Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ
Όταν έλαμψε η ευσέβεια στον κόσμο και
βασίλευσε ο Μέγας Κωνσταντίνος (272–337), η μητέρα του η Αγία Ελένη (245–327) πήγε με ιερό πόθο
στους Αγίους Τόπους. Μεγάλη ήταν η επιθυμία της να βρει τον Τίμιο Σταυρό του
Κυρίου και να κτίσει τα πανάγια Προσκυνήματα. Πήγε τότε και στη Λύδδα της
Παλαιστίνης για να προσκυνήσει τον τάφο του αγίου Μεγαλομάρτυρος και
Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Από μεγάλη ευλάβεια και αγάπη προς τον άγιο έκτισε
μεγαλοπρεπή και ωραιότατο ναό προς τιμήν του.
Όταν τελείωσε ο ναός, ο τότε αρχιερέας, παρουσία κλήρου και λαού, ανεκόμισαν το σεπτό λείψανο του αγίου και πρέπει
σίγουρα και της μάρτυρος μητέρας του (της αγίας Πολυχρονίας). Αλλά, τι θαύμα μέγα!
Βρήκαν το λείψανο του αγίου ανέπαφο, ολόκληρο, άφθαρτο, μέσα σε μια δυνατή και
άρρητη ευωδία, ενώ από τον τάφο του αναπηδούσε κυματιστά μια θεία λάμψη. Ρίγος ιερό
διαπέρασε όλους τους πιστούς και τα μάτια των παρευρισκομένων πλημμύρισαν από δάκρυα πνευματικής
αγαλλίασης. Όλοι σταυροκοπήθηκαν και γονάτισαν να προσκυνήσουν, δοξάζοντας τον
Κύριο για τον άγιό Του. Κατάνυξη, πνευματική χαρά και ιερή συγκίνηση κατέκλυσε
τις καρδιές όλων. Χέρια τίμια σήκωσαν ευλαβικά το ευωδιάζον λείψανο, με ύμνους
και δοξολογίες, με θυμιάματα και φωτοχυσίες.
«Ἡ
ζωὴ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέθορε». Το σεπτό σκήνωμα του Τροπαιοφόρου έλαμψε σαν
ήλιος πάνω από τους πιστούς. Ο ουρανός της Λύδδας λαμπύρισε. «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καταύγασε
ολόκληρη την κτίση. Οι καρδιές των εραστών του θείου Γεωργίου «ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ
κάλλους, καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐμπίπλανται τοῦ θείου», «μετέχοντες τῆς δόξης», «ἐν χαρᾷ πνευματικῇ,
εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάσματι». Όλα αγίασαν αυτή την ώρα και
όλοι γέμισαν παρηγοριά με τον άγιο που θα τους αποσκέπαζε απ’ εδώ και μπρος.
Και τοποθέτησαν τον πολυτίμητο αυτό
θησαυρό κάτω από την αγία Τράπεζα μέσα σε πολύτιμη θέση και έκαναν τα εγκαίνια
του μεγαλοπρεπούς ναού μ’ αυτή την κατάθεση του ιερού λειψάνου του Μεγαλομάρτυρα. Αυτό
το γεγονός εορτάζουμε κατά παράδοση την 3η Νοεμβρίου. Το σεπτό σκήνωμα του αγίου Γεωργίου έμεινε ακέραιο και ευωδιάζον για πολλά χρόνια ως μυροθήκη του
Αγίου Πνεύματος. Πάμπολλα, από τότε, και παράδοξα θαύματα και ιάσεις γίνονται
στους πιστούς που προσκυνούν και επικαλούνται τον άγιο με πίστη και αγάπη. Το
όνομά του έγινε πασίγνωστο και η χάρη των θαυμάτων του έφτασε ίσαμε τα πέρατα
της οικουμένης. Και έγινε ο αγιόλευκος και υπερθαύμαστος Μάρτυς· ο μέγας και
κοινός ευεργέτης «πάντων τῶν Χριστιανῶν»,
αλλά και «πάσης τῆς οἰκουμένης»· ο «ῥιζοτόμος τῆς τῶν δαιμόνων θρησκείας» και ο «φυτοκόμος τῆς Τριάδος λατρείας». Και η
αγάπη του φτάνει, πλούσια και απρόσκλητη, παντού· ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει
Χριστιανός.
Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός (1920–2009), τον ονομάζει «τροπαιοφόρο της Αγάπης» και γράφει: «Η αγάπη του είναι τόσο μεγάλη, που αγκάλιασε την Εκκλησία, τους πιστούς
όλων των αιώνων στα τετραπέρατα της οικουμένης» (από το βιβλίο: «Διδαχές από
τον Άθωνα», κεφ. 11ο, σελ. 89, έκδ. «Το Άγιον Όρος», Θεσ/νίκη, Απρίλιος 1989).
Τόση ήταν η αγάπη των πιστών που, σε όλες τις Εκκλησίες του κόσμου, ήθελαν να έχουν κάτι δικό του. Τα ταξίδια, βεβαίως, ήταν δύσκολα για να πηγαίνουν συχνά στον τάφο του. Μετά από χρόνια, το άγιο λείψανο διαλύθηκε. Κύριος γνωρίζει με ποιόν τρόπο· και έτσι διαμοιράστηκαν σ’ όλο τον κόσμο τμήματα των λειψάνων του προς ευλογία και αγιασμό των πιστών.
Εκείνος που, «ὡραῖος ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε» (ο Αναστάς Χριστός), μας άφησε να καταλάβουμε, «ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον», πως μπορούμε να γευθούμε την άκτιστη ωραιότητα, το «θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος».
Τόση ήταν η αγάπη των πιστών που, σε όλες τις Εκκλησίες του κόσμου, ήθελαν να έχουν κάτι δικό του. Τα ταξίδια, βεβαίως, ήταν δύσκολα για να πηγαίνουν συχνά στον τάφο του. Μετά από χρόνια, το άγιο λείψανο διαλύθηκε. Κύριος γνωρίζει με ποιόν τρόπο· και έτσι διαμοιράστηκαν σ’ όλο τον κόσμο τμήματα των λειψάνων του προς ευλογία και αγιασμό των πιστών.
Εκείνος που, «ὡραῖος ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε» (ο Αναστάς Χριστός), μας άφησε να καταλάβουμε, «ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον», πως μπορούμε να γευθούμε την άκτιστη ωραιότητα, το «θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος».
Η οικουμενικότητα του Τροπαιοφόρου
φαίνεται και από την Γ΄ ωδή του κανόνα του:
φαίνεται και από την Γ΄ ωδή του κανόνα του:
«Γῆ
πᾶσα
καὶ
βρότειος φυλή,
οὐρανός τε
συγχαίρει,
στρατὸς ἀγγέλων τε,
ὁ
πρωτοστράτηγος
γὰρ
Χριστοῦ,
νῦν
Γεώργιος ἐκ γῆς,
βαίνει πρὸς
οὐράνια».
Αυτός, ο «τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής», αιχμαλώτισε τον νου και τις καρδιές
όλων, αλλά και όλου του κόσμου. Διαφεντεύει και περισκέπει την οικουμένη και
αυτή ανταποδίδει την αγάπη της και τιμά τον μεγάλο της προστάτη, υμνώντας τον
και δοξάζοντάς τον:
«Σύμπαντα
τῆς γῆς τὰ
πέρατα,
τὸ ὄνομά
σου ᾄδουσι,
Γεώργιε
σήμερον·
τοῖς γὰρ ἐν
δουλείαις
καὶ θλίψεσι,
σὺ ἐφάνῃς
προστάτης
θερμότατος».
Ξεκινούμε από το κέντρο τιμής του αγίου, από
τη μητρική του γη, τη Λύδδα της Παλαιστίνης, και γευόμαστε τη χάρη και την
ευλογία του. Ο τάφος του λάμπει και στέλνει την παρηγοριά, τη χαρά, τη θεία
γλυκύτητα. Και ζεσταίνει τις καρδιές μας στον ταραγμένο κόσμο που ζούμε.
Ο άγιός μας στέκεται ευλαβικά, εκεί σιμά στα πανάγια και θεία Προσκυνήματα, και δέεται υπέρ πάντων ημών. Από εκεί, φωτίζει
και αγιάζει όλη την κτίση, τον κόσμο όλο. Κι εμείς, σαν τα λουλούδια μέσα στη
χειμωνιά, στρέφουμε το νου και την καρδιά μας σ’ αυτόν τον ήλιο της αγάπης και
της αγιότητος.
Η Λύδδα τον 1ο μ.Χ. αιώνα ονομαζόταν Διόσπολις. Αργότερα όμως, έγινε τόσο
ξακουστή και περιβόητη από τον άγιο Γεώργιο, που την είπαν Γεωργιούπολη. Έτσι, την κατέγραφαν στους επισκοπικούς καταλόγους της
Παλαιστίνης. Έτσι, επίσης, την αναφέρει και ο Γεώργιος ο Κύπριος (1241–1290). Δεν
γνωρίζουμε όμως για πόσο διατηρήθηκε αυτή η ονομασία.
Όσο για την οικία της μητέρας του αγίου
–της αγίας Πολυχρονίας–, όπως λένε οι
μουσουλμάνοι, την έκαναν τέμενος το οποίο, μάλιστα, το δείχνουν και στους προσκυνητές.
Οι εξισλαμισθέντες κάτοικοι της περιοχής κατά τον 7ο αιώνα, ακόμα και ίσαμε
σήμερα, οι Άραβες και όλοι οι μουσουλμάνοι, τον πιστεύουν για προφήτη. Σήμερα,
στο χωριό Πετζαλά, λίγη απόσταση Ν.Δ.
της Βηθλεέμ, υπάρχει ένα Μοναστήρι του αγίου Γεωργίου και, κατά την παράδοση,
τα κτήματα γύρω από αυτή τη Μονή ανήκαν στη μητέρα του αγίου. Στη Συρία υπάρχουν εκκλησιές προς τιμήν
του, από τις παλαιότερες που έχουν κτιστεί. Οι πολλές εκκλησίες και
μονές, χρονολογημένες και μη, αποδεικνύουν τη μεγάλη δημοτικότητα του αγίου
στη Συρία.
Ο ταπεινός και ευλογημένος άνθρωπος του
Θεού, ο Φώτης Κόντογλου (1895–1965),
στο βιβλίο του «Ο θεός Κόνανος»
(Αθήνα 1943, σελ. 39), γράφει χαρακτηριστικά: «Εἰς Χαλέπιον καὶ Βέῤῥοιαν τῆς Συρίας
καθότανε κάτι χριστιανοί, πού ’τανε καὶ σὰν ἀγαρηνοὶ καὶ ποὺ κρατούσανε ἀπ’
τοὺς παλιοὺς ἀπελάτες, ποὺ λεγόντανε Ἀνσορῖτες καὶ λατρεύανε ἀκόμη τὸν ἅγιο
Γεώργιο, ποὺ τὸν θαυμάζανε γιὰ τὴν παλλικαριά του καὶ σὰν ἀντρειωμένο καβαλλάρη
καὶ προστάτη τους τὸν λένε “Γκιόρντ”…».
Ιδιαίτερα η Ελληνική Γη με υπερηφάνεια τον
θεωρεί γενικό πολιούχο και προστάτη της. Στη γιορτή του ολόκληρη η χώρα
μοσχοβολάει από οσμή πνευματικής ευωδίας, ανάμικτη μ’ εκείνη «τῆς ἑορτῆς
ἑορτῶν», της θείας Αναστάσεως, μέσα στη μοναδική φύση της πατρίδος μας. Το 17ο αιώνα, ο Άγγλος Ricaut ήλθε στην Ελλάδα ως περιηγητής και διαπίστωσε ότι, πραγματικά, «δὲν ὑπάρχει
χωρίον ἐν Ἑλλάδι μὴ ἔχον ἐκκλησίαν πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Γεωργίου».
Ο άγιος Γεώργιος είναι ο λεβέντης άγιος της Ελληνικής Χριστιανοσύνης. Στην
Ελληνική Επανάσταση στάθηκε ετοιμότατος βοηθός και θερμότατος σύμμαχος. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782–1827) τον
έβλεπε πολλές φορές μπροστά από τον στρατό, στις μάχες με τους Τούρκους. Ο
Αθανάσιος Διάκος (1788–1821) τον έβαλε στο λάβαρό του, όπως αναφέρει και ο ποιητής
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824–1879) σε κάποιο γλαφυρό ποίημά του.
«Ἐπάνωθέ τους κάτασπρο
τὸ φλάμπουρο τοῦ Διάκου,
ἀνέμιζε τρομαχτικὸ
καὶ στὸ ξεδίπλωμά του,
λεβέντης ἀστραπόμορφος,
ἐπρόβαλλ’ ὁ Ἅϊ–Γιώργης
μὲ τ’ ἄγριό του ἄλογο,
κρατώντας καρφωμένο
τ’ ἀνίκητο κοντάρι του,
στὸ διάπλατο λαρύγγι
τοῦ φοβεροῦ τοῦ δράκοντα,
ποὺ σέρνεται στὸ χῶμα…».
Ο
μακαριστός Μητροπολίτης Κορυτσάς, Ευλόγιος Κουρίλας (1880–1961), αναφέρει το
παρακάτω περιστατικό που συνέβη το 1937, τότε που πήγαν μαζί με τον
Αργυροκάστρου Παντελεήμονα (1890–1969), ως νεοχειροτονηθέντες αρχιερείς στην
Αλβανία.
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου θα προσέφερε
δώρο στον βασιλέα Αχμέτ Ζώγου (1895–1961) ένα χρυσό σπαθί. Αλλά εκείνος δεν τον
δέχθηκε σε ακρόαση. Το επόμενο χρόνο, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος τού προσφέρει
δώρα προερχόμενα από το Άγιον Όρος: στον μεν βασιλέα, ένα πίνακα του Γεωργίου
Καστριώτη ή Σκερντέμπεη (1404–1468), ζωγραφισμένο από τους Ιωασαφαίους· στη δε
βασίλισσα, κόμισσα της Ουγγαρίας Γεραλδίνη, τον άγιο Γεώργιο, ξυλογραφικό
αριστούργημα (0,40 x 0,20), πλαισιωμένον με
σκηνές από τον βίο του και με θαύματά του, έργο του περίφημου μοναχού Αρσενίου του
Καυσοκαλυβίτου (ενασκούμενος στην Καλύβη των Αγίων Πάντων· 1866–1956). Ο βασιλιάς τον δέχτηκε με μεγάλη προθυμία και,
κατενθουσιασμένος, κράτησε τα δώρα σαν τα πολυτιμότερα κειμήλια των ανακτόρων
του, με τη διαβεβαίωση ότι θα προσεύχεται προς αυτά καθημερινά.
Έτσι και στον Πόλεμο του 1940. Πάμπολλες φορές
Έλληνες στρατιώτες, αλλά και Ιταλοί, είχαν δει τον άγιο Στρατηλάτη να πολεμά
στην πρώτη γραμμή ή να πηγαινοέρχεται μπροστά από τα στρατεύματα ως
Αρχιστράτηγος. Το 1974, με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, έσωσε
θαυματουργικά και οφθαλμοφανώς πολλούς Έλληνες από τους Τούρκους και,
παλαιότερα, από τους Άγγλους.
Ό,τι και
να πει κανείς για τον μεγάλο άγιο της Χριστιανοσύνης, λίγο θα είναι. Ούτε το μελάνι
ούτε το χαρτί δεν επαρκούν για να εξιστορήσει κανείς τα θαυμαστά και παράδοξα
της θαυματουργίας και της χάρης του. Ολόκληρη η οικουμένη γεύεται την
αγάπη του και την παρουσία του.
Πανταχού παρών –κατά χάρη–, με την άγρυπνη
σκέπη και βοήθειά του και με τη στοργική του φροντίδα, μας ενισχύει και μας συμπαραστέκεται στον πνευματικό αγώνα κατά των πειρασμών, των παθών και των
αδυναμιών μας.
Ανάβει μυστικά μέσα στις ψυχές μας τον θείο ζήλο για την αγάπη του Θεού και την ιερή κατάνυξη για τη μίμηση των αρετών του. Μας μεταμορφώνει «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Επιεικής και γαλήνιος, απρόσκλητος ή καλεσμένος, επεμβαίνει στη ζωή μας παρηγορητικά.
Μας αιχμαλωτίζει με την ελευθερία που μας χαρίζει. Κι αν ακόμη εμείς φύγουμε «εἰς χώραν μακράν», διακριτικά αυτός μας ακολουθεί, μας φωτίζει και μας θεραπεύει. Μακριά του, μες στην πνευματική πτωχεία μας, αυτός μας υπερασπίζεται και μας πλουτίζει. Μας δίνει δύναμη να προχωρούμε με υπομονή, μέχρι να καταλήξουμε κοντά του, γιατί δεν θα μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Ανάβει μυστικά μέσα στις ψυχές μας τον θείο ζήλο για την αγάπη του Θεού και την ιερή κατάνυξη για τη μίμηση των αρετών του. Μας μεταμορφώνει «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Επιεικής και γαλήνιος, απρόσκλητος ή καλεσμένος, επεμβαίνει στη ζωή μας παρηγορητικά.
Μας αιχμαλωτίζει με την ελευθερία που μας χαρίζει. Κι αν ακόμη εμείς φύγουμε «εἰς χώραν μακράν», διακριτικά αυτός μας ακολουθεί, μας φωτίζει και μας θεραπεύει. Μακριά του, μες στην πνευματική πτωχεία μας, αυτός μας υπερασπίζεται και μας πλουτίζει. Μας δίνει δύναμη να προχωρούμε με υπομονή, μέχρι να καταλήξουμε κοντά του, γιατί δεν θα μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Βασανισμένους
και πονεμένους μέσα στις αρρώστιες και τα έλκη μας· πληγωμένους από τις παγίδες
και τις επιθέσεις των ληστών δαιμόνων, μας θεραπεύει με τη στοργή του και μας
οδηγεί στο δικό του μυστικό παράδεισο, στη δική του χαρά και ειρήνη. Μας
χειρουργεί μυστικά, χωρίς ποτέ να μας κατακρεουργεί. Μας κάνει να κλαίμε για τη
ζωή μας και για την αχαριστία μας. Κι όταν τρέξουμε κοντά του, με πολλή τρυφερότητα
θα μας δώσει να γευθούμε την απύθμενη αγάπη του. Κοντά του, ξεχνούμε τη μιζέρια
και την κακομοιριά μας. Βρίσκει νόημα η ζωή μας. Καταργούνται οι θλίψεις, οι
ψεύτικες παρηγοριές και ο θάνατος. Ανασταινόμαστε. Γεμίζουμε αγάπη με ταπείνωση
και συντριβή. Γινόμαστε κοινωνοί της χάριτος του Παρακλήτου.
Όταν πέφτουμε και απελπιζόμαστε, πάνω στον πόλεμο με τον εχθρό, έρχεται αυτός ο Τροπαιοφόρος, ως Υπέρμαχος της βασιλικής μας ψυχής. Και μας εγείρει και μας ευεργετεί με τη ζωοποιό αγάπη και στοργή του. Κοντά του, «τὰ πάντα πεπλήρωνται φωτός· ουρανός τε (=το πνεύμα μας), καὶ γῆ (=το σώμα μας), καὶ τὰ καταχθόνια (=η ψυχή μας μέσα από έγκατα των εγκάτων μας)». Οι φιλογεώργιοι και εραστές του αγίου, αισθάνονται την εράσμια γλυκύτητα και την αγάπη του στη ψυχή τους. Μεθυσμένοι από τη χάρη του, ευρίσκουν κοντά του την αγιότητα και την ειρήνη. Ενώ μέσα στην καρδιά τους, αναβλύζει η δόξα του Θεού!...
Όταν πέφτουμε και απελπιζόμαστε, πάνω στον πόλεμο με τον εχθρό, έρχεται αυτός ο Τροπαιοφόρος, ως Υπέρμαχος της βασιλικής μας ψυχής. Και μας εγείρει και μας ευεργετεί με τη ζωοποιό αγάπη και στοργή του. Κοντά του, «τὰ πάντα πεπλήρωνται φωτός· ουρανός τε (=το πνεύμα μας), καὶ γῆ (=το σώμα μας), καὶ τὰ καταχθόνια (=η ψυχή μας μέσα από έγκατα των εγκάτων μας)». Οι φιλογεώργιοι και εραστές του αγίου, αισθάνονται την εράσμια γλυκύτητα και την αγάπη του στη ψυχή τους. Μεθυσμένοι από τη χάρη του, ευρίσκουν κοντά του την αγιότητα και την ειρήνη. Ενώ μέσα στην καρδιά τους, αναβλύζει η δόξα του Θεού!...
※
[Από το εξαίρετο βιβλίο:
«Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος».
Κεφ. Α΄, σελ. 66–68·
Κεφ. Γ΄, σελ. 145 και 149–152.
Έκδοση της Ιεράς Μονής
Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου,
Ήλια Ευβοίας,
Αιδηψός, Ιούνιος 19992.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου