Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ


     Ο όσιος πατήρ ημών Σπυρίδων ζούσε στην Κύπρο στις αρχές του 4ου αιώνος και ασκούσε ειρηνικά το επάγγελμα του βοσκού. Απλός στους τρόπους και ολιγογράμματος, δεν είχε όμως όμοιό του στην αγάπη για τον πλησίον, στην πραότητα, στην αγαθοεργία, στην ελεημοσύνη, στην φιλοξενία και στον ενάρετο βίο. Όπως ο πατριάρχης Αβραάμ, έτσι και ο δούλος του Θεού Σπυρίδων, έσπευδε να υποδεχθεί στην κατοικία του κάθε ξένο που εμφανιζόταν, και περιποιόταν τον επισκέπτη σαν να επρόκειτο για τον Ίδιο τον Χριστό. Και δεν υπήρχε άνθρωπος φτωχός ή άπορος που δεν βρήκε από τον αγαθό Σπυρίδωνα κάποια βοήθεια. Ο άνθρωπος του Θεού φύλαγε τα χρήματά του σ’ ένα σεντούκι που δεν κλείδωνε ποτέ, αφήνοντάς το στην διάθεση όλων, χωρίς ποτέ να νοιάζεται αν ήταν άδειο ή γεμάτο ή αν εκείνοι που έπαιρναν χρήματα από αυτό ήταν άξιοι ή ανάξιοι ελεημοσύνης. Ζούσε με εγκράτεια και ευλάβεια τον έγγαμο βίο του και ο Θεός τού χάρισε μια θυγατέρα, την Ειρήνη· μετά από κάποια χρόνια, όμως, η σύζυγός του απεβίωσε. Απαλλαγμένος πλέον από τις βιοτικές μέριμνες, ο Σπυρίδων δεν είχε άλλη μέριμνα παρά μόνο πώς να προκόψει στην αρετή και να πλουτίσει με τις αιώνιες δωρεές της θείας Χάριτος.

     Χωρίς να το θέλει, απέκτησε έτσι μεγάλη φήμη στην μεγαλόνησο Κύπρο και, όταν εκοιμήθη ο επίσκοπος της μικρής πόλης Τριμυθούντας, κοντά στην Σαλαμίνα, ομόφωνα οι πιστοί εξέλεξαν τον Σπυρίδωνα διάδοχό του και ποιμενάρχη του πνευματικού ποιμνίου του Χριστού. Παρά την τιμή και το αξίωμα, ο ταπεινός βοσκός δεν άλλαξε καθόλου την βιοτή του: φορούσε πάντα τα ίδια πτωχά ενδύματα, τον ίδιο σκούφο από πλεγμένα φοινικόφυλλα· παντού πήγαινε με τα πόδια, βοηθούσε στις γεωργικές εργασίες και, όπως και πριν, φύλαγε ατάραχος το κοπάδι του. Μια νύχτα μπήκαν στο μαντρί του ληστές για να κλέψουν πρόβατα· όταν θέλησαν όμως να φύγουν με τα κλοπιμαία, ένιωσαν σαν να τους είχε δέσει και ακινητοποιήσει μια αόρατη δύναμη. Όταν τα χαράματα τούς βρήκε ο Σπυρίδων, κατησχυμένοι του ομολόγησαν την πράξη τους. Ο άγιος τούς συμπόνεσε, τους απάλλαξε από τα αόρατα δεσμά και τους νουθέτησε, ώστε στο εξής να ζουν τίμια. Δεν τους άφησε όμως να φύγουν χωρίς να τους δωρίσει δύο πρόβατα, λέγοντάς τους με χαμόγελο ότι ήταν η αποζημίωσή τους για την ολονύκτια αγρυπνία.


     Αυστηρός με τον εαυτό του, ο Σπυρίδων, ήταν γεμάτος άφατη συμπόνια για τους συνανθρώπους του και επιείκεια για τις αδυναμίες τους. Για να ανακουφίσει κάποιον ταξιδιώτη, για παράδειγμα, δεν δίσταζε να διακόψει την νηστεία. Όπως ο Χριστός, ο Ποιμήν ο Καλός, ο Σπυρίδων ήταν πάντα έτοιμος να δώσει και την ίδια του την ζωή ώστε το πνευματικό του ποίμνιο να βοσκά στους λειμώνες της θείας Χάριτος. Με την πραότητα, την ταπείνωση και την απλότητά του, απέκτησε τόση παρρησία ενώπιον του Κυρίου, ώστε επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα για την σωτηρία και την οικοδομή της Εκκλησίας του.

     Όταν έπληξε την Κύπρο φοβερή ξηρασία, που απειλούσε να εξελιχθεί σε λιμό, ο άγιος Σπυρίδων με την προσευχή του έκανε ν’ ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού κι έβρεξε ο Θεός βροχή ευεργετική που ξανάκανε το χώμα γόνιμο. Κάποιοι πλούσιοι είχαν αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες σιταριού για να τις πουλήσουν σε πολλαπλάσια τιμή, εκμεταλλευόμενοι την ανέχεια· οι προσευχές του αγίου γκρέμισαν τις σιταποθήκες τους και το σιτάρι μοιράσθηκε δίκαια σε όλους τους κατοίκους αναχαιτίζοντας την προοπτική του λιμού. Μια μέρα, ως άλλος Μωυσής στην έρημο (βλ. Αριθμ. 21, 8), μεταμόρφωσε ένα φίδι σε χρυσάφι για να βοηθήσει κάποιον πτωχό· κι όταν αντιμετωπίσθηκε η τρέχουσα ανάγκη, επανέφερε το ζωντανό στην πρότερή του φυσική κατάσταση για να μη δώσει λαβή στην πλεονεξία και την φιλαργυρία. Πάντα πρόθυμος να συνδράμει στους δεινοπαθούντες, ξεκίνησε μια μέρα για να ελευθερώσει έναν άνδρα που είχε καταδικασθεί σε θάνατο· βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα ποτάμι που, με τα ορμητικά νερά του, του έκοβε τον δρόμο. Ο άγιος προσευχήθηκε και διέσχισε την κοίτη του ποταμού δίχως καν να βρέξει τα πόδια του.

     Ζώντας βίο ενάρετο, ζούσε εν Χριστώ και ο Χριστός ενεργούσε μέσα του διά του Αγίου Πνεύματος, ώστε ο Σπυρίδων απέκτησε εξουσία ακόμη και επί του θανάτου. Μετά από παράκληση μιας βαρβάρισσας γυναίκας, έφερε ξανά στην ζωή το παιδί της, το πτώμα του οποίου το είχε αποθέσει εκείνη στα πόδια του. Όταν εκοιμήθη η κόρη του Ειρήνη, πριν προλάβει να φανερώσει σε κάποιον πού είχε κρύψει τον θησαυρό που της είχε εμπιστευθεί, ο άγιος ιεράρχης έσκυψε πάνω στον τάφο και ρώτησε την πεθαμένη, η οποία αμέσως του είπε πού ακριβώς βρισκόταν ο θησαυρός. Έχοντας επιτελέσει εν Θεώ ένα τέτοιο θαύμα, ο Σπυρίδων ούτε νοιάστηκε να ζητήσει ανθρώπινη παρηγορία για τον ίδιο και δεν παρακάλεσε τον Θεό να αναστήσει την μονάκριβή του κόρη.


     Η φωτεινή αρετή του, διαπερνούσε τα κρύφια των ψυχών και παρακινούσε τους αμαρτωλούς να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους και να αρχίσουν μια νέα ζωή, όπως εκείνη η γυναίκα, η οποία, κατά το παράδειγμα της αμαρτωλής του Ευαγγελίου, έπεσε στα πόδια του ανθρώπου του Θεού και τα έλουσε με τα δάκρυά της ενώ εξομολογούνταν τις αμαρτίες της. Ο άγιος Σπυρίδων την κοίταξε με συμπόνια, έσκυψε να την σηκώσει και της είπε: «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες!» (βλ. Λουκ. 7, 48), σαν να μιλούσε με το στόμα του ο Ίδιος ο Σωτήρας Χριστός. Την έστειλε να πορευθεί εν ειρήνη και χάρηκε όπως χαίρεται ο Καλός Ποιμένας όταν βρίσκει το απολωλός πρόβατο και καλεί όλους τους φίλους και τους γείτονες λέγοντας: «Χαρείτε μαζί Μου γιατί βρήκα το χαμένο Μου πρόβατο» (Λουκ. 15, 6).

     Αμαθής ανθρώπινης σοφίας, αλλά πλούσιος σε διορατικό και προορατικό χάρισμα, ο άγιος Σπυρίδων γνώριζε σε βάθος την Αγία Γραφή· και η γνώση του αυτή έφερε μια μέρα σε αμηχανία έναν κενόδοξο επίσκοπο, ο οποίος, για να επιδείξει την ρητορική του δεινότητα, άλλαξε κάποιες λέξεις του Ευαγγελίου που του φαίνονταν πολύ κοινές.


     Όταν ο άγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (το 325) για να καταδικάσει την δυσσεβή αίρεση του Αρείου, ο Σπυρίδων πήγε και εκείνος στην Νίκαια φορώντας τα ταπεινά ρούχα του βοσκού, για να ομολογήσει και εκείνος την Αλήθεια πλάι στους αγίους επισκόπους και ομολογητές και τις πλέον επιφανείς προσωπικότητες της εποχής του. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων, ένας ματαιόδοξος φιλόσοφος οπαδός του Αρείου προκάλεσε τους Ορθοδόξους σε μια συζήτηση περί της Αγίας Τριάδας. Ο ταπεινός βοσκός προχώρησε και πήρε τον λόγο, παρότι κάποιοι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν φοβούμενοι την απαιδευσία του στην γλώσσα. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, κατατρόπωσε τα σοφίσματα του αντιπάλου του με την απλότητά του και με την αυθεντία των λεγομένων του που εμπνέονταν από το Άγιο Πνεύμα. «Η Αγία Τριάδα, αν και τρία Πρόσωπα και τρεις Υποστάσεις, είναι ένας Θεός και μια ουσία άρρητη και ακατάληπτη, την οποία ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να χωρέσει και να καταλάβει», είπε. Και συνέχισε με θεία έμπνευση: «Και, μολονότι δεν θα έπρεπε να παρομοιάσουμε την άκτιστη και υπερούσια Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, επειδή δεν πιστεύει κανείς εύκολα αν δεν δει με τους σωματικούς οφθαλμούς του, θα σας αποδείξω την αλήθεια με την κεραμίδα αυτή που είναι επίσης τρισύνθετη και από μια ουσία και φύση». Έκανε με το δεξί του χέρι το σημείο του Σταυρού, ενώ στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια κεραμίδα. Είπε: «Εις το όνομα του Πατρός», και ευθύς το πυρ που είχε ψήσει την κεραμίδα ανέβηκε προς τα άνω· «και του Υιού», και ευθύς το νερό που έπλασε την κεραμίδα χύθηκε κάτω· «και του Αγίου Πνεύματος», και άνοιξε την παλάμη όπου είχε μείνει μόνο το χώμα από το οποίο ήταν φτιαγμένη η κεραμίδα. Όλοι έμειναν έκθαμβοι μπροστά στο θαύμα· ο αρειανόφρονας φιλόσοφος ασπάσθηκε την ορθόδοξη πίστη και παρότρυνε και τους άλλους οπαδούς του αιρεσιάρχη να αφήσουν την πλάνη της ανθρώπινης σοφίας για να βρουν στην Εκκλησία τα ζείδωρα νάματα του Αγίου Πνεύματος.


     Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, που κληρονόμησε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έδειχνε συμπάθεια στον αρειανισμό. Ενώ βρισκόταν στην Αντιόχεια, αρρώστησε σοβαρά και, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, δεν φαινόταν να υπάρχει σωτηρία. Μετά από όραμα του αυτοκράτορα, ο άγιος Σπυρίδων εκλήθη στο ανάκτορο μαζί με τον μαθητή του, άγιο Τριφύλλιο [12 Ιουν.]. Μόλις έφθασε στο προσκέφαλο του βασιλέα, τον θεράπευσε από την σωματική νόσο και τον κάλεσε να διαφυλάξει την υγεία της ψυχής του, παραμένοντας πιστός στην ορθόδοξη διδασκαλία και φιλεύσπλαχνος στους υπηκόους του. Ο αυτοκράτορας τον γέμισε δώρα και χρυσό, που ο άγιος έσπευσε να μοιράσει στους αναγκεμένους κατοίκους της Κύπρου μόλις επέστρεψε στο νησί.


     Αποκομμένος από τα εγκόσμια αγαθά, αφοσιωμένος πλήρως στην προσδοκία των αιωνίων αγαθών, ο άγιος Σπυρίδων τελούσε την θεία Λειτουργία και τις Ακολουθίες της Εκκλησίας ωσάν να βρισκόταν ήδη ενώπιον του θρόνου του Υψίστου, μαζί με τους χορούς των Αγγέλων και των Αγίων. Μια μέρα, την ώρα που λειτουργούσε σε κάποιο απομονωμένο εξωκκλήσι, παραμελημένο από τους πιστούς, στράφηκε προς τους απόντες πιστούς λέγοντας: «Εἰρήνη πᾶσι!». Ο υποτακτικός του, άκουσε έκπληκτος την φωνή του χορού των Αγγέλων να απαντά: «Καὶ τῷ πνεύματί σου!» και να συνεχίζει την ουράνια ψαλμωδία του μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας.

     Μετά από βίο μακρύ, όπου αδιάκοπα του παραστάθηκε το Άγιο Πνεύμα, ο άγιος Σπυρίδων παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο, στις 12 Δεκεμβρίου του 348, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών, αφού προηγουμένως ενεθάρρυνε για μια τελευταία φορά τους παρευρισκόμενους να ακολουθούν τον Χριστό και να υποτάσσονται στον ελαφρό ζυγό Του.


     Το τίμιο σκήνωμά του κατέστη ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και ιάσεων για τους πιστούς της Κύπρου μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε, από φόβο επικείμενης αραβικής εισβολής, μεταφέρθηκε στην Βασιλεύουσα και κατετέθη σε ναό κοντά στην Αγία Σοφία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε κρυφά (το 1456) στην Κέρκυρα, όπου φυλάσσεται έκτοτε και παραμένει θαυματουργικά άφθορο. Επιτέλεσε και επιτελεί πολλά θαύματα και σε μεμονωμένους πιστούς και για το σύνολο του πληθυσμού: έσωσε το νησί από επιδημία χολέρας και από εχθρική εισβολή. Τιμάται ως ο κατ’ εξοχήν προστάτης άγιος της Κέρκυρας.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης
ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος,
καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε,
Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν·
διὸ νεκρᾷ σὺ
ἐν τάφῳ προσφωνεῖς,
καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες·
καὶ ἐν τῷ μέλπειν
τὰς ἁγίας σου εὐχάς,
Ἀγγέλους ἔσχες
συλλειτουργοῦντάς σοι ἱερώτατε.
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ,
πᾶσιν ἰάματα.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ,
τρωθεὶς ἱερώτατε,
τὸν νοῦν πτερωθείς,
τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος,
πρακτικῇ θεωρίᾳ
τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε,
θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος,
αἰτούμενος πᾶσι
θείαν ἔλλαμψιν.
—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
ς θησαυρὸν
τῆς συμπαθείας ἀδαπάνητον,
καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην
ὄντως πολυχεύμονα,
μακαρίζομεν
Σπυρίδων σε Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς ῥύστης
τῶν καλούντων σε ὀξύτατος,
ἐκ παντοίων
ἀπολύτρωσαι κακώσεων,
τοὺς βοῶντάς σοι·
χαίροις Πάτερ πανεύφημε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῶν θαυμάτων ὁ ποταμός·
χαίροις ἀσθενούντων,
καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός·
χαίροις τῶν λογίων,
τοῦ Πνεύματος ὁ σπόρος,
Σπυρίδων Τριμυθοῦντος
ποιμὴν τρισόλβιε.


[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος, Δεκέμβριος, σελ. 127–131.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου