ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, Ο ΕΝ ΠΑΡΩ
Γεννημένος
στα Ιωάννινα από ευσεβείς γονείς στα 1800, ο όσιος Αρσένιος έμεινε ορφανός σε
ηλικία εννέα ετών και τον ανέλαβε ο ιερομόναχος Γρηγόριος, διευθυντής της
Σχολής των Κυδωνιών στη Μικρά Ασία. Κατά το πέμπτο και τελευταίο έτος των σπουδών
του, τον παρουσίασαν στον πατέρα Δανιήλ τον Ζαγοραίο, έναν από τους πιο
φημισμένους πνευματικούς Πατέρες της εποχής, στον οποίο και προσηλώθηκε.
Όταν ο
Δανιήλ αποφάσισε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, ο νεαρός μαθητής του τον
παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του, παρά τους κανονισμούς που απαγόρευαν την
είσοδο ανηλίκων στο Άγιον Όρος. Προκόβοντας γρήγορα στις θεμελιώδεις αρετές της
αποκοπής του ιδίου θελήματος, της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής, ενεδύθη το
μοναχικό Σχήμα με το όνομα Αρσένιος. Μετά από έξι χρόνια, οι δύο άνθρωποι του
Θεού υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον Άθω εξαιτίας ταραχών και διχοστασιών που
προκάλεσε η έριδα για τα κόλλυβα και τη συχνή μετάληψη. Ο διωγμός αυτός κατά
των υπερασπιστών των αποστολικών παραδόσεων απέβη τελικά προς όφελός τους,
διότι εκτοπισμένοι σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος και, συγκεκριμένα στα
νησιά, οι Κολλυβάδες συνετέλεσαν σε μια εκπληκτική αφύπνιση του πνευματικού
βίου στον λαό, που παραμένει αισθητός μέχρι σήμερα.
Οι δύο
άγιοί μας εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Μονή Πεντέλης της Αττικής [16 Αυγ.]. Καθώς όμως
ετοιμαζόταν να ξεσπάσει η Επανάσταση, ο Δανιήλ διέβλεπε ότι η Μονή θα
καταστρεφόταν από τους Τούρκους και έτσι κατέφυγαν στις Κυκλάδες. Στην Πάρο
έγιναν αδελφικά δεκτοί από τον ηγούμενο της Μονής Λογγοβάρδας, Φιλόθεο, ο
οποίος τους έστειλε κοντά στον περίφημο ιεροκήρυκα Κύριλλο Παπαδόπουλο, που
διέμενε στη Μονή του Αγίου Αντωνίου μαζί με άλλους αγιορείτες μοναχούς της ομάδας
των Κολλυβάδων. Κατόπιν αιτήματος των κατοίκων της Φολέγανδρου, που επιθυμούσαν
να έχουν μια στοιχειώδη εκπαίδευση, ο Αρσένιος χειροτονήθηκε διάκονος και
ορίστηκε διδάσκαλος. Το καθήκον του δεν περιοριζόταν στη διδασκαλία των
ελληνικών, αλλά προσπαθούσε κυρίως να εμπνεύσει τους μαθητές του στον σεβασμό
απέναντι στις εντολές του Θεού και την αγάπη της αρετής. Με τον Δανιήλ να
εξομολογεί τους ενήλικους και τον Αρσένιο να διδάσκει τα παιδιά, τα ήθη του
λαού άλλαξαν γρήγορα και έφθασαν σε υψηλή ποιότητα. Όταν μετά από λίγο ο Δανιήλ
αισθάνθηκε ότι πλησίαζε το τέλος του, παρήγγειλε στον μαθητή του να μεταφέρει
το σώμα του στο Άγιον Όρος και να περάσει τον υπόλοιπο βίο του στην ησυχία, για
να προετοιμαστεί για την αντάμωσή τους στην ουράνια Ιερουσαλήμ.
Μένοντας
πάλι ορφανός, αλλά έχοντας την εμπιστοσύνη του στον Θεό, ο Αρσένιος
αποχωρίστηκε τους απαρηγόρητους πιστούς του και πήρε το καράβι για τον Άθω.
Έκανε μια στάση στην Πάρο για να χαιρετήσει τον πατέρα Φιλόθεο και να
προσκυνήσει τον τάφο του πατρός Κυρίλλου, που προσφάτως είχε εκδημήσει στη Μονή
του Αγίου Αντωνίου. Εκεί όμως αναγκάσθηκε να ενδώσει στις επίμονες παρακλήσεις
των μαθητών του εκλιπόντος και αποφάσισε να παραμείνει στο μοναστήρι.
Διήγε
βίο αντάξιο του Μεγάλου Αρσενίου: έτρωγε ίσα-ίσα για να διατηρείται στη ζωή,
κοιμόταν μόνο τρεις ώρες τη νύχτα και προσευχόταν κατά τον υπόλοιπο χρόνο του.
Οι πρόοδοί του στην τέχνη της ασκήσεως προκάλεσαν τον γενικό θαυμασμό και, παρά
τη θέλησή του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πνευματικός από τον μητροπολίτη
Κυκλάδων. Κληθείς από τη θεία Πρόνοια να διδάξει τον λαό, προτιμούσε πάντα τα
έργα του να ξεπερνούν τα λόγια του και αποδεικνυόταν ζωντανό παράδειγμα
ευαγγελικής τελειότητος. Όταν στεκόταν στο Θυσιαστήριο έμοιαζε με απαστράπτοντα
άγγελο και τα δάκρυά του προκαλούσαν κατάνυξη σε όλους τους παρευρισκομένους.
Παρόμοιες νηπτικές αρετές προσείλκυαν κοντά του για εξομολόγηση όχι μόνον τους χριστιανούς
της Πάρου, αλλά και άλλων νησιών καθώς και διαφόρων πόλεων της Ελλάδας, όπως και
μοναχούς του Αγίου Όρους και άλλων μοναστηριών. Τους δεχόταν με αγάπη και με
λεπτή διάκριση χορηγούσε το κατάλληλο φάρμακο στα πνευματικά πάθη τους. Όταν
εκοιμήθη ο ηγούμενος, οι μοναχοί τον εξέλεξαν ομόφωνα ως διάδοχό του. Ο όσιος όμως
διαπίστωσε σύντομα ότι το αξίωμα αυτό έμπαινε εμπόδιο στην ποιμαντορική
δραστηριότητά του, γι’ αυτό και παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε έκτοτε αποκλειστικά
στην προσευχή και την εξομολόγηση. Ήταν πνευματικός πατέρας στις Μονές
Λογγοβάρδας και Αγίου Γεωργίου καθώς και στη γυναικεία Μονή της Μεταμορφώσεως,
ενώ, όταν πήγαινε στη μία ή στην άλλη καβάλα στο μουλάρι, σκέπαζε το πρόσωπό
του με το κουκούλιό του, ώστε να μένει απερίσπαστος στην αδιάλειπτη προσευχή
του.
Εκτός
από τις εθελούσιες κακοπάθειες της ασκήσεως, ο όσιος Αρσένιος χρειάστηκε να
δοκιμάσει και θλίψεις προερχόμενες από τους προκρίτους του νησιού, ακόμα και
από τον μητροπολίτη, ο οποίος τον έπαυσε προσωρινά από τα ιερατικά καθήκοντά
του. Ωστόσο χαιρόταν για τις θλίψεις αυτές, όπως ο άγιος Παύλος (βλ. Β΄ Κορ. 7,
4) και προσευχόταν για τους εχθρούς του. Υπέφερε επίσης για τις ταραχές και
διχοστασίες ανάμεσα στις μοναχές της Μονής Μεταμορφώσεως, σε σημείο που αφού οι
επιπλήξεις του παρέμεναν άκαρπες, αποφάσισε να τις εγκαταλείψει στην κακή τους
θέληση. Στον δρόμο όμως συνάντησε τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ο οποίος τον
παρότρυνε να υπομένει τις αμαρτίες και τα πάθη των πνευματικών του τέκνων, όπως
ο Χριστός υπομένει τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων και, έτσι, ο Αρσένιος αποφάσισε
να επιστρέψει στη Μονή.
Για την
Πάρο αποτελούσε πραγματική παρουσία του Θεού, καθώς έβαλε τέλος με την προσευχή
του στην ξηρασία και προστάτευε τους κατοίκους από τις επιθέσεις των δαιμόνων.
Αφού επιτέλεσε έτσι πλήθος θαυμάτων, το μέγιστο των οποίων ήταν η μεταστροφή πολλών
αμαρτωλών, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του 1877. Η τιμή του
αναπτύχθηκε αυθόρμητα μέσα στον λαό και αναγνωρίσθηκε περίτρανα από το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1967, χάρις στις επαινετές προσπάθειες του
μακαριστού πατρός Φιλόθεου Ζερβάκου (†1979), ηγουμένου της Λογγοβάρδας, άκρως
ασκητικού ανδρός, πύρινου διδασκάλου και άξιου διαδόχου των αγίων Κολλυβάδων.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων τὴν ἄσκησιν, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐνθέως ἐζήλωσας,
ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, Ἀρσένιε Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν νήσῳ Πάρῳ, ἰσαγγέλως ἀσκήσας,
εἴληφας οὐρανόθεν, τῶν θαυμάτων τὴν χάριν, παρέχων τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ
ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον, καὶ τοῦ Σωτῆρος
ἐνθεώτατον θεράποντα, ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς ἔμπλεως
χαρίτων τῶν τοῦ Πνεύματος, δίδου πάντοτε τὴν χάριν σου τὴν ἄφθονον, τοῖς βοῶσί
σοι· χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν μοναζόντων, τύπος
θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις ὁ τῆς Πάρου, θερμότατος προστάτης, Ἀρσένιε παμμάκαρ,
Ἠπείρου βλάστημα.
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 198–201.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου