ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Το έτος 1937, όταν ήταν στο Κουτλουμούσι ο μακαριστός Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης, εικοσιπεντάχρονο καλογέρι τότε με τ’ όνομα «Χαρίτων», συνέβη ένα γεγονός θαυμαστό. Πρόκειται για το περιστατικό με την πτώση από μια συκιά, τότε που έσπασε το πόδι του και τον θεράπευσαν θαυματουργικά οι Άγιοι Ανάργυροι. Αυτό το περιστατικό το αφηγήθηκε ο Γέροντας αρκετές φορές σε συντροφιές και κάποτε ένας από τους παρευρισκομένους το ηχογράφησε, ενώ το 2001 ο Γέροντας είπε ότι συνέβη στα 1937. Το παραθέτουμε αυτούσιο με τον γλαφυρό τρόπο της αφήγησης που είχε ο μακαριστός όσιος Γέροντας…
«Την Κατοχή, πέρα στο Άγιον Όρος, είχαμε Γερμανούς. Κάτσανε εκεί πέρα δύο χρόνια. Κάτω από το Μοναστήρι, 300 μέτρα και ακόμα λίγο, είχε ένα περιβόλι όλο συκιές. Ήρθε ο Αύγουστος. Μια μέρα, τι μου λέει ο λογισμός μου; Μεσημέρι ήταν. Αυτές τις ώρες δεν βγαίνουν οι καλόγεροι, γιατί 4 η ώρα το απόγευμα μπορεί νά ’ναι και Εσπερινός. Έχουνε προγράμματα ωραία. Με ξεγελάει εμένα, που λες, και ούτε άδεια να πάρω από τον ηγούμενο ούτε τίποτα, πάνω να μαζέψω σύκα...
»Φεύγω το μεσημέρι προς το περιβόλι. Εκεί που γύριζα μέσα, ψάχνω από εδώ, ψάχνω από εκεί, βλέπω μια συκιά, που είχε κάτι σύκα, τόσα! Όχι ότι ήταν τόσο χοντρά, αλλά τό ’φερε ο σατανάς για να ανέβω επάνω για να μαζέψω σύκα και να με τσακίσει. Ανεβαίνω πάνω στη συκιά (μπορούσα να το κάνω), κάνω να πιάσω ένα κλαδί, σπάει το κλαδί και πέφτω από κάτω. Ήταν ένα ντουβάρι τόσο ψηλά και πίσω από το ντουβάρι αυτό ήταν φυτρωμένη η συκιά. Πέφτω απάνω στο ντουβάρι και σπάζω το πόδι εδώ, στο μηρό, στη μέση, και κόπηκε στα δύο. Βάζω τις φωνές εγώ και κλαίω. Φωνές!... Μα, πού ν’ ακούσουν! Ώρα μεσημέρι, κοιμόνταν οι καλόγεροι. Είχε σπάσει το κόκκαλο και γύρισε το πόδι προς τα πέρα, γύρισε πίσω. Είχα έναν πόνο φοβερό. Φώναζα έκλαιγα…
»Κατά καλή μου τύχη, είχε το Μοναστήρι έναν αγροφύλακα που ήταν πιο κάτω, στη Σκήτη την Κουτλουμουσιανή, ένα χιλιόμετρο, κι αυτός ανέβαινε απ’ τη Σκήτη στο Μοναστήρι. Ήταν φύλακας του Μοναστηριού, αγροφύλακας. Λοιπόν, ακούει τη φωνή μου, με γνώρισε, και απ’ το δρόμο ήταν 100 μέτρα για να κατέβει εκεί κάτω (που ήμουν πεσμένος εγώ). Λέει: “Αυτή η φωνή είναι γνωστή. Τι γίνεται; Γιατί φωνάζει;”. Έρχεται και με βρίσκει ξάπλα, μέσα στ’ αγκάθια. Γιατί έπεσα από το κλαδί και χτύπησα πάνω στην πέτρα –στο ντουβάρι που ήταν εκεί– και μετά έπεσα κάτω. Το πόδι ήταν γυρισμένο πίσω. Το τραβάει κι ήρθε προς τα μπροστά.
»Και τι έγινε, που λες... Επήγε στο Μοναστήρι και το αναφέρει στον ηγούμενο. Αυτό κι αυτό: “Ο Χαρίτος” –Χαρίτων ήταν τ’ όνομά μου– “έπεσε κι έσπασε το πόδι και να πάτε να τον πάρετε!”. Και ξυπνάει ο ηγούμενος, ήτανε 5 η ώρα περίπου, και ειδοποιεί τέσσερα καλογέρια γερά και παίρνουν ένα ράντζο, μια πόρτα ξύλινη. Και τη φέρανε κάτω την πόρτα, με βάζουν στο φορείο αυτό και με πάνε πάνω, στο Μοναστήρι. Το πόδι σπασμένο.
»Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε γιατρός στο Άγιον Όρος, ούτε φάρμακα. Ήτανε Κατοχή. Δεν έβρισκες τίποτα από τέτοια πράγματα, ερημιά τα πάντα. Λοιπόν, ευτυχώς εκεί στη Σκήτη την Κουτλουμουσιανή ήταν ένας –Θεός σχωρέστονε!–, που ήξερε από γόνατα σπασμένα και τα έφτιαχνε. Και πήγε ένας καλόγερος, τον φώναξε νά ’ρθει στο Μοναστήρι, με πήγανε δε στο νοσοκομείο του Μοναστηριού. Έχει μια πτέρυγα πίσω, που ήταν το νοσοκομείο, και μπροστά ήταν το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Φώναζα, τσίριζα εγώ, γιατί πονούσα πάρα πολύ, και κάθισα όλα το απόγευμα και το βράδυ.
»Κατά τις 12 τη νύχτα, τι γίνεται, λέτε; Είδα να κατεβαίνουν από τον τρούλο ζωντανοί οι Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, να έρχονται κι έλαμψε ο τόπος! “Ε, τον κακομοίρη!”, λέει ο Άγιος Δαμιανός, “Πώς τό ’κανε το πόδι!”. Λοιπόν, έρχεται μπροστά στην κεφαλή ο Άγιος Κοσμάς και λέει στον Άγιο Δαμιανό: “Πήγαινε εκεί, στο πόδι, και πιάστο με τα χέρια και τράβα το προς τα έξω!”. Γιατί είχε στραβώσει, το είχε καταπλακώσει με το άλλο πόδι. Και πάει ο Άγιος και τραβάει το πόδι στα ίσια. Έναν πόνο που έκαμα, δε λέγεται!
»Μ’ εκείνο το τράβηγμα πό ’κανε, εκόλλησε το πόδι. Να δείτε το θαύμα των Αγίων Αναργύρων! Μεταξύ τους μιλούσαν, αλλά δεν καταλάβαινα. “Ήρθαμε να σε βοηθήσουμε!”, λέει ο Άγιος Κοσμάς. “Μη φοβάσαι, θα περάσει!”. Και τι γίνεται; Με το τράβα που έκανε πέρα, εκόλλησε το πόδι. Τα κόκκαλα, τα κρέατα, όλο το γύρω-γύρω, δεν εφαίνονταν τίποτα!
»Εγώ, μόλις έγινε αυτό, σταμάτησε ο πόνος και σηκώνομαι αμέσως απάνω και χόρευα και τραγουδούσα κι έψελνα, έκανα… ούτε που καταλάβαινα τι έκαμνα εκείνη την ώρα! Σηκωθήκανε οι καλόγεροι στο πόδι. “Θα τρελάθηκε απ’ τους πόνους ο καλόγερος, ο Χαρίτων! Τέτοια ώρα να τραγουδάει και να ψάλλει!”. Έρχονται, λοιπόν, στο νοσοκομείο. “Μνήσθητί μου, Κύριε!”, λένε. Κι ήτανε η ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα. Μου λένε: “Τι σηκώθηκες; Κάτσε κάτω! Θα σπάσεις και το άλλο πόδι!”. “Για κοιτάξτε να ιδείτε!”, λέω. Μπροστά ήτανε το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. “Αυτοί οι δύο, που είναι μέσα στον θρόνο τους εκεί, ήρθανε πριν από ώρα, ο ένας στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια, τραβήξανε το πόδι και μου τό ’φτιαξαν και τώρα δεν υπάρχει τίποτα!”. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκαν οι καλόγεροι και το πρωί ’κάναν Λειτουργία. Πήγα στη Λειτουργία κι εγώ. Τρεις μέρες κάνανε Λειτουργίες.
»Από εκεί, κάθισα 2-3 μέρες στο νοσοκομείο, για να
σιάξει τελείως το πόδι, να μην πονάει κιόλας λιγάκι, και μετά έφυγα, πήγα στο
κελλί μου, που λες. Κι ήρθαν όλοι οι καλόγεροι, ο ηγούμενος, κι είδανε το θαύμα
αυτό, φανερό πλέον. Δεν ήταν κρυφό. Κι ύστερα είχα γνωστούς από τις Καρυές
μέσα, μάθανε πώς έγινε κι έρχονταν οι καλόγεροι. Αυτό εδώ το θαύμα είναι
γραμμένο στα Πρακτικά της Μονής –την τάδε ημερομηνία έγινε…».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ
(1912–2006)
[ «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης»
(Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου),
Μέρος Α΄, Κεφ. 1ο, σελ. 26–28.
Έρευνα-Συλλογή-Παρουσίαση:
Μιχάλης Λεβέντης.
Εκδοτικός Οργανισμός
Π. Κυριακίδη.
Αθήνα, Νοέμβριος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου