Τον Οκτώβριο του 1974, ο Ηγούμενος της
Μονής του Αγίου Παύλου – Αγίου Όρους, Ανδρέας Ευαγγελάτος (22/1/1904–2/2/1987),
από τον Αγκώνα Κεφαλληνίας, παραιτήθηκε από την Ηγουμενία της Μονής και πήγε να
ησυχάσει στο Μετόχι της Μονής, εντός του Αγίου Όρους, στον «Μονοξυλίτη».
Κάποια μέρα, έγινε φοβερή θαλασσοταραχή.
Σκέφθηκε την επομένη να κατεβεί στην θάλασσα να μαζέψει ξύλα που θα είχε βγάλει
η θάλασσα για την φωτιά, αλλά και μήπως κάποιος συνάνθρωπος ενδεχομένως να είχε ανάγκη από την βοήθειά
του.
Ενώ
συνέλεγε τα εκβρασθέντα ξύλα, είδε μία ανθρώπινη σκιά καθισμένη σ’ ένα βράχο.
Αμέσως σκέφτηκε ότι είναι κάποιος περαστικός ή ναυαγός που σώθηκε και έτρεξε να
βοηθήσει. Όταν πλησίασε, βλέπει έκπληκτος μία, άγνωστη σε αυτόν, Μοναχή, καθισμένη στον βράχο, να
κρατά βιβλίο ανοιχτό και γραφίδα. Έκπληκτος και με απορία την ερωτά:
–Τί θες Εσύ εδώ, Κυρά μου;! Θέλεις καμμία
βοήθεια;
Του απαντά η φαινομένη Μοναχή:
–Όχι, δεν θέλω βοήθεια. Εγώ είμαι η Κυρά αυτού του τόπου και την δουλειά αυτήν την κάνω, από την μία άκρη του Αγίου Όρους έως την
άλλη.
–Και, τί είναι, Κυρά μου, τα βιβλία αυτά
που κρατάς;
–Τα βιβλία είναι «Εισόδου», «Εξόδου» και
«Παραμονής» των Πατέρων του Αγίου Όρους. Αλλά και σ’ αυτό το βιβλίο που
βλέπεις, είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που παραμένουν και τελειώνουν στο
Άγιον Όρος, και αυτά είναι γραμμένα στο «Βιβλίο της Ζωής».
Μετά την στιχομυθία αυτήν και, αφού η φαινομένη
Μοναχή δεν ήθελε καμμία βοήθεια, ο παπα–Ανδρέας ανηφόρισε πίσω προς το Μετόχι. Το απόγευμα,
πήγε μέσα στον Ναό να διαβάσει τον Εσπερινό και, όταν αντίκρυσε την Εικόνα της
Θεοτόκου στο τέμπλο, «κάτι» μέσα του συνέβη, κι άρχισε να αισθάνεται χαρά και
αγαλλίαση σκεπτόμενος την Μοναχή με τα βιβλία. Είδε και το καντήλι Της να
κουνιέται από μόνο του και κατέβηκε γρήγορα μήπως προλάβει την Μοναχή, για την Οποία, τώρα άνοιξε ο νους του και βεβαιώθηκε ότι ήταν η Παναγία! Όμως, δεν Την
βρήκε όπως υπολόγιζε, και μία απερίγραπτη λύπη κατέλαβε την ψυχή του. Σκεφτόταν ότι για τις
αμαρτίες του δεν αξιώθηκε να Την ξαναδεί και, τότε, πλησιάζοντας στον βράχο που
ήταν καθισμένη, αισθάνθηκε μία ουράνια ευωδία να πλημμυρίζει όλο τον τόπο. Έτσι
επιβεβαίωσε την παρουσία Της η Παναγία και τον πληροφόρησε, ότι, Αυτή ήταν με
την Οποία συνομίλησε, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Ύστερα, κάλεσε εκεί στον Μονοξυλίτη τον
Πνευματικό του, τον παπα–Διονύσιο, και του διηγήθηκε την φοβερά οπτασία. Κι εκείνος επιβεβαίωσε ότι όντως ήταν η Παναγία. Παρακάλεσε τον παπα–Διονύση: «Κοίταξε, μην πεις
τίποτα σε κανέναν και με περάσουν για άγιο, και πάει κι έρχεται μετά ο
κόσμος!».
Ο παπα–Ανδρέας ανταμείφθηκε για την μεγάλη ευλάβειά του προς την Παναγία με το να αξιωθεί να Την δει σ’ αυτή την ζωή και να συνομιλήσει
μαζί Της…
[«Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», μέρος 1ο, κεφ. ιζ΄, σελ. 212–213, Άγιον Όρος, 20111.]
[«Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», μέρος 1ο, κεφ. ιζ΄, σελ. 212–213, Άγιον Όρος, 20111.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου