Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ

      ΠΡΟΟΙΜΙΟ


       Οι «Παπάδες»! Αχ, αυτοί οι «Παπάδες»!
       Το «παράξενο», για πολλούς, «αυτοδύναμο» και «πολυδύναμο» «κληρικό γένος», που δέχεται ανελέητα και ακατάπαυστα πυρά, ταυτόχρονα με αυθόρμητες εκδηλώσεις ευσέβειας και σεβασμού από το λαό.
       –Ποιοι είναι αυτοί οι «κύριοι» μέσα στην Εκκλησία;
       –Μπορούν άραγε να μην είναι επιτέλους μέσα στην Εκκλησία;
       –Μπορούμε άραγε να συνεχίσουμε χωρίς αυτούς;
       –Είναι αυτοί που προκαλούν ή αυτοί που εμπνέουν;
       –Είναι αυτοί που απωθούν αποκαρδιωτικά ή είναι αυτοί που ελκύουν σιωπηλά και ταπεινά με τη σύναρση της Θείας Χάρης;
       –Είναι τα εφάμαρτα έργα μας, τελικά, αυτά που δεν μας επιτρέπουν να τους αποδεχθούμε ή είναι οι ποιμαντικές αδιακρισίες τους που δεν πληροφορούν τη διψαλέα μας καρδιά;
       –Είναι αυτοί που δεν έχουν το δικαίωμα να μην είναι «τέλειοι» στα δικά μας τα μάτια και στη δική μας απαιτητική αντίληψη;
       –Είναι αυτοί που είναι «άνθρωποι κατά βάθος», που νομοτελειακά δεν γίνεται να μην αμαρτήσουν, μας αρέσει δεν μας αρέσει;
       –Είναι αυτοί που δεν δικαιούνται να έχουν κανένα ελαστικό όριο στην ανθρώπινη πτώση, εν αντιθέσει με όλους εμάς στον σύμπαντα κόσμο, που μπορούμε να έχουμε άπλετο όριο και εκούσια πρόσβαση στην αμαρτία;
       –Είναι αυτοί που ήρθαν για να «περνούν καλά» ή είναι αυτοί που χειροτονήθηκαν εκούσια για να συμπάσχουν με τον πόνο μας και να μαρτυρούν από τη σκληρότητά μας;
       –Είναι αυτοί που κάνουν «ένα επάγγελμα» ή είναι αυτοί που ζουν μέσα από τα έγκατά τους το θεόσδοτο λειτούργημά τους;
       –Είναι αυτοί για τους οποίους «λένε πολλά» ή είναι εκείνοι για τους οποίους δεν πρόκειται να πει ποτέ κανείς τίποτα «καλό» αλλά, πολύ περισσότερο, να αντιληφθεί ίχνος «καλού» πάνω τους;
       –Τους θέλουμε «για τα διαβάσματα» και «για τις ευχές», για να «καλύπτουν θρησκευτικά» τις περιστάσεις της ζωής μας ή τους έχει πραγματικά αδήριτη ανάγκη η ψυχή μας, για να προαχθεί βαθμιαία στο μυστήριο της Εκκλησίας, μέσω της αιώνιας Ιερωσύνης του Χριστού;
       –Δίχως αυτούς είμαστε περισσότερο ανένοχοι και ανεξέλεγκτοι ή μάλλον θλιμμένοι, αχαρίτωτοι και ανευλόγητοι;
       –Υπάρχει σωτηρία, αγιασμός και στηριγμός δίχως τα Μυστήρια που τελούν σ’ εμάς, για εμάς και για τη δόξα του Θεού;
       –Γιατί αγαπάμε υπέρμετρα να τους κρίνουμε συνεχώς και αρνούμαστε στο έπακρο να τους δικαιολογήσουμε, έστω και για λίγο;
       –Πώς γίνεται ο Χριστός να μακροθυμεί και να τους ανέχεται, ενώ εμείς τους αποπέμπουμε με βίαιη απώθηση, με άκρατο θυμό και με μεγάλη προκατάληψη;
       –Να τους τιμήσουμε ή να τους προσπεράσουμε;
       –Να τους κατηγορήσουμε ή να τους δικαιώσουμε;
       –Να τους επικρίνουμε ή να τους κατανοήσουμε;

       –«Μακριά από τους παπάδες»: να πορευθούμε με τούτο το σύνθημα που «βολεύει» στην εντέλεια την εγωική αυτονομία μας ή να προκρίνουμε την με διάκριση ευαγγελική συμπόρευση μαζί τους, κατά τον αγώνα των ψυχών μας, στην αγαπητική αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, στον δρόμο της σωτηρίας και του αγιασμού, μέσα στην Εκκλησία;       


        Πολλά τα ερωτήματα του σύγχρονου και συγχυσμένου ανθρώπου για τον σύγχρονο κλήρο, τον κλήρο του, τον κλήρο της ψυχής του, τον κλήρο της Εκκλησίας του. Το θέμα, δεν είναι ούτε απλό, ούτε μικρό, ούτε εύκολο ούτε και αβαθή. Κάποια από όλα τα παραπάνω ερωτήματα απαντιούνται σταράτα, όμορφα και ωραία, εύληπτα και κατανοητά, εύστοχα και ακριβοδίκαια, μέσα από τον κρυστάλλινο και δυναμικό λόγο του Αγίου Ιερομάρτυρος, Ισαποστόλου και Εθναπόστολου Κοσμά του Αιτωλού (1714–1779), του ανεπανάληπτου Διδάχου του πολύπαθου Γένους μας.


        Πρόκειται στ’ αλήθεια για έναν υπέροχο Πατερικό λόγο, που εμπνέει και αναπαύει εκείνες τις καρδιές που διψούν για την αλήθεια των πνευματικών πραγμάτων, αποστάζοντας αισθητά Χάρη Θεού· πρόκειται για έναν ευεργετικό λόγο, που σε κάθε του λέξη φανερώνει βαθιά και εκπληκτική εμβίωση των εκκλησιαστικών μυστηρίων· μπροστά μας έχουμε μια εξαίσια κατάθεση πατερικής γραφής που απαυγάζει μεγάλη και σπάνια επίγνωση του χαρακτήρα των ιερατικών λειτουργημάτων· που, μέσα από τις αράδες του, αποκαλύπτει θαυμαστή ευθυκρισία για το τι είναι τι, και πώς πρέπει να είναι το κάθε τι, μέσα στην Εκκλησία, αλλά ασφαλώς και μέσα στις καρδιές μας, που είναι τα πολύτιμα εσώτατα ταμεία της Εκκλησίας· διαβάζουμε έκπληκτοι μια αγία και καρδιοστάλακτη και ακούραστη παραίνεση που αναβλύζει δύναμη Παράδοσης, καθώς και ιερό φόβο και δέος γι’ αυτό που ήδη είναι από Θεού μέσα στην Εκκλησία Του, ως λειτούργημα, ως διακονία, ως ευπρέπεια και ως κόσμημα· αισθανόμαστε όλες οι εκφράσεις και τα νοήματα του Αγίου να αναδύουν αθόλωτη διαύγεια πνεύματος, πού ’ναι συνυφασμένη μέσα σε απλές αλλά ένθεες Διδαχές, οι οποίες, σε απόλυτο βαθμό, δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή υπεράφθονη κολακεία μας, τον πλούσιο κυνισμό, την ασυγκράτητη επιθετικότητα, τον ποταπό χλευασμό, την ανεπίτρεπτη άγνοια, την απερίγραπτη ασέβεια ή αντίθετα με την αποκρουστική υποκρισία, τη διθενίλα, τη ψευτοευλάβεια και την απεχθή ηθικίλα που, πολλές φορές, οι περισσότεροι από μας, επιφυλάσσουμε ανεπιφύλακτα έναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, στο πέρασμα ενός «καλού» ή «κακού» Ιερέως από τη ζωή μας· σε αυτό το «άλλο» και «εναλλακτικό» πέρασμα του Χριστού μέσα από την πνιγηρή και ανίερη καθημερινότητά μας.
       Όπως και νά ’χει, ειδικά εκεί στην τελευταία παράγραφο του λόγου του Αγίου Κοσμά, στη «σιδηράν ράβδον» που κρατάει πάντα απροσωπόληπτα η Δικαιοσύνη του Χριστού για όλους ανεξαιρέτους τους συνειδητά ανάξιους και επίορκους κληρικούς, σβήνουν όλα τα δικά μας εμπαθή βέλη της δικής μας εκδικητικά ανυπόμονης λογικής και τόσο βιαστικής κρίσης.
       Ο λόγος του Αγίου, δικός σας!
       Άγιε Ιερομάρτυς του Χριστού, Κοσμά,
       πρέσβευε υπέρ πάντων ημών!


ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ



       «Ένας άνθρωπος εξωμολογείτο δεκαπέντε χρόνους εις έναν πνευματικόν και πηγαίνοντας πάλιν να εξομολογηθή, τον εύρε οπού επόρνευε με μίαν γυναίκα και λέγει: “Αχ! Αλλοίμονον εις εμένα! Έχω τόσους χρόνους οπού εξομολογούμαι και τώρα θα κολασθώ! Όσα (αμαρτήματα) και αν μου εσυγχώρησεν (ούτος ο πνευματικός) είναι όλα ασυγχώρητα!
       »Λέγων αυτόν τον λόγον, ευθύς έφυγεν. Εις την οδόν εδίψασε, πηγαίνει παρέκει και ευρίσκει ένα νερόν οπού έτρεχε, τόσον καθαρόν, ώστε λέγει: “Εάν εδώ τούτο το νερόν έχει τόσην καθαρότητα, αμή (=τότε ασφαλώς) εκεί εις την βρύσιν οπού τρέχει, πόσην διαφοράν θα έχη;”. Έσκυψε και έπιε. Πηγαίνοντας, έφθασεν εις την βρύσιν και βλέπει το νερόν οπού έβγαινεν από το στόμα ενός σκύλου! Αναστέναξε και λέγει: “Αλλοίμονον εις εμένα! Εμαγαρίστηκα!”.«
       »Τότε, άγγελος Κυρίου τού λέγει:
       “Διατί, πρώτον που έπιες το νερόν, δεν εμαγαρίσθης και τώρα οπού είδες οπού βγαίνει από του σκύλου το στόμα το εμίσησες; Μήπως δεν είναι (και ο σκύλος έργον) του Θεού οπού έκαμε τον ουρανόν, την γην και τα πάντα; Εάν ο σκύλος είναι ακάθαρτος, μη λυπήσαι, το νερόν δεν είναι ιδικόν του. Ομοίως και ο πνευματικός οπού σε εξωμολογούσε· η συγχώρησις οπού σου έκαμνε μήπως ήτο ιδική του; Εκείνη είναι του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή και εκείνος (ο πνευματικός) έχει τον χαρακτήρα (την σφραγίδα και το αξίωμα) της ιερωσύνης, είναι ανώτερος από βασιλείς και αγγέλους. Μα, αν επόρνευε, τι σε μέλλει; Εκείνος παρουσιάζει (=είναι ωσάν) το στόμα του σκύλου και (διά τούτο) μη λυπάσαι. Όσα (αμαρτήματα) και αν σου εσυγχώρησε, είναι όλα συγχωρημένα. Μόνον πήγαινε και βάλε του μετάνοιαν και παρακάλεσέ τον να σε συγχωρήση· και εκείνος ο Θεός έχει να τον εξετάση (=να τον κρίνη)”. Και έγινεν άφαντος ο άγγελος.«
       »Επήγεν οπίσω ο άνθρωπος εις τον πνευματικόν και του διηγείται τα πάντα και του έβαλε μετάνοιαν, καθώς του είπεν ο άγγελος. Ακούοντας ο πνευματικός ταύτην την διήγησιν, έκλαυσεν, εμετανόησε και εσώθη. Ημείς πρέπει να κατηγορώμεν (=να μεμφόμαστε) τον εαυτόν μας και σωζόμεθα.«


       »Να προσέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί, να μη κατηγορήτε τους παπάδες σας, να μη τους υβρίζετε, και να μη τους παραμελήτε, διότι βάνετε φωτιά και καίεσθε· διότι οι παπάδες είναι ανώτεροι και από τους αγγέλους και από τους βασιλείς. Εγώ, αδελφοί μου, η γνώμη μου, έτσι με λέγει να κάμω: Εάν απαντώ (=συναντήσω) έναν παπά και έναν άγγελον, πρώτα θα χαιρετήσω τον παπά και έπειτα τον άγγελον. Διότι, αδελφοί μου, (ο παπάς) είναι ανώτερος και από την Αγίαν Τράπεζαν. Ανώτερος και από το Άγιον Ποτήριον. Διότι το Άγιον Ποτήριον είναι άψυχον, μα ο ιερεύς μεταλαμβάνει τα Άχραντα Μυστήρια καθ’ εκάστην ημέραν, το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού.«
       »Δια τους αγίους ιερείς, δεν έχω να πω τίποτε. Εγώ, έχω χρέος, όταν απαντήσω ιερέα να σκύψω να του φιλήσω τα χέρια και να τον παρακαλέσω να παρακαλή τον Θεόν διά τας αμαρτίας μου. Διότι, όλος ο κόσμος να παρακαλέση τον Θεόν, δεν δύνανται να τελειώσουν (=τελέσουν) τα Άχραντα Μυστήρια· και ένας ιερεύς, έστω και (εάν αυτός είναι) αμαρτωλός, δύναται με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος να τα τελειώση.«


       »Και οι ιερείς πρέπει να μην πεισμώνουσι, να μη δέχωνται κατάκρισιν, να (μη) βάνουσιν σκάνδαλα, να μη γίνωνται μάρτυρες εις κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, να μη γίνωνται καπεταναραίοι, να μη γίνωνται χασάπηδες, να μη γίνωνται πραγματευτάδες, να μη γίνωνται κορμικαραίοι (=έμποροι), διότι αυτοί παρακαλούν διά τας ψυχάς σας. Σας βαπτίζουν, σας κοινωνούν, σας θυμιάζουν, σας ευαγγελίζουν (=διαβάζουν το Ευαγγέλιον), σας αγιάζουν με αγιασμούς, με ευχέλαια, με παρακλήσεις, με ευχάς, σας υψώνουν (εις τον ουρανόν διά των μυστηρίων). Ασθενείτε, σας διαβάζουν. Αυτοί έχουσι τα βάρη. Χαράτζι να μη τους ρίξετε και βαρύ χρέος. Και αυτοί, να είναι ταπεινοί, φρόνιμοι, να μην αφορίζουν, να μην οργίζωνται, να μη καταρίζωνται (=καταριούνται), να μην έχουν έχθραν, να μη μεθούσι, να είναι λαμπροί, ωσάν ακτίνες του ηλίου.«


       »Να ομιλήσω τώρα δι’ εκείνους οπού έχουν να γίνουν παπάδες. Εσύ, αδελφέ μου, οπού έχεις (=πρόκειται) να γίνεις παπάς, δεκαοχτώ χρονών πρέπει να γίνης Αναγνώστης, είκοσι Υποδιάκονος, εικοσιπέντε Ιεροδιάκονος και τριάντα Ιερεύς. Και να μανθάνης Ελληνικά Γράμματα. Να ηξεύρης να εξηγής το Άγιον Ευαγγέλιον, να το κλείης και έπειτα να το εξηγής εις τους χριστιανούς και τότε να γίνεσαι παπάς. Ει δε και γίνεσαι παπάς δι’ ανάπαυσιν ή γίνεσαι διά δόξαν ή γίνεσαι παρανόμως, σου κόβει ο Θεός την ζωήν παράκαιρα και πηγαίνει η ψυχή σου εις την κόλασιν να καίεσαι πάντοτε. Και να σε παρακαλέσουν, αδελφέ μου, οι κοσμικοί να γίνης παπάς, χωρίς άσπρα (=χρήματα), τότε είσαι μακάριος και τρισμακάριος, τότε είσαι ανώτερος από τους αγγέλους.«
       »Όστις θέλει να γίνη ιερεύς, πρέπει να είναι καθαρός ως άγγελος. [...] Να στοχάζεται ότι οι φούντες (=τα κρόσσια) οπού είναι εις το επιτραχήλι του, σημαίνουν τας ψυχάς των χριστιανών. Και εάν χαθή μία ψυχή, έχει να δώση λόγον εν ημέρα κρίσεως, και να στοχάζεται ότι το φελόνι οπού φορεί και δεν έχει μανίκια, φανερώνει πως ο ιερεύς δεν πρέπει να έχη χέρια να ανακατώνεται εις τα κοσμικά πράγματα, αλλά να έχη τον νουν του εις τον ουρανόν. Και όταν μαζεύη το φελόνιον και γίνεται ωσάν δύο πτέρυγες φανερώνει πως αν κάμνη καλά έργα, ωσάν άγγελος θα πετάξη να υπάγη εις τον παράδεισον. Αν δε, είναι ανάξιος, αγράμματος, μολυσμένος με αμαρτίας, και δίδη γρόσια και βάνη μεσίτας να γίνη ιερεύς, τότε με αυτά αγοράζει την κόλασιν· και όταν λέγη το Ευαγγέλιον και λέγη ψεύματα, αλλοίμονον εις εκείνον τον ιερέα! [...] Διά τούτο, αδελφοί μου, είναι δύσκολον την σήμερον να σωθούν Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Ιερείς κ.λπ. Διά τούτο σας συμβουλεύω, άγιοι Ιερείς· τώρα που έχετε καιρόν, μετανοήσατε, ίνα σωθήτε.«


       »Εγώ, αδελφοί μου, δεν έχω καμμίαν κατηγορίαν να κάμω των παπάδων· διότι είναι παπάδες και έχουν τον Χριστόν οπού τους παιδεύει και ό,τι σφάλμα κάμουν οι παπάδες, έχει ο Χριστός ράβδον σιδηράν δι’ αυτούς».


ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ
(1714–1779)




[Αγίου Κοσμά του Αιτωλού:
«Διδαχές» (Γ΄, Η΄ και Ε΄)
και «Παραδείγματα Διάφορα» (3ο),
Από:
(1) Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτη
(1907–2010):
«Κοσμάς ο Αιτωλός»,
σελ. 160–162, 213–215,
292–293, 306–308,
έκδοσις «Ο Σταυρός», Αθήναι 199720·
(2) Αρχιμ. Νικηφόρου Μανάδη:
«Αγιοπατερική παράκλησι προς τους ιερείς»,
κεφ. 22ο, σελ. 325–326 και 329–330,
έκδοσις
Ιερά Μητρόπολις
Φλωρίνης, Πρεσπών & Εορδαίας,
Ιανουάριος 2006.]










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου