ΑΛΛΟ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΓΕΥΣΗ*
Το πόσο
θέλουμε την αδιάπτωτη ασφάλεια και κατοχύρωση του εαυτού μας φαίνεται από το γεγονός
του πόσο ακατάπαυστα επιζητούμε αναρίθμητα αποκούμπια στη ζωή μας· να νιώσουμε
ότι μας καταλαβαίνουν, ότι μας αποδέχονται, ότι μας αγαπούν. Ενώ η αγάπη
υπάρχει, εμείς την αγνοούμε· τόσο γιατί μεν αυτή είναι Μυστήριο όσο γιατί κι εμείς
είμαστε οι πλέον ράθυμοι. Και έτσι γυρεύουμε το γρήγορο, το αυτόματο και το
εύκολο της ανάπτυξης και της ωριμότητας. Πράγμα αδύνατον. Μέσα στην άγνοια, την
προχειρότητα και τη βλακεία μας ακυρώνουμε εκ προοιμίου τη ζωή μας. Είναι
ανάγκη πέρα ως πέρα να δραπετεύσουμε από τη σύγχρονη αντίληψη της «ετοιμοπαράδοτης
αποκατάστασης» του εαυτού μας· αντίληψης που είναι γεμάτη από την εξυπνάδα των
προτεσταντικών και γκορουϊστικών επιταγών. Η θρασεία λογική μας δεν μας αφήνει
να αφεθούμε, να συντριβούμε και να ψάξουμε καλά μέσα μας. Και έτσι, είναι σαν
να ζητάμε συνέχεια προϋποθέσεις για το απροϋπόθετο ή στέρεα βήματα προς τον
χώρο του αληθινού μυστηρίου. Τελικά, δεν είμαστε και τόσο δυνατοί για να
γίνουμε ελεύθεροι και υπερβατικοί. Αλλάζουμε τη σειρά, την τάξη και δεν μας
μέλει γι’ αυτό. —Who Cares? — Πάντα ζητάμε πρώτα κάτι να μας δοθεί, κάτι
χειροπιαστό και ζωντανό, προκειμένου να «δοθούμε» κι εμείς με την «αξιοπρεπή»
σειρά μας· ενώ όλα τα μυστικά του Θεού βρίσκονται μέσα σε μια σιωπή και μέσα σε
μια τρέλα, σε μια σιωπή και σε μια τρέλα κένωσης, σ’ έναν θάνατο μιας λογικής
που είναι και θα είναι παντοτινά τυφλή για την όποια αποκάλυψη. Ρίχνεσαι στην
αγάπη, με την αγάπη, προς την αγάπη, για την αγάπη και, μετά, όλα βολεύονται ησύχια
μέσα σου. Δεν είναι «υπόσχεση» προς οπαδούς αυτό, δεν είναι θρησκευτικό «τάξιμο»,
είναι προσωπική ανάγκη, είναι η οδός προς το μυστήριο που μας λείπει. Η αγάπη είναι
το θείο Πρόσωπο, είναι το θείο «καλό», είναι το θείο «γιαλό», είναι και το θείο
«ρίξιμο»· εκείνο το ολόθυμο, το γενναιόδωρο, το μακρόθυμο ρίξιμο, η βουτιά στο
κενό που αποφεύγουν όλοι. Είναι στιγμές που ο Θεός μέσα στην πανσοφία της
αγάπης Του μας αφαιρεί σαν τα λέπια από το ψάρι ένα-ένα όλα τα λατρεμένα αποκούμπια
της ζήσης μας, όλα τα «νομίσματα» κι όλες τις φαντασίες μας. Μήπως είναι
σκληρός ο Θεός και τά ’χει βάλει μαζί μας; Η Θεία Χάρη μπορεί να είναι και
βαθύστοργη αλλά και αφυπνιστική για τη ψυχή. Στο θείο έλεος στηρίζονται όλα,
αλλά με άγνωστο και ακατάληπτο για μας τρόπο. Ο Θεός δημιουργεί ή κομίζει
ευκαιρίες για μας, για να έρθει στο κατώφλι της ζωής μας, για να χτυπήσει μέσα
σε μια αλησμόνητη στιγμή με θεϊκή ευγένεια τη θύρα της καρδιάς μας. Το «θέμα»
είναι να Του ανοίξουμε. Και ένα δεύτερο, επίσης, «θέμα» είναι να μη νομίζουμε τόσο
εύκολα και να μην πιστέψουμε ποτέ ότι ήδη Του έχουμε ανοίξει εντελώς την πόρτα.
Τέρμα οι εφησυχασμοί, τέρμα και οι ιδέες μας: Μαζί Του αρχίζει μια συγκλονιστική
περιπέτεια απείρου κάλλους και νοήματος. Όλα τα σάπια «εγώ νόμιζα», «εγώ
πίστευα», «εγώ θεωρούσα», «εγώ περίμενα», πάνε περίπατο! Όχι γιατί φιμώνεται η
φωνή του είναι μας ή ακυρώνεται η έκφραση του προσώπου μας. Αλλά γιατί μαζί Του
εμείς αρχίζουμε για πρώτη φορά επιτέλους να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε
πραγματικά, αληθινά. Αναγεννιόμαστε, βιώνουμε νοήματα, συλλαβίζουμε λόγο και περπατάμε
μαζί Του σε νέα μονοπάτια. Στοχαζόμαστε όχι ανέξοδα αλλά βαθιά, παίζοντας λυτρωτικά
με όλα τα βίαια αδιέξοδα, φλερτάροντας εμφιλόσοφα με την προσωρινότητα όλων των
λύσεων. Οι άνθρωποί μας έρχονται και οι άνθρωποί μας φεύγουν. Ζούμε στο μέγιστο
βαθμό μαζί τους κάθε ζενίθ και κάθε ναδίρ της σχέσης. Η σχέση: το άλλο δοκίμιο
της καρδιάς. Τα αλύπητα «γιατί» δεν μας τυραννούν και δεν μας τραυματίζουν, γιατί
μας βρίσκουν μέσα στην εγκάρδια γνώση Του. Αυτός μας τα λέει «όλα»· και από την
πολλή τη βεβαιότητα δεν έχουμε πια να τον ρωτήσουμε τίποτα το κούφιο –μόνο οι
λογισμοί ήταν που ρωτούσαν με ασταμάτητο θράσος μέσα μας. Έτσι, μένουμε άφοβοι
και στέρεοι. Τα «ρέοντα» είναι μόνο τα επίγεια, οι λογισμοί και τα πάθη μας. Από
τις τόσες διακυμάνσεις και τα κύματα, τα ναυάγια και τα λιμάνια, τις μάχες και
τις ανακωχές, απλά μαθαίνουμε να μειώνουμε τον απαίσιο δέκτη των αιχμηρών απολυτοτήτων
μας. Όχι ότι τώρα γινόμαστε άνευρα και μαλθακά «σχετικοί», αλλά ότι μαθαίνουμε εκ
βαθέων τη ζωή από την ευλογημένη της αρχή, ξανά και μοναδικά από την Αρχή της, από
το «Α» και το «Ω» της: μέσα από την αγάπη του Θεού, η οποία κουρνιάζει στον
πόνο, τη θλίψη, τις δοκιμασίες που μας συναντούν για να γίνουμε επιτέλους εμείς
καλοί. Γινόμαστε ταπεινοί, επιεικείς, ουρανόφρονες, αγγελικοί άνθρωποι, χωρίς
στρεβλότητες, σκολιότητες, ιδιοτροπίες, απαιτήσεις και αυτοδικαιώσεις. Ο εαυτός
μας μάς έκανε τόσα χρόνια και ζαμάνια να τον ξεχάσουμε κυριολεκτικά. «Αγάπησε τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον
εαυτό σου» (βλ. Ματθ. 22, 37–39). Η Κυριακή τούτη εντολή έγινε περισσότερο
η τσίχλα της απρόσφορης ηθικής μας, παρά το εσώτατο βιωματικό μας κέντρο. Μα
εμείς δεν αγαπήσαμε ποτέ τον εαυτό μας, γιατί πολύ απλά στρέψαμε όλα μας τα
νώτα στον Θεό. Ο πρώτος, ο κοντινότερος «πλησίον» μας είναι αυτός ο άγνωστος
και από τη μεριά μας περιφρονημένος εαυτός μας. Κανένας άγνωστος και
ατακτοποίητος πνευματικά εαυτός δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά. Γιατί σε κάθε
επιτελούμενη απόπειρα της αγάπης του, πάντα θα αιωρείται μια αδιαφορία και μια
αμέλεια και ένα άτυπο μίσος προς την καρδιά του. Και τον πρώτο λόγο σε αυτήν
την καρδιά την έχει ακατάβλητα ο Χριστός. Τα παθήματα που μας συναντούν δεν
είναι ο εφιάλτης μας πια, αλλά αυτά που φέρνουν μια άτυφη, ειρηνική όσο και αναγκαία
γνώση μέσα μας, η οποία περιλαμβάνει οπωσδήποτε την ωραία πείρα και την ωφέλιμη
γεύση των πραγμάτων. Και όπως άκουσα να λέει πρόσφατα ένας εκλεκτός Πατήρ: «Η γνώση δεν αποκτάται με μια σκέψη· η γνώση
αποκτάται με μία γεύση». Αυτό.
π. Δαμιανός
*Στη φίλη Κατερίνα
που σε λίγο αλαργεύει
για «το Αμέρικα».
Η αγάπη του Θεού,
που καταργεί κάθε απόσταση,
να ζει συνέχεια στην καρδιά της.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου