ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΟΥΜΕΛΑ
Ένας ιερέας ονόματι Βασίλειος, καταγόμενος από την
Αθήνα, είδε μία ημέρα σε όραμα την Θεοτόκο που του αποκάλυψε ότι σύντομα θα
ενδυόταν το μοναχικό Σχήμα μαζί με τον ανηψιό του διάκονο Σωτήριχο, και ότι
όφειλε να υπακούσει σε όλα τις εντολές της. Έτσι και έκαναν· και μεταβαίνοντας
σε μία εκκλησία όπου τιμώταν μία από τις Εικόνες της Παναγίας ιστορηθείσα,
σύμφωνα με την παράδοση, από τον Απόστολο άγιο Λουκά, άκουσαν τη φωνή της Θεοτόκου
να τους διαβεβαιώνει ότι θα τους συνόδευε μέχρι το όρος Μελά, για να κτίσουν
μία εκκλησία προς τιμήν της. Ευθύς παρουσιάσθηκαν δύο άγγελοι που πήραν την
αγία Εικόνα.
Οι δύο όσιοι ενδύθηκαν το μοναχικό Σχήμα σε ένα
μοναστήρι της περιοχής, παίρνοντας τα ονόματα Βαρνάβας και Σωφρόνιος· και, αφού
καταρτίσθηκαν για μία εβδομάδα στις αρχές του αγγελικού βίου, άρχισαν το μακρινό
ταξίδι τους. Οδηγούμενοι με ασφάλεια από την Παναγία, έφθασαν στην Κολονία,
όπου ο επίσκοπος Πέτρος χειροτόνησε τον Σωφρόνιο πρεσβύτερο. Από εκεί, πέρασαν
στην Ελλάδα, προσκύνησαν τα λείψανα του αγίου Αχιλλίου [15 Μαΐου] και του αγίου
Βαρβάρου στη Θεσσαλία και έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Αφού έμειναν για λίγο στη
Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, οι δύο όσιοι οδηγήθηκαν με ένα πλοίο σταλμένο
από την Παναγία στη Μαρώνεια της περιοχής Ροδόπης, απ’ όπου επισκέφθηκαν το
μοναστικό κέντρο του Παππικίου όρους. Ο ηγούμενος του πρώτου μοναστηριού,
εκλαμβάνοντάς τους για πλάνητες και άστατους μοναχούς, τους άφησε τρεις ημέρες
έξω δίχως τροφή και νερό. Ειδοποιημένος όμως για την αποστολή τους από ένα επιτακτικό
όραμα, τους δέχτηκε τελικά, τους έδειξε τον αγγελικό βίο των μοναχών του και τους
άφησε κατόπιν να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς την Ανατολή. Την ημέρα, καθώς
περπατούσαν, έλεγαν το μισό Ψαλτήριο,
και το άλλο μισό κατά τη νυχτερινή αγρυπνία τους. Φθάνοντας στον ποταμό Έβρο
που είχε φουσκώσει, πέρασαν αβρόχοις ποσί. Μπροστά στο θαύμα αυτό, οι κάτοικοι
του γύρω τόπου παρακάλεσαν τους δύο οσίους να μεσιτεύσουν υπέρ αυτών για τα
χωράφια τους που τα ρήμαζαν οι ακρίδες. Με την προσευχή τους οι ακρίδες
μαζεύτηκαν όλες σε ένα μαύρο σύννεφο που πήγε κι έπεσε στο ποτάμι.
Κατευθύνθηκαν εν συνεχεία προς το περίφημο
μοναστικό κέντρο του όρους Λάτρο [15 Δεκ.], θεραπεύοντας τους αρρώστους και
οικοδομώντας όσους τους πλησίαζαν. Έκαναν δε μία στάση στην Έφεσο για να
προσευχηθούν στο ιερό του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Καθ’ οδόν δέχθηκαν
επίθεση από ληστές και οι άγιοι έδειξαν σ’ αυτούς τον Σταυρό, που ήταν ο μόνος τους
θησαυρός. Αυτοί τότε έπεσαν κατά γης θαμπωμένοι από τη λάμψη του και,
εμπιστευόμενοι τη σωτηρία τους στους οσίους, τους ακολούθησαν. Στην Έφεσο, τους
αποκαλύφθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και τους έστειλε στο όρος Γαλήσιο [7
Νοεμ.] εφοδιασμένους με συστατική επιστολή για τον ηγούμενο, προκειμένου να
δεχθεί τους ληστές στην κοινότητά του.
Περνώντας από τη Σμύρνη, τη Μυτιλήνη, τη Λάμψακο
και την Κύζικο, οι όσιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος επισκέφθηκαν τη Μονή του
Μεγάλου Αγρού στο όρος της Σιγριανής [12 Μαρτ.]. Θέλησαν να μείνουν εκεί, αλλά
ο ηγούμενος, που είχε το προφητικό χάρισμα, τους ώθησε να εκπληρώσουν την
αποστολή τους. Φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, προσκύνησαν τα ιερά της Πόλης
και κατόπιν επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο που έφευγε για την Τραπεζούντα. Μετά από
ταξίδι δέκα ημερών, τους υποδέχθηκε στην πρωτεύουσα του Πόντου ο επίσκοπος, που
τους πήγε να προσκυνήσουν τα λείψανα του πολιούχου της πόλης, αγίου Ευγενίου
[21 Ιαν.]. Σε ένα νέο όραμα η Παναγία τούς πρόσταξε να ακολουθήσουν τον ποταμό
Πυξίτη μέχρι τις πηγές του. Ο Σωφρόνιος, θέλοντας να προμηθευτεί εφόδια για τον
δρόμο, σκόνταψε σε μία πέτρα και τραυμάτισε το πόδι του. Ο Βαρνάβας τού έδεσε
την πληγή αναμειγνύοντας τα δάκρυά του στα βότανα που βρήκαν εκεί γύρω και,
έτσι, μέσα σε τρεις ημέρες μπόρεσαν να συνεχίσουν τον δρόμο τους.
Τέλος, έφθασαν στο όρος Μελάς, το οποίο βρίσκεται
σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα, κατάφυτο και χαμένο πάντα μέσα
στην πυκνή ομίχλη. Ένα πλήθος χελιδόνια που μπαινόβγαινε σε μία απρόσιτη σπηλιά,
τράβηξε την προσοχή τους. Κατά την επικίνδυνη ανάβασή τους προς την κατεύθυνση
εκείνη, ένα γιγάντιο δένδρο σωριάστηκε πάνω στην παρειά και σχημάτισε ένα είδος
φυσικής σκάλας, που τους επέτρεψε να φθάσουν στη σπηλιά. Ανακάλυψαν τότε πάνω
σε μια βραχώδη κορυφή την Εικόνα της Θεοτόκου, ακτινοβολώντας υπερκόσμιο φως
και μοιάζοντας να τους περιμένει καρτερικά. Έχοντας φθάσει στο τέλος της τριετούς
ιεροαποδημίας τους, γεμάτοι χαρά και δέος, άρχισαν να καθαρίζουν τη σπηλιά για
να φτιάξουν εκ των ενόντων μία εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Με τις προσευχές
τους, μία πηγή με ιαματικό νερό ανάβλυσε στη βάση της Εικόνος, προσφέροντας
έκτοτε θεραπεία στις ασθένειες των προσκυνητών. Με τη βοήθεια του ηγουμένου μιας
κοντινής μονής, εγκατέστησαν γρήγορα ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Αρχάγγελο
Μιχαήλ και, κατόπιν, έκτισαν μία εκκλησία αφιερωμένη στην Θεοτόκο, που
εγκαινιάσθηκε από τον τότε επίσκοπο Τραπεζούντος.
Έκτοτε, πλήθος προσκυνητών προσέρχονταν στη μονή,
παρακινούμενοι από τις αρετές των οσίων Πατέρων και τα θαύματα της Θεοτόκου,
ενώ πολλοί ανάμεσά τους παρέμεναν ως μοναχοί. Ο όσιος Βαρνάβας άφηνε συχνά την
καθοδήγηση της αδελφότητος στον ανηψιό του για να αποσυρθεί ψηλά στο βουνό,
μόνος με τον Θεό. Μία ημέρα είδε σε όραμα την Παναγία εν μέσω αφάτου φωτός να
του παραδίδει ένα Σταυρό και ένα κλαδί ελιάς ως σημείο της επικείμενης εκδημίας
του. Ο όσιος αποχαιρέτησε τότε τους αδελφούς, παροτρύνοντάς τους να τηρούν αυστηρά
τις διδαχές του, τις οποίες άφησε σε μία Διαθήκη,
και προφήτευσε ότι μετά την τελευτή του το μοναστήρι θα ερημωνόταν από
βαρβάρους, αλλά ανακαινιζόταν κατόπιν. Μένοντας μόνος, φόρεσε τα άμφιά του και
μετέβη στο κοιμητήριο, όπου παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του. Όταν τον βρήκε ο
Σωφρόνιος, θρήνησε πικρά και εξέπνευσε κι αυτός με τον ίδιο τρόπο αμέσως. Οι
αδελφοί ανακάλυψαν τα σώματά τους επιστρέφοντας από την εργασία τους και βρήκαν
μεγάλη παρηγοριά στην ανάγνωση της Διαθήκης
τους. Σαράντα ημέρες αργότερα, ορίστηκε νέος ηγούμενος και το Μοναστήρι γνώρισε
έκτοτε μεγάλη ακτινοβολία.
Σύμφωνα, όμως, με την προφητεία του οσίου Βαρνάβα,
ο άγιος αυτός τόπος έγινε το αντικείμενο της απληστίας και ο μόνιμος στόχος της
επιδρομής των βαρβάρων, που το ερήμωσαν στο τέλος τελείως και κατέσφαξαν τους μοναχούς.
Πολλά χρόνια αργότερα, ένας αγράμματος χωρικός, ο Χριστοφόρος, που ήταν
εξαδάκτυλος, κλήθηκε από την Παναγία, ενώ δούλευε στα χωράφια. Παράτησε το
ζευγάρι του σαν νέος Ελισσαίος (βλ. Α΄ Βασ. 19, 19) και μετέβη στην Τραπεζούντα
για να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Οδηγημένος από την Θεοτόκο μέχρι τη σπηλιά του
όρους Μελάς, ανακάλυψε τη εικόνα και βάλθηκε να καθαρίζει εκ νέου τον τόπο.
Αίφνης, βρέθηκε ικανός να διαβάζει το Ευαγγέλιο, ενώ ήταν αγράμματος, και
παρέμεινε εκεί στο ιερό σπήλαιο προσκαρτερώντας στους αγώνες της αρετής και στη
θεωρία· έλαβε, μάλιστα, και άνωθεν το δώρο να γνωρίζει από στήθους όλη την Αγία
Γραφή. Έγινε πόλος έλξης για όλους εκείνους που διψούσαν για την αρετή και την
προσευχή και έτσι το Μοναστήρι αναπτύχθηκε γρήγορα. Όταν ο άγιος Χριστοφόρος
συναισθάνθηκε ότι η ώρα της εκδημίας του ήταν κοντά, μάζεψε τους αδελφούς,
συνέστησε σ’ αυτούς να τηρούν αυστηρά και απαρέγκλιτα τις σεπτές εντολές των
οσίων Βαρνάβα και Σωφρονίου και να τιμούν με θέρμη την αγία Εικόνα, και απήλθε προς
συνάντηση των Πατέρων του.
Η ιστορία των οσίων Βαρνάβα και Σωφρονίου είναι
παραπλήσια με εκείνη των αγίων Συμεών και Θεοδώρου, κτιτόρων της Μονής του
Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο. Εκτός από την Εικόνα της Παναγίας Σουμελά,
έργο του Αποστόλου Λουκά, έχουμε και άλλες εικόνες του. Μία από τις εικόνες
αυτές βρίσκεται και τιμάται στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπως προαναφέρθηκε,
καθώς και στη Μονή Κύκκου της Κύπρου. Ας σημειωθεί δε, ότι ο συγγραφέας του Βίου των οσίων κτιτόρων της Μονής
Σουμελά, ο Ακάκιος Σαββαΐτης, τοποθετεί τη διήγησή του στον 4ο αιώνα. Τα
αναφερόμενα όμως ιερά και μοναστήρια επιτρέπουν σ’ εμάς άνετα να την
τοποθετήσουμε μάλλον προς τις αρχές του 13ου αιώνα.
Υπό τη σκέπη της Παναγίας, η Μονή Σουμελά
παρέμεινε ανά τους αιώνες η παλαίφατη Κιβωτός της Ορθοδόξου Πίστεως στον Πόντο
και πηγή αναρίθμητων θαυμάτων που ενδυνάμωναν την πίστη και την ελπίδα των
χειμαζομένων πιστών. Η Μονή Σουμελά γνώρισε την προστασία, την εύνοια και τις πλούσιες
δωρεές των Μεγάλων Κομνηνών, αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, και ιδιαιτέρως του
Αλεξίου Γ΄ (1349-1390). Μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Τούρκους
(1461), τα προνόμια της Μονής έγιναν σεβαστά από τους σουλτάνους και η Σουμελά
παρέμεινε μία νησίδα Ελληνικής Παιδείας μέχρι τον πολύκλαυστο διωγμό των
Ελλήνων του Πόντου, το 1923. Εγκαταλελειμμένη, καταστράφηκε από πυρκαγιά το
1930· και, το επόμενο έτος, στάθηκε δυνατό να μεταφερθούν στην Ελλάδα η
θαυματουργός Εικόνα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που ήσαν αποτεθειμένα σε μία
κρύπτη. Η Εικόνα αυτή τιμάται και γεραίρεται πανδήμως σήμερα στη νέα Μονή της Παναγίας
Σουμελά, στο όρος Βέρμιο της ένδοξης και ελληνικότατης Μακεδονίας μας.
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 194–197.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου