Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

«ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ!... ΜΗ Μ’ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ!...»

«ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ!...
ΜΗ Μ’ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ!...»


[Απόσπασμα από το βίο 
της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας 
του πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου (560–638). 
Η οσία διηγείται στον αββά Ζωσιμά τη ζωή της…]

     «Αδελφέ μου, εγώ είμαι από την Αίγυπτο. Έφτασα δώδεκα χρονών και, αν και είχα γονείς, αδιαφορώντας γι’ αυτούς, τους παράτησα και ήρθα στην Αλεξάνδρεια.«
     »Για περισσότερα από δεκαεφτά χρόνια –συγχώρα με!– ήμουν για τον κόσμο μια ολοφάνερη πρόκληση της λαγνείας. Μοναδική μου επιθυμία ήταν να κάνω έρωτα αχόρταγα και χωρίς τελειωμό και να κυλιέμαι στο βούρκο της αμαρτίας.«


     »Έφτασα στα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλους προσκυνητές. Χρήματα δεν είχα. “Έχω το κορμί μου και ας πάρουν αυτό αντί για ναύλα”, είπα. Και σε κάποιους νεαρούς γύρισα και είπα: “Πάρτε με μαζί σας, όπου κι αν πηγαίνετε, και δεν θα το μετανιώσετε!”. Ξεστόμισα κι άλλα, ακόμη πιο βρώμικα λόγια, και όλοι τους ξέσπασαν σε γέλια. Δεν έμεινε ακολασία που να μπορεί ή να μη μπορεί να την ξεστομίσω και να μη τους τη δασκάλεψα.«
     »Με τέτοιες ασχολίες φτάσαμε τελικά στα Ιεροσόλυμα. Τις μέρες που πέρασα στην πόλη πριν τη γιορτή (της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου), τις ξόδεψα με τον ίδιο τρόπο και ακόμα χειρότερα, γιατί μαγάρισα πολλούς άλλους ντόπιους και ξένους.«


     »Όταν έφτασε η αγία γιορτή της Υψώσεως του Σταυρού, έφτασα στην αυλή του ναού πάνω στην ώρα ακριβώς της θείας Ύψωσης. Μόλις πάτησα το κατώφλι της εισόδου του ναού και ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ελεύθερα, εμένα κάποια θεία δύναμη με σταματούσε, απαγορεύοντάς με να τη διαβώ.«
     »Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκα μόνη μου να διαβώ το κατώφλι, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Κατέφυγα σε μια γωνιά του αυλόγυρου του ναού και μόνο τότε συνειδητοποίησα την αιτία (η οποία ήταν η αμαρτωλή και άσωτη ζωή μου) που μου έφραζε τη θέα του Τιμίου και Ζωοποιού Ξύλου.«


     »Άρχισα να κλαίω σπαραχτικά, να οδύρομαι και να θρηνολογώ. Καθώς χτυπιόμουν, βλέπω πίσω μου τη μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου (ήταν η εικόνα της Παναγίας, η οποία ήταν αναρτημένη πάνω στον τοίχο του ναού).«


     »Προσπέφτω σ’ αυτή και της λέω:
     »“Παναγία μου Δέποινα, εσύ που γέννησες το Σώμα του Θεού Λόγου, το ξέρω, είναι παράλογο, εγώ η βρώμικη και γεμάτη πάθη να σηκώνω τώρα τα μάτια στη μορφή σου, την παντοτινά παρθενική και αγνή, σε σένα που, σώμα και ψυχή, τα έχεις άσπιλα και αμόλυντα. Έχεις δίκιο να με μισείς και να σιχαίνεσαι εμένα τη μαγαρισμένη. Αλλά έχω ακουστά ότι, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έγινε ο Θεός, που γέννησες, άνθρωπος, για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Βοήθησέ με κι εμένα, την έρημη και μόνη. Πρόσταξε ν’ αντικρίσω το Ξύλο που πάνω του σταυρώθηκε ο Θεός, ο Γιος σου, που έδωσε το ίδιο Του το αίμα για χάρη μου. Όρισε, Κυρία μου, να ξεσφραγιστεί για μένα η πόρτα προς τη θεία προσκύνηση του Σταυρού· κι εγώ, στο Θεό που γέννησες, σε ορίζω από ’δω και πέρα αξιόπιστη Εγγυήτρια, ότι ποτέ πια δεν θα προσβάλλω το σώμα μου με βρώμικο σμίξιμο. Μόλις δω το Ξύλο του Σταυρού του Γιου σου, θα εγκαταλείψω αμέσως τους ανθρώπους και τα εγκόσμια και θα πάω εκεί όπου εσύ, σαν Εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με καθοδηγήσεις και θα με πας”.«


     »Έτσι απολογήθηκα και αφού πήρα σαν επιβεβαίωση τη φλόγα της πίστης, αναθάρρησα νιώθοντας την ευσπλαχνία της Θεοτόκου. Αξιώθηκα ν’ αντικρίσω τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό. Είδα τα μυστήρια του Θεού κι ένιωσα πόσο είναι στ’ αλήθεια πρόθυμος Αυτός να δεχτεί τη μετάνοια των ανθρώπων. Σωριάστηκα στο άγιο έδαφος και το προσκύνησα. Βγήκα, μετά, τρέχοντας για να πάω σ’ εκείνη που εγγυήθηκε για μένα. Στον τόπο που συντάχθηκε το συμφωνητικό της εγγύησης.«


     »Γονάτισα μπροστά στην Αειπάρθενο Κυρία Θεοτόκου και προσευχήθηκα:
     »“Σπλαχνική Παναγία μου, μου έδειξες το έλεός σου και δεν σιχάθηκες την παράκληση, εμού της ανάξιας. Είδα τη δόξα του Θεού που, δίκαια, δεν βλέπουμε εμείς οι άσωτοι. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που δέχεται τις πρεσβείες σου για τη μετάνοιά μας. Τι περισσότερο έχω, εγώ η αμαρτωλή, να σκεφτώ ή να ξεστομίσω; Δέσποινα Θεοτόκε, είναι καιρός να πραγματοποιηθεί η συμφωνία που κάναμε. Οδήγησέ με τώρα όπου προστάζεις. Γίνε δάσκαλος και καθοδηγητής μου στο δρόμο της μετάνοιας”.«


     »Ψελλίζοντας, αφουγκράστηκα μια φωνή να μου λέει από μακριά:
     »“Αν διαβείς τον Ιορδάνη, θα βρεις την ανάπαυση”.«
     »Πίστεψα ότι αυτή η φωνή απευθυνόταν σ’ εμένα και με ολοφυρμούς αναβόησα προς την Παναγία: “Δέσποινα, Δέσποινα! Μη μ’ εγκαταλείπεις! Και μη μ’ απαρνιέσαι, εμένα την κριματισμένη!”.«
     »Και, τότε, βγήκα από τον περίβολο της εκκλησίας και απομακρύνθηκα βιαστικά.«


     »Νομίζω ότι έχουν περάσει σαράντα εφτά χρόνια, από τότε που έφυγα από την Αγία Πόλη. Πίστεψέ με, αββά, συνέχισε εκείνη, δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πλανιέμαι σ’ αυτή την έρημο και πάλεψα με άνομες επιθυμίες σαν με θηρία ανήμερα, χύνοντας ποτάμια δάκρυα. Φανταζόμουν πως ήμουν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου –της Αναδόχου μου– και έκλαψα πικρά ικετεύοντάς την να διαλύσει τις επιθυμίες που με πολιορκούσαν. Όταν χόρταινα το κλάμα και το μοιρολόγι, έβλεπα μια λάμψη να περιχύνεται γύρω μου· μετά την τρικυμία, ερχόταν η γαλήνη. Συνέβαινε να περάσω μια νύχτα και μια μέρα πεσμένη εκεί στο χώμα και δεν ανασηκωνόμουν πριν να με σκεπάσει στοργικά με τη λάμψη του εκείνο το γλυκό φως, που σκόρπιζε τους τυραννικούς λογισμούς μου. Είχα συνέχεια τα μάτια της σκέψης μου στραμμένα προς την Εγγυήτριά μου, ικετεύοντάς την να με βοηθήσει, εμένα που παράδερνα μέσα στο πέλαγος της ερήμου και την είχα βοηθό και συμπαραστάτη στη μετάνοιά μου. Έτσι, κύλισαν δεκαεφτά χρόνια, παλεύοντας με μύριους κινδύνους. Από τότε και μέχρι σήμερα, η Κυρία Θεοτόκος Μαρία, είναι βοηθός μου σε όλα και με καθοδηγεί στο κάθε τι».


     Έλεγε ο μακαριστός Αγιοπαυλίτης Καθηγούμενος π. Ανδρέας (1904–1987) για τη μνήμη Θεού, παίρνοντας τρανό παράδειγμα από το θαυμαστό βίο της Οσίας Μαρίας: «Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία είδε μία φορά την εικόνα της Παναγίας που δεν την επέτρεψε να μπει στο ναό, και αυτή η μνήμη της εικόνας την ενίσχυε για σαράντα χρόνια μόνη της στην έρημο. Εμείς θέλουμε να δούμε το ένα και το άλλο και πάλι δεν έχουμε μνήμη Θεού».



[(1) Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη:
«Γεροντικό της Παναγίας»,
μέρος 2ο, κεφ. 5ο, σελ. 317–319,
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 20012.
(2) Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων:
«Βίος Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας»,
κεφ. Ιη΄–Κε΄ και Κη΄–Κθ΄,
σελ. 56–69 και 72–75,
Έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,
Άγιον Όρος, 19965.
(3) «Από την ασκητική και ησυχαστική
Αγιορειτική Παράδοση»,
μέρος 1ο, Συναξάριο Ιζ΄, σελ. 208–210,
Άγιον Όρος 20111.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ


      Ο δρόμος προς τον Θεό είναι μια ανείπωτη περιπέτεια της καρδιάς, από την οποία δεν θα μας λείψει ποτέ η έκπληξη, ο θαυμασμός και το δέος…

π. Δαμιανός







ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΙΣΤΟΣ

ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΙΣΤΟΣ


     Πιστεύω ακράδαντα ότι είμαι πιστός. Μάλιστα δε, ο καλύτερος από τους υπάρχοντες πιστούς. Αλλά, μετά λύπης μου αισθάνομαι, βλέπω και διαπιστώνω, ότι ο Θεός διαφωνεί μαζί μου κι έχει τώρα με το μέρος Του όλες μου τις διαθέσεις, τις πράξεις και τις στιγμές από την καθημερινότητα της ζωής μου! Κανένα μυστικό θρόισμα της καρδιάς μου δεν Του διαφεύγει! Τόση αθόρυβη και αόρατη παρακολούθηση, πείτε μου: μπορεί να είναι αγάπη αυτό; Έπρεπε –λέει– να μη βιάζομαι να επικρίνω, έπρεπε να συγχωρώ, να συμπάσχω, να κατανοώ και να βοηθώ πάντα τις εικόνες Του, που είναι οι συνάνθρωποί μου: αυτές οι κινητές και παντού διάσπαρτες απειλές της ανόδου μου. Και ν’ αφήνω –λέει– συνέχεια ανοιχτή και ευσυγκίνητη την καρδιά μου προς τον σιωπηλό Ουρανό. Μα, μπορεί, άραγε, να σταθεί κανένας πιστός οπαδός έτσι, μ’ αυτές τις υπέρτατες προσδοκίες για αγάπη και ελευθερία; Μα, τι αδυσώπητος που είναι, τελικά, Αυτός ο παντεπόπτης Κριτής, που τόσο άσπλαχνα τσακίζει την αγάπη της φαντασίας μου!...

π. Δαμιανός







Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ


Με την αγάπη μπορείς να δεις
ν’ ανοίγονται όλοι οι δρόμοι·
αυτοί που πριν για την κάθε καρδιά
ήταν αδιαπέραστοι και παγεροί.
Πίστεψέ το! Είναι μυστήριο!...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΥΨΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ

ΥΨΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ


      Το μόνο ύψος που έχει μέσα του σύμφυτη τη ζωή και την ασφάλεια και είναι ξένο σε κάθε υπαρκτό και νοητό κίνδυνο, είναι το καρδιακό ύψος της αγίας ταπείνωσης του Χριστού· μ’ αυτή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα μένουν εδραία, ακλόνητα, άπτωτα και υπέροχα!...

π. Δαμιανός







ΚΑΡΔΙΟΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΣΚΟΠΟΙ

ΚΑΡΔΙΟΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΣΚΟΠΟΙ


     …Να σου πω ειλικρινά τι αισθάνομαι;
     Ότι, τα «πολλά λόγια» μάς καθιστούν αυτόχρημα κάτι ωσάν «διδασκάλους», σαν κάποιους γοητευτικούς «διδάχους» από το πουθενά της ωραίας μας εγκεφαλικής κρίσης. Όταν μπροστά στον ανθρώπινο πόνο εξαντλούμαστε στην ανάπτυξη θεωριών, παραινέσεων και συμβουλών, τότε, το δίχως άλλο, πρέπει να είμαστε στο πολύ ανομολόγητο βάθος μέσα μας πολύ άπονοι τύποι, γιατί πολύ αναίσθητοι και ασυμπαθείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Λυπάμαι που, αν όχι πάντα, αν όχι πάμπολλες φορές, τουλάχιστον ενίοτε, είμαστε τόσο «φίνα μαστόρια» στα «πνευματικά», που καταφέρνουμε να τυλίξουμε σε μια κόλλα «νηπτικότητας» και «θεολογίας» αυτά τα «πολλά λόγια» μας. Προσωπικά, αισθάνομαι πολύ «άνθρωπος» για να μην προχωρήσω παραπέρα: «παραπέρα», στο μουσκεμένο χωράφι της καρδιάς που μούδιασε η πάχνη του πόνου. Και αισθάνομαι, επίσης, πολύ «χριστιανός», όταν και όποτε καταφέρω –με τη χάρη και δύναμη του Θεού– να σπάσω τους γερούς ιμάντες του καταραμένου εγωισμού μου και προσπέσω ανενδοίαστα και προσκυνήσω σεβαστικά τον πόνο του συνανθρώπου μου· έχοντας ταυτόχρονα και μεγάλο δέος για την υπομονή που αίρει σιωπηλά η καρδιά του, «τότε» στη μεγάλη και άφραστη ώρα του πόνου του. Οι Χριστιανοί, (πρέπει να) είμαστε λίγο «καρδιοσκόποι» αλλά συνάμα και λίγο «ουρανοσκόποι»: να βλέπουμε και ν’ ατενίζουμε προσευχητικά και την πονεμένη καρδιά και τον απαθή ουρανό. Και ξέρουμε πολύ καλά, ότι κυρίως μόνο τότε, όταν έρχεται το μυστήριο του πόνου και σμίγει με τον άνθρωπο και όταν η καρδιά του, άθελά της, χωνεύεται στο καμίνι της υπομονής, τότε είναι πραγματικά που σχίζονται και ανοίγουν οι ουρανοί. Γιατί σ’ αυτό το μυστικό «βάπτισμα» του πόνου και της δοκιμασίας είναι που συμπάσχει ακόμη και ο αλάλητος και ο φαινομενικά αφανής Θεός, αλλά πάντα στοργικά και φιλάνθρωπα παρών σαν Πατέρας, δίπλα στον πονεμένο άνθρωπο…

π. Δαμιανός

[Από ένα απαντητικό μήνυμα προς τον αγαπητό φίλο Ν.]







Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ

ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ


     Τι να κάνουν άραγε στην Έρημο και πώς να ζουν αυτοί οι άνθρωποι που λέγονται «Ερημίτες»; Ο Αριστοτέλης λέει ότι, για να ζει κάποιος στην Έρημο, ή Θεός πρέπει να είναι ή θηρίο: «Μόνος, οὐ διὰ τύχην, ἀλλὰ διὰ φύσιν, ἢ Θηρίον ἢ Θεός» (βλ. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1252a1–1253a39). Όμως, ούτε «θεοί» είναι οι Ερημίτες μας, ούτε «θηρία». Κατανέμουν το χρόνο τους στην προσευχή και το εργόχειρο. Σκαλίζουν πάνω σε σκληρό ξύλο Εσταυρωμένους και δίνουν, είτε εν γνώσει, είτε εν αγνοία τους –ο Θεός ξέρει– μια τέτοια έκφραση πόνου στο σκαλισμένο πρόσωπο του Κυρίου και μια τέτοια κίνηση στο σώμα Του, ώστε να μη μπορεί να Τον αντικρίζει κανείς χωρίς δάκρυα. Οι Ερημίτες διαβιούν σαν τα αλληγορικά «πουλιά του ουρανού» (βλ. Ματθ. 6, 26) που «δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν και δεν συνάγουν καρπούς σε αποθήκες», που δεν έχουν. Ο Κύριος είναι ο Τροφέας τους. Ωραίες είναι και οι αμφιέσεις τους, πιο ωραίες κι από τα «κρίνα του αγρού» (βλ. Ματθ. 6, 28), γιατί είναι ενδεδυμένοι τον Χριστό και οι ίδιοι κοσμούνται με αρετές και αφανή φωτοστέφανα. Έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ώστε να είναι «ελεύθεροι από όλους» (πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 19). Έμαθαν να είναι σοφοί από τη λιτότατη ζωή τους και ταπεινοί στο φρόνημα. Χαίρονται «με την ελπίδα» (πρβλ. Ρωμ. 15, 13· Τίτ. 1, 2) των μελλόντων αγαθών, για χάρη των οποίων απαρνήθηκαν όλα τα πρόσκαιρα και φθειρόμενα αγαθά –κάποιοι απ’ αυτούς «ήταν πλούσιοι σφρόδρα» (πρβλ. Σωσ. 1, 4· Λουκ. 18, 23)– ακόμη και απ’ αυτό το φτωχό «δοξάρι» (της εγκόσμιας δόξας), κατανοώντας βαθιά το λόγο του Κυρίου: «Πώς μπορείτε να πιστεύετε, όταν λαμβάνετε δόξα απ’ τους ανθρώπους;» (βλ. Ιωάν. 5, 44).


     Ο θεσμός των Ερημιτών του Αγίου Όρους είναι λίαν διδακτικός. Αποτελούν το μυστικό διάκοσμο της Εκκλησίας μας και τα «νεύρα της Ορθοδοξίας». Χωρίς τους Ερημίτες θα έλειπε από την Εκκλησία ένας συγκεκριμένος τύπος βίου, ο οποίος είναι ανάγκη να διασαλπίζει σιωπηρά την αέναη δύναμη του Πνεύματος και την έφεση εκείνης της ψυχής που έχει καθαρισθεί εν Χριστώ. Πάνω στη γη οι Ερημίτες μας είναι τα «λειτουργικά πνεύματα» (βλ. Εβρ. 1, 14), αλλά και τα μέτρα της δύναμης του Χριστιανισμού. «Γνωρίζουν πάντα να ελπίζουν, πάντα να σκεπάζουν, πάντα να υπομένουν» και, η αγάπη τους προς τον Θεό και τους αδελφούς, «να μη μειώνεται ποτέ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 13, 7–8).


     Ο ασκητισμός τους είναι τραχύς διότι βιάζουν τους εαυτούς τους, όπως είπε κι ο Κύριος, ότι, «οι βιαστές είναι που αρπάζουν τη Βασιλεία των Ουρανών» (βλ. Ματθ. 11, 12), αλλά απολαμβάνουν τα αγαθά από την εναρμόνιση του θελήματός τους με το θέλημα του Κυρίου. Μοιάζουν μ’ εκείνη τη χήρα του Ευαγγελίου, που γύρευε την εκδίκαση του χαμένου της δίκιου από τον εχθρό της (πρβλ. Λουκ. 18, 4) και παραστέκουν γι’ αυτό κοντά στον Κριτή Ιησού αδιάλειπτα, προκειμένου να ελευθερωθούν γρήγορα από τα πάθη τους, για να λάμψει μέσα στην καρδιά τους το θείο φως Του. Στις προσευχές τους, με συντετριμμένη καρδιά, επαναλαμβάνουν την κατανυκτική μονολόγιστη ευχή του αγίου Αγιορείτη Πατέρα μας Γρηγορίου του Παλαμά: «Φώτισόν μου το σκότος! Φώτισόν μου το σκότος!». Φθάνουν σε ύψη αγιότητας και το αγνοούν. Είναι απλοί σαν τα παιδιά, «φρόνιμοι όπως τα φίδια και ακέραιοι όπως τα περιστέρια» (βλ. Ματθ. 10, 16). Προσεύχονται για όλο τον κόσμο και φθάνουν στο σημείο να μη γνωρίζουν στοιχειώδη πράγματα για την Πατρίδα τους. Η περιέργεια, άλλωστε, δεν είναι αρετή. «Προχωρώντας από δύναμη σε δύναμη» (πρβλ. Ψαλμ. 83, 8) και αναβαίνοντας σαν τα ελάφια προς τις άυλες κορυφές των ορέων του υπερβατικού, λησμονούνται μέσα στην απόλαυση των ιερών θεωριών τους. Δεν είναι αθέμιτο μετά απ’ αυτό να στραφούν προς τα κάτω; Έχουν πάντοτε διάθεση ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τις άπειρες προς εμάς ευεργεσίες Του. Θα έλεγε κανείς ότι οι Ερημίτες αναπληρώνουν τα κενά της δικής μας αγνωμοσύνης και δεν αδειάζει ποτέ η καρδιά τους από το να ευχαριστεί και να υμνεί «ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ» (βλ. ευχή Εισόδου Εσπερινού) την άκρα Αγαθότητα.


     Πριν από χρόνια, είχα πάει στην Έρημο για ν’ αναπνεύσω το άρωμα της αγιότητας των Ασκητών μας και να ευλογηθώ. Κάποιος φίλος Ερημίτης με συνόδευσε στην Καλύβη ενός άλλου Ερημίτη, για τον οποίο είχα τις πληροφορίες ότι ήταν άγιος άνθρωπος. Είχε τη συνήθεια να επαναλαμβάνει από βαθέων τούτο το Προφητικό, ελαφρώς παραλλαγμένο: «Ω, Κύριε, στείλε το φως Σου και την αλήθεια Σου· αυτά είναι που με οδήγησαν και μ’ έφεραν στο όρος Σου το άγιο και στα σκηνώματά Σου» (πρβλ. Ψαλμ. 42, 3). Οι συνασκητές του έλεγαν γι’ αυτόν ότι ήταν άνθρωπος παράδοξος και στρυφνός στους λόγους του.
     Του απευθύνω την ερώτηση:
     –Πώς αισθάνεστε, άγιε πάτερ, που βρίσκεστε σ’ αυτό το απομονωμένο περιβάλλον και ζείτε σχεδόν σε διαρκή σιωπή;
     –Ω, αδελφέ μου, λέει, μέσα στη σιωπή κρύβεται η βαθύτερη φιλοσοφία του Χριστιανισμού και απ’ αυτή συντελείται στη ψυχή μια άρρητη μεταμόρφωση. Ανερμήνευτη είναι η ιδιαίτερη χάρη του πνεύματος που σιγά και που τόσο εύγλωττα φθέγγεται μ’ αυτή την ιερή σιγή. Το να σιωπά κανείς, πάτερ, μέσα σ’ αυτή την παροικία του σώματός μας, ενέχει το μυστήριο της ψυχής μας που νοσταλγεί την ουράνια πατρίδα. Λέει ο Άγιος Ισαάκ ότι, «όλες μαζί οι πνευματικές εργασίες δεν συγκρίνονται με την εργασία της σιωπής». Και υποθέτω ότι εκεί στον ουρανό αυτή η σιωπή αποτελεί την πολύφθογγη αρμονία, μέσω της οποίας τα άγια και μακάρια πνεύματα πλατύνονται προς το άπειρο, καθώς ελίσσονται σε κόσμους φωτός και μιας απέραντης εν Θεώ γλυκύτητας. Πιστέψτε με, συνέχισε ο Ερημίτης, ότι μία είναι η αλήθεια που κυριαρχεί στα κράσπεδα του θρόνου της θείας μεγαλειότητας και που επεκτείνεται μέχρι την ελάχιστη σκιά ακόμη και του πιο ασήμαντου κτίσματος: η Αγάπη. Αυτή είναι η πηγή από την οποία τα ιερά ρείθρα της Χάριτος κατεβαίνουν αέναα από την Πόλη του Θεού και «ποτίζουν όλη την κτίση για να ζωογονηθεί» (Α΄ Αντίφωνο του Δ΄ Ήχου). Αυτή είναι, σύμφωνα με τον Προφητάνακτα Δαβίδ, η «άβυσσος που φωνάζει την άβυσσο» (πρβλ. Ψαλμ. 41, 8), η οποία μέσω του απείρου, οδηγεί προς τη φοβερή θέα της Θεότητας. Αυτή είναι που κατασκευάζει και συνέχει τα πάντα. Αυτή είναι που γεννά, που θάλπει, που εμπνέει, που οδηγεί. Αυτή είναι η σφραγίδα και το σύμβολο του Κτίστου· το μεγάλο διαμάντι που ακτινοβολεί μπροστά στο ανέκφραστου κάλλους διάδημα του Υψίστου. Η αγάπη είναι η εξήγηση της δημιουργίας…
     –Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε στις καρδιές μας την αγάπη; είπα, διακόπτοντας τον Ασκητή. Πώς, εμείς οι ταπεινοί, μπορούμε να γίνουμε άξιοι της αγάπης του Κυρίου;
     –Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την αγάπη! είπε ο Ασκητής, κινώντας το κεφάλι του και σκουπίζοντας με την άκρη του ρούχου του τα αναβλύζοντα δάκρυα. Με ρωτάτε, δηλαδή, πώς να κατορθώσουμε να κατοικίσει μέσα στις καρδιές μας ο Χριστός. Μα, πώς αλλιώς, αδελφέ, παρά με την αγάπη; Και πώς θα ελκύσουμε τον Χριστό να σκηνώσει μέσα μας, αν όχι με την καθαρότητα της καρδιάς; Και πώς θα πετύχουμε αυτή την καθαρότητα, αν όχι με την εργασία των εντολών; Και πώς χωρίς δάκρυα, προσευχές και μόχθους θα κάνουμε πράξη τις εντολές; Συγχωρέστε με, είπε ο Ερημίτης. Για θυμηθείτε τι έλεγαν οι Πατέρες μας: «Δώσε αίμα και λάβε πνεύμα» (Γεροντικό). Αυτό τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, το σκουλήκι της γης. Θα σας έλεγα και κάτι άλλο, αλλά… «τη σοφία τη λέμε μόνο στους τέλειους» (Α΄ Κορ. 2, 6).
     Και αναχώρησα, αφού πρώτα ασπάσθηκα τη δεξιά του οσίου εκείνου Ασκητού, τη γεμάτη τυλώματα από τις μετάνοιες…


     Οι Ερημίτες, είναι άνθρωποι σοφοί που η Εκκλησία μας σεμνύνεται γι’ αυτούς, διότι την ενισχύουν με τον άγιο βίο τους και είναι, κατά τον Παλαμά, «οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι Κήρυκες της ερχόμενης Βασιλείας». Ο ηρωικός τους βίος μέσα στα σπήλαια και τις φοβερές Καλύβες τους, προκαλεί το δέος και την ευλάβεια. Σ’ αυτές τις Καλύβες αντηχούν, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, «ύμνοι και ωδές πνευματικές» (πρβλ. Εφεσ. 5, 19) και οι βράχοι, πάνω στους οποίους είναι αυτές σφηνωμένες, παραμένουν οι άφωνοι μάρτυρες των θρήνων αυτών των θεοφιλών ψυχών. Πόσων Ερημιτών (τα ονόματα των οποίων γράφηκαν στους ουρανούς) οι σκιές δεν περιπλανιούνται στα υποτυπώδη και παγερά δώματά τους!... Πόσοι Παλαμάδες, Φιλόθεοι, Νικηφόροι, Γρηγόριοι, Νικόδημοι, πόσοι Όσιοι δεν έζησαν μέσα σ’ αυτές τις Καλύβες σαν Ησυχαστές και δεν τελειώθηκαν με τη «Νοερά Προσευχή»!...


     Η αλήθεια είναι ότι ορισμένες από τις Καλύβες των Ερημιτών είναι δυσπρόσιτες. Όπως ο Ασκητισμός, έτσι και οι κατοικίες των Ερημιτών έχουν την ιδιορρυθμία τους. Οι Καλύβες αυτές δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα χωρικά σπίτια της Ελλάδας. Στη σύλληψη του σχεδίου τους υπάρχει μια πρωτόγονη εκκεντρικότητα. Αρκεί μια ρωγμή ή προεξοχή πάνω σ’ ένα βράχο για ν’ αποτελέσουν το ιδεώδες «οικόπεδο» για έναν Ερημίτη. Τις ονομάζουν προσφυώς «αετοφωλιές». Χτίζονται με πνεύμα τραχείας αρχιτεκτονικής, όπως ακριβώς είναι και ο Ασκητισμός. Μάταια θ’ αναζητήσει κάποιος μέσα σ’ αυτές την άνεση. Πολλά έχουν γραφεί για τις Καλύβες τους, αλλ’ αμφιβάλλω αν έχει λεχθεί όλη η αλήθεια, διότι η νοοτροπία των Ερημιτών που τις έχτισαν είναι σ’ εμάς απροσπέλαστη. Πάνω απ’ όλα τούτη η νοοτροπία δεν ακολουθεί τη λογική. Η ευθεία, για τους Ερημίτες, δεν είναι η συντομότερη οδός. Προτιμούν, αίφνης, ν’ αναρριχώνται, παρά να βαδίζουν σε βατούς ατραπούς. Δεν είναι ριψοκίνδυνοι –«δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία τον Κύριο και Θεό σου…» (βλ. Δευτ. 6, 16· Ματθ. 4, 7)–, δεν είναι οπαδοί του δόγματος «ζήσε επικίνδυνα», αλλά θεωρούν τον κίνδυνο σαν ένα στοιχείο ηθικής προαγωγής. Αυτός που, με τη βοήθεια των αλυσίδων, κατέρχεται σ’ αυτές τις Καλύβες για πρώτη του φορά, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια θα φρίττει και μόνο με την ανάμνηση αυτού του γεγονότος.


     Παράξενοι άνθρωποι, που παρακάμπτουν την άκοπη και ακίνδυνη «λεωφόρο» τους και αισθάνονται άφατη ευφροσύνη με το να δένονται μ’ αλυσίδες και ν’ ανέρχονται, ν’ ανέρχονται για να φτάσουν στις σπηλιές τους. Ποιος ξέρει; Ίσως και να σκέφτονται ορθότερα από ’μας. Κάθε Καλύβα του Ερημίτη είναι κι ένα φλεγόμενο θυσιαστήριο, που μέσα του κυριαρχεί μονάχα το θείο· ναοί εγκατασπαρμένοι στα πιο ιερά και αμόλυντα εδάφη, όπου οι Μοναχοί είναι οι ιερείς τους. Πολλές απ’ αυτές τις Καλύβες έχουν τόσο αφομοιωθεί με τους βράχους, ώστε οι ξένοι που παραπλέουν κοντά προς εκείνο το ακρωτήριο, να μη μπορούν να υποψιαστούν καν την ύπαρξή τους.


     Είναι αδύνατο να ζήσει άνθρωπος με τους όρους της Ερήμου, αν τουλάχιστον κατά το ήμισυ μέσα του δεν ζει ο ίδιος από τον ουρανό. Οι Ερημίτες είναι άνθρωποι μεγάλης αντοχής. Επίσης, μέσα στις Καλύβες τους βλέπει κανείς μια αρμονική διευθέτηση των πιο ασήμαντων πραγμάτων, που θα μπορούσε στην απλότητά της ν’ αποτελεί τον ωραιότερο διακοσμητικό ρυθμό. Μα, κάθε τι ξεχωριστά και ταυτόχρονα όλα μαζί, μέσα στην ερημική Καλύβη, μιλούν τόσο βαθιά στη ψυχή! Κι όλα παίρνουν μια τέτοια μελαγχολική έκφραση, σαν να πλανιέται εκεί μέσα το θλιβερό πνεύμα του «Εκκλησιαστή»: «Ματαιότητα των ματαιοτήτων, τα πάντα είναι ματαιότητα!» (Εκκλ. 1, 2). Το κατά Χριστό πνεύμα του πένθους υπερίπταται πάνω από τις ερημιτικές Καλύβες. Οι πόλεις, βέβαια, καταχαίρονται στις καλλίγραμμες οικοδομές τους. Το Άγιο Όρος όμως σεμνύνεται για τις αιωνόβιες και υποβλητικές Μονές του και για τις ταπεινές του Καλύβες. Αλλά, αν έπρεπε ο Μοναχός να καυχιέται εν Κυρίω για κάτι, τι άλλο θα ήταν αυτό, αν όχι για τα αγιότατα «λείψανα» της αρχαίας Εκκλησίας και για τα σύμβολα της αίγλης και του πολιτισμού του Βυζαντίου, που τόσο ευλαβικά περιέσωσαν οι ιερές Βασιλικές Μονές; Κι όμως! Όλα εκείνα μας λαμπρύνουν μόνο εξ αντανακλάσεως! Αποτελούν δόξα, αλλά δόξα του παρελθόντος. Έχουμε όμως τώρα και κάποιο ένδοξο παρόν: τις «φωλιές» των Ερημιτών μας, τις Καλύβες των Ησυχαστών του Άθωνα! Ω, Θεέ μου, πόσο τιμημένες στα μάτια Σου είναι τούτες οι Καλύβες! Και, πώς ευδοκεί το πνεύμα Σου μέσα σ’ αυτές! Αλλά μήπως από μια Καλύβα δεν ανέτειλε κι η Βασιλεία των ουρανών και όχι από ένα επιβλητικό μέλαθρο;


     Όχι μόνο από Καλύβα, αλλά το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι ότι για τη Βασιλεία των Ουρανών σμικρύνθηκε μυστηριωδώς αυτή η ίδια η γη και χορήγησε πάρα πολύ φειδωλά μια μικρή επιφάνεια γης προς τον Κύριό της και «δεν υπήρχε τόπος γι’ Αυτόν πουθενά για να μείνει» (πρβλ. Λουκ. 2, 7)! Τι, παράξενο! Αναφωνεί ένας απολογητής του Χριστιανισμού: «Αν ήταν να εφεύρουμε εμείς τη Θρησκεία και την Αποκάλυψη του Θεού, ούτε εμείς δεν θα μπορούσαμε να καταντήσουμε σε μια τόσο ταπεινωτική Αποκάλυψη, η οποία αρχίζει με τη γέννηση ενός παιδιού στη φάτνη και καταλήγει στο θάνατό του πάνω στο Σταυρό, που, για ’κείνο το λαό ήταν το σκύβαλο της ανθρωπότητας». Και «η Αποκάλυψη δεν θα ήταν καθόλου αλήθεια, αν αυτή δεν αντέφασκε πλήρως προς τον δικό μας υπερήφανο και διεφθαρμένο λόγο από την ηθική ανατροπή της δικής μας παράβασης και της ζωής της κακίας» μας. Και βροντοφωνάζει ο Μ. Πασκάλ (1623–1662): «Αναγνωρίστε την αλήθεια της θρησκείας, μέσα απ’ αυτή τη σκοτεινιά της δικής μας αδιαφορίας να τη γνωρίσουμε». Όλα τα μεγάλα πράγματα, για να είναι μεγάλα, πρέπει να είναι και ταπεινά…

ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1916–2006)


[(1) Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου:
«Μεταξύ ουρανού και γης»
–Αγιορείτικος Μοναχισμός–,
κεφ. 35ο και 36ο, σελ. 172–180,
Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 19794.
(2) Όλα τα λαμπρά εικαστικά έργα
είναι του φιλόκαλου Ιερομονάχου Αναστασίου,
από το βιβλίο του «Αθωνικά Δίπτυχα»,
καθώς και από τα επιτοίχια ημερολόγια
των ετών 2003–2009,
Εκδόσεις «Ερμηνεία»
Ιερού Κελλίου Τιμίου Προδρόμου
–«Διονυσίου του εκ Φουρνά»–
Καρυές Άγιον Όρος.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
πληκτρογράφηση και μεταφορά
όλου του κειμένου στην απλή Δημοτική,
υπομνηματισμός εδαφίων και ονομάτων,
εύρεση και επιλογή εικόνων:
π. Δαμιανός.]







Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ

Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ


Μην απαιτείς από μένα να ζω την ευθύνη μου,
αν μου στερείς την ειλικρινή σου κατανόηση…

π. Δαμιανός







Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

«ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΤΕ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ»

«ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΤΕ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ»


     Μόνο με το φως του Χριστού μπορούμε να αισθανθούμε αληθινά το σκότος των αμαρτιών μας. Και όσο νοιώθουμε το σκοτάδι που κατοικεί σιωπηλά μέσα μας, τόσο πιο πολύ φωτιζόμαστε αγαλλόμενοι. Το ειρηνικό φως του Χριστού νικά σαρωτικά τα πολυπτωτικά σκοτάδια των υπαρκτικών μας εγκάτων. Παράδοξη πλοκή και ανερμήνευτη κατάσταση. Από μόνη της η λογική αδυνατεί και αρνείται να διαβάσει τούτο το μάθημα των πληγωτικών αντιφάσεων. Δεν είναι που το σκοτάδι εκμαιεύει το φως, δεν είναι που το φως θρέφει το σκοτάδι· είναι που η ειλικρινής θέαση της εικόνας των αμαρτιών μας γεννά μια τέτοια θεραπευτική συντριβή, που ελκύει κάθε φέγγος της Χάρης στην καρδιά. Τα «τέκνα του φωτός» (βλ. Εφεσ. 5, 8) είναι πάντα οι πιστοί ακόλουθοι της νίψης και της μετάνοιας. Η δε μετάνοια και η νίψη είναι στην ουσία Χάρη Θεού. Και η Χάρη ως φως φωτίζει, λαμπρύνει και θάλπει· και ως χαρά ενισχύει, δυναμώνει και αναπτερώνει όλο τον άνθρωπο. Ανάξιοι γι’ αυτή τη δωρεά του θείου φωτός, έκπληκτοι, περιδεείς, συγκινημένοι και βαθιά απορημένοι, βιώνουμε την ενέργειά του, σαν άφεση των αμαρτιών, ισχύ, αναγέννηση, απολύτρωση, άνεση και ατελεύτητη πνευματική ελευθερία που, σύμφωνα με τα ανεξερεύνητα κρίματα του Θεού, καταλήγει ακατάληκτα σε καθαρή θεωρία σαν υπέρτατο και ανέκφραστο δώρημά Του. Όλα τα επώδυνα σκοτάδια μας διαλύονται μπροστά στο φως του Ιερού Ευαγγελίου, στο άκτιστο Φως του Προσώπου Του, μπροστά στη Ζωή των απάντων, τον Χριστό· ο Οποίος είναι το πανίερο τέλος, ο σκοπός, το νόημα, η ουσία, η αξία και η καταξίωση κάθε ασκητικής ησυχίας και κάθε ησυχαστικού κόπου· εκείνο το αδιάσειστο κέντρο του πατερικού Ησυχασμού που στέκει στη βιωματική οδό της Ορθόδοξης Παράδοσης σαν ο μοναδικός αθέατος τρόπος, ο αμάρτυρος χώρος και το μυστικό ταμείο της θείας αγάπης για τη ζωή, όχι βέβαια του κάθε καλογήρου, αλλά του κάθε χριστιανού. Γιατί «ησυχία» είναι κατ’ εξοχήν αφοσίωση, που μόνο ένας θείος έρωτας στην καρδιά μπορεί και δικαιούται να έχει…

π. Δαμιανός