ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο φωστήρας τούτος στο στερέωμα των αγίων, ο στύλος αυτός της Εκκλησίας και της οικουμένης διδάσκαλος, γεννήθηκε περί το 349 στην Αντιόχεια από χριστιανούς γονείς: τον Σεκούνδο, που ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού, και την Ανθούσα, μια γυναίκα θαυμαστή για την πίστη και την ευσέβειά της. Έμεινε χήρα σε ηλικία μόλις είκοσι ετών και, αντί να νυμφευθεί πάλι, προτίμησε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής της στον Θεό και στην ανατροφή του γιου της. Ενέπνευσε στον Ιωάννη τον έρωτα της αγνείας και του εμφύτευσε τους σπόρους των θείων αρετών. Και ο ίδιος, άλλωστε, παρουσίασε μια φύση φλεγόμενη για την ευσέβεια και την υπεράσπιση του δικαίου, ζήλο απτόητο και ακλόνητο θάρρος. Η μητέρα του τού προσέφερε επιμελημένη μόρφωση στα ελληνικά γράμματα κοντά στους καλύτερους δάσκαλους, μεταξύ των οποίων ο περίφημος Λιβάνιος. Τα χαρίσματά του στη ρητορική ήταν τέτοια, που υπήρχε η σκέψη να τον κάνουν έναν λαμπρό δικηγόρο και ο Λιβάνιος επιθυμούσε να τον ορίσει διάδοχό του. Ο Ιωάννης όμως δεν αφέθηκε να περισπασθεί από τις ματαιότητες του κόσμου· βαπτίσθηκε σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων, έγινε αναγνώστης λίγο αργότερα και έκτοτε στράφηκε προς την αληθινή φιλοσοφία των αγίων. Μετά τη βάπτισή του κανείς δεν τον άκουσε ποτέ να προφέρει βλασφημία, ψέμα ή κακολογία, μήτε να χαρεί καν με τον χλευασμό ή τον έλεγχο του πλησίον του. Ενεδύθη, όντως, τον Χριστό, στολισμένος, μέσα από έντονο και καθημερινό αγώνα, τη στολή των θείων αρετών και των χαρισμάτων του Πνεύματος. Λίγο αργότερα, εγκατέλειψε όλες τις κοσμικές του σχέσεις για να αποσυρθεί στο οικογενειακό του κτήμα και να επιδοθεί εκεί στην άσκηση. Άκρως αυστηρός με τον εαυτό του, ο νέος επιδόθηκε με ζήλο στη νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, δίχως να επιτρέπει στον εαυτό του κανένα περισπασμό. Έμενε σταθερά στην ησυχία, προσέχοντας να αποκρούει τις παράλογες ορμές της όποιας επιθυμίας και του ακράτητου θυμού. Προόδευσε τόσο πολύ σε τόσο λίγο χρόνο, ώστε πολύ γρήγορα απέκτησε την ικανότητα να προσεύχεται αρεμβάστως και να διατηρεί σε κάθε περίσταση ατάραχη τη διάνοια και μια απαρασάλευτη πραότητα. Όταν, αργότερα, τύχαινε να παροργισθεί στις ομιλίες του, αυτό γινόταν προς διόρθωση και αφύπνιση του ποιμνίου του και δίχως ποτέ να χάνει την αυτοκυριαρχία του. Σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων η φήμη του είχε ήδη διαδοθεί και ο επίσκοπος Αντιοχείας θέλησε να τον κάνει πρεσβύτερο, αλλά ο ταπεινόφρων Ιωάννης, ιστάμενος με δέος προ του αξιώματος της ιερωσύνης, προτίμησε αρχικά με κάθε εύσχημο τρόπο τη φυγή.
Όταν εκοιμήθη η οσία μητέρα του, μπόρεσε να εκπληρώσει τον πόθο που έτρεφε για πολλά χρόνια να απαρνηθεί εντελώς τον κόσμο και να αποσυρθεί μεταξύ των μοναχών που ζούσαν στα βουνά γύρω από την Αντιόχεια. Έζησε εκεί υπό την καθοδήγηση ενός Σύρου ασκητή, στην αγία υπακοή, την απόλυτη πτωχεία, τη νηστεία και την προσευχή. Οι μοναχοί αυτοί σηκώνονταν καθημερινά κατά το μεσονύκτιο και προσεύχονταν όλοι μαζί μέχρι ανατολής του ηλίου, κατόπιν επέστρεφε ο καθένας στο κελλί του για να περάσει το υπόλοιπο της ημέρας με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και με επίμοχθες πρακτικές εργασίες. Δεν λάβαιναν για τροφή, παρά λίγο ψωμί και αλάτι, μετά τη δύση του ηλίου, κατόπιν δε, συνομιλούσαν για λίγα λεπτά περί πνευματικών θεμάτων, πριν αναπαυθούν ελαφρώς. Μετά από τέσσερα χρόνια τέτοιας βιοτής, στην οποία αναδείχθηκε υπόδειγμα για τους αδελφούς του, ο Ιωάννης αποφάσισε να αποσυρθεί, «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», προσομιλών μαζί Του με καθαρή προσευχή μέσα σε μια σπηλιά. Εκεί μπόρεσε να επιδοθεί στους πιο σκληρούς αγώνες για να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Πέρασε όλη την περίοδο αυτή δίχως να καθίσει στιγμή για να κοιμηθεί, αναπαυόμενος για λίγο, κρεμάμενος από τους ώμους σε ένα σχοινί δεμένο από την οροφή. Όλος ο χρόνος του ήταν αφιερωμένος στην προσευχή και στη μελέτη των Γραφών, από τις οποίες άντλησε εμπνευσμένη γνώση μοναδικής βαθύτητας. Εκτέθηκε όμως σε τέτοιες σκληραγωγίες στη νηστεία και το κρύο, ώστε μετά από δύο χρόνια αρρώστησε βαριά στα νεφρά και χρειάσθηκε να επιστρέψει οπωσδήποτε πίσω στην Αντιόχεια. Κατά τη σύντομη αυτή περίοδο του μοναχικού του βίου, ο Ιωάννης έλαβε μοναδική γνώση των θείων πραγμάτων και, παρά το νεαρό της ηλικίας του, άρχισε να διδάσκει με τη συγγραφή πραγματειών περί πνευματικής ζωής.
Μετά την επιστροφή του στην Αντιόχεια (381), χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Μελέτιο [12 Φεβρ.] και, εν συνεχεία, δύο χρόνια αργότερα (383), πρεσβύτερος από τον διάδοχό του Φλαβιανό. Έγινε δεκτός μετά χαράς από τον λαό και για δώδεκα χρόνια ανέλαβε την πραγματική πνευματική καθοδήγηση της μεγάλης μητροπόλεως, η οποία τον καιρό εκείνο χειμαζόταν, από πολλά ήδη χρόνια, ευρισκόμενη σε μια αξιοθρήνητη εκκλησιαστική κατάσταση. Λέγεται ότι, τη στιγμή της χειροτονίας του, ορισμένοι είδαν μία λευκή περιστερά να κάθεται στο κεφάλι του και, πράγματι, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, που την ημέρα της Πεντηκοστής κατέβηκε στους Αποστόλους με τη μορφή πύρινων γλωσσών, κατοικούσε έκτοτε στον Ιωάννη και έδινε στον θεσπέσιο λόγο του τη δύναμη του θείου Πυρός. Η ευγλωττία του ήταν τόσο λαμπρή, που μάζευε σε κάθε ομιλία του στους διάφορους ναούς ολόκληρη την πόλη και στο εκκλησίασμα γεννούσε τόσο μεγάλο ενθουσιασμό, που συχνά τον διέκοπταν θυελλώδεις επευφημίες. Τα λόγια του ήταν όμοια με τα πλούσια νερά του ποταμού που «ευφραίνουν την πόλη του Θεού» (Ψαλμ. 45, 5)· εισέδυαν βαθειά στις καρδιές και ύψωναν τη ψυχή προς τον Θεό και προς τον έρωτα της αρετής. Από όλους τους αγίους Πατέρες, αυτός που διέπρεψε περισσότερο στη θεόφθογγη ευφράδεια ήταν ο Ιωάννης, και για τον λόγο αυτό έγινε σύντομα θεοφώτιστη συνήθεια να του αποδίδουν καίρια την ονομασία: «Χρυσόστομος»! Το κήρυγμά του ήταν θεμελιωμένο κυρίως στην Αγία Γραφή, στο άφθαρτο μέλι της οποίας είχε με φιλοπονία εντρυφήσει όταν ασκήτευε μόνος στην ερημία των βουνών έξω από την Αντιόχεια· αρεσκόταν να επεξηγεί βιωματικά το κατά γράμμα νόημά της και να φανερώνει τη μυστική ενότητα του θεϊκού σχεδίου που αποκαλύπτει, εφαρμόζοντάς το πάντα στην άμεση χριστιανική ζωή. Έφθανε στη θεωρία της αβύσσου των θείων μυστηρίων και βολιδοσκοπούσε τον πλούτο των δογμάτων, γνώριζε όμως άριστα να καταδεικνύει πώς αυτά βρίσκουν πρακτικά την αντανάκλασή τους στις ευαγγελικές αρετές: συγκεκριμένα την ελεημοσύνη, τη δικαιοσύνη, την ταπεινοφροσύνη, τη μετάνοια και τη συντριβή της καρδίας, που βασίζεται στην εμπιστοσύνη στο άπειρο μεγαλείο του ελέους του Θεού. Γι’ αυτό και συχνά τον αποκαλούσαν «Κήρυκα του ελέους», αλλά και «Φωτισμένο οφθαλμό της μετανοίας». Δεν αρκούνταν, ωστόσο, στο κήρυγμα, οργάνωνε επίσης τη φιλανθρωπία, διηύθυνε τις τελετές, τις μυσταγωγίες και τις προσευχές, ασχολούνταν με τον καθέναν όπως ακριβώς και με την ίδια του τη ψυχή και ενεργούσε ως διαιτητής σε δημόσιες υποθέσεις, όπως το γκρέμισμα των αγαλμάτων του αυτοκράτορα Θεοδοσίου από τον εξεγερμένο λαό (387), που δίχως τη μεσολάβηση του αγίου, θα επέσυρε αιματηρά κατασταλτικά μέτρα.
Το 397 εκοιμήθη ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος [11 Οκτ.] και ο χηρεύων θρόνος έγινε αντικείμενο δριμείας αντιζηλίας, ιδιαιτέρους εκ μέρους του Θεοφίλου, τότε αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, που φθονώντας την αυξανόμενη επιρροή της Βασιλεύουσας, επιθυμούσε να τοποθετήσει εκεί έναν από τους ανθρώπους της δικής του εύνοιας και εμπιστοσύνης, τον Ισίδωρο. Η φήμη όμως του Ιωάννη είχε κατά πολύ ξεπεράσει τα σύνορα της επαρχίας της Αντιόχειας και εμφανιζόταν ως ο μόνος πραγματικά άξιος να αναλάβει το αξίωμα αυτό. Υπό την πίεση του ευνούχου και αυτοκρατορικού σύμβουλου, του Ευτροπίου, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τον όρισε αρχιεπίσκοπο και τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, χάρη σε ένα στρατήγημα για να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος, αφού ήταν πασίγνωστο πως η ταπεινοφροσύνη του αγίου δεν θα τον άφηνε ποτέ να δεχθεί ένα παρόμοιο αξίωμα. Ενθρονίσθηκε τον Φεβρουάριο του 398, από τον Θεόφιλο, που του κρατούσε από τότε βαθειά και κρυφή έχθρα. Μόλις έγινε επίσκοπος, τα χαρίσματα και η αγιότητά του κυριολεκτικά έλαμψαν παντού. Κήρυττε ακούραστα παντού, συγκεντρώνοντας αναρίθμητα πλήθη που τον άκουγαν με δέος και ενθουσιασμό. Έδειχνε πατρική αγάπη για τους πιστούς και τους μιλούσε με οικειότητα, χαίροντας ειλικρινά για τις προόδους τους στην αρετή και χύνοντας καυτά δάκρυα, όταν οι ουράνιες διδαχές του έμεναν, εξαιτίας της σκληρότητας και της αμετανοησίας των ανθρώπων, ατελέσφορες. Ξένος προς κάθε είδους δουλικής ευγνωμοσύνης απέναντι στους ισχυρούς της αυλής που είχαν στηρίξει αρχικά τη χειροτονία του, δεν άργησε να επιτεθεί στη σκανδαλώδη υπερπολυτέλεια, την αναίσχυντη τρυφή, την υποκριτική ευλάβεια των πλουσίων αρχόντων, δίχως, ωστόσο, να τους καταδικάζει ονομαστικά. Έδωσε ο ίδιος το παράδειγμα της χριστοευαγγελικής πτωχείας, αφαιρώντας κάθε πολυτέλεια που συνδεόταν εθιμοκρατικά με το πρόσωπο του επισκόπου. Πούλησε υπάρχοντα της αρχιεπισκοπής και αντικείμενα αξίας για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς και να κτίσει νοσοκομεία και ξενώνες. Δεν είχε τίποτε δικό του, δεν είχε τίποτε στην κατοχή του και σταδιακά απαλλάχθηκε από κάθε ψυχοφθόρα φροντίδα που συνδεόταν από δεξιώσεις και επίσημα γεύματα. Έτρωγε πάντα μόνος, ίσα-ίσα για να συντηρεί το ασθενικό και λιπόσαρκο σώμα του, και δεν δεχόταν ποτέ προσκλήσεις, με σκοπό να αποφύγει συνειδητά τις μάταιες κοσμικές συντυχίες. Αντιθέτως, η φιλοξενία του ήταν απλόχερη, επισκεπτόταν ο ίδιος αρρώστους και φυλακισμένους, βοηθούσε ολοπρόθυμα τους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Για να αποσπά τον λαό από τα ανωφελή αγωνίσματα και θεάματα, οργάνωνε λιτανείες και ψαλμωδίες που αντηχούσαν στην Πόλη από το πρωί ως το βράδυ. Τελούνταν συχνά ιερές αγρυπνίες, έτσι ώστε όσοι εργάζονταν την ημέρα να έχουν τη δυνατότητα να έρχονται να προσευχηθούν μέσα στην ησυχία και τη κατάνυξη της νύχτας. Ο Ιωάννης προέτρεπε, εξάλλου, τον καθένα να διακόπτει τον ύπνο του για να αφιερώσει λίγο χρόνο στην προσευχή. Τότε μάλιστα ήταν που συνέθεσε τις ευχές της θείας Λειτουργίας που τελούμε επ’ ακριβώς μέχρι σήμερα. Όταν λειτουργούσε, έβλεπε συχνά να κατεβαίνει από τον ουρανό πλήθος αγγέλων που έρχονταν να σταθούν κυκλικά γύρω από το Θυσιαστήριο. Παρ’ όλα τα ποιμαντικά του καθήκοντα, πρώτη του ασχολία ήταν η προσευχή και η μελέτη της Αγίας Γραφής. Απορροφούνταν τόσο σε αυτήν, που λησμονούσε να λάβει τροφή και να αναπαυθεί. Μια νύχτα, ο μαθητής του Πρόκλος [20 Νοεμ.], που ήταν κοντά του και τον διακονούσε, κοίταξε κρυφά στο κελλί του και είδε με έκπληξη ότι ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος στεκόταν στο πλάι του σεπτού ιεράρχου και του υπαγόρευε την ερμηνεία των επιστολών του. Ο ζήλος του Ιωάννη για την αρετή επεκτεινόταν σε όλο το περιβάλλον, και δεν άργησε να επιδοθεί με ενεργητικότητα να διορθώσει τα παρακμιακά ήθη του κλήρου, φροντίζοντας δε μάλιστα να αφορισθούν ορισμένοι σιμωνιακοί επίσκοποι. Επέδειξε μεγάλο και έμπρακτο ενδιαφέρον για τις ιεραποστολές και τη διάδοση του Ευαγγελίου στου βαρβάρους, ιδιαιτέρως στους Γότθους, στους οποίους μάλιστα προσέφερε μία εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.
Όλη αυτή η πολυεδρική ποιμαντική δραστηριότητα όμως, και η αποφασιστικότητα για την αντιμετώπιση των ηθών, γέννησαν πολύ σύντομα την εχθρότητα κατά του αγίου επισκόπου σε ορισμένες θεοσεβείς αρχόντισσες και σε κοσμικόφρονες επισκόπους, που εκμεταλλεύθηκαν κάθε πρόφαση για να τον διαβάλλουν παντού. Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας εκμεταλλεύθηκε επίσης τις διαδόσεις αυτές και την πατρική προστασία που είχε προσφέρει ο Ιωάννης προς τους αδικημένους Μακρούς Αδελφούς, οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν σφαλερώς ωριγενιστές και διέφυγαν στανικά από τη Νιτρία [20 Ιουλ.], για να τον κατηγορήσει με κάθε εμπάθεια και να προκαλέσει την εκθρόνισή του από τη Σύνοδο της Δρυός, αποτελούμενη αποκλειστικά από οπαδούς του (403). Αντί να απαντήσει στις καταφανώς ψευδείς κατηγορίες και στις ραδιουργίες της αυλής, ο Ιωάννης προτίμησε να μιμηθεί τον Χριστό, που κράτησε σιγή ενώπιον των κατηγόρων Του και παραδόθηκε εκουσίως στο Πάθος ως αμνός προς σφαγήν. Άφησε λοιπόν να κατηγορηθεί και να καθαιρεθεί και, παρά το γεγονός ότι ο λαός ήταν έτοιμος να εξεγερθεί για να υπερασπίσει με πάθος τον πολυαγαπημένο του ποιμενάρχη, παραδόθηκε ο ίδιος στους στρατιώτες που τον οδήγησαν στην εξορία στη Βιθυνία. Αμέσως όμως, μετά την εσπευσμένη και αθόρυβη αναχώρηση του αγίου, ένας ισχυρός σεισμός συγκλόνισε την πρωτεύουσα, ακολουθούμενος και από άλλες καταστροφές που έκαναν την αυτοκράτειρα Ευδοξία να συναισθανθεί, έστω πρόσκαιρα, το σφάλμα της και να καλέσει πίσω τον Ιωάννη μέσα στον πάνδημο ενθουσιασμό του λαού.
Επιστρέφοντας στον θρόνο του, ο Ιωάννης δεν ήταν, παρά ταύτα, διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμούς. Η σχετική σύμπνοια με την αυτοκράτειρα κράτησε μονάχα λίγους μήνες· μέχρι εκείνη να ανεγείρει αλαζονικά προς τιμήν της άγαλμα εν μέσω επιδεικτικών εορτών και θορυβωδών εκδηλώσεων που αναστάτωσαν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και έγιναν αιτία να κατακριθεί εκ νέου ο άγιος Ιωάννης για τη δίκαιη αντίδρασή του. Οι ραδιούργοι επωφελήθηκαν της τροπής αυτής για να περάσουν ξανά στην επίθεση: ο Θεόφιλος και οι περί αυτόν κατόρθωσαν να πείσουν τον αυτοκράτορα να μην παραστεί στις ακολουθίες του Πάσχα στις οποίες χοροστατούσε ο Ιωάννης (404), με το πρόσχημα ότι κατείχε τον θρόνο αντικανονικά. Ο Αρκάδιος προχώρησε ασυλλόγιστα στην εκδίωξη του ταπεινού επισκόπου από την εκκλησία του και διέταξε να διωχθεί ο κλήρος που παρέμενε πιστός στον άγιο, καθώς και οι πιστοί στις εκκλησίες, την ιερή στιγμή που τελούνταν οι βαπτίσεις κατά το Μεγάλο Σάββατο, με αποτέλεσμα να χυθεί μαρτυρικό αίμα στις κολυμβήθρες. Οι ταραχές συνεχίσθηκαν και τις επόμενες ημέρες μετά το Πάσχα. Ο Ιωάννης κρατούνταν έγκλειστος στο μέγαρό του, στενά και αυστηρά επιτηρούμενος από στρατιώτες. Τέλος, λίγες ημέρες μετά την Πεντηκοστή, παρά τους φόβους της Ευδοξίας μήπως επαναληφθούν οι καταστροφές της προηγούμενης αναχώρησής του, ο αυτοκράτορας αποφάσισε τελικά να διατάξει την εξορία του Ιωάννη. Εκείνος πάλι παραδόθηκε όπως πρώτα οικειοθελώς, ο έκρυθμος λαός όμως που συγκεντρώθηκε γύρω από την Αγία Σοφία βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό, ξέσπασαν συγκρούσεις και έπιασε δυνατή φωτιά καταστρέφοντας μεγάλο τμήμα του καθεδρικού ναού και του παλατιού της Συγκλήτου. Δεν παρέβλεψαν, βέβαια, να κατηγορήσουν για το γεγονός του οπαδούς του αγίου, τους λεγομένους «Ιωαννίτες», και να βρουν ποταπό άλλοθι και κίνητρο για να τους καταδιώξουν με απίστευτο μίσος.
Εν τω μεταξύ, ο Ιωάννης υφίστατο τις κακουχίες μιας αβάσταχτα πικρής εξορίας. Οδηγημένος πρώτα στη Νίκαια, μεταφέρθηκε κατόπιν στην Κουκουσό (Μικρή Αρμενία), όπου δεινοπάθησε από το τραχύ κλίμα, την πείνα, τις επιδρομές των βαρβάρων και την απομόνωση. Απαρασάλευτος, ωστόσο, στο θάρρος του και στην ελπίδα του, δεν έπαυσε, παρά ταύτα, να ενδυναμώνει με άφθονη αλληλογραφία όσους υφίσταντο την εξορία και τις διώξεις για χάρη του. Ιδιαίτερα οι επιστολές του αγίου προς τη σεμνή διακόνισσα και πιστή του μαθήτρια, Αγία Ολυμπιάδα [25 Ιουλ.], προσφέρουν μια εξαιρετική όσο και συγκινητική διδασκαλία για τη χριστιανική ελπίδα. Η δραματική κατάστασή του γέννησε το ενδιαφέρον του πάπα Ρώμης Ιννοκέντιου, ο οποίος προσπάθησε μεν να τον στηρίξει, δίχως επιτυχία όμως. Καθώς η παρουσία του και μόνον αποτελούσε έλεγχο και καταδίκη των εχθρών του, επιχείρησαν να τον μεταφέρουν σε ακόμη πιο αφιλόξενο τόπο, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στους πρόποδες του Καυκάσου. Δίχως να σεβασθούν την ηλικία, τη θέση και την ασθενική του υγεία, ανάγκασαν τον άγιο επίσκοπο να οδοιπορεί με όλους τους καιρούς σε δρόμους τραχείς και δύσβατους. Μετά από τρεις μήνες έφθασαν στα Κόμανα του Πόντου και σταμάτησαν κοντά σε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον τοπικό μάρτυρα άγιο Βασιλίσκο [22 Μαΐου]. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ο Ιωάννης προσευχόταν, παρά τη μεγάλη του εξάντληση, του φανερώθηκε ο άγιος και του είπε: «Θάρρος, αδελφέ μου Ιωάννη, από αύριο θα είμαστε μαζί!», Το πρωί, ζήτησε λευκά ρούχα, κοινώνησε ήρεμος των αχράντων Μυστηρίων και παρέδωσε οσιακά τη ψυχή του στον Θεό λέγοντας: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!» (14 Σεπτεμβρίου 407). Επειδή η κοίμηση του αγίου έλαβε χώρα στις 14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που εορτάζεται η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού, η μνήμη του μετατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου, ώστε να εορτάζεται περισσότερο πανηγυρικά.
Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για πολλά χρόνια ακόμη δοκιμαζόταν από το σχίσμα των «Ιωαννιτών», καθώς οι οπαδοί του Ιωάννη δεν αναγνώριζαν τους αντικαταστάτες που τοποθέτησε ο αυτοκράτορας. Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη και αναγνωρίσθηκε ομόφωνα η αγιότητα του Ιωάννου, τα τίμια λείψανά του επέστρεψαν θριαμβευτικά στη Βασιλεύουσα (438). Η εορτή της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Χρυσορρήμονος μνημονεύεται στις 27 Ιανουαρίου.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄.
Ἡ τοῦ στόματός σου
καθάπερ πυρσός, ἐκλάμψασα χάρις τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ
θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν, τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς
λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Στόμα πάγχρυσον, τῆς Ἐκκλησίας,
ρήτωρ ἔνθεος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη Χρυσόστομε· καταυγασθεὶς γὰρ τῇ
αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, λόγους ζωῆς ἀναβλύζεις τοῖς πέρασι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν
Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. β΄. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐκ τῶν οὐρανῶν, ἐδέξω τὴν
θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν χειλέων πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι, τὸν
ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις
γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ποταμὸν τῆς Ἐκκλησίας
τὸν χρυσόρρειθρον, καὶ εὐσεβείας τὴν κιθάραν τὴν χρυσόφθογγον, τὸν Χρυσόστομον αἰνέσωμεν
Ἰωάννην· χρυσουργίᾳ γὰρ τοῦ λόγου κατεχρύσωσε, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν καὶ τὰ νοήματα.
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός,
ὁ τὴν οἰκουμένην, καταρδεύων νᾶμα χρυσοῦν· χαίροις ὁ τὴν γλῶτταν, χρυσοῦς καὶ τὴν
καρδίαν, Χρυσόστομε τρισμάκαρ, Πατριαρχῶν ἡ κρηπίς.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
σελ. 136–142.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Απρίλιος 20122.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου