ΟΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ
Το 1929, όταν ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και
Σπηλαιώτης (1897–1959) πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, γνώρισε κάποιες ενάρετες
χήρες, Μικρασιάτισσες, που είχαν μέσα τους πόθο και δίψα Θεού. Από τότε
αλληλογραφούσε μαζί τους και προσπαθούσε να τις καθοδηγήσει προς την τελειότητα
της προσευχής, στην πλήρη αφοσίωση και τη λατρεία του Θεού. Κι εκείνες,
γευόμενες τους γλυκούς καρπούς της προσευχής, άρχισαν να επιζητούν το άγιο και
αγγελικό Σχήμα.
Τα γράμματα του Γέροντα Ιωσήφ προς αυτές ήταν
απλά και ανεπιτήδευτα, αλλά γεμάτα σοφία και πολλή αγάπη. Σε κάποια απ’ αυτά
έγραφε: «Ζήτησες, τέκνο του αγαθού μας Θεού, να μάθεις αν ο Κύριος θέλει να
λάβεις το άγιο Σχήμα. Εσύ, αδελφή μου, από τότε που είδες και γνώρισες τον
κόσμο, βαδίζεις στο δρόμο του Θεού και δεν ζήτησες ποτέ σου τίποτε άλλο εκτός
από το θέλημα του Κυρίου. Λοιπόν, μην αμφιβάλλεις ότι έφτασε πια ο καιρός να
φορέσεις κι εσύ το άγιο Σχήμα, αφού και, δίχως το Σχήμα, είσαι ήδη καλογριά·
και τώρα που γέρασες, τι έργα ζητάς (να βρεις στον εαυτό του που να σε
καθιστούν άξια να λάβεις το Σχήμα);»!
Τελικά, το 1930, για να τις βοηθήσει καλύτερα,
αποφάσισε να τις μαζέψει και να μείνει για λίγο μαζί τους. Του παραχωρήθηκε ένα
άδειο μοναστήρι που ήταν σ’ ένα έρημο χωριό, τη Γεροβίτσα, που βρίσκεται κοντά
στο Ζύρνοβο της Δράμας, το σημερινό Κάτω Νευροκόπι. Το μοναστήρι ήταν κατεστραμμένο,
σχεδόν ερείπιο, γι’ αυτό και φώναξε τον αδελφό του, τον Λεονάρδο, από την Αθήνα,
να τον βοηθήσει στα κτισίματα.
Εκεί, στο Ζύρνοβο, έκανε πέντε μοναχές: την
Θεοδώρα, που ήταν μια αγιασμένη ψυχή, την οποία και όρισε ως ηγουμένη· την
Ευπραξία, που ανέλαβε την ηγουμενία μετά την κοίμηση της Θεοδώρας· μια άλλη δεύτερη
Ευπραξία· την «Κλαιο-Μαρία»*, που όλο
έκλαιγε από την πολλή κατάνυξη που είχε· και, τέλος, την Φεβρωνία.
Οι μοναχές του Γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ
ενάρετες ψυχές και όλες Πόντιες. Τις έμαθε τη νυκτερινή ακολουθία με τη Νοερά
Προσευχή. Κι αυτές έλεγαν το Όνομα του Χριστού, μοιρολογώντας στα τούρκικα:
«Ζακλίμ Ιησού! Ζακλίμ Ιησού!», δηλαδή «Γλυκύτατε Ιησού! Γλυκύτατε Ιησού!».
Αγρυπνούσαν γονατισμένες κι έλεγαν λόγια στον
Χριστό με πολύ κλαυθμό, η μια ξεχωριστά από την άλλη, στα κελάκια τους. Πήγαινε
ο Γέροντας με το κομποσχοίνι να τις επισκεφθεί, να δει αν αγρυπνούσαν ή όχι,
και δεν τον έπαιρναν είδηση από τον πολύ κλαυθμό και την κατάνυξη που είχαν!
Η μοναχή Θεοδώρα είχε πολλή «πνευματική
συγγένεια» με τον Γέροντα Ιωσήφ. Ο ίδιος αναφέρει σε μια από τις επιστολές του
ότι και την αναπνοή της αισθάνθηκε κάποτε νοερά. Ενώ, δηλαδή, εκείνος ήταν
πλέον στο Άγιον Όρος και προσευχόταν, ξαφνικά, τρόπον τινά «έφυγε» ο τόπος –διότι
η Χάρη του Θεού δεν γνωρίζει περιορισμό από τόπο και χρόνο–, και την αισθάνθηκε
δίπλα του, ενώ εκείνη ήταν έξω στον κόσμο.
Ανάμεσα στις χήρες που έκειρε μοναχή ο
Γέροντας ήταν και μια εξαιρετικά αγία ψυχούλα, η οσιότατη Ευπραξία. Ενώ ακόμα
εκείνη ήταν λαϊκή στη Θεσσαλονίκη και ο Γέροντας Ιωσήφ με τον πατέρα Αρσένιο
(τον συνασκητή του) στη Δράμα, αυτή είπε στις γνωστές της:
–Είδα έναν Γέροντα, έτσι και έτσι, και
αυτός θα με κάνει καλόγρια...
–Άντε βρε, της είπαν αυτές, που πιστεύεις
στα όνειρα!
–Δεν ξέρω· έτσι είδα… απαντά αυτή.
Πράγματι, όταν έφθασε ο Γέροντας Ιωσήφ στη
Θεσσαλονίκη, κατά θεία συγκυρία, συναντήθηκαν και τελικά την έκειρε μοναχή με
το όνομα Ευπραξία! Επειδή όμως ήταν Πόντια, Τραπεζούντια, δεν ήξερε τα Ελληνικά
καλά και, αντί να λέει «Ευπραξία», έλεγε «Απραξία».
–Πώς εκλήθης, αδελφή; τη ρωτούσαν.
Κι εκείνη απαντούσε:
–Απραξία!
Όταν έγινε μοναχή, ακόμα και το Ψαλτήρι στα
τούρκικα το διάβαζε. Όταν διάβαζε το «Ωρολόγιον» καθώς και άλλα εκκλησιαστικά
βιβλία, δεν καταλάβαινε και γι’ αυτό έκλαιγε συνέχεια και παρακαλούσε θερμά τον
Θεό να τη φωτίσει να «γινώσκῃ ἃ ἀναγινώσκῃ», δηλαδή να καταλαβαίνει αυτά που
διαβάζει (πρβλ. Πράξ. 8, 30). Ένα βράδυ, μετά από ποταμούς δακρύων, είδε στον
ξύπνιο της τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο που της έδωσε κάτι να πιει μ’ ένα
κουταλάκι. Όταν ξύπνησε, αισθάνθηκε ότι μπορούσε πια να διαβάζει ο,τιδήποτε και
να το καταλαβαίνει πλήρως! Αμέσως, πήρε το «Ωρολόγιον» και τα βιβλία της
Εκκλησίας στα χέρια της, τα διάβαζε και τα καταλάβαινε όλα!
Η Γερόντισσα Ευπραξία ήταν πολύ ασκητική, αλλά
η μεγαλύτερη αρετή της ήταν ότι είχε πολλή πίστη στον Γέροντα. Ό,τι της έλεγε ο
Γέροντας, το δεχόταν σαν αποκάλυψη!
Μάλιστα, συχνά συνέβαινε και η ακόλουθη
χαριτωμένη μεταξύ τους στιχομυθία: πριν ξεκινήσει την αγρυπνία της, πήγαινε
στον Γέροντα Ιωσήφ και του έλεγε:
–Γέροντα, πες τώρα «να έχω προσευχή».
–Άντε, θα έχεις προσευχή.
–Όχι «έτσι», Γέροντα! Δεν το είπες με την
καρδιά σου. Πες, πες, πες! του ξαναλέει.
–Άντε, θα έχεις πλημμύρα προσευχής! της λέει
ο Γέροντας.
–Ε, τώρα, ευχαριστώ, Γέροντα!
Και πώς ο Θεός σφραγίζει πραγματικά το
στόμα του Γέροντα! Πράγματι, με το που της έλεγε έτσι, μια πλημμύρα Χάριτος τής
ερχόταν!
Τόση πίστη είχε η αγαθή Γερόντισσα
Ευπραξία προς τον Γέροντά της, που έλεγε:
–Γέροντα, να σε πάρω στον ώμο μου, να σ’
έχω στον ώμο μου και, τότε, δεν φοβάμαι. Και στα Ιεροσόλυμα πηγαίνω
περπατώντας!
Κι επειδή είχε αυτή την ευλάβεια προς τον
Γέροντά της, είχε πετύχει πολλά στην προσευχή. Έκανε πολλή ώρα καρδιακή
προσευχή κι έφθασε σε μεγάλη απάθεια και σε υψηλή πνευματική κατάσταση. Όταν
έμπαινε ο Γέροντας καμιά φορά στο κελί της, τη σκουντούσε και συνερχόταν,
δηλαδή βρισκόταν σε προστάδιο θεωρίας. Σίγουρα θα είχε και εκστάσεις. Ήταν βέβαια
πάντοτε καλής προαίρεσης, αγιασμένη και μυροβλυσμένη.
Γι’ αυτό κι έλεγε ο Γέροντας πως η μοναχή
Ευπραξία είχε τόση Χάρη απ’ τον Θεό, που στο μοναστήρι όταν ήταν, έβγαλε και
δαιμόνιο από ένα παιδάκι.
Να, τι είχε γίνει ακριβώς:
Είχε έρθει ένα παιδί στο ναό του
μοναστηριού κατά τη θεία Λειτουργία. Όταν τελείωσε η θεία Λειτουργία, το παιδί
πλησίασε τον ιερέα, παρακαλώντας τον να του διαβάσει κάποια ευχή και να το
σταυρώσει, διότι είχε δαιμόνιο.
Ο ιερέας είπε στο παιδί:
–Παιδί μου, πήγαινε σ’ εκείνη τη μοναχή να
σε σταυρώσει· εκείνη έχει τη δύναμη να γίνεις καλά.
Το παιδί έκανε υπακοή και πήγε και την
παρακάλεσε:
–Γερόντισσα, σταύρωσέ με!
–Παιδί μου, του λέει τότε αυτή, στον ιερέα
να πας· εκείνος έχει τη Χάρη και τη δύναμη. Εγώ είμαι μια απλή μοναχή.
–Μα, λέει αμέσως το παιδί, εκείνος μ’
έστειλε σ’ εσένα να με σταυρώσεις. Σταύρωσέ με, σε παρακαλώ, αδελφή! Είναι τόσο
δύσκολο;
Ήρθε σε δύσκολη θέση η αγαθή Γερόντισσα,
αλλά τι να κάνει μπροστά στην τόση επιμονή του παιδιού; Το σταύρωσε κι αμέσως
το δαιμόνιο «όπου φύγει-φύγει»! Και το παιδί θεραπεύτηκε εντελώς.
Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (1912–1998) γνώρισε
εξ ιδίας πείρας τη Χάρη που είχαν οι ευλαβείς αυτές Γερόντισσες και κάποτε
διηγήθηκε τις ακόλουθες ιστορίες για την αδελφή Ευπραξία.
«Κάποτε, περίμενα τον Γέροντα Ιωσήφ να
έλθει απ’ έξω (από τον κόσμο προς το Άγιον Όρος). Είχε βγει έξω τη Διακαινήσιμο
Εβδομάδα. Εν τω μεταξύ, είπε ο Γέροντας στις μοναχές:
–Βρήκα ένα παπαδάκι καλό! (για μένα τό ’λεγε).
Συνεννοήθηκε η Γερόντισσα Ευπραξία με τις
άλλες και μού ’πλεξαν ένα σκουφάκι. Όταν ήρθε ο Γέροντας (μέσα στο Όρος), πήγε (κατευθείαν)
στις «αλυκές» και δεν ανέβηκε πάνω στο καλυβάκι του, όπως συνήθιζε. Έτσι,
κατεβήκαμε όλοι κάτω. Βγήκε στο λιμάνι από τη βάρκα και πλησίασα κοντά του.
–Φόρεσε αυτό το σκουφάκι! μου λέει.
Μόλις το φόρεσα, πήρα Χάρη, ενέργεια
πνευματική, άναψα από προσευχή και θείο έρωτα.
–Τι σκουφί είναι αυτό, Γέροντα; ρώτησα
έκπληκτος.
–Νά ’ξερες, λέγει ο Γέροντας Ιωσήφ, τι
προσευχές έκανε η Γερόντισσα σ’ αυτό το σκουφάκι! Αυτά είναι “κειμήλια”!»**.
Με τόση άσκηση και προσευχή πέρασαν όλη τους
τη ζωή οι άγιες αυτές ψυχές. Πραγματικά διαμάντια! Η τελευταία από τις πέντε
γερόντισσες που πέθανε, ήταν η Ευπραξία· έζησε περίπου 100 έτη.
Ήταν στη Θεσσαλονίκη και, όταν ήλθε το
τέλος της, είδε τους δαίμονες που ήλθαν να την πάρουν.
Γύριζε προς τ’ αριστερά κι έλεγε:
–Γκιτ! Γκιτ! Δηλαδή «φύγε!» στα τούρκικα κι
έδιωχνε τους δαίμονες μ’ ανοιχτά μάτια και μ’ όλα τα λογικά της.
Μετά, γύριζε προς τα δεξιά και, βλέποντας
τους Αγγέλους, έλεγε:
–Γκελ! Γκελ! Δηλαδή «Ελάτε! Ελάτε!».
Και έτσι εκοιμήθη η τελευταία καλόγρια του
οσίου Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή.
Μια μοναχή, κάποτε, έγραψε στον Γέροντα ότι
είναι άρρωστη και ότι, αν δεν κάνει εγχείρηση, θα πεθάνει. Αλλά επειδή η
ασθένεια ήταν γυναικολογική, δεν ήθελε ο Γέροντας να γίνει εγχείρηση κι έκανε
πολλή προσευχή γι’ αυτήν. Πάνω στην προσευχή πήρε την πληροφορία ότι η ασθένεια
θα περάσει και έτσι της έγραψε τελείως αντίθετα από τη γνώμη του γιατρού, ότι
δηλαδή θα ζήσει και χωρίς εγχείρηση.
Εκείνη, ξανάγραψε στον Γέροντα ότι, αν δεν
κάνει εγχείρηση, όπως της είπε ο γιατρός, θα πεθάνει.
Ο Γέροντας όμως επανέλαβε:
–Έχε πίστη, άφησέ τα όλα στον Θεό.
Και, τελικά, η μοναχή τού έστειλε απάντηση
ότι η ασθένειά της υποχώρησε.
Στις αρχές ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν ανυποχώρητος
στον τομέα της αρρώστιας και των γιατρών. Αργότερα, όμως, προς τα τέλη της ζωής
του, υποχωρώντας στις παρακλήσεις των υποτακτικών του, δέχτηκε φαρμακευτική
περίθαλψη και είδε την ωφέλεια από τα φάρμακα, ομολογώντας ο ίδιος: «Ήλθαν
κοντά μου πολλοί άρρωστοι, οι οποίοι με προσευχή και νηστεία θεραπεύτηκαν. Τώρα,
όμως, δεν μ’ ακούει ο Κύριος, ακριβώς για να μάθω κι εγώ τα φάρμακα και τους
γιατρούς και να γίνω συγκαταβατικός προς τους άλλους. Διάβασα και τις επιστολές
του αγίου Νεκταρίου και είδα πόσο πρόσεχε (έδινε σημασία) στους γιατρούς και τα
φάρμακα ένας τόσο μεγάλος άγιος! Ενώ, εγώ, ο φτωχός ασκητής, γέρασα μέσα στην
έρημο κι ήθελα όλο μόνο με την πίστη να θεραπεύω. Τώρα, όμως, μαθαίνω κι εγώ
ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η θεία Χάρη».
Κάποτε, επισκέφθηκε ο Γέροντας ένα άλλο
μοναστήρι, εκεί κοντά στη Δράμα και, επειδή πέρασε η ώρα, έτυχε να κοιμηθεί
στον ξενώνα. Οι διακονήτριες μοναχές, που φρόντιζαν το κελί του Γέροντα,
παρατήρησαν ότι όπως ακριβώς έστρωναν το κρεβάτι του, έτσι και το έβρισκαν την
επομένη. Διότι, ο Γέροντας Ιωσήφ και ο συνασκητής του, ο πατήρ Αρσένιος, δεν
κοιμούνταν στο πλευρό ούτε καν σε κρεβάτι, για άσκηση. Όταν όμως το έμαθε αυτό
η ηγουμένη της μονής, τον κάλεσε και του είπε:
–Ξέρεις να κάνεις υπακοή, Γέροντα;
–Ξέρω!
–Λοιπόν, από σήμερα θα ξαπλώνεις στο
κρεβάτι, όταν ξεκουράζεσαι.
Δυσκολεύτηκε λίγο εσωτερικά ο Γέροντας να
εγκαταλείψει την άσκησή του, αλλά αποφάσισε να κάνει υπακοή. Για πρώτη φορά,
ύστερα από χρόνια, κοιμήθηκε σε κρεβάτι. Και, τι συνέβη; Όταν ξύπνησε για την
αγρυπνία του, είχε τόση διανοητική διαύγεια και ψυχική άνεση, που θαύμαζε τη
δύναμη της υπακοής. Στη συνέχεια, όλη η αγρυπνία του πέρασε με πολλή επιτυχία.
Και τότε ήταν που είπε στον πατέρα Αρσένιο:
–Από σήμερα θα ξεκουραζόμαστε σε ξύλινα
κρεβάτια.
Η ζωή του Γέροντα Ιωσήφ, εκεί στη Δράμα, δεν
διέφερε σε τίποτα από τη ζωή του στο Άγιον Όρος. Ζούσε με σκοπό την «ατέλεστη τελειότητα».
Έτσι, μόλις άκουγε ότι κάποιος ήταν προχωρημένος στην αρετή, αμέσως έσπευδε να
τον συναντήσει προς ωφέλειά του. Ενώ λοιπόν ήταν στο μοναστήρι, πήγαν κάποιοι
και του είπαν:
–Είναι μια μοναχή, στη Δράμα, που
προφητεύει και λύνει όλα τα προβλήματα.
–Θα πάω να τη δω! είπε ο Γέροντας.
Αυτή η μοναχή μιλούσε δήθεν με την Παναγία,
που της «προέλεγε» τα πάντα, ακόμα και για ανθρώπους που θα την επισκέπτονταν.
Έτσι, πήγαινε προς αυτήν πολύς κόσμος.
Πάει ο Γέροντας και της λέει:
–Πώς πήρες αυτή τη Χάρη;
–Είναι από τον Θεό, από το Άγιο Πνεύμα!
ισχυρίστηκε εκείνη.
–Και καταλαβαίνεις τις σκέψεις;
–Ναι.
–Θα βάλω μια σκέψη μέσα στην καρδιά μου,
κι αν τη βρεις, εντάξει. Αν δεν τη βρεις, θα μουγγαθείς.
Έβαλε ο Γέροντας στο νου του μια βρισιά
κατά του διαβόλου, διότι κατάλαβε ότι ο διάβολος ήταν αυτός που της έλεγε όλα
τα «προφητικά».
–Πες μου τώρα τη σκέψη μου!
Αυτή όμως βουβάθηκε. Δεν μπορούσε να
μιλήσει καθόλου.
–Μίλα!
Δεν μπορούσε να μιλήσει.
–Άμα μετανοήσεις και σταματήσεις να κάνεις
προφητείες με τον διάβολο, θα σε σταυρώσω και θα γίνεις καλά.
Αυτή ένευσε θετικά ότι δέχεται και τότε ο
Γέροντας Ιωσήφ τη σταύρωσε, λύθηκε το στόμα της, και της είπε:
–Είσαι πλανεμένη από εγωισμό και από
οίηση. Να κοιτάξεις τις αμαρτίες σου και να μην το ξανακάνεις αυτό!
Η μοναχή έγινε καλά, αλλά δυστυχώς μετά
από λίγο καιρό ξαναγύρισε στην πλάνη της.
Ο τότε οικείος Μητροπολίτης πολύ χαιρόταν με
την ίδρυση της γυναικείας μονής από τον Γέροντα Ιωσήφ, διότι ήταν πνευματικός
άνθρωπος. Με το ορθόδοξο φρόνημα που τον διέκρινε, πίστευε ακράδαντα ότι η
λειτουργία μοναστηριών θα έφερνε πολλή ωφέλεια στο ποίμνιό του.
Συνέβη όμως κάποια πρόσωπα, που δεν
συμπαθούσαν τον Γέροντα, να τον συκοφαντήσουν πολύ άσχημα στον επίσκοπο για
ζητήματα ηθικής φύσεως, όπως συνέβη και στον άγιο Νεκτάριο. Ο Μητροπολίτης,
κατά παραχώρηση Θεού, ως άνθρωπος κι αυτός, παρασύρθηκε. Έδωσε βάση στις
διαβολές χωρίς να τις ερευνήσει και, έτσι, άρχισε να καταδιώκει τον Γέροντα και
να τον εμποδίζει στο έργο του.
Ο Γέροντας κατανόησε τη θέση του ευλαβούς
Μητροπολίτου και, για να μη δώσει συνέχεια στην υπόθεση, πήγε και κρύφτηκε σ’
ένα γνωστό του σπίτι. Εκεί, διάλεξε μια ήσυχη γωνιά και ησύχαζε σαν να ήταν
μέσα σε σπήλαιο. Ανησυχούσε όμως πολύ, διότι δεν γνώριζε τι ν’ απέγιναν οι
μοναχές του, αν τις έδιωξαν ή όχι. Και ενώ έτσι ανησυχούσε, συνέβη και
χειρότερος πειρασμός: έμαθε ότι οι κομιτατζήδες πήγαν στο μοναστήρι, όπου ήσαν
οι μοναχές του.
Έτσι, λοιπόν, με μεγάλη αγωνία και πόνο
έκανε πολλή προσευχή όλη την ημέρα. Το βράδυ, εξαντλημένος από την αγωνιώδη
προσευχή και μισοξυπνητός όπως ήταν, βλέπει τον άγιο Νικόλαο, προς τιμήν του
οποίου ήταν αφιερωμένο το μοναστήρι, να του λέγει:
–Μη στενοχωριέσαι! Εγώ έχω υπό την
προστασία μου τις μοναχές σου.
Συνήλθε αμέσως και αισθάνθηκε παρηγοριά·
δεν έφυγε τελείως ο φόβος και η αγωνία. Σε λίγο, εξαντλημένος από την κόπωση κι
από τη στενοχώρια, μόλις βυθίστηκε για λίγο στον ύπνο, του εμφανίζεται η
Παναγία και τον ασπάσθηκε· από δε τα φορέματά της εξέρχονταν άρρητη ευωδία.
Ο Γέροντας τότε βρέθηκε σε κατάσταση
απερίγραπτης μακαριότητας. Ο φόβος και η αγωνία του εξαφανίστηκαν εντελώς και
για μήνες αισθανόταν την υπερκόσμια αυτή ευωδία των πάνσεπτων ενδυμάτων της
Υπεραγίας Θεοτόκου. Λίγες ημέρες αργότερα, πληροφορήθηκε πως οι μοναχές του
διαφυλάχθηκαν σώες και αβλαβείς από τους πειρασμούς.
Εν τω μεταξύ, είχε ήδη συμπληρώσει πάνω από
δύο χρόνια εκεί στη Δράμα. Πέθαναν δύο από τις μοναχές του κι απέμειναν τρεις.
Κι επειδή ο επίσκοπος συνέχιζε να τις κυνηγάει, μετέβησαν στην Ουρανούπολη.
Εκεί, οι καλόγριες είχαν ένα μύλο και από την εκεί εργασία τους συντηρούνταν.
Όμως, όσο καιρό έμεινε έξω από το Άγιον Όρος ο
Γέροντας Ιωσήφ δεν γευόταν τη Χάρη της θεωρίας όπως παλιά στην έρημο· γι’ αυτό
γύρισε και είπε στον πατέρα Αρσένιο:
–Τι κάνουμε; Ήρθαμε να σώσουμε τον κόσμο,
να κάνουμε καλογριές και, τώρα, πού είναι ο Θεός; Έχασα τον Θεό μου!
Έτσι, πήρε την αμετάκλητη απόφαση να
γυρίσει οριστικά στην πολυπόθητη έρημο του Αγίου Όρους. Αλλά δεν μπορούσε και
να παρατήσει τις μοναχές του· γι’ αυτό τις είπε: «Τώρα δεν μπορώ να συνεχίσω να
ζω άλλο μαζί σας. Θα πάω στο Άγιον Όρος να ζήσω σαν ασκητής. Θα μου κάνετε
απόλυτη υπακοή και θα επικοινωνούμε με γράμματα». Και, όπως αποδείχθηκε, η
αλληλογραφία κάλυψε πλήρως τις πνευματικές τους ανάγκες και όλες τους είχαν
οσιακό τέλος μέσα στις οικογένειές τους…
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΗΣ
※
[Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντάς μου,
Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
κεφ. 2ο, §ζ΄, σελ. 97–107,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας USA, 2008.
*Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία:
«Μοναζουσών Σύναξις»
–Θαυμαστόν γυναικείον Γεροντικόν
του 20ου αιώνος»–
κεφ. 9ο και 12ο,
σελ. 195–198 και 211–212,
Εκδοτική Παραγωγή «Επτάλοφος»,
Αθήναι, Απρίλιος 20051.
**Ιωσήφ Ιερομονάχου:
«Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,
μέρος Β΄, §8, σελ. 204–205,
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Άγιος Εφραίμ»,
Κατουνάκια, Αγίου Όρους
Ιούνιος 20001.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
έρευνα, προσάρτηση
και πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου