Ο ΓΕΡΟ–ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ (1882–1965)
Το αγνό παλληκάρι του Χριστού.
Ο σπάνιος και εκλεκτός δόκιμος.
Ο Πατήρ Αυγουστίνος γεννήθηκε στην Ρωσσία,
στο Αλίσκογε–Πολτάβας, το 1882. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αντώνιος Κορρά.
Τον πατέρα του τον έλεγαν Νικόλαο και την μητέρα του Αικατερίνη, οι οποίοι ήταν
ευλαβείς και ανέθρεψαν το παιδί τους, τον Αντώνιο, με ευλάβεια και φόβο Θεού.
Από μικρός ακόμη ο Αντώνιος είχε πάει σ’
ένα Μοναστήρι της πατρίδος του, όπου και παρέμεινε ως δόκιμος. Ένας πειρασμός
όμως που του είχε συμβεί, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Μονή και την πατρίδα
του και να έλθει στο Περιβόλι της Παναγίας, για να νιώθει ασφαλισμένη την ψυχή
του από τέτοιου είδους πειρασμούς.
Όπως μου είχε διηγηθεί, στο Μοναστήρι
εκείνο ήταν όλοι Γεροντάκια σχεδόν και αυτόν έστειλαν ως διακονητή, για να
βοηθάει έναν υπάλληλο της Μονής στο ψάρεμα, γιατί η Μονή συντηρείτο από την
αλιεία. Μια μέρα, λοιπόν, είχε έρθει η κόρη του υπαλλήλου και είπε στον πατέρα
της να πάει γρήγορα στο σπίτι για μια επείγουσα δουλειά και κάθισε εκείνη να
βοηθήσει. Ο πειρασμός όμως την είχε κυριεύσει την ταλαίπωρη και, χωρίς να
σκεφθεί, όρμησε επάνω στον Δόκιμο Αντώνιο με αμαρτωλές διαθέσεις. Εκείνη την
στιγμή τά ’χασε ο Αντώνιος, γιατί ήταν ξαφνικό. Έκανε τον Σταυρό του και είπε:
«Χριστέ μου, καλύτερα να πνιγώ, παρά να αμαρτήσω!», και πετάχτηκε από την όχθη
μέσα στο βαθύ ποτάμι! Αλλ’ ο καλός Θεός βλέποντας τον μεγάλο ηρωισμό του αγνού
νέου, που ενήργησε σαν νέος Άγιος Μαρτινιανός, για να διατηρηθεί αγνός, τον
κράτησε επάνω στον νερό, χωρίς να βραχεί. Μου έλεγε: «Ενώ πετάχτηκα με το
κεφάλι κάτω, δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα όρθιος επάνω στο νερό, χωρίς να βραχούν
ούτε τα ρούχα μου!».
Εκείνη την στιγμή είχε νιώσει και μια
εσωτερική γαλήνη με μια ανέκφραστη γλυκύτητα, που είχε εξαφανίσει τελείως κάθε
λογισμό αμαρτωλό και κάθε ερεθισμό σαρκικό, που του είχε δημιουργήσει
προηγουμένως με τις άσεμνες χειρονομίες της η κοπέλα. Αυτή πάλι, όταν είδε
επάνω στο νερό όρθιο τον νεαρό Αντώνιο, άρχισε να κλαίει μετανοιωμένη για το
σφάλμα της και από συγκίνηση για το μεγάλο αυτό θαύμα που συνέβη.
Ο Δόκιμος Αντώνιος μετά από αυτά έφυγε
αμέσως για την Μονή και παρακάλεσε με δάκρυα τον Ηγούμενο να του δώσει ευλογία
να πάει στο Άγιον Όρος, γιατί ήταν αδύνατος πνευματικά και φοβόταν να μείνει
στον κόσμο. Δεν ανέφερε δε τίποτε απολύτως στον Ηγούμενο για την αταξία της
κοπέλας, για να μη μαθευτεί κάτι εις βάρος της, ούτε και για το θαύμα που συνέβη
σ’ αυτόν, αλλά μόνο τον εαυτό του ελεεινολογούσε.
Αυτό φυσικά ήταν και το μεγαλύτερο θαύμα,
κατά τον λογισμό μου, που πήρε δηλαδή το σφάλμα ο ίδιος και κάλυψε την
φταίχτρα, καθώς και η ηρωϊκή αντιμετώπιση του μεγάλου πειρασμού σ’ αυτή την
ηλικία. Διότι για τον Θεό που κρατάει ολόκληρο το σύμπαν με το δακτυλάκι Του,
δεν είναι δύσκολο να κρατήσει έναν δόκιμο επάνω στα νερά του ποταμού.
Ο Ηγούμενος λοιπόν κάμφθηκε από τα
παρακάλια του –φυσικά δεν μπορούσε και να τον εμποδίσει– αλλά στενοχωρέθηκε, που
θα έχανε από την Αδελφότητα έναν τέτοιον εκλεκτό δόκιμο…
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΠΑΪΣΙΟΣ (1924–1994)
[Μοναχού
Παϊσίου Αγιορείτου: «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα», κεφ. 11ο, σελ. 74–75,
γ΄ έκδοση, Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης
1994.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου