Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


     Αξιοσημείωτη είναι μια μικρή εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου (0,04x0,06 μ.), η οποία βρίσκεται σε κιβώτιο, μεταξύ των λειψανοθηκών του αγίου βήματος της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου – Αγίου Όρους. Αυτή η μικρή εικόνα έχει μια παράδοξη όσο και θαυμαστή ιστορία, την οποία καταγράφει αυτός που τη βρήκε και την έφερε στην Ιερά Μονή, στις 4 Μαρτίου του 1922. Και αυτός που με θαυμαστό τρόπο τη βρήκε λεγόταν Σόλωνας Θ. Φλώρος –«Ράπτης Λαμιεύς»– ο όποιος κατέγραψε λεπτομερώς, υπέγραψε και παρέδωσε ιδιοχείρως τη δραματική, πλην όμως θαυμαστή ιστορία του, η οποία έκτοτε φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής και έχει επακριβώς ως εξής:


     «Μετά την αποστράτευση του 1916, αφού υπηρέτησα στη Χαλκίδα και πήρα το προσωρινό μου απολυτήριο, μετέβην στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμενα εκεί με την οικογένειά μου από το 1912, μετά την κατάληψή της από τον Ελληνικό Στρατό.«

     »Όταν βγήκα από το ατμόπλοιο, κατευθυνόμενος προς το σπίτι μου, με παρακολούθησαν σαν ύποπτο δυο Γάλλοι χωροφύλακες μέχρι τη συνοικία “Κουλέ–Καφφέ”, της ενορίας των Ταξιαρχών. Εκεί μου μίλησαν και σταμάτησα. Ήρθε ο ένας, που ήταν στο γένος Κρητικός, καταταγμένος όμως στη Γαλλική χωροφυλακή, και θέλησε να μου κάνει έρευνα. Μα εγώ δεν του επέτρεψα να μου κάνει έρευνα μπροστά στα πολλά πρόσωπα που ήταν εκεί. Αυτός όμως, σαν βάρβαρος δήμιος που ήταν, με χτύπησε με τη γροθιά του στο πρόσωπο. Μου ζήτησε να του εμφανίσω κάποιο πιστοποιητικό, το προσωρινό μου απολυτήριο, το οποίο, αφού το πήρε, το έσκισε. Βλέποντας εγώ αυτά, τον έπιασα από το στήθος. Τότε ο άλλος χωροφύλακας με χτύπησε με το ρόπαλο στο δεξί μου χέρι, πάνω στα δάχτυλα, και μ’ έριξαν κι δυο τους κάτω στη γη. Μ’ έδειραν μέχρι θανάτου κρατώντας με απ’ τα χέρια. Με οδήγησαν στις φυλακές της Γερμανικής Σχολής, όπου κι εκεί πάλι μ’ έδειραν και μετά μ’ έριξαν σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Τη δεύτερη μέρα με οδήγησαν μ’ ένα κλειστό αυτοκίνητο στο γραφείο του Γάλλου εισηγητή, απέναντι στο πεδίο του Άρεως. Πέρασε ένας μήνας και μού ’φεραν ένα χαρτί στα γαλλικά, που περιείχε όλη την κατηγορία μου, αλλά μη γνωρίζοντας λέξη να διαβάσω, το έσκισα. Στις 28 Οκτωβρίου του 1916, ημέρα Σάββατο, μας μεταβίβασαν σ’ ένα γαλλικό ατμόπλοιο για να μας στείλουν στη Γαλλία. Φτάσαμε στη Μασσαλία στις 11 Νοεμβρίου του 1916 και μας έστειλαν στις φυλακές του Αγίου Πέτρου. Μείναμε σ’ αυτές τις φυλακές μέχρι την 4η Μαρτίου του 1917, απ’ όπου μας μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές της Νίμης, 890 χιλιόμετρα από εκεί που ήμασταν, κοντά στα Ισπανικά σύνορα. Μείναμε εκεί εργαζόμενοι σε διάφορες εργασίες μέχρι τις 21 Ιουλίου του 1918.«



     »Στις 21 Ιουλίου μάς κατέγραψαν πραγματοποιώντας μια τέλεια ανθρωπομέτρηση και οδηγώντας μας στο μέτωπο της περιφέρειας Κροτέλες του νομού των Παρισίων. Μας χώρισαν σε ομάδες, ανά 100 άτομα, τις οποίες περιπολούσαν 15 στρατιώτες και δέκα βαρδιάνοι, αστυνομικοί κλητήρες της φυλακής. Μας έδωσαν από ένα φτυάρι κι από έναν κασμά, μοιράζοντας στον καθένα ανά 4 μέτρα γης, προκειμένου να κάνουμε προχώματα για το Πεζικό. Οι τρόφιμοι έτρωγαν καθημερινά τα εξής: 300 γραμμάρια ψωμί, ένα λαχανόζουμο κι ένα καφέ πικρό, δηλαδή ένα κύπελλο γεμάτο μαύρο νερό. Εργαστήκαμε εκεί μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου του 1918.«

     »Στις 2 Οκτωβρίου μάς πήγαν στο Βερδέν, στα δεξιά της πλατείας Φορτ, έναντι της γαλλικής Ελβετίας. Εργαστήκαμε εκεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1919, ενώ είχε σταματήσει ο πόλεμος από τις 11 Νοεμβρίου του 1918, αλλά η τυραννία για μας δεν είχε τελειώσει. Ήμασταν όλοι 12.000 άνδρες κατάδικοι (Έλληνες, Τούρκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι και Ιταλοί). Στο διάστημα αυτό που εργαζόμουν, στις 25 Δεκεμβρίου, είδα ένα όνειρο το οποίο έχει ως εξής:

     »Τάχα ήρθε σε μένα ένας γέροντας καλόγερος με μακριά λευκά γένια, με λίγα μαλλιά, χωρίς κάλυμμα, ψηλός στο ανάστημα και που το ένδυμά του ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Τα χέρια του γυμνά μέχρι τους αγκώνες, ξυπόλυτος ο ίδιος και μ’ ένα σχοινί πού χε τυλιγμένο τη μέση του. “Αύριο το πρωί που θα σηκωθείς και θα πας στην εργασία σου, εκεί στο δικό σου μέρος, θα σκάψεις σε βάθος 30 πόντους από την επιφάνεια της γης και, εκεί κάπου στα μέσα, θα βρεις μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία θα την πας στο Άγιον Όρος του Άθωνα, στη Μονή του Αγίου Παύλου, διότι εκεί ανήκει”, μου είπε.«

     »Όταν σηκώθηκα το πρωί της 26ης Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, πήραμε το ρόφημα και τα σκαφτικά εργαλεία και πήγαμε όλοι μαζί στη δουλειά μας. Ήμουν σε μεγάλη απορία για το τι όνειρο νά ταν αυτό. Όταν μπήκα μέσα στο δικό μου πρόχωμα, κοίταξα προς το μέρος που είχα ονειρευτεί. Χτύπησα με τον κασμά και βρήκα ένα κομμάτι ανθρώπινο οστό με τρίχες λευκές και μαύρες, σκληρό σαν το ξύλο. Το καθάρισα λίγο και διέκρινα ότι επρόκειτο για διάμετρο ανδρός. Διέκρινα, επίσης, οστά από το στήθος, αλλά η περιέργεια των άλλων Ελλήνων δεν μ’ άφησαν να το κρύψω, αφού ήρθαν εκεί κοντά μου πάνω από δέκα. Βλέποντας τη συγκέντρωση κόσμου ο γαρδιάνος, ήρθε εκεί κοντά και μας τσάκισε με το ρόπαλό του, ρωτώντας με “τι είναι” και “από πού το βρήκα”. Μετά το πήρε και το κλώτσησε με τα πόδια του και μ’ έβαλε να σκάψω μήπως βρεθεί τίποτε άλλο. Έσκαψα πάλι στο ίδιο μέρος και βρήκα ένα σιδερένιο σταυρό, από τον οποίο έλειπε ένα κομμάτι, αλλά ήταν πολύ παλιός· είχε και μέρος για να στέκει όρθιος πάνω σε τραπέζι, αλλά ήταν πολύ χτυπημένος.«


     »Τα πήρε και τα δύο –το οστό και τον σταυρό– και τα πήγε στο (εκεί τοπικό) μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Μέχρι να έρθει ο γαρδιάνος μάζευα το χώμα για να σφαλίσω την τρύπα, μήπως έρθει ο αξιωματικός και με δείρει. Έπιασα ένα κομμάτι χώμα που ήταν σαν πέτρα, που ήταν χώμα για να το ρίξω στην τρύπα. Αυτό μου έπεσε από τα χέρια μου και κόπηκε στα δύο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα κομποσχοίνι, το οποίο το έξυσα κατόπιν μ’ ένα μαχαιρίδιο και διέκρινα επίσης ένα πολύ μικρό ξύλο, το οποίο το έριξα μέσα στο σακίδιό μου. Το βράδυ, όταν όλοι τελειώσαμε τη δουλειά μας και γυρίσαμε πίσω στα αντίσκηνά μας, κάθισα σ’ ένα απόκεντρο μέρος και καθάρισα το χώμα από το ξύλο και διέκρινα μια πολύ μικρή εικόνα κι ένα μικρό κομποσχοινάκι. Τα δίπλωσα και τα δύο σ’ ένα μαντήλι που το έβαλα κατευθείαν στο στήθος μου…»

     Κατόπιν, ο Σόλων Θ. Φλώρος περιγράφει με λεπτομέρειες την απελευθέρωσή του, την επιστροφή του στην Πατρίδα Ελλάδα και τη μετάβασή του προς τη Μονή του Αγίου Παύλου, όπου και παρέδωσε τα ανευρεθέντα στα χέρια του τότε Ηγουμένου Σεραφείμ (Πανταζάτου· 1886–1960· Χρονολογίες των ηγουμενιών του: 1920–1932 και 1934–1960).


[Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου:
«Προσκυνητάριον
της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου»,
κεφ. 6ο, σελ. 64, 91–94,
και 126 (υποσ. 63),
Άγιον Όρος, Αύγουστος 19971.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου
και ολική μεταφορά του στη δημοτική:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου