Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Μέγας
Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας γύρω στα 330, από γονείς
πλούσιους και ευπαίδευτους. Γονείς του, ο ρήτορας Βασίλειος –πολλά παιδιά τότε
συνήθιζαν να παίρνουν τ’ όνομα του πατέρα τους– και η σεμνή Εμμέλεια. Οι ρίζες
του οικογενειακού του δέντρου ήταν θρεμμένες από μια χριστιανική παράδοση
πλούσια, μια παράδοση αγίων και μαρτύρων. Την ίδια παράδοση θα συνεχίσει και ο
Μέγας Βασίλειος με τ’ αδέλφια του, όταν θα το ζητήσει ο Θεός και η Εκκλησία Του:
η μητέρα του η Εμμέλεια θα μονάσει καθώς κι η αδελφή του Μακρίνα. Το ίδιο κι
ο Ναυκράτιος, που θα πεθάνει πρόωρα. Ο Γρηγόριος κι ο Πέτρος, που μονάζουν, θα
επιστρατευθούν απ’ την Εκκλησία· ο πρώτος για να γίνει Επίσκοπος Νύσσης και ο
δεύτερος Σεβαστείας.
Από τα μικρά
του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος φαίνεται πως είχε καχεκτική κράση και πολύ
εύθραυστη υγεία, γιατί κινδύνεψε αρκετές φορές. Ωστόσο αυτό δεν μπόρεσε να τον
εμποδίσει από το να ταξιδέψει ύστερα, από την Καισάρεια στις φημισμένες σχολές
της Κωνσταντινουπόλεως και των Αθηνών, για να σπουδάσει. Είχε πολύ μεγάλη δίψα
για μάθηση. Στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε και μαθήτευσε στον περιβόητο Λιβάνιο,
όπου αργότερα θα μαθητεύσει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στην Αθήνα,
παρ’ όλη την παρακμή των γραμμάτων την εποχή εκείνη, έμεινε γύρω στα τέσσερα
χρόνια, τρυγώντας σαν μέλισσα μονάχα το γλυκό μέλι από τα ποικιλώνυμα άνθη της
ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Ο άγιος Γρηγόριος μάς λέει στον «Επιτάφιο»
που έκαμε προς τον Μέγα Βασίλειο πως, εκτός από τη φιλοσοφία και τη ρητορική,
σπούδασε στην Αθήνα και άλλες επιστήμες, όπως: αστρονομία, μαθηματικά και
ιατρική.
Το
περιβάλλον των νέων που σπούδαζαν τότε στην Αθήνα εξαντλούσε τα ενδιαφέροντά
του στην εύκολη διασκέδαση, στη διαφθορά και στην ακολασία. Ο αδαμάντινος χαρακτήρας
του πονούσε για το κατάντημα των φοιτητών, αλλά στην ηδονική ζωή της
παχυδερμίας τους δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν συμβουλές από κανένα, όπως και
πολλοί άλλωστε από το σημερινό φοιτητικό κόσμο, που σπαταλούν τις περιουσίες των φτωχών
–ως επί το πλείστον– γονέων τους σε σκοπούς ξένους προς τις πραγματικές σπουδές
τους. Και θά ’φευγε ασφαλώς ο Μέγας Βασίλειος νωρίς από την Αθήνα, αν δεν συνέβαινε
να γνωρίσει έναν συμμαθητή και συμπατριώτη του, τον άγιο Γρηγόριο τον
Ναζιανζηνό, με τον οποίο συνδέθηκε με αδελφική αληθινή φιλία. Αργότερα, όταν
πέθανε ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος θα γράψει στον «Επιτάφιό» του γι’ αυτή τη χρυσή
φιλία και για τα χρόνια που σπούδαζαν μαζί στην Αθήνα: «Δεν ξέραμε παρά μονάχα δύο δρόμους· εκείνον που μας οδηγούσε στη Σχολή
κι εκείνον που μας έφερνε στην Εκκλησία. Ήμασταν μια ψυχή σε δυο σώματα. Και
στην πρόοδό μας δεν ζηλεύαμε ο ένας τον άλλον. Ο ένας έδινε πάντα την πρώτη
θέση στον άλλον. Και είχαμε για κοινό σκοπό μονάχα την αρετή». Εκεί, στην
Αθήνα, γνώρισαν και τον πρίγκιπα Ιουλιανό τον Παραβάτη, που αργότερα θα γίνει
αυτοκράτορας και διώκτης των χριστιανών.
Εγκαταλείποντας
την Αθήνα, επιστρέφει στην Καισάρεια, όπου διδάσκει με επιτυχία τη ρητορική.
Όμως, παρ’ όλες τις επιτυχίες, η τέχνη αυτή δεν τον ικανοποιούσε εσωτερικά. «Καταλάβαινε πως, όλη εκείνη η εξέλιξη που
του χαμογελούσε, δεν ήτανε παρά λάσπη και καπνός. Τι λοιπόν; Θα έμενε ένας
πραγματευτής λέξεων, ένας ταχυδακτυλουργός φράσεων; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η
ευαίσθητη και θεόπαθη καρδιά, θα υποδουλωνότανε σε χωμάτινες επιδιώξεις;»
(Β. Πέντζας, «Κιβωτός», τ. Α΄, σελ. 19). Και αποφασίζει ν’ ασπασθεί τον μοναχικό
βίο με τα ουράνια ιδανικά του. Ταξιδεύει στα μεγάλα κέντρα του Μοναχισμού
(Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία), για να γνωρίσει τους τρόπους της
μοναχικής πολιτείας. Γυρνώντας πάλι στην Καισάρεια, αποτραβιέται σ’ έναν έρημο
τόπο του Πόντου, όπου έγινε μοναχός και ασκήτεψε σκληρά για πέντε ολόκληρα
χρόνια. Εκεί, στην έρημο, μακριά απ’ τις φωνές και τις ζητωκραυγές του κόσμου
και κοντά στη μυστική φωνή και παρουσία του Θεού, ωρίμασε ο θείος έρωτας του
Βασιλείου, για να γράψει αργότερα: «Θείου
κάλλους τι ερασμιώτερον;». Οπλισμένος με αγιότητα βίου και ορθοδοξία
δόγματος, ο μοναχός Βασίλειος προσκαλείται από την Εκκλησία να προσφέρει τον
εαυτό του στον αγώνα και τη διακονία της. Η ώρα ήταν κρίσιμη. Οι αρειανοί, με
τις πιέσεις των φίλων τους, των αρχόντων και των αυτοκρατόρων, πολεμούσαν επίμονα
και διαβολικά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε ο Βασίλειος χειροτονείται διάκονος
και πρεσβύτερος, από τον Καισαρείας Ευσέβιο, τον οποίο σε λίγο θα διαδεχθεί στο
θρόνο.
Ό,τι να
πει και να γράψει κανείς για τους αγώνες του Μεγάλου Βασιλείου με τους εχθρούς
της Εκκλησίας, τους αιρετικούς –ιδιαίτερα τους οπαδούς του Αρειανισμού–, δεν θα
μπορούσε να ζωγραφίσει το θάρρος, την τόλμη, τον ζήλο, την αυτοθυσία, την
αδαμάντινη και ακατανίκητη αγωνιστικότητά του. Έμεινε παροιμιώδης εκείνη η εύτολμη και εύστροφη απάντηση
που έδωσε στον έπαρχο Μόδεστο, όταν εκείνος, κατ’ εντολή του Ουάλη, πίεζε
τον άγιο να υποχωρήσει στα δογματικά κεφάλαια και θέματα, για να ησυχάσει τάχατες η Εκκλησία. Στη
θαρραλέα και κοφτερή άρνηση του αγίου, ο Μόδεστος ταράχτηκε και του λέει πώς,
κανείς επίσκοπος δεν του μίλησε ποτέ έτσι. Τότε ο άγιος τού απαντά: «Είναι γιατί ακόμη δεν βρήκες, φαίνεται,
στον δρόμο σου αληθινό επίσκοπο!» (Να, μια απάντηση που πρέπει να διδάσκει
πολλά πάντοτε τους σημερινούς ποιμένες της Εκκλησίας μας). Ο Μόδεστος, βέβαια, δεν
υποχωρεί. Δοκιμάζει με τις απειλές των μαρτυρίων να λυγίσει τον άγιο που,
απτόητος αυτός, του απαντά μ’ αυτά τα ατρόμητα λόγια: «Φοβέριζέ
με με τίποτ’ άλλο. Αυτά που μου λες –δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο– εμένα δεν
μου κάνουν εντύπωση. Τι να δημεύσεις από μένα, παρά λίγα κουρέλια και μερικά
βιβλία. Και εδώ, αλλά και οπουδήποτε αλλού, δεν είναι δικός μου ο τόπος, αλλά του
Θεού· αλλά και πάλι, είτε εδώ μείνω είτε αλλού εξοριστώ, κάθε μέρος είναι δικό μου, εφ’ όσον
θα μπορώ να προσφέρω. Τα βασανιστήρια, τι θα μου πάρουν, αφού δεν έχω σώμα,
εκτός από το πρώτο κτύπημα. Και ο θάνατος εμένα θα μου είναι ευεργέτης, αφού
μέσω αυτού θα φτάσω γρηγορότερα στον Θεό. Η φωτιά, το ξίφος, τα θηρία με τα
δόντια τους που σχίζουν τις σάρκες, είναι για μας ευχαρίστηση παρά φόβος. Ας τ’
ακούει όλ’ αυτά κι ο βασιλιάς!». Το ίδιο θάρρος έδειξε και προς τον ίδιο
τον αυτοκράτορα, που νικήθηκε μπρος τη φλογερή πίστη και στην ορθοδοξία του
Μεγάλου Βασιλείου.
Ο Μέγας
Βασίλειος δεν έβλεπε μόνο τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου του. Η
φτωχολογιά ήταν η πρώτη και η παντοτινή φροντίδα του. Η καρδιά του πονούσε στον
πόνο του φτωχού, του αρρώστου, του ορφανού, της χήρας, των γερόντων, των
απόκληρων. Αυτός ο πόνος του για την πάσχουσα φτωχολογιά, του έδωκε την ώθηση
για την πραγματοποίηση της περίφημης «Βασιλειάδας»,
όπου έβρισκε κανείς μέσα σε αυτή πλούσια την αγάπη και τη φιλανθρωπία, μέσα σε
πτωχοκομεία, νοσηλευτήρια, ξενώνες, γηροκομεία, και ό,τι άλλο χρειάζεται για ν’
ανακουφισθεί ο πόνος του ανθρώπου.
Όμως,
πριν ακόμα κλείσει τα πενήντα του χρόνια, ο Κύριος τον κάλεσε κοντά Του.
Άρρωστος βαριά ο άγιος, ετοιμάζεται για το ταξίδι που θα τον φέρει στον Μεγάλο
Ποθούμενο (τον Χριστό). Και ο κόσμος να μαζεύεται γύρω από την επισκοπή, να μην πάει να φάει,
ούτε να εργαστεί, μήτε να κοιμηθεί, ίσαμε για να παρακολουθεί με αγωνία την αρρώστια
του μεγάλου και στοργικού πατέρα. Αγωνία και προσευχή συνέχεια, οι πάντες. Η προσωπική λειτουργία του όμως εδώ στη γη τελείωσε· και, κλείνοντας τα μάτια του σώματος,
αφήνει αυτή τη λειτουργική φράση να ξεφύγει μέσα από τ’ αγιασμένα χείλη του: «Πάτερ, εἰς χεῖράς Σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά
μου»! Ήταν τόση η θλίψη του λαού και τόσο γενικό το πένθος και τέτοια η συρροή
πλήθους στην κηδεία του, που –όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός–, πολλοί άνθρωποι πέθαναν «από τη βία του
σπρωξίματος και από τον ψυχικό συγκλονισμό». Έτσι, με τα δάκρυα όλων των
λογικών προβάτων που με τόση στοργή ποίμανε, ο Μέγας Βασίλειος έφυγε για την
άνω Ιερουσαλήμ την 1η Ιανουαρίου του 379.
Ο Μέγας
Βασίλειος είναι ένας τύπος ολοκληρωμένου ανθρώπου, με ύψος θ ε ω ρ ί α ς και με
θαυμαστή κατόρθωση π ρ ά ξ ε ω ς. Είναι «ο εκκλησιαστικός ρήτορας, ο δογματικός και
πολεμικός θεολόγος, ο άφθαστος ερμηνευτής της θείας Γραφής, ο μεγάλος
παιδαγωγός και διδάσκαλος της ευσεβείας, ο διοργανωτής της εκκλησιαστικής
τάξεως και τελετουργίας, ο εκκλησιαστικός ποιμένας και ο κοινωνικός εργάτης»
(Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Μαρτυρία Ιησού Χριστού», σελ. 215). Ο
βίος του είναι ένα πραγματικό θαύμα: το θαυμαστό συνταίριασμα πράξεως και θεωρίας, σε
βαθμό πρωτοφανή για τα χρονικά της Εκκλησίας. Και επειδή ο σύγχρονος κοινωνισμός
και σαμαρειτισμός έχει τονίσει αρκετά το στοιχείο της πράξεως στη ζωή του
Μεγάλου Βασιλείου και, επηρεασμένος από τη «Βασιλειάδα», παραβλέπει τον
θεωρητικό και μυστικό διδάσκαλο, είναι πρέπον να σημειώσουμε λίγες γραμμές σ’
αυτή την αδικημένη πλευρά του.
Στη
χρυσή σειρά των βιβλίων του αγίου, βρίσκουμε συχνά να γίνεται λόγος για το
κάλλος και την καθαρότητα της ψυχής. «Ψυχῆς
τὸ κάλλος ἀσφαλῶς φρουρητέον· τοῦτο ζητήσει ὁ Θεός» («Αυτό μονάχα θα
ζητήσει από μας ο Θεός· το να φυλάξουμε καλά την ομορφιά της ψυχής» μας) – εδώ, ξεχωρίζει
αμέσως ο χριστιανικός λόγος από εκείνο τον πλατωνίζοντα. Αλλά το κάλλος της
ψυχής το γεννά η καθαρότητα και την καθαρότητα της ψυχής η ησυχία· «ἡσυχία ἐστιν ἀρχὴ καθάρσεως τῆς ψυχῆς».
Αυτή η καθαρότητα της καρδιάς από την αμαρτία του κόσμου, μας επιτρέπει να
κατανοούμε ορθά και τα δόγματα. «Όταν
βρει ο Θεός καθαρή την καρδιά από όλα τα κοσμικά, τότε σαν άγραφο χαρτί («πτυχίον») γράφει σε αυτή τα δικά Του δόγματα».
Και για να αποφύγει κανείς τα «κοσμικά
πράγματα και μαθήματα», δεν αρκεί να γίνει αναχωρητής· γιατί «η αναχώρηση από τον κόσμο δεν είναι απλώς
το να φύγει κανείς από αυτόν μονάχα με το σώμα του, αλλά το να καταφέρει να αποβάλλει
η ψυχή του την παράλογη αγάπη προς το σώμα». Να αφήσει ακόμη και τον «ἔσχατον κοδράντην» (πρβλ. Ματθ. 5, 26) από
τις φιλάργυρες αναμνήσεις του κόσμου. Έτσι, και εκείνον τον συγκλητικό που
μοίρασε την περιουσία του για να γίνει μοναχός, αλλά ωστόσο κράτησε λίγα
χρήματα «για ώρα ανάγκης» είπε ο άγιος Πατήρ αυτό το φοβερό λόγο: «Και τον συγκλητικό τον έχασες και μοναχό δεν
τον έκανες». Ακόμα, θέλει να αποφύγει, όχι απλώς τη σαρκική επαφή με τη
γυναίκα, αλλά πολύ περισσότερο και τη μαζί της συνάντηση, την από μνήμης ή από
επιθυμία. Έμεινε επιγραμματικός ο λόγος του σε α΄ ενικό: «Και γυναίκα αγνοώ και παρθένος δεν είμαι». Για τον Μέγα Βασίλειο η
παρθενία πάει πιο πέρα από τη σωματική επαφή με τη γυναικεία σάρκα: είναι η
αγιότητα και η καθαρότητα της ψυχής, που γεννιέται από τον φόβο του Θεού και την
αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης αναφέρει για τον βίο του
Μεγάλου Βασιλείου πως, ενώ προσευχόταν μέσα στην ησυχίας της προχωρημένης
νύχτας, «ἔλλαμψις αὐτῷ φωτὸς γίνεται·
ἄϋλον δέ τι τὸ φῶς ἐκεῖνο, θείᾳ δυνάμει καταφωτίζον τὸ οἴκημα, ὑπ’ οὐδενὸς
πράγματος ἐξαπτόμενον» («Έγινε σ’ αυτόν μια λάμψη φωτός· ήταν άϋλο εκείνο
το φως, που δεν είχε ανάψει με κανένα υλικό πράγμα και που με τη θεία δύναμη
καταφώτιζε όλο το σπίτι»). Εδώ θα στηριχθούν αργότερα οι μοναχοί του Ησυχασμού,
για ν’ αναπτύξουν τη θεωρία για το άκτιστο φως. Φυσικά, δεν πρέπει κανείς να
νοήσει στο φως αυτό την ουσία, αλλά την ενέργεια του Θεού· αλλιώς, σαν άλλος
Βαρλαάμ, θα περιπέσει σε αίρεση. Και γνωρίζουμε τι σάλο προκάλεσαν στην
Εκκλησία οι ησυχαστικές έριδες του ΙΔ΄ αιώνα. Ο Μέγας Βασίλειος το ξεκαθαρίζει
πολύ ωραία το θέμα αυτό: «Αἱ μὲν
ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»
(«Οι ενέργειες του Θεού κατέρχονται προς εμάς, η ουσία Του όμως μένει
απρόσιτη»). Αυτή η κάθοδος του ακτίστου φωτός στον Μέγα Βασίλειο προϋποθέτει
μια μεγάλη ησυχαστική άσκηση και προπαιδεία. Με τα μάτια του ξηρού επιστήμονα
και του γραμματολόγου δεν διακρίνεται αυτή η άσκηση. Το πολύ να διακρίνει
κανείς την ομορφιά και την εξωτερική ησυχία του τοπίου, όπου μόνασε ο Μέγας
Βασίλειος. Όμως υπάρχουν σημεία στο έργο του, όπου εμφανίζονται τα μυστικά
βιώματα του Αγίου Πνεύματος. Αλλά αυτά είναι μυστήρια ακατανόητα για τους
πολλούς. Και δεν γίνεται κι αλλιώς· γιατί, πώς θα καταλάβει κανείς το μυστήριο
του ακτίστου φωτός ή της θεώσεως, όταν είναι βουτηγμένος από τα νύχια ως την
κορφή στην αμαρτία; Θα νομίζει μάλιστα πως τά ’χει όλα και δεν του λείπει
τίποτα: «Εάν δεν γευθεί κάποιος τη θεία
γνώση, δεν μπορεί να γνωρίζει σε πόσα υστερεί». Και ενώ οι αμαρτωλές ψυχές
είναι βουτηγμένες στο αμαρτωλό σκοτάδι και σκορπίζουν γύρω τους πάλι αμαρτία
και σκότος, «οι πνευματοφόρες ψυχές, που
έχουν ελλαμφθεί από το Άγιο Πνεύμα, αυτές που είναι όντως πνευματικές, στέλνουν
και σε άλλους γύρω τους τη Χάρη» του Θεού. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως η
έννοια της θέωσης ορίζεται αριστουργηματικά από τον Μέγα Βασίλειο: Ο άνθρωπος
γίνεται θεός κατά την ομοιότητα του ιδιώματος (της αρετής) και όχι κατά την
ομοιότητα ή την ταυτότητα της ουσίας (βλ. Β. Τατάκη, «Η συμβολή της Καππαδοκίας
στη χριστιανική σκέψη», σελ. 87, σημ. 5). Η πορεία του νου του μυστικού προς τη
θέωση, διαγράφεται (περιγράφεται) με το γνωστό ρητό του Μεγάλου Βασιλείου, που
το χρησιμοποιούν συχνά και επαναληπτικά οι μυστικοί Πατέρες της «Φιλοκαλίας»: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ
τῶν αἰσθητηρίων ἐπὶ τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι πρὸς ἑαυτόν, δι’ ἑαυτοῦ δὲ
πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει· κἀκείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενος, καὶ
αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει· μήτε πρὸς τροφῆς φροντίδα, μήτε πρὸς
περιβολαίων μέριμναν τὴν ψυχὴν καθελκόμενος, ἀλλὰ σχολὴν ἀπὸ τῶν γηίνων
φροντίδων ἄγων, τὴν πᾶσαν ἑαυτοῦ σπουδὴν ἐπὶ τὴν κτῆσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν
μετατίθησι» («Νους, που δεν σκορπιέται καθόλου προς τα έξω και
δεν διαχέεται με τις σωματικές αισθήσεις προς τον κόσμο, υπεισέρχεται μέσα στον
εαυτό του και από το εσωτερικό του ανεβαίνει κατόπιν προς την έννοια και θεωρία
του Θεού και, αφού τόσο ελλαμφθεί και φωτισθεί με το θείο κάλλος, λαμβάνει λήθη
ακόμη και αυτής της φύσης του μην έχοντας καθόλου καμιά φροντίδα για την τροφή
του ή μέριμνα για περιβόλια και χωράφια, για επίγειες υποθέσεις που ως συνήθως
ελκύουν προς τα κάτω την ψυχή· αλλά ζώντας μέσα σε μια κατάπαυση από τις γήινες
έγνοιες, όλη του την μέριμνα και την έφεση την μεταθέτει στο πώς να αποκτήσει
τα αιώνια αγαθά»). Έτσι ξεπερνά ο μυστικός το κάλλος των φαινομένων και φθάνει
στην ανώτερη, την εποπτική θ ε ο λ ο γ ί
α. Αλλά θα χρειαζότανε πολύς χρόνος και τόπος αρμοδιότερος, για να αναπτύξουμε
αυτές τις θέσεις του Μεγάλου Βασιλείου σε πλάτος και σε βάθος.
Ασφαλώς
πολλοί θα περιμένουν να μιλήσουμε και για το θέμα των σχέσεων της χριστιανικής
με την ελληνική παιδεία, όπως φαίνεται στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου και
ειδικώτερα στο δοκίμιό του «Πρὸς τοὺς
νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» («Προς τους νέους και πώς θα
ωφεληθούν από τους ελληνικούς λόγους»). Επιτρέπει –με δυο λόγια– να
χρησιμοποιούμε τους θύραθεν διδασκάλους, αλλά να παίρνουμε απ’ αυτούς, όπως οι
μέλισσες, μονάχα ό,τι είναι χρήσιμο. Εδώ είναι κάπως επιεικής, γιατί είναι ο
παιδαγωγός που απευθύνεται προς τους νέους και πρέπει με τον τρόπο του να τους
κερδίσει. Σε άλλο σημείο όμως, δε θα διστάσει να πει για το θέμα της θύραθεν
παιδείας τα εξής: «Δαπάνησα πολύ χρόνο
της ζωής μου στη ματαιότητα· ξόδεψα όλη σχεδόν τη νεότητά μου σε μάταιη εργασία,
προσπαθώντας να αφομοιώσω διδασκαλίες σοφίας, που ο Θεός την εμώρανε. Μια μέρα,
όμως, ξύπνησα σαν από ύπνο βαθύ και έστρεψα τα μάτια προς το θαυμαστό φως της
αλήθειας του Ευαγγελίου. Τότε είδα πόσο ανώφελη ήταν η σοφία των αρχόντων του
κόσμου τούτου, που το βασίλειό τους πάντα παίρνει τέλος. Έκλαψα πολύ για την
άθλια ζωή μου και ευχόμουν να μου δοθεί μια χειραγωγία για την εισαγωγή μου στα
δόγματα της ευσέβειας» (βλ. Β. Τατάκη, όπ. π., σελ. 91). Έτσι, το θέμα του
να αρνείται ή να καταφάσκει στη θύραθεν παιδεία, το συσχετίζει με τη δημιουργία
(ενός προσωπικού πνευματικού) ουρανού στο τέρμα της τελείωσης, της θέωσης·
πράγμα που αναντίρρητα αδυνατεί να κατορθώσει η θύραθεν παιδεία. Ενώ η σοφία
του Ευαγγελίου είναι μια συνεχής προετοιμασία για τον μέλλοντα αιώνα, εν ουρανώ
και εν παραδείσω: «Ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν
ταῖς ἐλπίσι, καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν» («Προχωράμε
και προοδεύουμε όσο γίνεται πιο πολύ στη ζωή μας με τις ελπίδες του Ευαγγελίου,
κάνοντας έτσι τα πάντα για να προετοιμαζόμαστε για μια άλλη ζωή» που μας
περιμένει…).
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ
— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —
«ΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΝΕΡΟ ΝΑ ΝΙΦΤΕΙΣ»
Έλεγε
ένας από τους γέροντες
ότι ο άγιος
Βασίλειος ο Μέγας επισκέφθηκε κάποτε ένα κοινόβιο και μετά την καθιερωμένη του διδασκαλία προς αυτό, λέει
στον εκεί ηγούμενο:
«Έχεις εδώ κανέναν
αδελφό, που
να βαδίζει τον δρόμο της σωτηρίας;». Του λέει τότε ο ηγούμενος: «Όλοι δούλοι σου είναι, δέσποτα,
και προσπαθούν να σωθούν». Τον ξαναρωτά ο άγιος: «Έχεις κανέναν εδώ πέρα, που να κάνει αληθινή υπακοή;».
Τότε εκείνος πήγε και του
έφερε έναν αδελφό, τον οποίον ο Μέγας Βασίλειος τον έβαλε να βοηθάει και να
υπηρετεί στην τράπεζα την ώρα του φαγητού. Αφού έφαγαν, αυτός ο αδελφός έδωσε
νερό στον άγιο
Πατέρα να νιφτεί. Έπειτα, του λέει και ο άγιος Βασίλειος: «Έλα τώρα να σου δώσω κι εγώ νερό να νιφτείς!». Κι
εκείνος αμέσως δέχθηκε πολύ πρόθυμα από τον ίδιο τον άγιο να του προσφέρει νερό
για να πλυθεί. Μετά από αυτό, γυρίζει και του λέει ο άγιος: «Όταν μπω μέσα στο ιερό, έλα να σε χειροτονήσω
διάκονο!». Και, πράγματι, έγινε διάκονος. Μετά ο Μέγας Βασίλειος τον έκανε πρεσβύτερο και τον πήρε μαζί του στην επισκοπή χάρη σ’ αυτή την αγγελική
υπακοή του...
ΑΠΟ
ΤΟ «ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ»
※
[(1) Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
Μέρος Γ΄, Κεφ. 1ο, σελ. 225–234.
Εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήναι, 19874.
(2) Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
–ή Γερασίμου Μοναχού Δοχειαρίτου –
(1933–2012):
«Η ζωή ενός μεγάλου
(Βασίλειος Καισαρείας)»,
Κεφ. 3ο, σελ. 132·
Κεφ. 4ο, σελ. 203–209·
Κεφ. 6ο, σελ. 312–320, 352–358·
Κεφ. 8ο, σελ. 441·
Κεφ. 9ο, σελ. 463–475·
Εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήναι, 19943.
(3) Μητροπολίτου Γουμενίσσης
Δημητρίου (Μπεκιάρη):
«Ο Μέγας Βασίλειος»,
Κεφ. 8ο και 11ο,
σελ. 45 και 61–67,
Έκδοση Ιεράς Μονής
Αγίων Ραφαήλ,
Νικολάου και Ειρήνης
Γρίβα, Απρίλιος 1994.
— Ε Π Ι Μ Υ Θ
Ι Ο —
(Ι)
«Το Μέγα Γεροντικόν»,
Τόμ.
γ΄, κεφ. ιδ΄, §5,
σελ.
450–451.
Έκδοση
Ιερού
Ησυχαστηρίου
«Το
Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα
Θεσ/νίκης,
Ιούνιος
19971·
(ΙΙ)
«Ευεργετινός»,
Τόμ.
α΄, υποθ. λε΄, σελ. 339,
Εκδόσεις
«Το
Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη,
20011·
(ΙΙΙ)
«Το Γεροντικό
(Αποφθέγματα
Αγίων Γερόντων)»,
Τόμ.
α΄, σελ. 72,
Εκδόσεις
όπ. αν.,
Θεσσαλονίκη 20131.
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση
και προσάρτηση κειμένων,
και προσάρτηση κειμένων,
απόδοση ενίων χωρίων:
π. Δαμιανός.]
※
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου