Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΖΑΠΙΕΣ
Ο όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815–1883), νεαρός ακόμη μοναχός, θέλησε κάποτε ν’ ασκητέψει στην περιοχή «Πένθοδο», η οποία ανήκε στην περίφημη Νέα Μονή της Χίου. Ο τότε ηγούμενος Μελέτιος Φλουράς, όχι μόνο δεν του το επέτρεψε, αλλά και τον κατήγγειλε στον δεσπότη της Χώρας Γρηγόριο Κωνσταντινίδη (1850–1918· ποιμαντορία: 1829–1837). Κι αυτός τότε έστειλε έναν ζαπιέ, τούρκο χωροφύλακα, για να συλλάβει τον όσιο και να τον φέρει ενώπιόν του.
Ο ζαπιές, άνθρωπος απλοϊκός και καλοπροαίρετος,
πήγε αρματωμένος και συνάντησε τον νεαρό ασκητή.
—Εσύ
είσαι ο καλόγερος; Εσύ κάνεις το νταβαντούρι; Πού είναι το μοναστήρι σου;
Ο όσιος
τού έδειξε μια σπηλιά και ένα μικρό εκκλησάκι πιο δίπλα από ξερολιθιά.
—Βάι, βάι! Τέτοια φτώχεια! Εσένα θένε να πάνε στη φυλακή; Φυλακή γκιουζέλ για σένα. Ο ασκητής έμαθε τον σκοπό του ερχομού του και τον παρακάλεσε να ξεκινήσουν την επομένη, το πρωί. Ήθελε ν’ αποφύγει, σαν νέος μοναχός που ήταν, τους νυκτερινούς πειρασμούς της πολιτείας.
Ο τούρκος έδειξε κατανόηση και τον ρώτησε:
—Και πού
θα μείνω τη νύχτα;
—Εκεί,
στη σπηλιά.
—Όχι,
μωρέ! Με πλακώνει η καρδιά μου…
—Θες μήπως εδώ
στο εκκλησάκι;
—Θέλω. Θα
κοιμηθώ όμως απ’ έξω. Μέσα είναι αμαρτία. Μέσα θα κοιμηθείς εσύ. Δική σου είναι
η εκκλησία!...
Έφαγαν
κάτι φτωχικά και ο ζαπιές έβγαλε και πρόσφερε στον όσιο ρακί.
—Εγώ δεν
πίνω! είπε εκείνος με ήρεμη ευθύτητα.
—Εγώ
κάνει να πιω εδώ, που είναι η Παναγία;…
—Κάνει,
κάνει να πιεις! συγκατένευσε ο αγαθός ασκητής.
Ήπιε λίγο ο ζαπιές και στο τέλος αποκοιμήθηκε.
Τη νύχτα, τα μεσάνυκτα, κοιμήθηκε. Μα, ξάφνου, σαν ν’ άκουσε ένα μουρμουρητό. Πλησιάζει στο εκκλησάκι, σκύβει στο πορτάκι του, και μένει αποσβολωμένος. Στο τρεμάμενο φως του καντηλιού ο όσιος προσευχόταν. Δεν ακουμπούσε όμως στη γη κι ήταν λουσμένος μ’ ένα φως ιλαρό, υπερκόσμιο!... Είχε σηκώσει τα χέρια και το φως ακτινοβολούσε γύρω του. Σε λίγο χαμήλωσε τα χέρια. Το φως χάθηκε. Ο μοναχός προσευχόταν για την αναξιότητά του κι έκλαιγε, όλο έκλαιγε… Κι ο τούρκος άκουγε τούτο το κλάμα, εκστατικός, ένα κλάμα βουβό και σιγανό, ανάμεσα στα συντετριμμένα λόγια της προσευχής που ήταν σαν τα δροσερά ζουμπούλια της χαραυγής στο μουσκεμένο χώμα.
Μόλις έφεξε, έφυγε ο ζαπιές αναστατωμένος, σκεφτικός και μόνος
του για τη Χώρα. Δεν τόλμησε να ενοχλήσει τον όσιο του Θεού και να τον πάρει με το ζόρι μαζί του.
Ο
δεσπότης απόρησε:
—Πού
είναι ο καλόγερος; ρώτησε επιτακτικά.
—Δεσπότη,
εφέντη, ο καλόγερος είναι άνθρωπος του Θεού! είπε ο τούρκος και διηγήθηκε
καταλεπτώς όλα όσα είχε δει.
Ο
επίσκοπος κατάλαβε. Έμαθε εκείνο που ήθελε· ή μάλλον έμαθε για εκείνο που δεν προσδοκούσε ποτέ. Στέλνει τώρα έναν άλλον χωροφύλακα, ο
οποίος φέρνει τον άκακο όσιο αυθημερόν στη Χώρα.
—Εσύ
είσαι ο Παρθένιος; τον ρώτησε.
—Εγώ!...
αποκρίθηκε εκείνος ειρηνικά βάζοντας βαθιά μετάνοια.
—Σε
κατηγορούν…
—Δίκιο
έχουν! Δική τους είναι η περιοχή.
—Τι
κάνεις πάνω στο βουνό;
—Προσεύχομαι.
—Σε ποιον
άγιο;
—Στον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Το όνομα του αγίου λες και τρόμαξε τον επίσκοπο.
—Εκείνος
έβλεπε το άκτιστο φως, αλλά κι εσύ το βλέπεις! είπε ο δεσπότης με ιερή πεποίθηση και κάρφωσε το βλέμμα του
στο βλέμμα του απόκοσμου ασκητή.
—Εγώ, ο
αμαρτωλός; διαμαρτυρήθηκε ο όσιος, έτοιμος να κλάψει σαν παιδί.
Ο
δεσπότης τον κοίταζε προσεκτικά. Διέκρινε σ’ αυτόν τον μοναχό μια δυνατή λάμψη. Ένα φως νηπτικών βιωμάτων, μεταρσιώσεων και καταστάσεων. Σηκώθηκε αυθόρμητα να τον ασπασθεί κι ένιωσε να τον συγκλονίζει η μυστική αγιότητά του.
—Καλά, παιδί μου!... Πήγαινε στο καλό!... Να πορεύεσαι όπως πορεύεσαι και να θυμάσαι κι εμένα πού και πού στην προσευχή σου!...
[ (1) «Χαρίσματα και
Χαρισματούχοι»
(Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων),
Τόμος 3ος, Μέρος Ι΄, Κεφ. 17ο,
§6, σελ. 214–217,
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 1997.
(2) Γεωργίου Διλμπόη:
«Τ’ Αγιομαρκάκι»
(Ο Παρθένιος της Αληθείας),
Τόμος Α΄.
Εκδόσεις «Γρηγόρη»·
Αθήνα, Μάρτιος 2008.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου