή; Μα, πώς είναι δυνατό τα πλούσια και στιλπνά στολίδια των περίφημων αρετών τους νά ’ναι γι’ Αυτόν τώρα ανύπαρκτα κι αόρατα; Μαζί με τούτες
τις αρετές δεν πορεύτηκαν αυτές για μια ολόκληρη ζωή; Ποιος, όμως, να βρεθεί και να τις υποδείξει αυτό που αυτές εξακολουθητικά λησμονούν και παραβλέπουν; Ότι, αγάπησαν περισσότερο τη λατρεία των αρετών τους από την αφοσίωση στο πρόσωπο του Νυμφίου τους; Ότι μαγάρισαν την υπέρτατη λατρεία της καρδιάς, προσκυνώντας τα μέσα που την υπηρετούν και την προάγουν. Έτσι, οι λαμπάδες και τα λυχνάρια τους,
έγιναν τώρα ένα με το ψηλαφητό σκοτάδι. Και το σιωπηλό σκοτάδι, έγινε το κόσμημα των πενθηρών λαμπάδων
τους. Στα παρθενικά τους χέρια, οι λαμπάδες βαστάζονται «αφαείς»· λυπητερές και μελαγχολικές, γιατί ανέλαιες, σβηστές και άφεγγες. Λαμπάδες και λυχνάρια, που δεν είχαν μέσα τους τη δύναμη και τη δυνατότητα να προσλάβουν, να
συντηρήσουν και να μεταδώσουν φως. Το έλεος τελείωσε, έλειψε, σώθηκε. Και σώθηκε μαζί μ’
αυτό κι η χαρά, η ζωή, η μέθεξη στην αδιάφθορη ωραιότητα του Νυμφίου της ψυχής τους.
Τελικά, όλα τα προσόντα των συμβατικών, των άσοφων, των μωρών και των ασύνετων ανθρώπων, είναι και θα είναι πάντοτε τυπικά.
Τόσο τυπικά, επιδερμικά και αβαθή, που καταντούν στο τέλος εντελώς ανούσια και απρόσφορα, περιττά
και άχρηστα. Αυτές οι περίφημες αρετές, ήρθε η ώρα, που πρόδωσαν την εσωτερική καύχηση, την αφανή πεποίθηση, την ανεκδήλωτη μεγαλορρημοσύνη κι έγιναν θηλιά, βραχνάς και τροχοπέδη. Τα «προσόντα» των καθαρών, προσέβαλλαν και απομάκρυναν το μυστήριο της ζωής, πληγώνοντας την άχραντη αγάπη που αγαπά να
θρονιάζεται μονάχα στις καρδιές κι όχι στους τύπους και υπογραμμούς. Μα, και τι καρδιές να
έχουν εκείνοι οι «ενάρετοι», που πορεύονται δίχως φίλτρα στοργής, συμπάθειας, δοτικότητας και
θυσίας;
Πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, δεν μας λείπουν πολλά από τη ζωή. Μας λείπουν πολύ λίγα και μετρημένα.
Ίσως και να μας λείπει μονάχα ένα. Ένα πράγμα έλειπε και από τις παρθένες που
έγιναν μωρές από την αιφνίδια στέρηση του ενός: του ελέους, του λαδιού. Το
έλεος (δηλαδή, η αγάπη, η ευσπλαχνία, η μακροθυμία, η συγκατάβαση, η συγχώρεση
κ.α.), που έλειπε απογοητευτικά από τις λαμπάδες των μωρών, είναι αυτό και τίποτε άλλο που τελικά χρειάζονται όλες οι αρετές «μας»· για να γίνουν αυτές καλότροπες, έμφρονες και συνειδητές· για να γίνουν αυτές, εάν θέλουμε,
πραγματικά αρετές· αρετές, που να περιέπουν και να αγκαλιάζουν την ουσία και την πεμπτουσία των προσώπων, των σχέσεων και των πραγμάτων μας· και για να είμαστε κι εμείς, μαζί μ’ αυτές, ψυχές, ζωές και άνθρωποι, γεμάτοι όχι από μια άνευρη, σκληρή και τραυματική «καθαρότητα», από μια στυφή και
άτεγκτη μωρία, αλλά έμπλεοι και πλήρεις από ουράνια σύνεση, από μια καλοκάγαθη
σοφία και άτυφη φρονιμάδα που να προσιδιάζει στον βαθιά αγαπητικό τρόπο του
Θεού, στον τρόπο της αγάπης που υπέρκειται όλων των αρετών.
Οι χαρούμενοι, οι ταπεινοί και πράοι πολίτες του Παραδείσου, αυτοί για τους οποίους
δεν «ἐκλείσθη ἡ θύρα» ποτέ, δεν
είναι τυπικά οι «παρθένοι», οι «άμεμπτοι», οι «άψογοι» και οι «καθαροί»· δεν
είναι εκείνοι που κερδίζουν «πόντους χάριτος» βάσει των υπερασκητικών
κατορθωμάτων τους· δεν είναι οι αγνισμένοι στην κάμινο της τελειομανίας τους· αλλά, οπωσδήποτε, είναι εκείνοι οι πολύτιμοι, οι δυσεύρετοι, οι ειλικρινείς, οι ταπεινοί και ένθεοι
άνθρωποι, των οποίων η καρδιά έχει μέσα της πληθωρικά ένοικο τη θεϊκή αγάπη· το έλεος, που, όσο αυτό καίγεται, γεννά ιλαρό φως και αγαπημένη πνευματική θαλπωρή. Αυτό το έλεος, που είναι αδαπάνητη καθολική αγάπη· που δεν σταματά να ομβρίζει και να πέφτει, ευεργετικά και ευγενικά, στην άγρια στέπα αυτού του
ανήμερου κόσμου, προσφέροντας παντού ένα μεθυστικό μυρέλαιο σοφίας, μια υπερκόσμια ευωδία αθανασίας, μια
εκπληκτική δύναμη σύνεσης, ένα ατέλειωτο χάρισμα διάκρισης, έναν σπάνιο και
αμίμητο τρόπο εγκάρδιας εχεφροσύνης και μια μυστική αίγλη ένστοργης φρονιμάδας,
την οποία, δεν μπορεί καμιά ανθρώπινη ηθική, κανένα μέτρο νευροπαθητικής «αναμαρτησίας», καμιά εγκόσμια τάξη να βρει, να μιμηθεί και να αποδώσει, έμπρακτα
και «σωστά» (απληγωτικά και ατραυμάτιστα, δηλαδή), στις σχέσεις και την κοινωνία των ανθρώπων, στο στίβο του καθημερινού βίου.
Την αγάπη που κομίζει σοφία και
τη σοφία που προσφέρει αγάπη, εμείς τη βρίσκουμε, την αντλούμε και τη
γευόμαστε, προσωπικά, μεθεκτικά και βιωματικά, μονάχα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και συνάμα στο της Κυρίας Θεοτόκου και των απ’ αιώνος Αγίων Του. Πνευματικά, όλες οι ανθρώπινες ηθικές είναι καταδικασμένες σε παταγώδη χρεοκοπία. Το μεγάλο στοίχημα του θρησκευτικού συστήματος έγκειται στην ηθική που προτείνει σε βάρος της ζωής και της ύπαρξης. Στα ατελείωτα πλοκάμια του θα βρούμε ατέρμονες συστάσεις και επιταγές για καθαρότητα και τελειότητα. Η συστημική σωτηρία είναι απότοκη της υποταγής μας στην ηθική που προβάλλει σαν λύση όλων των υπαρξιακών και πνευματικών προβλημάτων. Φενάκη, χίμαιρα, αυταπάτη, βαυκαλισμός, ηλιθιότητα, μωρία. Γιατί δεν υπάρχει καμιά ηθική που να μπορεί να χαριτώσει, να εγχριστώσει και να ενθεώσει τον άνθρωπο, γιατί ποτέ ο Ίδιος ο Χριστός δεν υπήρξε ένας ηθικός διδάσκαλος ή ένας αρετολογικός ιεροφάντης, όταν
φάνηκε και πορεύτηκε σε αυτόν τον κόσμο, φέροντας ολοκενωτικά στον Θεανθρώπινο Εαυτό Του, σαν Αυτοαγάπη,
τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Ποια μικρόνους, μικρόψυχη και πεπατημένη ηθική χώρεσε ποτέ τον Σταυρό
και την Ανάσταση του Χριστού; Ποιο ηθικό σύστημα αξιών μπόρεσε να μείνει
ακέραιο και ακατάλυτο στο επίγειο και έγχρονο πέρασμα του Θεανθρώπου και στο αιώνιο Ευαγγέλιό Του; Ποια
ανθρώπινη σοφία μπόρεσε ποτέ να προσεγγίσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει το
μυστήριο της σαρκωμένης, σταυρωμένης και αναστημένης αγάπης; Ποια ασκητική
καθαρότητα και ποιος «αρεταθλητισμός» δύναται ποτέ να συγκριθεί με την
υπεράγια, πλην όμως εμπνευστική και πράα καθαρότητα του Θεού; Του Θεού, που δεν
παύει ποτέ να αγαπά ακατάπαυστα και αιώνια, ακατανόητα και υπέρλογα, όλους. Ακόμη
και αυτούς που, το ηθικολογικό ή μάλλον ηθικιστικό σύστημα των θρησκευτικών ιδεών
απορρίπτει αβίαστα, με τη συνήθη αυτοδικαιωτική βδελυγμία του. Που εύκολα έμαθε να κρίνει και να καταδικάζει, όχι μόνο τον αναμενόμενο και εύλογο «ρύπο» των
παθών και της ζωής τους (στον οποίον «ρύπο», μετέχουν πάντα οι πάντες, μηδενός εξαιρουμένου, προκειμένου να δοθεί μια καίρια έμφαση από τα ίδια τα πράγματα ότι, η αγιότητα και η καθαρότητα είναι αποκλειστικά ιδιώματα του Θεού και κανενός άλλου ανθρώπου ή αγγέλου) αλλά και αυτά τα αποκαμωμένα και ταλαιπωρημένα, πλην όμως, ιερά και μοναδικά πρόσωπά τους…
Τα εικαστικά
έργα:
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος
ἔρχεται»
(1899–1900;)·
(1899–1900;)·
εκδοχές, σπουδές και μελετήματα,
που μοιράζονται το ίδιο ενοραματικό θέμα
που μοιράζονται το ίδιο ενοραματικό θέμα
από τον υπερβατικό χρωστήρα
του Νικολάου
Γύζη
(1842–1901).
(1842–1901).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου