Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ

     Ο άγιος πατήρ ημών Τύχων ήταν γιος ταπεινών χριστιανών της Αμαθούντος, πόλης της νότιας Κύπρου. Αφιερωμένος παιδιόθεν στον Θεό, μεγάλωσε μέσα στην ευσέβεια και έγινε αναγνώστης στον ναό. Ο πατέρας του ήταν αρτοποιός και ανέθετε σε αυτόν να πηγαίνει στην πόλη να πουλά τα ψωμιά. Ο Τύχων όμως, βάζοντας σε πράξη τις ευαγγελικές εντολές, τα έδινε όλα χάρισμα στους φτωχούς. Όταν το έμαθε αυτό ο πατέρας του, εξοργίσθηκε. Το παιδί τού απάντησε ότι το μόνο που έκανε ήταν να δανείζει τα ψωμιά στους φτωχούς και ότι θα λάβαινε πίσω στο εκατονταπλάσιο τα χρωστούμενα, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου. Και πράγματι, ο λόγος του παιδιού έγινε πράξη καθότι βρέθηκαν, με θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο, οι αποθήκες του σπιτιού γεμάτες σιτάρι.

     Μετά τον θάνατο του γονιού του, μοίρασε τα υπάρχοντά του· και, απορρίπτοντας τις μέριμνες του κόσμου, για να σηκώσει τον γλυκύ και ελαφρύ ζυγό του Χριστού, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο Μνημόνιο. Εκείνος, διακρίνοντας τα προσόντα του νέου, τον χειροτόνησε διάκονο και του ανέθεσε τη διαχείριση των εκκλησιαστικών αγαθών και τη διδασκαλία του λαού. Με λόγους γεμάτους φλόγα και θεϊκή αγάπη, ο Τύχων ανασκεύαζε εύκολα τις πλάνες των εβραίων και των ειδωλολατρών και πολλούς μεταξύ αυτών οδηγούσε στον επίσκοπο για να βαπτισθούν. Όταν εκοιμήθη ο Μνημόνιος, ο Τύχων χειροτονήθηκε επίσκοπος Αμαθούντος από τον άγιο Επιφάνιο [12 Μαΐου] και έκτοτε διέλαμψε στο λυχνάρι της Εκκλησίας, άλλους πείθοντας για την ευαγγελική αλήθεια με αδιάσειστα επιχειρήματα και άλλους με λαμπρά θαύματα. Εξέβαλλε δαιμόνια, θεράπευε ασθενείς του σώματος και του πνεύματος, και έκανε τα αδύνατα δυνατά με τη Χάρη του Θεού που ενεργούσε διά μέσω αυτού. Επειδή ορισμένοι ειδωλολάτρες παρέμεναν προσκολλημένοι στη λατρεία των ψευδών θεών, ο άγιος εισέδυσε στον ναό τους και γκρέμισε τα άψυχα ξόανα. Κρατώντας ένα μαστίγιο στο χέρι έδιωξε την ιέρεια της Αρτέμιδος, Ανθούσα, η οποία τον είχε καθυβρίσει. Αυτή η ίδια αργότερα, αντιλαμβανομένη ότι η δύναμη του Θεού ήταν με τον άγιο, ομολόγησε τον Χριστό και βαπτίσθηκε παίρνοντας το όνομα Ευανθία. Μια μέρα ψεκτής εορτής, οι ειδωλολάτρες οργάνωσαν μια πομπή με το άγαλμα της θεάς της Κύπρου, εν μέσω χορών και αισχροτήτων. Τη στιγμή όμως που περνούσαν κοντά από την εκκλησία, βγήκε ο άγιος Τύχων, συνέτριψε το άγαλμα και ανέτρεψε με τέτοιον τρόπο τις δεισιδαιμονίες των ειδωλολατρών, ώστε όλοι τους μεταστράφηκαν και ζήτησαν να βαπτισθούν. Μια άλλη φορά, ο άγιος επίσκοπος κατηγορήθηκε από δύο εθνικούς, τον Καλύκιο και την Κλεοπάτρα, και χρειάσθηκε να παρουσιασθεί ενώπιον του διοικητή του νησιού. Απάντησε στον δικαστή ότι όντας δούλος του φιλάνθρωπου Θεού δεν μπορούσε να αποφύγει να Τον μιμείται και να ευσπλαχνίζεται όλους εκείνους που βρίσκονταν στα σκοτάδια της πλάνης, διδάσκοντάς τους ότι υπάρχει μόνο ένας αληθινός Θεός. Προσέθεσε ότι θεωρούσε τους εθνικούς ως ασθενείς, τους οποίους είχε εκ Θεού αποστολή να γιατρέψει και ότι ήταν καθόλα έτοιμος ο ίδιος να υποστεί τις ύβρεις και την κακομεταχείριση εκ μέρους τους, ως ισχνό αντίκρισμα των όσων είχε υποφέρει ο Κύριος για τη Σωτηρία μας. Εντυπωσιασμένος από την ήρεμη παρουσία του αγίου, ο κριτής τον άφησε ελεύθερο, πολλοί δε μεταξύ των παρευρισκόμενων μεταστράφηκαν εξαιτίας των λόγων αυτών.

     Ο άγιος Τύχων είχε ένα χωράφι στο οποίο φύτεψε ένα αμπέλι. Μια μέρα, λίγο πριν την εκδημία του, πήγε εκεί να επιβλέψει την εργασία των αμπελουργών που κλάδευαν τα ξερά κλήματα. Μάζεψε από κάτω ένα από αυτά που είχαν μαζευτεί για να καούν, το προσέφερε στον Χριστό και ζήτησε τούτο το ξερό κλήμα να λάβει ζωή και να βγάλει, πριν την εποχή του, γλυκείς και άφθονους καρπούς. Έπειτα το φύτεψε στο χώμα, διαβεβαιώνοντας τους παρευρισκομένους ότι το θαύμα αυτό θα συνεχιζόταν στο διηνεκές, εις μαρτυρίαν της αόρατης παρουσίας του ποιμένα τους και των άγρυπνων προσευχών του. Πράγματι, μετά την κοίμηση του αγίου, κάθε χρόνο, ενώ την παραμονή της μνήμης του, που τελείται στις 16 Ιουνίου, τα σταφύλια ήταν ακόμη άγουρα, όπως είναι φυσικό την εποχή αυτή, αίφνης κατά τη διάρκεια της Αγρυπνίας ωρίμαζαν· και τη στιγμή της θείας Λειτουργίας βρίσκονταν μαύρα και ζουμερά, για να αναμειχθούν στην ιερή Θυσία. Οι πιστοί αποκόμιζαν μαζί τους ρώγες προς ευλογίαν των αμπελικών τους και άλλες για την ίαση των ασθενών.

     Όταν ο άγιος Τύχων έλαβε παρά του Θεού την αγγελία της εκδημίας του, επισκέφθηκε τους χωρικούς που βρίσκονταν στα χωράφια τους για τη συγκομιδή του κριθαριού. Αυτοί έσπευσαν να λάβουν την ευλογία του και άκουσαν μια υπερκόσμια φωνή που καλούσε τον άγιο να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Τρεις ημέρες αργότερα ο άγιος ποιμένας έπεσε άρρωστος, αυτός που τόσα χρόνια σήκωνε, με την προσευχή και τα θαύματά του, όλους όσοι ασθενούσαν. Παρηγόρησε τη μητέρα του που έκλαιγε στο προσκέφαλό του, υπενθυμίζοντάς της ότι πρέπει να ζούμε εδώ κάτω στη γη με την προσδοκία της Αναστάσεως· κατόπιν, συγκέντρωσε γύρω του τα πνευματικά του τέκνα, κληρικούς και λαϊκούς, εγκωμιάζοντας τους χριστιανούς που με τη ζωή τους γίνονται παιδιά του Θεού και αδελφοί του Χριστού, καλούμενοι να ακολουθήσουν τα βήματά Του, χωρίς να αφεθούν να πλανηθούν από τις ψυχόλεθρες σαγήνες του βίου τούτου. Αφού παρέμεινε κλινήρης για τρεις μέρες, ο άγιος πατήρ ημών Τύχων έγινε μετά χαράς δεκτός στις ουράνιες αυλές, ενώ όλο το νησί πενθούσε. Κατά την κηδεία του, που τελέστηκε από όλους τους επισκόπους και τους ιερείς του νησιού και με την παρουσία μεγάλου πλήθους λαού, το σκήνωμά του εξέπεμπε φως και ανέδιδε ουράνια ευωδία.

     Πιστός στην επαγγελία του, ο άγιος Τύχων, δεν έπαψε να αγρυπνά για το ποίμνιό του. Θεράπευσε μια λεπρή και ελευθέρωσε από το δαιμόνιο ένα κωφάλαλο παιδί με τον εξής τρόπο: καθώς οι γονείς του παιδιού απομακρύνονταν θλιμμένοι από τον ναό του αγίου, αφού προηγουμένως είχαν προσευχηθεί επί ώρα για τη θεραπεία του, αποδίδοντας την αποτυχία της παρακλήσεώς τους στις αμαρτίες τους, εμφανίσθηκε σε αυτούς ο άγιος Τύχων, με τη μορφή ιερέως, και τους παρότρυνε στοργικά να εγκαρτερήσουν. Τότε ο δαίμονας έκανε να σφαδάξει άγρια το παιδί και το εγκατέλειψε μια για πάντα κράζοντας: «Ω, Τύχων! Η παρρησία σου προς τον Θεό είναι αυτή που μ’ εκδιώκει!»· και παρευθύς το παιδί άρχισε να λαλεί ευκρινώς.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.

Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσει κρείττονι, ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος· σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

ν ἀσκήσει Ἅγιε, θεοφιλεῖ διαπρέψας, Παρακλήτου δύναμιν, ἐξ ὕψους καθυπεδέξω, ξόανα, καθαιρεῖν πλάνης λαοὺς δὲ σώζειν, δαίμονας, ἀποδιώκειν νόσους ἰᾶσθαι. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ φίλον, Τύχων μακάριε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν· χαίροις ὁ τῆς Κύπρου, ἀνέσπερος δᾳδοῦχος, ὦ Τύχων Ἀμαθοῦντος, ποιμὴν μακάριε.


 

 

[ Ιερομονάχου Μακαρίου

Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·

Τόμος (Ιούνιος),

σελ. 203–206.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Θεώρηση κειμένου:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου