Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ


     Ειδωλολάτρης από καταγωγής, ο άγιος Απόστολος Τίτος μεταστράφηκε στην Πίστη από τον άγιο Παύλο, ο οποίος τον ονομάζει «γνήσιο παιδί του χάρη στην Πίστη που τους ενώνει» (Τίτ. 1, 4). Πολλά χρόνια αργότερα (περί το 49), ξαναβρέθηκαν στην Αντιόχεια και ο Παύλος τον οδήγησε μαζί με τον Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα για να δώσει λόγο στους Αποστόλους για την αποστολή του στους εθνικούς. Πεισμένα από τα επιχειρήματα του Παύλου για την απελευθέρωση από τις εντολές του παλαιού Νόμου, τα μέλη της πρώτης αυτής Συνόδου δεν απαίτησαν τελικά να περιτμηθεί ο Τίτος. Έκτοτε, ακολούθησε τον Απόστολο στις περιοδείες του και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Αυτός στάλθηκε στην Κόρινθο για να μεταφέρει εκεί την πρώτη επιστολή του Αποστόλου και να εξηγήσει πώς έπρεπε να γίνει ο έρανος υπέρ των πιστών της Ιερουσαλήμ (βλ. Β΄ Κορ. 8, 6). Αφού όμως ο Τίτος έφυγε από την πόλη για να αναφέρει στον Παύλο τα αποτελέσματα της αποστολής του, σοβαρές ταραχές διαίρεσαν τους χριστιανούς της Κορίνθου. Ο Παύλος, που βρισκόταν τότε στην Έφεσο (περί το 55), παρέδωσε τότε στον Τίτο μία Επιστολή γραμμένη «με πολλή οδύνη και πόνο στην καρδιά» (Β΄ Κορ. 2, 4) με σκοπό να διορθώσει άμεσα τις ηθικές παρεκτροπές. Έγινε δεκτός με φόβο και τρόμο, ως φορέας της αποστολικής αυθεντίας, και αφού αποκατέστησε την τάξη και την αγάπη, πήγε να συναντήσει τον διδάσκαλό του στη Μακεδονία για να του αναφέρει με χαρά την υπακοή που επέδειξαν οι Κορίνθιοι (βλ. Β΄ Κορ. 7, 15). Εν συνεχεία, ο Παύλος τον απέστειλε εκ νέου στην πόλη αυτή μαζί με δύο άλλους αδελφούς για να παραδώσουν στους Κορινθίους τη δεύτερη Επιστολή του και δρέψουν τους καρπούς του εράνου τους.


     Αφού βρέθηκε ξανά με τον Παύλο στη Ρώμη κατά την πρώτη φυλάκισή του, τον συνόδευσε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ανατολή. Φθάνοντας στην Κρήτη, ευαγγέλισαν από κοινού πολλές πόλεις και ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έπρεπε να συνεχίσει την περιοδεία του, άφησε τον Τίτο για να ολοκληρώσει την οργάνωση της νέας Εκκλησίας εγκαθιστώντας σε κάθε πόλη επισκόπους (περί το 63· βλ. Τίτ. 1, 5). Συναντώντας μεγάλες δυσκολίες, ιδιαίτερα εκ μέρους των Εβραίων, ο Τίτος έγραψε στον Παύλο, ο οποίος του απάντησε ενθαρρύνοντάς τον να διδάσκει ό,τι είναι σύμφωνο με τη θεία Διδασκαλία και να δίνει ο ίδιος το παράδειγμα των καλών έργων: «Η διδασκαλία σου να είναι ανόθευτη, σοβαρή, καθαρή, με σωστό περιεχόμενο, που δε θα δίνει αφορμή για κατηγορίες. Έτσι οι αντίπαλοι θα ντροπιαστούν, αφού δεν θά ’χουν τίποτε κακό να λένε για μας» (Τίτ. 2, 7-8).


     Ο Παύλος διαμήνυσε στον Τίτο να πάει να τον συναντήσει στη Νικόπολη και από εκεί στάλθηκε για νέα αποστολή στη Δαλματία (περί το 65· βλ. Β΄ Τιμ. 4, 10). Μετά το μαρτύριο του Παύλου, επέστρεψε στην Κρήτη και διοίκησε την Εκκλησία με σοφία και με ποιμαντορικό ζήλο μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη και το σώμα του κατατέθηκε στον καθεδρικό ναό της Γορτύνης, της επισκοπικής έδρας του, όπου τιμήθηκε για πολλούς αιώνες, ως προστάτης της Εκκλησίας της Κρήτης. Όταν το νησί ελευθερώθηκε από την αραβική κατοχή, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στον Χάνδακα και κτίσθηκε νέος καθεδρικός ναός προς τιμήν του Αποστόλου Τίτου. Ο ναός αυτός υπήρξε ο κύριος τόπος προσκυνήματος της Κρήτης καθ’ όλη την περίοδο της βενετικής κατοχής (1210-1669). Διωγμένοι από την Κρήτη από τους Τούρκους (1669) οι Βενετοί, πήραν μαζί τους την κάρα του αγίου Τίτου, που κατατέθηκε στον ναό του αγίου Μάρκου. Το τίμιο αυτό λείψανο επιστράφηκε στην Εκκλησία της Κρήτης στις 12 Μαΐου 1966.

Μια δεύτερη εκδοχή Συναξαρίου


     Σύμφωνα με μιαν άλλη εκκλησιαστική παράδοση, ο άγιος Τίτος φέρεται να κατάγεται από το γένος του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, και από πολύ νωρίς είχε φανερώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ειδωλολατρικές επιστήμες. Σε ηλικία είκοσι ετών άκουσε μια ουράνια φωνή να του λέει: «Τίτε, πρέπει να αναχωρήσεις από εδώ για να σώσεις τη ψυχή σου, επειδή η θύραθεν αυτή παιδεία δεν πρόκειται να σε ωφελήσει». Φοβούμενος ωστόσο μήπως αυτή η φωνή ερχόταν από τους δαίμονες για να πλανηθεί, συνέχισε να μελετά τα εθνικά γράμματα. Μετά από εννέα χρόνια είδε άλλο όραμα όπου έλαβε την εντολή να μελετήσει τα βιβλία των Εβραίων. Άνοιξε λοιπόν το βιβλίο του Ησαΐα και έπεσε πάνω στα εξής λόγια: «Ελάτε κοντά Μου! Γίνετε νέα κτίση, όλοι οι λαοί ειδωλολατρικοί, εσείς που κατοικείτε στα νησιά. Οι Ισραηλίτες θα σωθούν από τον Κύριο και θα λάβουν από Αυτόν αιώνια σωτηρία» (Ησ. 45, 16). Ο ανθύπατος και διοικητής της Κρήτης, που ήταν θείος του Τίτου, έχοντας ακούσει πολλά εγκώμια για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς Χριστός στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη, αποφάσισε τότε, σε συμφωνία με τους προεστώτες του νησιού, να στείλει τον ανιψιό του επί τόπου για να λάβει πληροφορίες. Φθάνοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Τίτος είδε τον Κύριο και τα θαύματα που έκανε και υπήρξε μάρτυρας του ζωοποιού Πάθους Του, της Ανάστασης και της Αναλήψεώς Του. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ένας από τους μαθητές που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Χειροτονήθηκε από τους Αποστόλους και στάλθηκε κατόπιν σε αποστολή με τον άγιο Παύλο. Πήγαν στην Αντιόχεια, κατόπιν στην περιοχή της Σελεύκειας και από εκεί στην Κύπρο. Από τη Σαλαμίνα έφθασαν εν συνεχεία στην Πέργη της Παμφιλίας και από εκεί μετέβησαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και στο Ικόνιο (Πράξ. 13, 4-6· 13-14· 52), κατόπιν δε στα Λύστρα και στη Δέρβη, υπομένοντας διώξεις και κατατρεγμούς. Φθάνοντας στην Κρήτη έγιναν δεκτοί από τον διοικητή Ρουστίλο που ήταν γαμπρός του Τίτου. Αυτός προσπάθησε να τους πείσει να μην κηρύττουν κατά των θεών των εθνικών, αλλά μάταια. Λίγο αργότερα, ο άγιος Παύλος ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του άρχοντα που μόλις είχε πεθάνει. Έκτοτε ο Ρουστίλος έδειξε μεγάλο σεβασμό απέναντι στους Αποστόλους του Χριστού, επιτρέποντάς τους να διδάσκουν ελεύθερα το Ευαγγέλιο στο νησί. Μετά από τρεις μήνες όμως, ανακλήθηκε στη Ρώμη για να γίνει ύπατος. Οι Εβραίοι άδραξαν την ευκαιρία και προκάλεσαν τότε ταραχές στη νεαρή χριστιανική κοινότητα με λόγους μάταιους και ψευδείς, δίχως να τολμούν όμως να τα βάλουν με τους Αποστόλους που είχαν την προστασία ενός τόσο υψηλού προσώπου.


     Φεύγοντας από την Κρήτη για την Έφεσο, όπου μετεστράφησαν πολλοί εθνικοί, ο Παύλος έστειλε τον Τίτο, τον Τιμόθεο και τον Έραστο στην Κόρινθο. Και αφού παραστάθηκε στον μεγάλο Απόστολο των Εθνών μέχρι τον θάνατό του, ο Τίτος φέρεται να συνεργάστηκε στη στερέωση της αποστολής στην Ελλάδα και στις Κολοσσές, προτού επιστρέψει στην πατρίδα του για να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της. Έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους εκεί, αλλά διαπίστωσε γρήγορα ότι διατηρούσαν τα ειδωλολατρικά έθη τους. Ο Απόστολος πλησίασε τότε το άγαλμα της Αρτέμιδος και το γκρέμισε στο Όνομα του Χριστού. Περισσότεροι από πεντακόσιοι ειδωλολάτρες μετεστράφησαν μπροστά στο θαύμα αυτό και ανεβόησαν: «Μεγάλος είναι ο Θεός που κηρύττει ο Τίτος!». Εγκατέστησε την έδρα του στη Γορτύνη και τοποθέτησε εννέα επισκόπους στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης, στερέωσε δε στην αληθινή Πίστη τόσο με τον λόγο του όσο και με τα θαύματά του.

     Όταν σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ο άγιος Απόστολος πλησίασε τον θάνατο, η κατοικία του γέμισε αίφνης με μία εύοσμη νεφέλη, πλήθος αγγέλων ήλθε να του παρασταθεί και, με το πρόσωπο να λάμπει σαν ήλιος, παρέδωσε στη ψυχή του στον Θεό λέγοντας τούτα τα λόγια: «Κύριε, κράτησα την Πίστη και στερέωσα τον λαό Σου στον φόβο Σου. Δέξου τώρα το πνεύμα μου!». Όταν οδηγούσαν τη σορό του, ντυμένη στα λευκά για να την ενταφιάσουν, οι ειδωλολατρικοί ναοί γκρεμίστηκαν από μόνοι τους και εν συνεχεία πολλοί δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν κοντά στον τάφο του.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσκληθεὶς οὐρανόθεν πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τὴν ἐν σαρκὶ τοῦ Δεσπότου ἐπιδημίαν ἐν γῇ, αὐτοψεὶ ἑωρακὼς φωτὸς πεπλήρωσαι· ὅθεν τοῦ Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, τὴν Κρήτην πᾶσαν πυρσεύεις, τῆς εὐσεβείας τῇ αἴγλῃ, Τίτε Ἀπόστολε μακάριε.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοῦ Παύλου δειχθείς, συνόμιλος Ἀπόστολε, σὺν τούτῳ ἡμῖν, τὸν λόγον προκατήγγειλας, τῆς ἐνθέου χάριτος, μυστολέκτα Τίτε μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, ὤφθης ἐν τῇ Κρήτῃ, εὐσεβείας ὑφηγητής, Τίτε θεηγόρε, Ἀπόστολε καὶ μύστα, τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, συγκαταβάσεως.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 271–274.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]









Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου