Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ DNA ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΜΑΣ


ΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ DNA ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΜΑΣ


     Θα έλεγα πως έχουμε ένα ψευδοϊσχυρό άλλοθι να λακίζουμε από το κατώφλι του Θεού. Απορροφήσαμε πολλή ερημιά και αυτό ισοπέδωσε την ύπαρξή μας. Λες και παρουσιάζουμε μια βαριά αθυμία να πιστέψουμε. Στην εποχή μας είναι γεγονός πως μας απολείπουν ή μας κρύβονται τα ένθεα πρότυπα, τα έμψυχα δοχεία της Χάριτος, οι άγιοι του Θεού.
     Τα πρότυπα εμπνέουν διαρκώς τα πρόσωπα. Δεν τ’ αφήνουν μόνα στη νάρκη και στην παράκρουση του κόσμου. Τα εμπνεόμενα πρόσωπα πάλι ξέρουν μετά πώς να βαδίσουν και πώς να φερθούν: ταπεινά, όμορφα, συνετά, σταθερά και ελεύθερα.
     Έπειτα, σε προσωπικό επίπεδο, στερούμαστε και εκείνων των αγνών θεολογικών βιωμάτων της καρδιάς. Ποιον είχαμε να μας τα παραδώσει ποτέ; Σχεδόν κανέναν. Και ποιον δεν είχαμε για να μας τα ακυρώσει, να τα αμαυρώσει και να τα προδώσει; Σχεδόν τους πάντες.
     Το να γνωρίζεις τον Θεό όχι «θρησκευτικά» και τυπικά, αλλά βιωματικά, είναι μια δωρεά άνωθεν. Κατέρχεται η σφραγίδα της Χάριτος καταλυτικά στην καρδιά και μετά τίποτα στον κόσμο αυτόν δεν υπάρχει που να «σιάζει» ή να κλονίζει τον άνθρωπο.
     Η ψύχρα, η αδιαφορία, η ντουγανιά, η αδιακρισία και η νευρασθένεια της αμαρτίας πάει από γενιά σε γενιά. Η αμαρτία της ρίζας εκτοξεύεται προς τους κλάδους. Η απώλεια που φέρνει η αμαρτία στη ζωή μας δεν έρχεται ξαφνικά· συνηθίζεται ή αφομοιώνεται όμως σταδιακά σε τέτοιο σημείο που να θεωρείται από τους περισσότερους φυσικότητα ή αναγκαιότητα.
     Τα παιδιά, τα νεαρά βλαστάρια μας, το μόνο που κάνουν είναι να ανακυκλώνουν στους εαυτούς τους τη ζωή που είδαν στα πρόσωπα και τη σχέση των γονιών τους. Και οι γονείς αυτών των παιδιών τρέφουν μέσα τους μια ανεξάλειπτη αναφορά προς τους δικούς τους γονείς.


     Αυτά που βλέπουμε ή από όσα επηρεαζόμαστε, πράττουμε όλοι μας. Μετά η συστάδα των προσωπικών επιλογών μάς χαρακτηρίζει, γίνεται ο κύκλος μας ή αρκετά σπάνια ο ορίζοντάς μας. Μιλάμε για την «πνευματική πλευρά» ενός ισχυρού και αναπόδραστου «σπιτικού» DNA· είναι το σπιτικό DNA των ψυχών μας. Γενιά με γενιά εισβάλλει η αμαρτία στον κόσμο των ανυποψίαστων ανθρώπων.
     Αν όμως, μέσα σε μια οικογένεια, σ’ ένα σπιτικό, σε μια φαμίλια και σ’ ένα σόι, βρεθεί ένας μυστικός άγιος, ένας ταπεινός και αθέατος αγωνιστής του Θεού, τότε το πράγμα αλλάζει άρδην. Το σαρωτικό κράτος της αμαρτίας ανατρέπεται. Γιατί; Γιατί μέσω αυτού του αγίου ή του αγωνιστού πιστού «πληροφορούνται» και αλλοιώνονται εσωτερικά οι καρδιές, λαμβάνοντας τη σωτήρια αίσθηση ή την επίγνωση του θελήματος του Θεού στην απορημένη τους ύπαρξη.
     Μέχρι πρότινος σ’ εμάς, στην Πατρίδα μας, υπήρχαν κάπως κάποιες στοιχειώδεις πατρογονικές πνευματικές αντιστάσεις. Τώρα όμως απογυμνωθήκαμε εντελώς και από αντιστάσεις αλλά και από εμπνεύσεις που μετέδιδαν ή ενίσχυαν αυτές τις αντιστάσεις προς την αχρειότητα της αμαρτίας. Και έτσι γίναμε ολοένα πιο ανίσχυροι και ευόλισθοι προσωπικά, διαπροσωπικά, κοινωνικά, πνευματικά.
     Για μένα το θέμα δεν είναι ηθικό· είναι βαθιά πνευματικό, υπαρξιακό, οντολογικό. Όσο χάνουμε και απεμπολούμε τον Θεό και τη Χάρη Του, τόσο αλαργεύουμε από τη ζωή, την ποιότητα και τη χαρά της. Με όλα αυτά και με τόσα άλλα, «ποιος μπορεί να σωθεί;» ρώτησαν μέσα στην έσχατη απορία τους οι μαθητές τον Χριστό. «Αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό» απάντησε ο Κύριος.
     Και δεν είναι ανήλεος δογματισμός ή μια στείρα απόφανση αυτό: ο Θεός ανήκει μονάχα σε αυτούς που Τον διεκδικούν, σε αυτούς που Τον ποθούν και σε αυτούς που Τον διψούν ειλικρινά και βαθιά, μέσα από την καρδιά τους.


     Αν ο Θεός δεν γίνει το κέντρο της καρδιάς μας, αργά ή γρήγορα θα εθιστούμε για τα καλά στην κόλαση της απουσίας και της αγνωσίας Του. Τα πρώτα πλατιά σκαλιά του Παραδείσου βρίσκονται μέσα μας. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα ώστε να ελκύσουμε τη Χάρη του Θεού. Η αποκάλυψη του Θεού έρχεται μέσα από ενδόμυχες αλλοιώσεις που κάνουν τον άνθρωπο μετάρσιο, εραστή και ακόλουθο της θείας ζωής στο Πρόσωπο του Χριστού.
     Η Χάρη του Θεού είναι αθόρυβη, αλλά πάντα δραστική και καρποφόρα. Μπορεί να μη βλέπουμε κανένα εξωτερικό «έργο» από αυτήν, αλλά εξαιτίας της ζούμε την «αλλοίωση της Δεξιάς του Υψίστου».
     Η καρδιά αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι, μέσα από τη συντριβή και τη μετάνοιά της, γίνεται ανεπαίσθητα η ίδια ένα εκπληκτικό ενδιαίτημα Θεού. Όταν παράλληλα παντού «εκεί έξω» κυριαρχεί η μοναξιά, η ερημιά, η σύγχυση και η αλληλοφαγία.
     Δεν μπορεί να εκτιμηθεί καταλλήλως η Αποκάλυψη του Θεού στα έγκατα του ανθρώπου. Το Μυστήριο του Θεού δεν ζυγιάζεται ποτέ.
     Ευτυχώς, όταν για τους άλλους ο Θεός είναι ένα παραμυθάκι, μια ιστοριούλα, μια παράσταση, μια ηθική, μια επιταγή, ένα καθήκον, ένα δίδαγμα ή ένα λογικό συμπέρασμα, ένα κατάπλασμα, μια υποκρισία και μια αυτοδικαίωση, η γεύση της εν Χριστώ Σωτηρίας μέσα στην καρδιά είναι πρωτόγνωρη και ανεκδιήγητη, μια αιώνια ευφροσύνη...

π. Δαμιανός








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΜΙΚΡΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΥΜΑΤΑ


ΜΙΚΡΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΥΜΑΤΑ


Μικρά θαλάσσης κύματα.
Όπως οι χαρές,
έτσι το ίδιο και οι λύπες.
Όλα μες της ζωής το πέλαγος.
Μόνο ο αιώνας του Θεού
στέκει ακύμαντος κι ασάλευτος·
στης Προσευχής τον ψίθυρο,
σαν τη μυρόδροση αύρα του Πνεύματος
που γυρεύει να θωπεύσει
την απόντιστη καρδιά…

π. Δαμιανός








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ


     Ειδωλολάτρης από καταγωγής, ο άγιος Απόστολος Τίτος μεταστράφηκε στην Πίστη από τον άγιο Παύλο, ο οποίος τον ονομάζει «γνήσιο παιδί του χάρη στην Πίστη που τους ενώνει» (Τίτ. 1, 4). Πολλά χρόνια αργότερα (περί το 49), ξαναβρέθηκαν στην Αντιόχεια και ο Παύλος τον οδήγησε μαζί με τον Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα για να δώσει λόγο στους Αποστόλους για την αποστολή του στους εθνικούς. Πεισμένα από τα επιχειρήματα του Παύλου για την απελευθέρωση από τις εντολές του παλαιού Νόμου, τα μέλη της πρώτης αυτής Συνόδου δεν απαίτησαν τελικά να περιτμηθεί ο Τίτος. Έκτοτε, ακολούθησε τον Απόστολο στις περιοδείες του και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Αυτός στάλθηκε στην Κόρινθο για να μεταφέρει εκεί την πρώτη επιστολή του Αποστόλου και να εξηγήσει πώς έπρεπε να γίνει ο έρανος υπέρ των πιστών της Ιερουσαλήμ (βλ. Β΄ Κορ. 8, 6). Αφού όμως ο Τίτος έφυγε από την πόλη για να αναφέρει στον Παύλο τα αποτελέσματα της αποστολής του, σοβαρές ταραχές διαίρεσαν τους χριστιανούς της Κορίνθου. Ο Παύλος, που βρισκόταν τότε στην Έφεσο (περί το 55), παρέδωσε τότε στον Τίτο μία Επιστολή γραμμένη «με πολλή οδύνη και πόνο στην καρδιά» (Β΄ Κορ. 2, 4) με σκοπό να διορθώσει άμεσα τις ηθικές παρεκτροπές. Έγινε δεκτός με φόβο και τρόμο, ως φορέας της αποστολικής αυθεντίας, και αφού αποκατέστησε την τάξη και την αγάπη, πήγε να συναντήσει τον διδάσκαλό του στη Μακεδονία για να του αναφέρει με χαρά την υπακοή που επέδειξαν οι Κορίνθιοι (βλ. Β΄ Κορ. 7, 15). Εν συνεχεία, ο Παύλος τον απέστειλε εκ νέου στην πόλη αυτή μαζί με δύο άλλους αδελφούς για να παραδώσουν στους Κορινθίους τη δεύτερη Επιστολή του και δρέψουν τους καρπούς του εράνου τους.


     Αφού βρέθηκε ξανά με τον Παύλο στη Ρώμη κατά την πρώτη φυλάκισή του, τον συνόδευσε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ανατολή. Φθάνοντας στην Κρήτη, ευαγγέλισαν από κοινού πολλές πόλεις και ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έπρεπε να συνεχίσει την περιοδεία του, άφησε τον Τίτο για να ολοκληρώσει την οργάνωση της νέας Εκκλησίας εγκαθιστώντας σε κάθε πόλη επισκόπους (περί το 63· βλ. Τίτ. 1, 5). Συναντώντας μεγάλες δυσκολίες, ιδιαίτερα εκ μέρους των Εβραίων, ο Τίτος έγραψε στον Παύλο, ο οποίος του απάντησε ενθαρρύνοντάς τον να διδάσκει ό,τι είναι σύμφωνο με τη θεία Διδασκαλία και να δίνει ο ίδιος το παράδειγμα των καλών έργων: «Η διδασκαλία σου να είναι ανόθευτη, σοβαρή, καθαρή, με σωστό περιεχόμενο, που δε θα δίνει αφορμή για κατηγορίες. Έτσι οι αντίπαλοι θα ντροπιαστούν, αφού δεν θά ’χουν τίποτε κακό να λένε για μας» (Τίτ. 2, 7-8).


     Ο Παύλος διαμήνυσε στον Τίτο να πάει να τον συναντήσει στη Νικόπολη και από εκεί στάλθηκε για νέα αποστολή στη Δαλματία (περί το 65· βλ. Β΄ Τιμ. 4, 10). Μετά το μαρτύριο του Παύλου, επέστρεψε στην Κρήτη και διοίκησε την Εκκλησία με σοφία και με ποιμαντορικό ζήλο μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη και το σώμα του κατατέθηκε στον καθεδρικό ναό της Γορτύνης, της επισκοπικής έδρας του, όπου τιμήθηκε για πολλούς αιώνες, ως προστάτης της Εκκλησίας της Κρήτης. Όταν το νησί ελευθερώθηκε από την αραβική κατοχή, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στον Χάνδακα και κτίσθηκε νέος καθεδρικός ναός προς τιμήν του Αποστόλου Τίτου. Ο ναός αυτός υπήρξε ο κύριος τόπος προσκυνήματος της Κρήτης καθ’ όλη την περίοδο της βενετικής κατοχής (1210-1669). Διωγμένοι από την Κρήτη από τους Τούρκους (1669) οι Βενετοί, πήραν μαζί τους την κάρα του αγίου Τίτου, που κατατέθηκε στον ναό του αγίου Μάρκου. Το τίμιο αυτό λείψανο επιστράφηκε στην Εκκλησία της Κρήτης στις 12 Μαΐου 1966.

Μια δεύτερη εκδοχή Συναξαρίου


     Σύμφωνα με μιαν άλλη εκκλησιαστική παράδοση, ο άγιος Τίτος φέρεται να κατάγεται από το γένος του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, και από πολύ νωρίς είχε φανερώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ειδωλολατρικές επιστήμες. Σε ηλικία είκοσι ετών άκουσε μια ουράνια φωνή να του λέει: «Τίτε, πρέπει να αναχωρήσεις από εδώ για να σώσεις τη ψυχή σου, επειδή η θύραθεν αυτή παιδεία δεν πρόκειται να σε ωφελήσει». Φοβούμενος ωστόσο μήπως αυτή η φωνή ερχόταν από τους δαίμονες για να πλανηθεί, συνέχισε να μελετά τα εθνικά γράμματα. Μετά από εννέα χρόνια είδε άλλο όραμα όπου έλαβε την εντολή να μελετήσει τα βιβλία των Εβραίων. Άνοιξε λοιπόν το βιβλίο του Ησαΐα και έπεσε πάνω στα εξής λόγια: «Ελάτε κοντά Μου! Γίνετε νέα κτίση, όλοι οι λαοί ειδωλολατρικοί, εσείς που κατοικείτε στα νησιά. Οι Ισραηλίτες θα σωθούν από τον Κύριο και θα λάβουν από Αυτόν αιώνια σωτηρία» (Ησ. 45, 16). Ο ανθύπατος και διοικητής της Κρήτης, που ήταν θείος του Τίτου, έχοντας ακούσει πολλά εγκώμια για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς Χριστός στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη, αποφάσισε τότε, σε συμφωνία με τους προεστώτες του νησιού, να στείλει τον ανιψιό του επί τόπου για να λάβει πληροφορίες. Φθάνοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Τίτος είδε τον Κύριο και τα θαύματα που έκανε και υπήρξε μάρτυρας του ζωοποιού Πάθους Του, της Ανάστασης και της Αναλήψεώς Του. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ένας από τους μαθητές που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Χειροτονήθηκε από τους Αποστόλους και στάλθηκε κατόπιν σε αποστολή με τον άγιο Παύλο. Πήγαν στην Αντιόχεια, κατόπιν στην περιοχή της Σελεύκειας και από εκεί στην Κύπρο. Από τη Σαλαμίνα έφθασαν εν συνεχεία στην Πέργη της Παμφιλίας και από εκεί μετέβησαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και στο Ικόνιο (Πράξ. 13, 4-6· 13-14· 52), κατόπιν δε στα Λύστρα και στη Δέρβη, υπομένοντας διώξεις και κατατρεγμούς. Φθάνοντας στην Κρήτη έγιναν δεκτοί από τον διοικητή Ρουστίλο που ήταν γαμπρός του Τίτου. Αυτός προσπάθησε να τους πείσει να μην κηρύττουν κατά των θεών των εθνικών, αλλά μάταια. Λίγο αργότερα, ο άγιος Παύλος ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του άρχοντα που μόλις είχε πεθάνει. Έκτοτε ο Ρουστίλος έδειξε μεγάλο σεβασμό απέναντι στους Αποστόλους του Χριστού, επιτρέποντάς τους να διδάσκουν ελεύθερα το Ευαγγέλιο στο νησί. Μετά από τρεις μήνες όμως, ανακλήθηκε στη Ρώμη για να γίνει ύπατος. Οι Εβραίοι άδραξαν την ευκαιρία και προκάλεσαν τότε ταραχές στη νεαρή χριστιανική κοινότητα με λόγους μάταιους και ψευδείς, δίχως να τολμούν όμως να τα βάλουν με τους Αποστόλους που είχαν την προστασία ενός τόσο υψηλού προσώπου.


     Φεύγοντας από την Κρήτη για την Έφεσο, όπου μετεστράφησαν πολλοί εθνικοί, ο Παύλος έστειλε τον Τίτο, τον Τιμόθεο και τον Έραστο στην Κόρινθο. Και αφού παραστάθηκε στον μεγάλο Απόστολο των Εθνών μέχρι τον θάνατό του, ο Τίτος φέρεται να συνεργάστηκε στη στερέωση της αποστολής στην Ελλάδα και στις Κολοσσές, προτού επιστρέψει στην πατρίδα του για να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της. Έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους εκεί, αλλά διαπίστωσε γρήγορα ότι διατηρούσαν τα ειδωλολατρικά έθη τους. Ο Απόστολος πλησίασε τότε το άγαλμα της Αρτέμιδος και το γκρέμισε στο Όνομα του Χριστού. Περισσότεροι από πεντακόσιοι ειδωλολάτρες μετεστράφησαν μπροστά στο θαύμα αυτό και ανεβόησαν: «Μεγάλος είναι ο Θεός που κηρύττει ο Τίτος!». Εγκατέστησε την έδρα του στη Γορτύνη και τοποθέτησε εννέα επισκόπους στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης, στερέωσε δε στην αληθινή Πίστη τόσο με τον λόγο του όσο και με τα θαύματά του.

     Όταν σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ο άγιος Απόστολος πλησίασε τον θάνατο, η κατοικία του γέμισε αίφνης με μία εύοσμη νεφέλη, πλήθος αγγέλων ήλθε να του παρασταθεί και, με το πρόσωπο να λάμπει σαν ήλιος, παρέδωσε στη ψυχή του στον Θεό λέγοντας τούτα τα λόγια: «Κύριε, κράτησα την Πίστη και στερέωσα τον λαό Σου στον φόβο Σου. Δέξου τώρα το πνεύμα μου!». Όταν οδηγούσαν τη σορό του, ντυμένη στα λευκά για να την ενταφιάσουν, οι ειδωλολατρικοί ναοί γκρεμίστηκαν από μόνοι τους και εν συνεχεία πολλοί δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν κοντά στον τάφο του.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσκληθεὶς οὐρανόθεν πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τὴν ἐν σαρκὶ τοῦ Δεσπότου ἐπιδημίαν ἐν γῇ, αὐτοψεὶ ἑωρακὼς φωτὸς πεπλήρωσαι· ὅθεν τοῦ Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, τὴν Κρήτην πᾶσαν πυρσεύεις, τῆς εὐσεβείας τῇ αἴγλῃ, Τίτε Ἀπόστολε μακάριε.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοῦ Παύλου δειχθείς, συνόμιλος Ἀπόστολε, σὺν τούτῳ ἡμῖν, τὸν λόγον προκατήγγειλας, τῆς ἐνθέου χάριτος, μυστολέκτα Τίτε μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, ὤφθης ἐν τῇ Κρήτῃ, εὐσεβείας ὑφηγητής, Τίτε θεηγόρε, Ἀπόστολε καὶ μύστα, τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, συγκαταβάσεως.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 271–274.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]









Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ


     Ο άγιος Κοσμάς γεννήθηκε, γύρω στα 1714, σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλίας, το Μέγα Δένδρον (που ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Ευγενίου [5 Αυγ.]), που υπαγόταν στη Μητρόπολη της Άρτας. Οι γονείς του, απλοί στην καταγωγή και ευλαβείς, τον ανέθρεψαν μέσα στην ατμόσφαιρα του φόβου του Θεού και του μετέδωσαν την αγάπη για τα ιερά Γράμματα. Έτσι, σε ηλικία περίπου είκοσι ετών, ανεβαίνει στο Άγιον Όρος για να σπουδάσει στην Αθωνιάδα Ακαδημία, που είχε προ ολίγου ιδρυθεί ως εξάρτημα της Μονής Βατοπαιδίου και όπου δίδασκε ο περίφημος Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806). Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από την ίδρυση αυτής της Σχολής, η οποία μετέδιδε το πνεύμα του Διαφωτισμού μέσα στην ίδια την καρδιά του κάστρου της Ορθοδοξίας, ανάγκασαν σύντομα τον Βούλγαρη και τους άλλους ονομαστούς διδασκάλους να εγκαταλείψουν τον Άθω· έτσι η Αθωνιάδα μοιραία περιέπεσε γρήγορα σε παρακμή (1759). Αυτό όμως στάθηκε για τον νεαρό Κοσμά σημείο της θεϊκής Προνοίας και, αφήνοντας πλέον τις σπουδές, στράφηκε προς τη μοναχική ζωή και εισήλθε στη Μονή του Φιλοθέου. Λίγο μετά τη μοναχική κουρά του, ο ζήλος για τα ασκητικά παλαίσματα και η ευλάβειά του τον κατέστησαν άξιο και της ιερωσύνης και, έτσι, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

     Είχε όμως εκ νεότητος ο μακάριος Κοσμάς μεγάλο πόθο να μεταδίδει γύρω του τον Λόγο του Θεού, σε σημείο που έλεγε ότι η έγνοια για τη Σωτηρία των αδελφών του τον κατέτρωγε, όπως το σαράκι το ξύλο (Κατήχησις Α΄, 5-6). Στους χαλεπούς εκείνους καιρούς για τον σκλαβωμένο λαό των Ελλήνων, όπου και η άγνοια και αυτών ακόμη των στοιχείων της Πίστεως και η έλλειψη χριστιανικής παιδείας επέφερε τη μεγάλη αδιαφορία, την αμέλεια και την έκπτωση των ηθών, το κήρυγμα του Ευαγγελίου επιβαλλόταν ως το πλέον επείγον καθήκον. Εναρμονισμένος όμως με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ο Κοσμάς δεν ήθελε να ακολουθήσει την αποστολική ζωή από δικό του θέλημα. Διψώντας να πληροφορηθεί εάν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, άνοιξε μία ημέρα την Αγία Γραφή στην τύχη και έπεσε πάνω στον εξής λόγο του Αποστόλου: «Δεν πρέπει κανείς να επιδιώκει να κάνει ό,τι βολεύει τον ίδιο, αλλά ο καθένας ας στοχεύει να πραγματοποιεί ό,τι βοηθάει τον άλλον» (Α΄ Κορ. 10, 24). Φωτισμένος λοιπόν από τον Λόγο του Θεού και, αφού συμβουλεύτηκε διάφορους πνευματικούς Πατέρες του Αγίου Όρους, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει την άδεια του πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ (1757-1761), όπως επίσης και κάποια μαθήματα ρητορικής από τον αδελφό του, Χρύσανθο τον Αιτωλό (1712-1785), διευθυντή αργότερα της Πατριαρχικής Ακαδημίας και κατόπιν του Σχολείου της Νάξου.

     Ο νέος απόστολος άρχισε το κηρυγματικό έργο του στις εκκλησίες της περιοχής Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν αναχώρησε προς τις περιοχές της δυτικής Ελλάδος (Ναύπακτο, Βραχώρι, Μεσολόγγι), από εκεί πέρασε στη Θεσσαλία και επέστρεψε στην Πόλη. Αφού αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα στον Άθω, έλαβε από τον πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1774-1780) την ευλογία να κηρύξει στις Κυκλάδες, με σκοπό να παρηγορήσει τον εντόπιο πληθυσμό. Οι Κυκλαδίτες είχαν τότε αποθαρρυνθεί λόγω της αποτυχημένης εξέγερσης, στην οποία τους είχε υποκινήσει η Ρωσία (1775). Από εκεί επέστρεψε πάλι και αποσύρθηκε στις Μονές του Άθω, συμπληρώνοντας έτσι δεκαεπτά χρόνια παραμονής και ασκήσεως στο Άγιον Όρος. Αλλά η καρδιά του, φλεγόμενη από αγάπη προς τους εν Χριστώ αδελφούς, δεν τον άφηνε να μείνει περισσότερο εκεί. Αναχώρησε πάλι για τη Θεσσαλονίκη, έμεινε για λίγο στη Βέροια και περιόδευσε ολόκληρη τη Μακεδονία, συγκεντρώνοντας μεγάλα πλήθη πιστών που τον άκουγαν με προσοχή και κατάνυξη.

     Από την Κεφαλλονιά πέρασε στη Ζάκυνθο, κατόπιν στην Κέρκυρα κι από εκεί στην Ήπειρο –όπου οι χριστιανοί βρίσκονταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση– για να τους στερεώσει στην Ορθόδοξη Πίστη και να ανακόψει τις βίαιες μεταστροφές στο Ισλάμ. Στηριζόμενος από τη Χάρη του Θεού, ο άγιος Κοσμάς επιτέλεσε θαύματα στα μέρη εκείνα, που μέχρι τις ημέρες μας παραμένουν διαθρυλούμενα και διαποτισμένα με τη χάρη των κηρυγμάτων του, και πέτυχε με τις επίμονες πατρικές παραινέσεις του να ανορθώσει το καταρρακωμένο φρόνημα των χριστιανών.


     Ο λόγος του ήταν απλός και προσιτός σε όλους, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις δανεισμένες από την καθημερινή ζωή· αλλά ταυτόχρονα ξεχείλιζε από τη γλυκύτητα, την ειρήνη και τη χαρά, που μόνον το Άγιον Πνεύμα μπορεί να χαρίζει. Είχε τη χαρισματική ιδιότητα να διεισδύει άμεσα στη ψυχή των ακροατών και να γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό, ως έκφραση του θείου θελήματος. Καθώς κανένας ναός δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει τα πλήθη που συνωστίζονταν γύρω από τον νέο απόστολο, κήρυττε στο ύπαιθρο, ανεβασμένος σ’ ένα φορητό βάθρο, πάντοτε δίπλα σ’ έναν μεγάλο Σταυρό που έμπηγε στη γη, και ο οποίος γινόταν, μετά την αναχώρησή του, πηγή ιαμάτων, επιστηριγμός και παρηγορία για τους ανθρώπους με πάθη σωματικά και πνευματικά. Δίδασκε τους χριστιανούς να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού και να τηρούν απαρέγκλιτα την αργία της Κυριακής, της Ημέρας του Κυρίου, αφήνοντας κατά μέρος τις ασχολίες τους, για να εκκλησιάζονται, να κοινωνούν και να ακούν τον Λόγο του Θεού. Απ’ όπου περνούσε, ίδρυε σχολεία –καθήκον που το θεωρούσε θεμελιώδες– όπου διδάσκονταν δωρεάν τα ελληνικά και τα ιερά Γράμματα. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος σε μία επιστολή στον αδελφό του, γραμμένη λίγους μήνες πριν τον μαρτυρικό του θάνατο, είχε ιδρύσει 200 δημοτικά σχολεία και δέκα σχολεία όπου διδάσκονταν τα ελληνικά γράμματα. Έπειθε τους πλουσίους να αφιερώνουν το περίσσευμά τους σε ελεημοσύνες, στη διανομή θρησκευτικών βιβλίων, σταυρών και κομβοσχοινίων, και τους παρότρυνε ακόμη να προσφέρουν στις εκκλησίες κολυμβήθρες για το Βάπτισμα των νηπίων.

     Ένα σμήνος δύο ή τριών χιλιάδων πιστών τον ακολουθούσε παντού· θα έλεγε κανείς, ένας αληθινός στρατός του Χριστού όργωνε ολόκληρη την Αλβανία πίσω από τον άγιο, που τον έβλεπαν μέσα στις κακουχίες τους σαν άλλον Ενώχ ή προφήτη Ηλία, απεσταλμένον για να αναγγείλει την αυγή μιας νέας εποχής. Προτού αρχίσει το κήρυγμά του, τελούσε τον Εσπερινό ή Παράκληση στην Παναγία, και μετά, έχοντας πια μιλήσει ο ίδιος, άφηνε στους περίπου πενήντα ιερείς της συνοδείας του τη φροντίδα να συνεχίσουν το έργο του με την εξομολόγηση, την τέλεση του Ευχελαίου, τη θεία Κοινωνία και την επίσκεψη στον καθέναν προσωπικά.

     Παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία του αγίου δεν είχε κανέναν τόνο πολεμικό, αλλά περιοριζόταν στη διδαχή των ευαγγελικών αρετών, κι ενώ ο πασάς των Ιωαννίνων τον είχε αποδεχθεί, δείχνοντάς του σημεία μεγάλης εκτίμησης, ορισμένοι Εβραίοι, κινούμενοι από φθόνο και εξοργισμένοι διότι ο άγιος είχε μεταθέσει το παζάρι της Κυριακής στο Σάββατο, έπεισαν τον πασά να βάλει τέρμα στη ζωή του.

     Ο Κοσμάς συνήθιζε, φθάνοντας σ’ έναν τόπο όπου ήθελε να κηρύξει, να πηγαίνει προηγουμένως ο ίδιος για να ζητήσει την ευλογία του τοπικού επισκόπου, και κατόπιν να στέλνει μερικούς μαθητές του να ζητήσουν και την άδεια των τουρκικών πολιτικών αρχών. Φθάνοντας μία ημέρα κοντά σ’ ένα χωριό της Αλβανίας λεγόμενο Κολικόντασι, έμαθε ότι ο Κουρτ πασάς που διαφέντευε την περιοχή έμενε κάπου εκεί κοντά, στο Βεράτι. Παρά τις φρόνιμες συμβουλές του περιβάλλοντός του, ο άγιος αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στον αγά του τόπου, για να ζητήσει άδεια κηρύγματος· εκείνος όμως του ανακοίνωσε ότι είχε ήδη λάβει την εντολή να τον στείλει στον Κουρτ πασά. Από τα λόγια αυτό ο άγιος Κοσμάς κατάλαβε ότι έφτασε γι’ αυτόν η ευκαιρία να επιστέψει το έργο του με το μαρτύριο, και ευχαρίστησε τον Κύριο που τον έκρινε άξιο μιας τέτοιας τιμής.

     Την επόμενη ημέρα, 24 Αυγούστου 1779, επτά στρατιώτες τον συνόδευσαν, με πρόσχημα να τον οδηγήσουν στον πασά· αλλά μετά από πορεία δύο ωρών, σταμάτησαν κοντά στον Πάσο ποταμό και του φανέρωσαν ότι η απόφαση της εκτέλεσής του είχε ληφθεί προ πολλού. Γεμάτος χαρά και αναπέμποντας ευχαριστίες στον Θεό, ο άγιος ευλόγησε με το σημείο του Σταυρού τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και προσευχήθηκε υπέρ της σωτηρίας πάντων των χριστιανών. Αρνήθηκε να του δέσουν τα χέρια, ώστε να τα κρατάει σταυρωμένα. Χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση, τον απαγχόνισαν σ’ ένα δέντρο και παρέδωσε ενδόξως τη ψυχή στον Θεό. Ήταν στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών.


     Οι δήμιοι έριξαν το σώμα του αγίου στο ποτάμι. Ενώ οι χριστιανοί που έσπευσαν να το περιμαζέψουν με τα δίχτυα τους έμειναν άπρακτοι· τρεις ημέρες αργότερα, ένας ιερέας ονόματι Μάρκος, οπλισμένος με την προσευχή, ανακάλυψε το πάντιμο λείψανο να επιπλέει στα νερά, όρθιο, ωσάν ο άγιος να ήταν ακόμη ζωντανός. Το μάζεψαν από το ποτάμι και, αφού το έντυσαν με τα μοναχικά του ενδύματα, το έθαψαν με τιμές. Πλήθος θαυμάτων επιτελέστηκαν στη συνέχεια πάνω στον τάφο του και με τη χάρη των λειψάνων του. Το 1813, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, στον οποίο ο άγιος Κοσμάς είχε προφητεύσει το λαμπρό μέλλον του, έκτισε εκκλησία και μοναστήρι κοντά στον τάφο του και πρόσφερε την κάρα του, μέσα σε αργυρή λειψανοθήκη, στη χριστιανή γυναίκα του την περιβόητη Βασιλική.

     Ο άγιος Κοσμάς, του οποίου το κήρυγμα συνέβαλε με τρόπο αποφασιστικό στην αφύπνιση της Πίστεως και εθνικής συνειδήσεως του Ελληνικού λαού, τιμήθηκε αμέσως από τον λαό ως νέος απόστολος και «πρίγκηψ των νεομαρτύρων». Ωστόσο, η τιμή του άργησε να αναγνωρισθεί επίσημα –μόλις το 1961– από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

     Τα δε ιερά λείψανα του αγίου, αφού διέφυγαν το σαρωτικό κύμα της αθεΐας στην Αλβανία, αποκαλύφθηκαν στον ναό της εγκαταλελειμμένης μονής. Κλάπηκαν το 1995 και εξαγοράστηκαν από την Εκκλησία της Αλβανίας, το 1998. Έκτοτε, αποτελούν αντικείμενο ευλαβούς προσκυνήματος των Ορθοδόξων και σύμβολο της αναστάσεως της Πίστεως στη χώρα αυτή.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν, ζηλωτὴς τῶν Ἀποστόλων γενόμενος· καὶ κατασπείρας τὰ θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
ς φωστὴρ νεόφωτος τὴν Ἐκκλησίαν, καταυγάζεις ἅπασαν, Εὐαγγελίου διδαχαῖς, Κοσμᾶ Χριστοῦ Ἰσαπόστολε· διὸ ἀξίως γεραίρει τὴν μνήμην σου.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις Ἀποστόλων ὁ μιμητής, Κοσμᾶ θεοφόρε, εὐσεβείας ὑφηγητά, τοῦ Εὐαγγελίου ὁ θεηγόρος κῆρυξ, καὶ τῶν πιστῶν ἁπάντων, θεῖον ἀγλάϊσμα.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 257–261.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

«ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΜΥΡΙΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ»


«ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΜΥΡΙΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ»


     Ο σκληρός, ο αμακρόθυμος, ο αυστηρός, ο αδιάλλακτος, ο άτεγκτος, ο βάναυσος, ο σκαιός, ο μνησίκακος, ο χολωμένος, ο επιτακτικός, ο απόλυτος και ο ανεπιεικής άνθρωπος είναι σε τούτη τη γη ο μέγας συντελεστής κάθε δαιμονικής κακίας, ο φορέας κάθε πικρίας και ανισορροπίας, κι ας μη το γνωρίζει ποτέ ο ίδιος κι ας μη το μάθει ποτέ αυτό.
     Η «οργή» και η «τιμωρία» του Θεού είναι το να κάνουμε εμείς οι ίδιοι, αυτοπροσώπως και αυτοθεληματικώς, κόλαση τη ζωή μας με την άρνηση και την απουσία της αγάπης Του μέσα μας.
     Είναι εκείνη η φρικτή κόλαση που κατά τ’ άλλα εξορκίζουμε συνεχώς από τη ζωή μας, η οποία όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εκούσιος βυθισμός του είναι μας σ’ έναν σπαραγμό παράνοιας και σ’ ένα ατελείωτο τέλμα της μη αγάπης, που μας συνέχει κυριολεκτικά· της μη αγάπης που δημιούργησαν τα χρέη και οι οφειλές μας από την πολυαμαρτησία και αρνησιθεΐα μας.
     Είμαστε όλοι λίγο-πολύ «οφειλέτες μυρίων ταλάντων». Και στο πολύ «μυριοφειλέτες» και στο λίγο το ίδιο. Και αυτή η «μυριοτάλαντη οφειλή» φανερώνει την αποκαρδιωτική κατάσταση του να μην έχουμε να παρουσιάσουμε ούτε προαίρεση ούτε διάθεση ούτε λόγο ούτε πράξη αυθεντικής αγάπης στην επίγεια πορεία μας.
     Μόνο με τη μακροθυμία και τη μεγαλοθυμία της θείας αγάπης «ξεπληρώνουμε» πραγματικά. Ενώ αντίθετα, μόνο με την αναισθησία και την ασυμπάθεια της σκληρότητας και της πονηρίας μας «χρεωνόμαστε» διαρκώς την απώλειά μας.
     Ο «οφειλέτης των μυρίων ταλάντων» δεν είναι άλλος από τον δύσμοιρο τύπο ανθρώπου που απαντά στη θεία ευεργεσία με τη σκληρότητα του χαρακτήρα του και την απονιά του τρόπου του· του ανθρώπου της αδιαφορίας, της αναισθησίας, του κυνισμού, της ασυμπάθειας, της θλιβερής αυτοανεπάρκειας σε καθαρή και έμπρακτη αγάπη Θεού, της φρικτής άρνησης αυτής της αγάπης.
     Αγάπησε και συγχώρεσε, για να πάψεις να χρωστάς και να οφείλεις! Μακροθύμησε σ’ αυτή τη σύντομη και ψεύτικη ζωή σου για να κάνεις σκόνη και κονιορτό το κάθε σου πνευματικό και ψυχικό χρέος!
     Πάψε να ανταποδίδεις το κακό! Ευεργέτησε αυτούς που σε αδίκησαν ή σε πίκραναν, αποδεδειγμένα ή όχι, για να παύσεις επιτέλους να αδημονείς μέσα στην πλήξη του παλαιού εαυτού σου, να παύσεις να αρρωσταίνεις άλλο μέσα στη μιζέρια της ασυγχωρητικότητας και της μνησικακίας.
     Μοίρασε παντού τη δική σου συγχώρεση, για να νιώσεις, δίχως πλάνη και δίχως καθυστέρηση, την άφεση του Θεού στην καρδιά σου, που την τσάκισε, τόσα χρόνια, τόσες φορές, η απονιά σου.
     Επέτρεψε την άφεση του πανάγαθου Θεού να αλλοιώσει με θαυμαστό τρόπο τη σκληροτράχηλη καρδιά σου, ώστε όλη σου η ύπαρξη να γίνει μετά ένα ευρύχωρο δοχείο του ουράνιου και άφθαρτου μελιού της θείας Συγχωρήσεως.
     Αυτός που χρωστάει τα πιο πολλά, είναι αυτός που έμπρακτα αδιαφορεί για όλα και για όλους στη ζωή του, δημιουργώντας χρέη επί χρεών για τη ψυχή του. Αυτός που ξεχρεώνεται συνεχώς, μένοντας άδουλος, αδέσμευτος, ελεύθερος και κραταιός, είναι μόνο ο ταπεινός και ευαίσθητος άνθρωπος, που κάνει τη θεία ευεργεσία ρότα και πλοηγό της ζωής του, ή καλύτερα: ζωή της ζωής του.
     Η ζωή μέσα στη μακροθυμία, στην ανεξικακία και τη συγχωρητικότητα του Θεού, γίνεται για εκείνους που θέλουν να λέγονται και να είναι χριστιανοί, όντως ζωή· πηγή χαράς και δύναμης για κάθε πικραμένο και αδικημένο· θεραπεία, αγωγή, ανάπτυξη και πρόοδος προς την πραγματική εν Θεώ ελευθερία.
     Εν τω Θεώ και διά του Θεού, η «οφειλή των μυρίων ταλάντων» ένεκα των αμαρτιών, των παθών και της πονηρίας μας, μετατρέπεται σε μύρια χαρίσματα και σε μύριους «πλατυσμούς ανέσεως» της στενάχωρης και πικραμένης καρδιάς μας.


     Η σωτηρία του Χριστού, αδελφοί μου, ήρθε και έρχεται διά της Συγχωρήσεως και δε φεύγει από κοντά μας, εκτός βέβαια εάν εμείς το θελήσουμε με τη σκληρότητα του αχαρίτωτου παλαιού εαυτού μας.
     Η μνησικακία διώχνει τη Χάρη και δεν την αφήνει να ενωθεί με την καρδιά μας. Μετά, το κενό του Θεού εντός μας, αργά ή γρήγορα, μετατρέπεται σε ενδοαρρώστια πολλαπλών ψυχοτροπιασμών. Στη θεία Συγχώρεση απολαμβάνουμε την αποκατάστασή μας.
     Η Συγχώρεση είναι το Είναι του Θεού.
     Ο Θεός μάς εκπλήσσει με τη Συγχώρεσή Του.
     Οι άνθρωποι πλήττουν και εξουθενώνουν διαρκώς με τη μνησικακία, τη σκληρότητα, τη μανία και την επιθετικότητά τους.
     Στη Συγχώρεση του Θεού θα βρούμε και τη συγχώρεση του πλησίον. Στη συγχώρεση του πλησίον, θα μας κατακλύσει απερίγραπτα η σωτήρια Χάρη του Κυρίου. Η μία συγχώρεση είναι λόγος για την άλλη· η πρώτη φέρνει αναπόσπαστα και τη δεύτερη· η δεύτερη είναι ένδειξη, φανέρωση, καρπός και απόρροια της πρώτης.
     «Συγχώρησε σ’ εμάς αυτά που Σου οφείλουμε, γιατί κι εμείς με τη σειρά μας συγχωρούμε όσους μας οφείλουν»: Αυτό δεν λέμε όλοι και στο «Πάτερ Ημών»; Αλλά, τίθεται το εύλογο ερώτημα: Εφαρμόζουμε, άραγε, στη ζωή μας αυτό που λέμε με τα χείλη μας σε αυτήν την χριστοπαράδοτη «Κυριακή Προσευχή»; Γιατί κάνουμε τούτη τη θεόφραστη Προσευχή εργαλείο της καθημερινής μας κενότητας και υποκρισίας;
     Δεν γίνεται να ζούμε μονομερώς και αυτοτελώς τη συγχώρεση του Θεού, δίχως την από μέρους μας ολόθυμη συγχώρεση του πλησίον μας.
     Ο «θεοσυγχωρεμένος» άνθρωπος είναι πάντα αυτός που «θεοσυγχωρεί», αυτός που έχει και χαρίζει τη συγχώρεση στον αδελφό του, γιατί πάντα μέσα στον αδελφό κρύβεται και κουρνιάζει ο Θεός.
     Τεκμήριο ειρήνευσης, φωτισμού, χάριτος και σωτηρίας για τον κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό είναι η συγχώρεση του Θεού στην ύπαρξη και τη ζωή του, αλλά και στις σχέσεις του με τους άλλους. Και μέσα σε αυτή τη σωτηρία κανείς δεν οφείλει, κανείς δεν χρωστάει κανέναν και τίποτα.
     Γιατί αυτή η θεία Αγάπη, ο Θεός, δεν κρατάει σε κανέναν απολύτως τίποτα, σβήνει την οποία τυχόν οφειλή των ταπεινών και άδολων ανθρώπων και ακυρώνει φιλάνθρωπα κάθε χρέος των απλών και των άκακων.
     Στη σημερινή Παραβολή μαθαίνουμε καλά τον Θεό ως Συγχώρεση και ως Άφεση, που είναι ο ακατάλυτος θείος τρόπος Του εις τους αιώνας των αιώνων. Έτσι φέρεται, έτσι κινείται και ενεργεί ο Θεός με όλους και για όλους: με Άφεση.
     Χρεολύτης ο Θεός και χρεολυτική η Χάρη Του.
     Αν υπάρχει μέσα μας και το απειροελάχιστο ίχνος πικρίας, μισαδελφίας, μνησικακίας και ασυγχωρητικότητας, τότε προσβάλλουμε με την προπέτεια της δαιμονικής μας κακίας τη θεία Αγάπη, για την οποία είμαστε πλασμένοι και προορισμένοι.
     Γιατί «οργίστηκε» ο ανεξίκακος Κύριος έναντι του πονηρού δούλου Του; Γιατί δεν ανέχεται ούτε στο ελάχιστο να Του προσβάλλουν το Είναι Του, τα αέναα σπλάχνα των Οικτιρμών Του, τα ανεξάλειπτα χνώτα των Ευεργεσιών Του, που είναι κατ’ εξοχήν η θεία Συγχώρεση. Εδώ η «οργή» του φιλάνθρωπου Κυρίου έχει ξεκάθαρα παιδευτικό και υποδειγματικό χαρακτήρα. Ενίοτε ο Θεός μάς σοφίζει στη δριμύτητά Του. Βλέπουμε ότι Κύριος βάζει όρια στην ανθρώπινη κακία και πονηρία. Είναι αδύνατον για τα επίγεια και πολύ περισσότερο για τα επουράνια πράγματα να μην νικάει κατά κράτος ο παντοκρατορικός λόγος και τρόπος της θείας Συγχωρήσεως και της θεϊκής συγχωρετικότητας.
     Μέσα λοιπόν σε αυτό το παραδείσιο κλίμα της Θεοσυγχωρήσεως, εμείς τελικά «δεν αφήνουμε κανένα χρέος σε κανέναν, εκτός βέβαια από την αγάπη, που την οφείλουμε πάντοτε ο ένας προς τον άλλον» (πρβλ. Ρωμ. 13, 8).

π. Δαμιανός







Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.