ΑΓΙΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ
Οι Ισαπόστολοι και Φωτιστές των Σλάβων
Οι δύο
νέοι αυτοί απόστολοι ήσαν κατά σάρκα αδελφοί και κατάγονταν από ευγενή
οικογένεια της Θεσσαλονίκης, πόλης που βρίσκεται σε μεγάλο σταυροδρόμι λαών, η
οποία την εποχή εκείνη (9ος αιώνας) είχε στενές σχέσεις με τα γειτνιάζοντα
σλαβικά φύλα. Από μικρή ηλικία τα δύο αδέλφια έρχονταν σε επαφή με σλαβικούς
πληθυσμούς που ήσαν εγκαταστημένοι στην εγγύς ενδοχώρα, μαθαίνοντας τη διάλεκτό
τους και γνωρίζοντας τα ήθη τους. Ο Μεθόδιος, ο πρωτότοκος, γεννημένος το 815,
είχε χαρακτήρα ήρεμο και πράο. Απέκτησε στερεές νομικές γνώσεις και γρήγορα
επέδειξε εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες, με αποτέλεσμα να του ανατεθεί η
διοίκηση μιας περιοχής στην οποία κατοικούσαν Σλάβοι [1]. Μετά από κάποια χρόνια,
ωστόσο, κατανόησε ότι δεν ωφελούσε να χάνει τον χρόνο του με πράγματα που δεν
έχουν ζωή αιώνιο και παραιτήθηκε του αξιώματος. Φεύγοντας από τον κόσμο όπως το
στρουθί διαφεύγει το δίχτυ και τις ξόβεργες του κυνηγού, μετέβη στο περίφημο
μοναστικό κέντρο στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου κατέστη υποδειγματικός μοναχός,
τόσο με την υπακοή και την αγάπη του για την προσευχή όσο και με τη φιλοπονία
του στη μελέτη των ιερών Γραμμάτων.
Ο
Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 827 και ήταν προικισμένος από τον Θεό με εξαιρετική
ευφυΐα και μνήμη. Νεότατος ακόμη, ονειρευόταν να νυμφευθεί όχι κάποια όμορφη
πριγκιποπούλα, αλλά τη Σοφία του Θεού, ως νέος Σολομών. Σε ηλικία δεκατεσσάρων
ετών είχε αποστηθίσει τα ποιήματα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου [25 Ιαν.]
και με δάκρυα στα μάτια ικέτευε τους δασκάλους του να του διδάξουν τη
Γραμματική της Ομηρικής γλώσσας για να εμβαθύνει στο υπέροχο νόημα των στίχων.
Η φήμη των χαρισμάτων του νέου έφθασε μέχρι τον πανίσχυρο λογοθέτη Θεόκτιστο
[20 Νοέμ.], ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τον πήρε υπό την
προστασία του. Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε σύντομα τη γενική μόρφωσή του και
μυήθηκε στις ανώτερες επιστήμες από τους καλύτερους δασκάλους του καιρού
εκείνου: τον Λέοντα τον Μαθηματικό και τον άγιο Φώτιο [6 Φεβρ.], του οποίου
έγινε ο αγαπημένος μαθητής. Κοντά στον άγιο Φώτιο απέκτησε την αληθινή σοφία,
δηλαδή «τη γνώση των θείων και ανθρώπινων πραγμάτων που διδάσκει τον άνθρωπο να
συμπεριφέρεται σε όλα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Δημιουργού του». Έλαβε
την προσωνυμία «Φιλόσοφος» και γνωρίσθηκε με υψηλούς κύκλους της αυλής. Ο
Θεόκτιστος σχεδίαζε γι’ αυτόν λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία, την οποία
επιθυμούσε να εγκαινιάσει δίνοντάς του για σύζυγο μία από τις ανιψιές του. Ο
Φιλόσοφος τον ευχαρίστησε για την πρότασή του, απάντησε όμως ότι γι’ αυτόν το
μόνο που είχε αξία ήταν η απόκτηση της «σοφίας» και η ανάκτηση της δόξας που
απωλέσθηκε από τον προπάτορά μας. Αναγκάσθηκε, ωστόσο, να δεχθεί να
χειροτονηθεί διάκονος και διορίσθηκε χαρτοφύλακας από τον πατριάρχη Ιγνάτιο.
Σύντομα, όμως, εγκατέλειψε το αξίωμα για να αποσυρθεί σε μονή του Βοσπόρου, το «Κλείδιον»,
όπου συνάντησε τον έκπτωτο εικονομάχο πατριάρχη Ιωάννη Ζ΄ Γραμματικό και άρχισε
μαζί του ζωηρή συζήτηση υπερασπιζόμενος σθεναρά την Ορθοδοξία.
Έξι
μήνες αργότερα, ανακλήθηκε στη Βασιλεύουσα και υπό την πίεση του Θεοκτίστου
αναγκάσθηκε να δεχθεί τη θέση του καθηγητή φιλοσοφίας. Το 851, σε ηλικία είκοσι
τεσσάρων ετών, στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ σε διπλωματική αποστολή
στον χαλίφη Μουταουάκκιλ (847-861). Οι συζητήσεις με τους Άραβες στράφηκαν
γρήγορα από την πολιτική στη θεολογία και με την παρρησία των αρχαίων μαρτύρων
ο Κωνσταντίνος προέβη σε απολογία υπέρ της Αγίας Τριάδος ενώπιον όλων των σοφών
τους και τους κατέδειξε την ασύγκριτη ανωτερότητα των χριστιανικών ηθών. Λίγο έλειψε να
πέσει θύμα απόπειρας να τον δηλητηριάσουν, κατάφερε όμως να επιστρέψει σώος και
αβλαβής στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο καίσαρας Βάρδας έβαλε να δολοφονήσουν τον
προστάτη του Θεόκτιστο για να πάρει την εξουσία (855), ο Κωνσταντίνος,
εγκαταλείποντας ξανά τις κοσμικές μέριμνες για να αναζητήσει τη σοφία στην
ησυχία και την προσευχή, πήγε να συναντήσει τον αδελφό του Μεθόδιο στον Όλυμπο
της Βιθυνίας, όπου επιδόθηκαν από κοινού στη μελέτη.
Το 860,
ο αυτοκράτορας, αφού συμβουλεύθηκε τον πατριάρχη Φώτιο, κάλεσε τον Κωνσταντίνο
και του ζήτησε να αναλάβει μία αποστολή στην αυλή του Χάνου των Χαζάρων [2],
ο οποίος είχε ζητήσει να του στείλουν έναν λόγιο με σκοπό να συζητήσει θέματα
θρησκείας με τους Εβραίους και τους Άραβες, οι οποίοι επιχειρούσαν να προσηλυτίσουν
τον λαό του. Συνοδευόμενος από τον αδελφό του και μία επιβλητική ακολουθία, ο
Φιλόσοφος έμαθε καθ’ οδόν την εβραϊκή γλώσσα και με θαυματουργικό τρόπο
απέκτησε τη γνώση της σαμαριτικής διαλέκτου. Στην αυλή των Χαζάρων είχαν μακρές
θεολογικές συζητήσεις με τους Εβραίους και ο Κωνσταντίνος αποστόμωσε τους
νομοδιδασκάλους καταδεικνύοντας την ανυπέρβλητη υπεροχή του Ευαγγελίου και
επιτυγχάνοντας έτσι τη μεταστροφή πολλών αξιωματούχων, καθώς και την
απελευθέρωση χριστιανών αιχμαλώτων. Αφού υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με τον
Χάνο, οι δύο αδελφοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής, μεταστρέφοντας καθ’ οδόν
άγρια ειδωλολατρικά φύλα της Ταυρικής Χερσονήσου, έφεραν δε πίσω μαζί τους τα
λείψανα του αγίου Κλήμεντος Ρώμης [24 Νοεμ.] που ανακάλυψαν μετά από θαύμα στη
Χερσώνα.
Μόλις
υπέβαλε την αναφορά του στον αυτοκράτορα, ο Κωνσταντίνος αποσύρθηκε στην ησυχία
και την προσευχή κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Ο Μεθόδιος από τη μεριά
του, αφού αρνήθηκε την πρόταση να χειροτονηθεί επίσκοπος, δέχθηκε, ωστόσο, να
αναλάβει την ηγουμενία της Μονής Πολυχρονίου, όπου εγκαταβίωναν τότε εβδομήντα
μοναχοί.
Η
επιστροφή αυτή στην προσφιλή τους ησυχία, δεν κράτησε πολύ, γιατί το 863 έφθασε
στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία από τον ηγεμόνα της Μαραβίας [3],
Ραστισλάβο, με σκοπό να ζητήσει από τον αυτοκράτορα έναν επίσκοπο και έναν
άνθρωπο των γραμμάτων ικανό να τους διδάξει στη γλώσσα τους τη χριστιανική
Πίστη που είχαν εν μέρει διδαχθεί από Φράγκους ιεραποστόλους προερχόμενους από
τη Βαυαρία. Αυτοί όμως κήρυτταν στη λατινική γλώσσα και τελούσαν μια ακατανόητη
Λειτουργία, με αποτέλεσμα οι μεταστροφές να είναι λιγοστές και επιπλέον ο λαός
να διατηρεί τα ειδωλολατρικά του ήθη. Ο Μιχαήλ Γ΄ τους απάντησε: «Δεν μου
αρμόζει να κατευθύνω την πίστη σας», και αρνήθηκε να τους δώσει επίσκοπο, γιατί
δεν ήταν στις προθέσεις του να σφετερισθεί την περιοχή εκείνη που ανήκε στη
δικαιοδοσία του πάπα Ρώμης. Υποσχέθηκε, όμως, να τους στείλει ανθρώπους ικανούς
να τους διδάξουν το δόγμα της Σωτηρίας στη γλώσσα τους, δίχως να επιδιώκουν να
τους επιβάλουν την ελληνική γλώσσα.
Ο
Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος ήταν ο μόνος άνθρωπος που διέθετε τα απαραίτητα
προσόντα για την αποστολή αυτή, όχι μόνο εξαιτίας της σοφίας του, αλλά και
επειδή γνώριζε τη βουλγαρική γλώσσα και τις βασικές γλώσσες της εποχής: ελληνικά,
λατινικά, εβραϊκά, αραβικά (μάλλον την τουρκοχαζαρική γλώσσα), συριακά και
σαμαριτικά. Ο Φιλόσοφος δέχθηκε την αποστολή αυτή ως θεόσταλτη εντολή, ζήτησε
όμως χρόνο να προετοιμασθεί και προσφεύγοντας, όπως το συνήθιζε, στην προσευχή,
ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλύψει μία γραφή κατάλληλη να αποδώσει προσφυώς
τους ήχους της σλαβικής γλώσσας. Όπως ο αρχαίος Νόμος αποκαλύφθηκε στον Μωυσή
στο όρος Σινά, μετά από θεοφάνεια, και χαράχθηκε με το χέρι του Θεού σε
πέτρινες πλάκες (Έξ. 31, 18), έτσι και ο Κωνσταντίνος, ο νέος αυτός Μωυσής,
έλαβε την αποκάλυψη μιας νέας αλφαβήτου με την οποία μπόρεσε σύντομα να
μεταφράσει στα σλαβικά τα πρώτα εδάφια του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Η γραφή
αυτή, μετά από μελέτη και διορθώσεις, έγινε το όργανο με το οποίο οι σλαβικοί
λαοί, βάρβαροι και αγροίκοι μέχρι τότε, μπόρεσαν να εισέλθουν, χάρη στους
αγίους ισαποστόλους, στη χορεία των πολιτισμένων λαών «που δοξολογούν τον Θεό
στη γλώσσα τους»
[4]. Με τη βοήθεια του Μεθοδίου και άλλων μαθητών σλαβικής καταγωγής
[5],
ο άγιος Κωνσταντίνος μετέφρασε τότε με σπουδή τις περικοπές του Ευαγγελίου για
όλο τον χρόνο, τη θεία Λειτουργία, το «Ωρολόγιον» και το «Ψαλτήριον» και
εφοδιασμένοι έτσι με τα βασικά όργανα του αποστολικού τους έργου, οι ιεροί
φωτιστές ξεκίνησαν για τη Μοραβία (863).
Έγιναν
δεκτοί με μεγάλες τιμές στην αυλή του Ραστισλάβου, ο οποίος τους εμπιστεύθηκε
μια ομάδα μαθητών για να τους διδάξουν τη νέα γραφή. Η χρήση της σλαβονικής
στην τέλεση της θείας Λειτουργίας και στο κήρυγμα, η πιστότητα της διδασκαλίας
τους στην αποστολική παράδοση και η ακτινοβολία της αγιότητας των δύο αδελφών
εξασφάλισαν τη γρήγορη επιτυχία της αποστολής τους και σε λιγότερο από τρία
χρόνια (863-866) είχαν συγκεντρώσει γύρω τους περισσότερο από εκατό μαθητές, οι
οποίοι με τη σειρά τους διέδωσαν το Ευαγγέλιο σε όλο το βασίλειο. Η επιτυχία
αυτή, όμως, γέννησε τον φθόνο και τις αντιδράσεις των Φράγκων ιεραποστόλων, που
βλέποντας την επιρροή τους να επισκιάζεται γρήγορα από εκείνη των Βυζαντινών,
τους κατηγόρησαν ότι τελούσαν τη θεία Λειτουργία στα σλαβικά, ενώ, καθώς
έλεγαν, αυτό επιτρεπόταν να γίνεται μόνο στα ελληνικά, τα λατινικά ή τα
εβραϊκά.
Αφού
έθεσαν τα πρώτα θεμέλια του έργου τους, οι δύο αδελφοί αποφάσισαν να
επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη για να χειροτονήσουν τους κυρίως μαθητές
τους. Εξαιτίας, όμως, της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ Βυζαντίου και
Βουλγαρίας ο δρόμος ήταν κλειστός, και έτσι αποφάσισαν να μεταβούν στη Βενετία
και να επιστρέψουν διά θαλάσσης. Ενώ οι άγιοι ισαπόστολοι περίμεναν να φορτώσει
ένα καράβι, ο τοπικός κλήρος επανέλαβε τις ίδιες κατηγορίες των Φράγκων
ιεραποστόλων εναντίον τους. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στον πάπα Νικόλαο Α΄, ο
οποίος τους κάλεσε στη Ρώμη. Όταν έφθασαν εκεί φέρνοντας μαζί τους ως δώρο το
τίμιο λείψανο του αγίου Κλήμεντος, ο λαός τούς επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή. Ο
πάπας Ανδριανός Β΄, που είχε μόλις εκλεγεί μετά τον αιφνίδιο θάνατο του
Νικολάου, ενέκρινε το έργο των δύο αποστόλων και κατέθεσε επίσημα τη σλαβική
μετάφραση των ιερών βιβλίων στην αγία Τράπεζα του ναού της Σάντα Μαρία Ματζόρε,
καταδικάζοντας ως αιρετικούς τους κατηγόρους τους, τους λεγόμενους
«τριγλωσσίτες». Χειροτόνησε κατόπιν ο ίδιος τον Μεθόδιο πρεσβύτερο, αναβίβασε
στο ιερατικό αξίωμα τρεις από τους μαθητές τους και τρεις ημέρες αργότερα
μπόρεσαν όλοι να τελέσουν τη θεία Λειτουργία στα σλαβικά σε ορισμένους ναούς
της πόλης.
Κατά
την παραμονή τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος, εξαντλημένος από τα ταξίδια και
τους κόπους της ιεραποστολής, αρρώστησε βαριά και στις 14 Φεβρουαρίου 869, αφού
έλαβε το μοναχικό Σχήμα με το όνομα Κύριλλος, παρέδωσε την αποστολική ψυχή του
στον Κύριο, προσευχόμενος για τη στερέωση των σλαβικών λαών στην Ορθόδοξη
Πίστη. Ενταφιάσθηκε με μεγάλες τιμές στη βασιλική του αγίου Κλήμεντος και
θαύματα επιτελέσθηκαν αργότερα στον τάφο του [6].
Ο
ηγεμόνας της Παννονίας [7], Κότσελ, θαυμάζοντας το έργο των
βυζαντινών ισαποστόλων στη Μοραβία και επιθυμώντας κι αυτός να αποσπάσει τον
λαό του από την επιρροή των Βαυαρών ιεραποστόλων που είχαν έλθει από Πάσαου [8],
τους είχε προτείνει, όταν πέρασαν από τη χώρα του καθ’ οδόν προς τη Βενετία, να
τους εμπιστευθεί την εκπαίδευση πενήντα μαθητών. Λίγο μετά τον θάνατο του
Κυρίλλου, ζήτησε με απεσταλμένους του στη Ρώμη να του στείλουν εσπευσμένα τον
Μεθόδιο. Ο πάπας Ανδριανός συγκατένευσε στο αίτημα αυτό. Μετά από μια πρώτη
αποστολή που εστέφθη με επιτυχία, ο Μεθόδιος επέστρεψε στη Ρώμη για να χειροτονηθεί
από τον πάπα επίσκοπος Σιρμίου (σημ. Στρέμσκα Μιτροβίτσα), έδρας που είχε
ιδρύσει άλλοτε ο άγιος Ανδρόνικος, με δικαιοδοσία όχι μόνο επί της Παννονίας,
αλλά και επί όλων των σλαβικών λαών της κεντρικής Ευρώπης, έχοντας επιφορτιστεί
την επίβλεψη της μεταστροφής τους (870). Ακατάβλητος εν μέσω πόνων και μόχθων,
ο άγιος συνέχισε το έργο του ευαγγελισμού, έχοντας ως βασικό εφόδιο στο κήρυγμά
του τη μεταφρασμένη θεία Λειτουργία, η οποία προσέφερε στους νεοφύτους την
αναγκαία τροφή για την πνευματική τους ανάπτυξη. Χειροτόνησε ιερείς και
διακόνους και χάρη στη διοικητική του εμπειρία έθεσε στη νέα αυτή Εκκλησία τα
θεμέλια της κανονικής της οργάνωσης. Φθάνοντας όμως στη Μοραβία (873) βρήκε μια
κατάσταση εντελώς διαφορετική. Ο Σβιατοπλούκ είχε πάρει την εξουσία, αφού
τύφλωσε τον Ραστισλάβο [9], και είχε παραδώσει τη χώρα στη γερμανική
επιρροή. Με την άφιξή του ο Μεθόδιος συνελήφθη και αναγκάσθηκε να παρουσιασθεί
σε μία σύνοδο στη Βαυαρία, η οποία μετά από μια παρωδία δίκης τον έκλεισε σε
έναν πύργο στη Σουαβία, όπου ο άγιος υπέφερε τα πάνδεινα από τις σκληρές
καιρικές συνθήκες.
Παρέμεινε
εκεί δυόμιση χρόνια, πριν πληροφορηθεί ο πάπας Ιωάννης Η΄ την κατάσταση και
μπορέσει να τον απελευθερώσει. Επιστρέφοντας στη Μοραβία, ο Μεθόδιος
δραστηριοποιήθηκε ξανά, δίχως να λογαριάζει την απαγόρευση που του είχε
επιβληθεί να τελεί τη Λειτουργία στη σλαβονική. Δεν δίστασε να ελέγξει με
αυστηρότητα τον Σβιατοπλούκ για την έκλυτη συμπεριφορά του και αντιτάχθηκε
δίχως συμβιβασμούς στο αιρετικό δόγμα του Filioque [βλ. 6 Φεβρ.] που ο φραγκικός κλήρος προσπάθησε να
επιβάλει στη χώρα αυτή. Οι Φράγκοι προσέφυγαν στη Ρώμη, μετά όμως από μια
απολογία της δράσης του ενώπιον του πάπα (879), ο Μεθόδιος επέστρεψε
θριαμβευτής, με την επικύρωση του συνόλου των δικαιωμάτων του, και δικαιώθηκε
έναντι του ορκισμένου εχθρού του, Βίχιγκ, επισκόπου Νίτρας, ο οποίος ήταν υπό
τη δικαιοδοσία του. Εκείνος, ωστόσο, δεν έπαψε τις ραδιουργίες του και αυτή τη
φορά κατηγόρησε τον άγιο για στάση κατά του αυτοκράτορα. Η τελευταία αυτή
δοκιμασία στάθηκε για τον Μεθόδιο η ευκαιρία να αναλάβει επίπονο ταξίδι για την
Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να πληροφορήσει τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ και
τον πατριάρχη Φώτιο για τα αποτελέσματα της αποστολής του και να τους
διαβεβαιώσει για την ακλόνητη αφοσίωσή του (881). Έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές
στην αυλή· ο Βασίλειος και ο πατριάρχης ενέκριναν πλήρως την αποστολή και το
μεταφραστικό έργο των νέων αποστόλων.
Ενισχυμένος
από την υποστήριξη αυτή της Μεγάλης Εκκλησίας, ο Μεθόδιος επέστρεψε στη Μοραβία
με τους μαθητές του και μέσα σε ειρηνική και ήρεμη ατμόσφαιρα, δίχως
παρενοχλήσεις από πλευράς του φραγκικού κλήρου, συνέχισαν τις μεταφράσεις των
εκκλησιαστικών βιβλίων. Ο Μεθόδιος ολοκλήρωσε σε έξι μήνες την πλήρη μετάφραση
της Βίβλου, καθώς και πατερικών και κανονικών κειμένων, ό,τι δηλαδή ήταν
απαραίτητο στη σλαβική Εκκλησία για να αφομοιώσει τον βυζαντινό χριστιανισμό. Όταν
το έργο αποπερατώθηκε, συγκέντρωσε τους μαθητές του και τέλεσε επίσημη θεία
Λειτουργία προς τιμήν του αγίου Δημητρίου. Όρισε κατόπιν διάδοχό του τον άγιο
Γόρασδο [27 Ιουλ.], ο οποίος καταγόμενος από τη Μοραβία είχε αποκτήσει τέλεια
γνώση των ελληνικών· και, αφού ευλόγησε ηγεμόνες και λαό, παρέδωσε ειρηνικά τη
ψυχή του στον Κύριο στις 6 Απριλίου 885. Η κηδεία του τελέσθηκε στην ελληνική,
λατινική και σλαβική γλώσσα, παρουσία αμέτρητου πλήθους, το οποίο συνόδευσε την
εκφορά με λαμπάδες, θρηνώντας τον διδάσκαλο και καλό ποιμενάρχη, εκείνον που «έγινε
τα πάντα για τους πάντες» με σκοπό να τους οδηγήσει στη Σωτηρία (βλ. Α΄ Κορ. 9,
22).
Όταν
έλειψε ο θεοφώτιστος Απόστολος των Σλάβων, ο Βίχιγκ και οι άνθρωποί του, βρήκαν
την ευκαιρία να αρχίσουν πάλι τις δολοπλοκίες τους κατά των Βυζαντινών
ιεραποστόλων. Έσπευσε πριν από τον Γόρασδο στη Ρώμη και κατάφερε να πείσει τον πάπα
Στέφανο Ε΄ ότι ο Μεθόδιος ήταν ετερόδοξος, εν συνεχεία δε, εφοδιασμένος με
πληρεξούσιο, επέστρεψε στη Μοραβία. Με την υποστήριξη του Σβιατοπλούκ, ο οποίος
ελάχιστο ενδιαφέρον είχε για θεολογικά ζητήματα, εξαπέλυσε ο δόλιος ανελέητο
διωγμό κατά των μαθητών του Μεθοδίου: Γοράσδου, Κλήμεντος και άλλων, πλέον των
διακοσίων αγίων ομολογητών. Κάποιοι ξυλοκοπήθηκαν και σύρθηκαν μέσα σε βάτους,
οι νεώτεροι πουλήθηκαν σκλάβοι σε βενετσιάνους εμπόρους, άλλοι εξορίσθηκαν στις
εσχατιές του βασιλείου. Ο Γόρασδος βρήκε καταφύγιο στην Πολωνία, άλλοι στη
Βοημία, ενώ ο Κλήμης, ο Ναούμ, ο Σάββας, ο Αγγελάριος και ο Λαυρέντιος
κατόρθωσαν να φθάσουν στη Βουλγαρία, όπου έγιναν δεκτοί ως άγγελοι Κυρίου από
τον τσάρο Βόρις.
Όσο για
τους διώκτες, τιμωρήθηκαν δίκαια για τη συμπεριφορά τους, όταν το 907 η Μοραβία
ερημώθηκε από την εισβολή των Ούγγρων και έκτοτε πέρασε οριστικά στη λατινική
κυριαρχία. Το μεγάλο έργο των δύο ισαποστόλων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου δεν άφησε
στη χώρα αυτή κανένα ίχνος, αλλά διά μέσου της βουλγαρικής Εκκλησίας έγινε η θαυμαστή σπορά μιας πλούσιας όσο και σημαντικής βυζαντινο-σλαβικής πνευματικής παράδοσης, η οποία έφθασε στο απόγειό της ίσαμε τη Ρωσία του Κιέβου, μετά τη μεταστροφή του αγίου Βλαδίμηρου [15 Ιουλ.].
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1] Πρόκειται πιθανώς για το Θέμα
Οψικίου της Βιθυνίας, όπου είχαν μεταφερθεί σλαβικοί πληθυσμοί που με τον χρόνο
αφομοιώθηκαν, γεγονός που ίσως εξηγεί την απόσυρσή του στον Όλυμπο και τις
μετέπειτα προπαρασκευαστικές εργασίες για τη μετάφραση των εκκλησιαστικών
βιβλίων.
[2] Έθνος τουρκικής καταγωγής,
εγκατεστημένο τότε βορείως της Κασπίας Θάλασσας, το οποίο είχε προσχωρήσει στην
πραγματικότητα στον ιουδαϊσμό. Φαίνεται πως η αποστολή αυτή είχε μάλλον
οργανωθεί από το Βυζάντιο, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Χαζάρων,
μετά την επίθεση των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
[3] Η περιοχή αυτή, που την εποχή
εκείνη περιλάμβανε περίπου τη σημερινή Τσεχική Δημοκρατία και Σλοβακία, είχε
καταληφθεί τους προηγούμενους αιώνες από σλαβικές φυλές που είχαν έλθει από τον
Βορρά. Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου (814) και τη διάλυση της αυτοκρατορίας του,
οι φυλές αυτές οργανώθηκαν σε ένα βασίλειο με αυξανόμενη ισχύ, τη Μεγάλη
Μοραβία (864), που περιλάμβανε τη Βοημία και τη Σλοβακία. Αφού δέχθηκε τη
γερμανική επίδραση, ο Ραστισλάβος επιχείρησε να χειραφετηθεί από τη φραγκική
ηγεμονία, παρά τις ένοπλες αντιστάσεις του Λουδοβίκου του Γερμανικού, και
στράφηκε προς το Βυζάντιο αποβλέποντας σε μια συμμαχία όχι στρατιωτική, αλλά
πολιτισμική και θρησκευτική.
[4] Επιστολή Μιχαήλ Γ΄ προς τον
Ραστισλάβο. Το αλφάβητο αυτό, το επονομαζόμενο «γλαγολιτικό», θα υποστεί
αργότερα, για λόγους πρακτικούς, ορισμένες τροποποιήσεις από τον μαθητή του
αγίου Κυρίλλου, Κωνσταντίνο, επίσκοπο Πλίσκας της Βουλγαρίας, ο οποίος και θα
το ονομάσει «Κυριλλικό Αλφάβητο».
[5] Μεταξύ των οποίων ίσως και ο
άγιος Κλήμης [27 Ιουλ.].
[6] Τα μόνα λείψανα του αγίου
Κυρίλλου που διασώθηκαν, προσφέρθηκαν στα 1976 από τον πάπα Παύλο ΣΤ΄ στην πόλη
της Θεσσαλονίκης και είναι κατατεθειμένα στον ναό της συμπρωτεύουσας που είναι
αφιερωμένος στους δύο αυταδέλφους αγίους Ισαποστόλους.
[7] Η περιοχή που βρίσκεται σήμερα
μεταξύ δυτικής Ουγγαρίας, ανατολικής Αυστρίας και βόρειας Κροατίας.
[8] Η πόλη είχε καταστραφεί τελείως
από τους Αβάρους το 582.
[9] Ο άγιος ηγεμόνας μεταφέρθηκε
κατόπιν σε φυλακή στη Γερμανία, όπου και πέθανε. Η Ορθόδοξος Εκκλησία της τότε
Τσεχοσλοβακίας τον συναρίθμησε στο χορό των αγίων το 1994 και όρισε τη μνήμη
του στις 28 Οκτωβρίου.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν
Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ
βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι,
Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ
παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ
Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ὁμότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας
ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ
Μεθόδιε ἱερέ, τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων,
οἱ ἐνθεώτατοι.
※
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος), σελ. 127–135.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου