1.
«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε»
« του μιλάω και ατενίζω στο πρόσωπό του, μου φαίνεται σα νά ’ναι ζωντανός. Μέσα μου αισθάνομαι σαν παιδί που μιλάει προς τον πατέρα του. Όταν, για πρώτη φορά, Δευτέρα βράδυ, διάβαζα στο Απόδειπνο τους Χαιρετισμούς του Αγίου Προδρόμου, καθώς ήμουν τότε νέος μοναχός και στεκόμουν μπροστά στην εικόνα του, με πολλή ευλάβεια και αγάπη, όταν έφτασα στο λόγο των Χαιρετισμών: “εὐφημῶν γὰρ ἥδομαι τὰ σά, ἀπορῶν δὲ λόγου, δειλιῶν Πρόδρομε, αὐτὸς δὲ ἐνισχύων με...” (=“Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε! Διστάζω όμως και δειλιάζω, μια που δε βρίσκεται μέσα μου λόγος ικανός για να εκφράσω τούτο τον έπαινο· εσύ όμως δωσ’ μου δύναμη σ’ αυτό!”) —ω, τα θαυμάσιά σου, προστάτη μου, Τίμιε Πρόδρομε!– αισθάνθηκα μια υπερφυσική χάρη μες στην καρδιά μου και μου φάνηκε σα να σήκωσε ο Τίμιος Πρόδρομος ολόκληρο το σώμα μου ψηλά πάνω από τη γη, γεμίζοντάς με ολόκληρο με άρρητη χαρά και αγαλλίαση.
Κάποτε παρακαλούσα για χρόνια τον Τίμιο Πρόδρομο για ένα ζήτημα πνευματικής φύσεως και δε λάμβανα καμία πληροφορία γι’ αυτό. Οπότε μια μέρα, όταν
ασπάστηκα την αγία του εικόνα, τον παρακάλεσα με περισσότερη έμφαση, έχοντας μέσα μου λύπη και διαμαρτυρόμενος κάπως για τη σιωπή του. Αναχωρώντας από την αγία
εικόνα, άκουσα μια νοερή φωνή στη διάνοιά μου, που με πληροφορούσε και με
παρηγορούσε επαρκώς για το ζήτημα που τον παρακαλούσα. Ευχαρίστησα θερμά τον
Προστάτη μου και στο εξής ειρήνευσα μέσα μου».
2. Ανέλπιστο θαύμα της αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου
Στην εορτή του Αγίου Πνεύματος του έτους 1961, μετά τη Θεία Λειτουργία, ο εφημέριος
ιερομόναχος Παύλος ήρθε και μου διηγήθηκε τη θαυματουργία της αγίας Δεξιάς του
Τιμίου Προδρόμου που έγινε σ’ αυτόν, ως εξής:
«–Κατάλαβες τι μου συνέβη σήμερα στη Λειτουργία, πάτερ Λάζαρε;
–Τι; Για εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ!
–Βεβαίως, με άκουγες στον Όρθρο, πόσο δυσκολευόμουνα στις εκφωνήσεις, πώς είχε φράξει ο λαιμός μου από τη φαρυγγίτιδα που με τυραννάει κατά καιρούς.
–Ναι, το κατάλαβα. Κι έλεγα μάλιστα μέσα μου: “άραγε, πώς θα τα καταφέρει στη Λειτουργία ο παπάς;”.
«–Κατάλαβες τι μου συνέβη σήμερα στη Λειτουργία, πάτερ Λάζαρε;
–Τι; Για εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ!
–Βεβαίως, με άκουγες στον Όρθρο, πόσο δυσκολευόμουνα στις εκφωνήσεις, πώς είχε φράξει ο λαιμός μου από τη φαρυγγίτιδα που με τυραννάει κατά καιρούς.
–Ναι, το κατάλαβα. Κι έλεγα μάλιστα μέσα μου: “άραγε, πώς θα τα καταφέρει στη Λειτουργία ο παπάς;”.
–Άκου
λοιπόν: όταν συναχθήκαμε οι ιερείς στην εκκλησία για να πάρουμε “καιρό”, βλέπω
τον εαυτό μου νά ’ναι σε κακή κατάσταση. Πριν βάλει “Εὐλογητὸς” ο Καθηγούμενος,
πήγα και τον παρακάλεσα να βγάλει την αγία Δεξιά του Τιμίου Προδρόμου να την
ασπαστώ και να με σταυρώσει μ’ αυτή. Δέχθηκε αμέσως ο Καθηγούμενος, σταύρωσε
το κεφάλι μου με την αγία Προδρομική Δεξιά, λέγοντας και τη συνήθη ειδική ευχή
που υπάρχει γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Την ασπάστηκα κι εγώ με πολλή ευλάβεια κι
αγάπη, παρακαλώντας συγχρόνως τον Τίμιο Πρόδρομο να με λυπηθεί και να με
γιατρεύσει απ’ αυτή την ασθένεια που με τυραννούσε, για να μπορέσω –εις δόξαν
Θεού– να κάνω τις εκφωνήσεις με ευχέρεια φωνής· και για να μπορέσω να πω και
το Ευαγγέλιο με ευκολία και ευρυφωνία, όπως το λέμε συνήθως εμείς σε τέτοιες
Δεσποτικές εορτές.
Αυτά, περίπου, είπα προς τον Τίμιο Πρόδρομο όταν ασπαζόμουν
την αγία του Δεξιά. Και –ω, της θαυμάσιας και ταχείας σου αντιλήψεως, Τίμιε του
Χριστού Πρόδρομε!– αμέσως ένιωσα την ενέργεια της θείας Χάριτος, μαλάκωσε ο
λάρυγγάς μου κι άνοιξε η φωνή μου! Γέμισα από θείο ζήλο κι έκανα τις εκφωνήσεις
με πολλή ευλάβεια κι αγάπη. Είπα και το Ευαγγέλιο μ’ όλη μου την άνεση και την
ευκολία, μέσ’ από το βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου. Μ’ όλη μου την
ευλάβεια και με ευγνωμοσύνη, ευχαρίστησα τον πανάγαθο προστάτη μας, τον
πανένδοξο Βαπτιστή και Πρόδρομο του Κυρίου, με τις πρεσβείες του οποίου, είθε
να έχουμε όλοι μας αγαθό τέλος και να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν,
γένοιτο!...».
3. «Βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα»
Για
τη συνέχεια ο λόγος αφορά ένα ευλογημένο αδελφό της Μονής Διονυσίου, τον
πατέρα Βησσαρίωνα, ο οποίος καταγόταν από τη Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν
Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. Πριν την κοίμησή του, ήταν Οικονόμος σ’ ένα
Μετόχιο της Μονής Διονυσίου στη Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο «Καλαμίτσι».
Προαισθάνθηκε το θάνατό του κι αφού αποχαιρέτησε τους γνωστούς και τους φίλους
του, τους είπε πολύ απλά ότι «πηγαίνει πίσω στο Μοναστήρι για να πεθάνει (!)».
Μόλις αποβιβάσθηκε στην αποβάθρα της Μονής Διονυσίου, έκλινε τα γόνατα της
ψυχής και της καρδιάς του κι ευχαριστούσε ολόψυχα τον Τίμιο Πρόδρομο που τον
αξίωσε να έλθει πίσω στη Μονή της μετανοίας του, για να αποδώσει το «κοινόφλητο
χρέος» της εν Κυρίω αποδημίας του· η οποία, πραγματοποιήθηκε μετ’ από δυο μέρες,
αφού πρώτα αποχαιρέτησε όλους τους αδελφούς του και συγχωρέθηκε μαζί τους. Αυτός
ο τρισμακάριστος μοναχός είχε σαν «σύνοικο», θησαυρισμένη μέσα στην καρδιά του,
πολλή και ζέουσα, την αγία ταπείνωση και την πίστη.
Κάποτε βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
–Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, εκεί στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι αυτό το γεγονός κι αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα, όπως ακριβώς συνέβη, για να το σημειώσω ώστε να μαθαίνουν και οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί του;...
Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με τη συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:
«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 και, όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις εκεί δουλειές του Μετοχίου. Εσύ μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στο μύλο. Μια μέρα, δυο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε τη φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι ένα κερί. Εγώ πήγα κι άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετά από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δε ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Προδρόμου και του λέω:
–Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εσύ εδώ; Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την εικόνα σου; Ααα!..., δε σου ανάβω το καντήλι!...
Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στο μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Τιμίου Προδρόμου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο “κοτσουνούρης” (=ο διάβολος, ο πονηρός) δεν μ’ άφηνε! Πολύ με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου: “Άϊ, να δούμε τι θα γίνει!... Το καντήλι δεν το ανάβω εγώ απόψε!...”.
Κοιμήθηκα, λοιπόν, με τη σύγχυση που είχα μέσα μου, καθώς επέμενα στη γνώμη μου. Έτυχε νά ’ναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι απ’ το παράθυρο του κελιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου –τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδεία– κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!
Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Απ’ το φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:
–Πώς ήρθες εδώ;
Για απάντηση, μου λέει με ύφος σοβαρό:
–Το πώς ήρθα, να μη το ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δε μου ανάβεις το καντήλι;
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, του λέω:
–Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλα!...
Κλαίγοντας, τού ’βαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκιά και ήρεμη φωνή, να μου λέει:
–Παιδί μου, Βησσαρίων! Λες ότι “δεν είμαι ’δω”! Και, αν εγώ “δεν είμαι ’δω”, τότε, ποιος σε φυλάει εσένα, εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτή την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και απ’ τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;
–Άγιέ μου, του λέω, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις! Δε θα το ξανακάνω!
–Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι εικόνες δε θαυματουργούν!
Αυτά, μου είπε ο Άγιος κι έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα κιόλας πήγα στην εκκλησία και –ω, του θαύματος!– βλέπω όλα τ’ απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο ακριβώς τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην εικόνα του Αγίου! Ποιος ξέρει τι λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι έφερε πίσω τα χρήματα στην εικόνα, την ίδια κιόλας νύχτα!».
Σαν άκουσα τη διήγηση του π.Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:
–Τι ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;
Κάποτε βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
–Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, εκεί στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι αυτό το γεγονός κι αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα, όπως ακριβώς συνέβη, για να το σημειώσω ώστε να μαθαίνουν και οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί του;...
Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με τη συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:
«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 και, όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις εκεί δουλειές του Μετοχίου. Εσύ μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στο μύλο. Μια μέρα, δυο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε τη φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι ένα κερί. Εγώ πήγα κι άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετά από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δε ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Προδρόμου και του λέω:
–Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εσύ εδώ; Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την εικόνα σου; Ααα!..., δε σου ανάβω το καντήλι!...
Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στο μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Τιμίου Προδρόμου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο “κοτσουνούρης” (=ο διάβολος, ο πονηρός) δεν μ’ άφηνε! Πολύ με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου: “Άϊ, να δούμε τι θα γίνει!... Το καντήλι δεν το ανάβω εγώ απόψε!...”.
Κοιμήθηκα, λοιπόν, με τη σύγχυση που είχα μέσα μου, καθώς επέμενα στη γνώμη μου. Έτυχε νά ’ναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι απ’ το παράθυρο του κελιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου –τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδεία– κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!
Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Απ’ το φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:
–Πώς ήρθες εδώ;
Για απάντηση, μου λέει με ύφος σοβαρό:
–Το πώς ήρθα, να μη το ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δε μου ανάβεις το καντήλι;
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, του λέω:
–Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλα!...
Κλαίγοντας, τού ’βαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκιά και ήρεμη φωνή, να μου λέει:
–Παιδί μου, Βησσαρίων! Λες ότι “δεν είμαι ’δω”! Και, αν εγώ “δεν είμαι ’δω”, τότε, ποιος σε φυλάει εσένα, εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτή την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και απ’ τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;
–Άγιέ μου, του λέω, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις! Δε θα το ξανακάνω!
–Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι εικόνες δε θαυματουργούν!
Αυτά, μου είπε ο Άγιος κι έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα κιόλας πήγα στην εκκλησία και –ω, του θαύματος!– βλέπω όλα τ’ απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο ακριβώς τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην εικόνα του Αγίου! Ποιος ξέρει τι λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι έφερε πίσω τα χρήματα στην εικόνα, την ίδια κιόλας νύχτα!».
Σαν άκουσα τη διήγηση του π.Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:
–Τι ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;
Και
μου απάντησε:
–Να! Όπως τον βλέπεις και στην εικόνα: με την προβιά. Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στη ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!
–Σε πιστεύω, του λέω· γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια΄ 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (=«Σας βεβαιώνω πως μάνα δεν γέννησε ως τώρα άνθρωπο πιο μεγάλο από τον Βαπτιστή Ιωάννη!»)· αν και ο λόγος αυτός του Κυρίου υπονοεί πρωτίστως το πλήθος των αρετών και τη μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου. Όμως, έχει επίσης ισχύ και για τη σωματική του διάπλαση· γιατί τα λόγια του Κυρίου περιλαμβάνουν και τα δύο αυτά θέματα.
–Να! Όπως τον βλέπεις και στην εικόνα: με την προβιά. Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στη ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!
–Σε πιστεύω, του λέω· γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια΄ 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (=«Σας βεβαιώνω πως μάνα δεν γέννησε ως τώρα άνθρωπο πιο μεγάλο από τον Βαπτιστή Ιωάννη!»)· αν και ο λόγος αυτός του Κυρίου υπονοεί πρωτίστως το πλήθος των αρετών και τη μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου. Όμως, έχει επίσης ισχύ και για τη σωματική του διάπλαση· γιατί τα λόγια του Κυρίου περιλαμβάνουν και τα δύο αυτά θέματα.
4. «Μα,
τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου»
Διηγήθηκε
ο Γέροντας Χρύσανθος στον μοναχό Λάζαρο το εξής θαυμάσιο από τον Τίμιο
Πρόδρομο:
«Το
1939 ήμουν για ένα διάστημα τραπεζάρης. Πλησίαζε η γιορτή της Αγίας Δεξιάς του
Τιμίου Προδρόμου (την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών), κατά την οποία, ως συνήθως, εμείς
οι μοναχοί της Μονής Διονυσίου, μικροπανηγυρίζουμε. Εγώ από την προπαραμονή
μέτρησα το ψωμί και ήταν όλο κι όλο 250 πίτες. Τότε, αντί για τους
συνηθισμένους άρτους, ψήνονταν “πίτες”, από τις οποίες η κάθε μία υπεραρκούσε
για ένα άτομο. Για τη γιορτή του Τιμίου Προδρόμου έπρεπε να δώσω για ευλογία στους ξένους
προσκυνητές μία ή δύο πίτες τον καθένα. Λογαριάζω καλά το ψωμί
και βλέπω ότι δε θα φτάσει να περάσω τη γιορτή μ’ αυτό. Πηγαίνω στον Ηγούμενο.
Του λέω ότι το ψωμί δε θα μας φτάσει και ότι πρέπει αύριο, παραμονή της
γιορτής, να ζυμώσουμε.
Ο
Ηγούμενος, πάλι, δεν ξέρω τι σκέφτηκε μέσα του και μου λέει: “Όχι, δε θα ζυμώσουμε”. “Μα,
Γέροντα, δε θα μας φτάσει το ψωμί· θα ντροπιαστούμε στους ξένους να μην έχουμε
ψωμί στη γιορτή του Τιμίου Προδρόμου!”. Αυτός πάλι τα ίδια: “Όχι, θα περάσουμε
μ’ αυτό!”. Τι να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ έφυγα λυπημένος και καταστεναχωρημένος.
Πήγα
στην τράπεζα. Μοίρασα το ψωμί σε δυο κοφίνια. Έβαλα στο ένα κοφίνι 150 πίτες
και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφτηκα, εν τω μεταξύ, για την
τράπεζα του Σαββάτου, το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι και να τραπεζώσω προκειμένου
να οικονομήσω έτσι την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για
δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύτηκαν οι 150 πίτες που υπήρχαν στο ένα κοφίνι.
Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό πλέον κοφίνι το πήγα και τ’ άφησα μέσα
στο “παρακελλαρίκι” (=μικρός χώρος αποθήκευσης τροφίμων), όπου έχουμε το παξιμάδι
και τη ρακή. Μου έμειναν μονάχα 100 πίτες που τις φύλαγα για να τις τραπεζώσω
αύριο στη γιορτή του Αγίου, ανήμερα.
Το
απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο “παρακελλαρίκι” για να πάρω παξιμάδι καθώς και
το μπαγκράτσι για να μουσκέψω μέσα σ’ αυτό το παξιμάδι όπως είχα αποφασίσει από πριν και –ω,
τα θαυμάσιά σου, Τίμιε Πρόδρομε!– βλέπω το αδειανό κοφίνι που είχα βάλει εγώ εκεί
το πρωί, να είναι γεμάτο ψωμί φρέσκο! Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του
πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα βάλει 150 πίτες και
τις ξόδευσα τις δύο προηγούμενες μέρες. Τι είναι τούτο; Τι είναι το άλλο; Μα, φυσικά, τούτο είναι
θαύμα του Τιμίου Προδρόμου! Τρέχω λοιπόν στον Γέροντα χαρούμενος και του λέω
όλη την ιστορία· μάλιστα, τον προσκαλώ να έρθει και ο ίδιος μόνος του, να δει το
θαύμα οφθαλμοφανώς και να πιστέψει. Πράγματι, ήρθε και πιστοποίησε το θαύμα και
δώσαμε κι οι δυο μας την οφειλόμενη δόξα και τιμή στον Τίμιο Πρόδρομο.
Και νά ’βλεπες, την άλλη μέρα, παρακαλούσα
τους ασκητές και τους ξένους προσκυνητές που μας ήρθαν να πάρουν μαζί τους, όχι μία, αλλά από
πέντε κι από έξι πίτες ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σε όλους αυτό το θαυμάσιο που μας έγινε από τον Τίμιο Πρόδρομο…».
5. «Δε γνωρίζω εγώ ποιος είναι για προϊστάμενος;»
Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου
του σωτηρίου έτους 1937, με συνάντησε έξω από το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου
του Θεολόγου –το παρεκκλήσι που βρίσκεται απέναντι στο νοσοκομείο της Μονής Διονυσίου– ο προρρηθείς αδελφός
Χρύσανθος και, εμπιστευτικά, με πολλή συντριβή και κατάνυξη, πήρε να μου λέει
τι ακριβώς του συνέβη την προηγούμενη νύχτα:
«Εγώ, αδελφέ Λάζαρε, όπως γνωρίζεις, μια
που έβλεπες τις κινήσεις και τις ενέργειες που έκαμνα εδώ και πόσα χρόνια τώρα,
επιθυμούσα πολύ να γίνω προϊστάμενος της Μονής. Κι αφού για πολλά χρόνια προσπάθησα
παρακαλώντας τον ένα και τον άλλο, και τον Ηγούμενο πολλές φορές τον ζάλιζα γι’
αυτό το ζήτημα –και, όπως αποδεικνύεται τώρα, κατά θεία οικονομία δεν το
κατόρθωσα– με τη συνεργεία βέβαια και του πονηρού, ήρθα σε τόση λύπη και
στενοχώρια και, τόσο απελπίσθηκα και τόσο σκοτίσθηκε ο νους μου, που αποφάσισα …ν’
αυτοκτονήσω! “Ακούς εκεί!”, έλεγα με το λογισμό μου, “τόσους πιο νέους από μένα
να τους κάνουν προϊσταμένους κι εγώ που γέρασα και που εργάσθηκα σε τόσα
διακονήματα, να με καταφρονούν! Αυτό, πια, δεν το ανέχομαι! Θα κατέβω κάτω στη θάλασσα,
θα δώσω μια βουτιά να πνιγώ κι ας όψονται αυτοί μετά!”.
Αυτά μελετούσα μέσα μου για πολλές μέρες,
μέχρι που πήρα την τελική απόφαση να πράξω το νοούμενο. Αλλά με την πρεσβεία
του Αγίου Προστάτη μας, του Τιμίου Προδρόμου, με λυπήθηκε ο Θεός κι ένευσε στο
λογισμό μου, πριν πράξω αυτό που σκεφτόμουν, να κάνω ένα τριημέρι, δηλαδή για
τρεις συνεχείς μέρες να κλειστώ μέσα στο κελλί μου, να μη γευθώ τίποτε, να
κλείσω πόρτες και παράθυρα για να μη μπαίνει από πουθενά φως και, έτσι
ευρισκόμενος μέσα στο σκοτάδι, προσευχόμουν συνέχεια για δύο μερόνυχτα, χωρίς
να γευθώ τίποτε, ούτε νερό, ούτε να πλαγιάσω στο κρεβάτι, αλλά έτσι
προσευχόμενος, άλλοτε όρθιος κι άλλοτε καθιστός, μόλις με άρπαζε λίγος ύπνος,
μόλις ξυπνούσα πάλι προσευχόμουν.
Το τρίτο βράδυ λοιπόν, περίπου 3 με 4 η ώρα
τη νύχτα, γίνεται μια φοβερή λάμψη κι έφεξε όλο το κελί μου· συνάμα δε, ακούω μια
ηχηρή φωνή που μου έλεγε: “Γιατί δεν ησυχάζεις; Γιατί είσαι ταραγμένος και
σκέφτεσαι να κατέβεις κάτω στη θάλασσα να πνιγείς;”. Εγώ, αδελφέ μου, μόλις
είδα εκείνη τη λάμψη κι άκουσα και τη φωνή, μού ’φυγε όλη εκείνη η στενοχώρια
και η λύπη που με βασάνιζε κι άρχισα συνέχεια να κλαίω, να κλαίω, να κλαίω, και
να χύνω ακατάπαυστα δάκρυα και να ζητώ συγνώμη, ομολογώντας ότι έσφαλα και ότι
πλανήθηκα από τον πονηρό: “Συγχώρεσέ με, Άγιε!...”.
Η φωνή, επανέλαβε: “Γιατί παράτησες τη
ψαλτική; Τι έχεις εδώ και μια βδομάδα τώρα και δεν πλησιάζεις στο χορό, αλλά
γυρίζεις εδώ κι εκεί και ζητάς να γίνεις προϊστάμενος; Δε γνωρίζω εγώ ποιος
είναι για προϊστάμενος; Κι όταν εγώ δε θέλω, πώς μπορείς να γίνεις εσύ
προϊστάμενος; Δε γνωρίζω εγώ ποιος είναι για προϊστάμενος;”. Εγώ, έκλαιγα
συνέχεια κι ήμουν πεσμένος στο πάτωμα και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Του
υποσχέθηκα ότι από ’δω και πέρα θα ησυχάσω πραγματικά και ότι θα ξαναπάω στο χορό και ότι
ποτέ ξανά δε θα ζητήσω να γίνω προϊστάμενος. Αφού είπα αυτά, χάθηκε η λάμψη,
έπαυσε ο έλεγχος προς εμένα, αμέσως ειρήνευσα αδελφέ μου, κι όταν σήμανε η ακολουθία, ήρθα
στην εκκλησία κι άκουσα την ακολουθία του όρθρου και τη λειτουργία στο παρεκκλήσιο».
Όλα τα παραπάνω τ’ άκουσα με θαυμασμό και με
έκπληξη. Και μου τά ’λεγε αυτά, ο ίδιος ο αυτόπτης και παθών αδελφός, τα οποία και
τα σημειώνω τώρα, για να τα γνωρίζουν οι μεταγενέστεροι αδελφοί. Ας σημειωθεί δε, ότι
ο αδελφός Χρύσανθος είχε πολλή απλότητα γι’ αυτό και έτυχε του θείου ελέους και
της ιδιαίτερης προστασίας από τον Τίμιο Πρόδρομο. Διότι για μια 25ετία έψελνε
στο δεξιό χορό με πολύ ζήλο και ευλάβεια.
6. Θαυμαστή και φοβερή διάσωση
από τον ίδιο τον Τίμιο Πρόδρομο
Κάποιος αδελφός από τους
Προϊσταμένους της Μονής Διονυσίου, όταν έμαθε ότι για την τιμή και δόξα του
Τιμίου Προδρόμου σημειώνω και καταγράφω στα χρονικά της Μονής μας όλα τα κατά
καιρούς θαύματά του, μ’ επισκέφθηκε στο κελί μου και μου εκμυστηρεύτηκε ένα
γεγονός, αφού πρώτα, μετά από δική του παράκληση, τον διαβεβαίωσα ότι τ’ όνομά
του ούτε πρόκειται να γραφεί ούτε να ανακοινωθεί.
Αναθάρρησε μετά απ’ αυτό που του είπα και μου διηγήθηκε τα
παρακάτω:
«Εγώ, αδελφέ μου Λάζαρε –όπως θα θυμάσαι– το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου
του έτους 1955, στάλθηκα από το Μοναστήρι μας στη Θεσσαλονίκη για αγορά μερικών
αναγκαίων ειδών διατροφής και άλλων χρήσιμων πραγμάτων.
Φθάνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τη συνήθειά μας, έμεινα στο
ξενοδοχείο. Μένοντας εκεί –αλίμονο σε μένα το δύστυχο!– με την ενέργεια του
σατανά, μπλέχτηκα σ’ ένα μεγάλο κι απροσδόκητο πειρασμό. Αν δεν με πρόφταινε η
θεία Χάρη και η προστασία του Τιμίου Προδρόμου, ακόμη δεν ξέρω ποιό θα ήταν
τώρα το κατάντημά μου κι αν θα βρισκόμουν εγώ σήμερα στο Μοναστήρι».
Λέγοντας αυτά τα λόγια ο αδελφός, είδα να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια
του από την ανάμνηση και μόνο της δοκιμασίας που ο ίδιος πέρασε και της
εκπληκτικής θαυματουργίας που του έγινε στη συνέχεια. Για λίγο σιώπησε. Εγώ,
τον ενθάρρυνα και πάλι να μου πει ό,τι ακριβώς του συνέβη διαβεβαιώνοντάς τον, γι’
ακόμη μια φορά, ότι αυτή του η διήγηση θα λογισθεί σαν εξομολόγηση και ότι
κανείς από τους έξω δεν πρόκειται να μάθει τ’ όνομά του, ούτε ακόμη κι αυτός ο
ηγούμενος.
Και ο
αδελφός συνέχισε:
«Όταν νύχτωσε, ήμουν μόνος στο δωμάτιό μου. Μία κοπέλα, νέα κι όμορφη, έτυχε
να μένει και αυτή εκεί μαζί με τον αδελφό της. Την είχα γνωρίσει μικρή στο
πατρικό της πριν από δέκα χρόνια, μια και η οικογένειά της μας ήταν γνώριμη στο
Μοναστήρι. Στο μεταξύ, ο αδελφός της εκείνη τη νύχτα έλειπε. Έμαθε που έμενα
στο τάδε δωμάτιο κι έχοντας όλο το οικογενειακό θάρρος, μια και με γνώριζε όπως
σου προείπα, μ’ επισκέφτηκε. Μετά το συνηθισμένο χαιρετισμό, αρχίσαμε να
μιλάμε. Τη ρώτησα να μάθω για τον πατέρα της καθώς και για τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς
της. Κι αυτή παρομοίως με ρώτησε για κάποιους πατέρες που γνώριζε. Πέρασε γύρω
στη μία ώρα συνομιλώντας έτσι. Στο τέλος, μου πρότεινε να πάμε στο δωμάτιό της
να με φιλέψει απ’ το φαγητό που είχε φάει με τον αδελφό της εκείνη τη μέρα, το
οποίο το είχε διαθέσιμο λόγω της έκτακτης και αιφνίδιας αναχώρησης του αδελφού
της. Ήθελε να μου δώσει και μερικά εκλεκτά φρούτα απ’ το χωριό τους. Και
λέγοντάς με πολλά τέτοια, με θερμοπαρακαλούσε να ενδώσω.
Εγώ, στην αρχή, αντέλεγα και αντιδρούσα σ’ αυτήν την παράκαιρη συναναστροφή,
αλλ’ αυτή όμως επέμενε. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και τι δεν έλεγε! “Μια στιγμή θα
πάμε μόνο και θα φύγεις μετά”. Ω, συμφορά μου, αδελφέ μου! Καταλαβαίνεις σε τί δύσκολη
θέση βρέθηκα. Από τη μια σκεφτόμουν το παράλογο, το άτοπο και το άγνωστο που με
περίμενε μέσα σ’ αυτήν την παγίδα. Από την άλλη, τα γλυκά της λόγια, τα
παρθενικά της κάλλη, τα πυρωμένα βέλη του νόμου της σάρκας που μας
αντιστρατεύεται όλους, η νύχτα, η μοναξιά… Ζαλίστηκα κι άρχισα να υποχωρώ και
να ενδίδω στο θέλημά της. Επίσης, να πω ότι, μέσ’ από το βάθος της ψυχής και
της καρδιάς μου παρακαλούσα και ικέτευα τον Τίμιο Πρόδρομο να με προστατεύσει
να μη γίνω παίγνιο και περίγελο δαιμόνων.
Για να μη
στα πολυλογώ, πήγαμε στο δωμάτιό της, στον αντίκρυ όροφο, σ’ ένα άλλο
διαμέρισμα που απείχε πολύ απ’ το δικό μου και, μόλις μπήκαμε μέσα, αυτή κλείδωσε
καλά την πόρτα και ετοιμαζόταν να με φιλέψει. Φαντάζεσαι τώρα την χαρά, τον
αλαλαγμό και τον θρίαμβο των δαιμόνων από την παραλίγο συντελεσμένη τους νίκη!
Αλλά, ω, τα θαυμάσια θαυματουργήματά σου, μέγιστε Προστάτη μας,
πανένδοξε Βαπτιστή και Πρόδρομε του Κυρίου!
Ενώ
θεωρούνταν πια τελειωμένο γεγονός η συντριβή μου και η κατάπτωσή μου στην
αμαρτία, εμφανίζεται αμέσως μία φωταυγέστατη αστραπή που φώτισε όλο το δωμάτιο
σαν να το φώτιζαν πολλά μαζί ηλεκτρικά φώτα. Και, μέσα σ’ αυτό το αστραφτερό
φως, παρουσιάζεται ο μέγας Πρόδρομος Ιωάννης και μ’ αρπάζει απ’ το στήθος και,
μέσα σε μια στιγμή, χωρίς καν να καταλάβω το παραμικρό, βρέθηκα στο δικό μου
δωμάτιο, στην άλλη άκρη του ορόφου.
Όταν συνήλθα
από την κατάπληξή μου και κατάλαβα τη μεγάλη χάρη και την προστασία που μου
έγινε από τον πανάγιο Προστάτη μου, τον Τίμιο Πρόδρομο, όλη εκείνη τη νύχτα την
πέρασα με προσευχή και με πολλά δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνης και ευλάβειας.
Θαύμασα τη μεγάλη προστασία και αγάπη που έχει ο Τίμιος Πρόδρομος σ’ εμάς τους
Διονυσιάτες μοναχούς, τα ελάχιστα τέκνα του».
Κι εγώ τότε
του είπα:
«Σαν άνθρωπος που είσαι κι εσύ, γλίστρησες· και σίγουρα η έκβαση αυτού
του πειρασμού θα ήταν για μεγάλη σου ψυχική ζημιά. Ο Πανάγαθος Θεός όμως σε
σκέπασε για την υπακοή που έκανες και για τη διακονία σου. Αλλά και εξαιτίας
των ευχών και των παρακλήσεων των πατέρων της Μονής, παρενέβη ο Τίμιος
Πρόδρομος, ο οποίος σε γλύτωσε από μεγάλο ψυχικό ολίσθημα».
※
[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου:
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων
και ολική μεταφορά τους στη δημοτική:
π. Δαμιανός.]
※
[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου:
«Διονυσιάτικαι
Διηγήσεις»,
(1) κεφ. 62ο, σελ.
127–128·
(2) κεφ. 65ο, σελ.
132–133·
(3) κεφ. 44ο, σελ. 84–86·
(4) κεφ. 61ο, σελ.
125–126·
(5) κεφ. 59ο, σελ.
119–120,
(6) κεφ. 56ο, σελ. 112–114,
(6) κεφ. 56ο, σελ. 112–114,
έκδοσις Ιεράς Μονής
Διονυσίου,
Άγιον Όρος 20004.Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων
και ολική μεταφορά τους στη δημοτική:
π. Δαμιανός.]
※
Ἀφιερώνεται
σ’ ἕναν ἀληθινὸ
φίλο, ἀκόλουθο καὶ ἱκέτη τοῦ Προδρόμου,
ζωντανὸ φορέα
ἀδιάλειπτης εὐχῆς καὶ μαρτυρικῆς σοφίας,
ποὺ εἶναι
γιὰ μένα, ἐδῶ καὶ χρόνια,
πολύτιμο καὶ σπάνιο δῶρο Θεοῦ.
πολύτιμο καὶ σπάνιο δῶρο Θεοῦ.
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου