Ο ΑΡΓΟΣ ΚΑΙ
ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ
–Ένα συγκινητικό
χρονικό
για την ταπείνωση και σύνθλιψη ενός επισκόπου
και για την θαυμαστή εγγύτητα του Αγίου Θεού–
Αφοσιωμένος αφέντης και κύρης της Μονής
των Σπηλαίων στο Πσκωφ πριν
πόσα χρόνια ήταν ο προεστώς Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ. Τότε οι δόκιμοι φοβόμασταν αυτόν τον γέροντα προεστώτα
περισσότερο κι απ’ τον θάνατο! Αν και –για να πω την αμαρτία μου– τον
κατακρίναμε γερά! Και εκπλησσόμασταν αρκετά από το πόσο καλόψυχα τον
αντιμετώπιζαν οι Γέροντες. Οι μύθοι
για τον τραχύ του χαρακτήρα δίνουν και παίρνουν στους εκκλησιαστικούς κύκλους
μέχρι σήμερα. Είναι πολλά χρόνια που έχουν περάσει από τότε που εγκατέλειψε τη Μονή των Σπηλαίων και έγινε επίσκοπος στην Άπω Ανατολή. […]
Οι ιερωμένοι στην Άπω Ανατολή ήταν εντελώς άλλοι άνθρωποι από
τους μοναχούς της Μονής των Σπηλαίων. Η «αναντίρρητη υπακοή» στην
οποία είχε συνηθίσει ο δεσπότης πια Γαβριήλ, ήταν το πιο περίπλοκο ζήτημα στις
περιοχές εκείνες. Και, να, που κάποτε στην εκκλησία, κάποιος ιερέας άρχισε έναν
πραγματικά ριψοκίνδυνο καυγά με τον δεσπότη Γαβριήλ. Ο δεσπότης επιχείρησε να
βάλει τέρμα στη συζήτηση σκληρά, καταπώς συνήθιζε στα Σπήλαια, αλλά ο ιερέας εκείνος, οργισμένος με όσα ειπώθηκαν (και
είναι αλήθεια, ότι ήταν λόγια ανάρμοστα στην εκκλησιαστική γλώσσα), άρπαξε ένα
από τα εκκλησιαστικά σκεύη, μια αιχμηρή λόγχη, και πλησίασε απειλητικά τον
αρχιερέα του. Πρέπει να ξέρει κανείς τον δεσπότη Γαβριήλ για να φανταστεί τη
σκηνή: θα πρέπει να εξεπλάγη αρκετά, αλλά δε θα φοβήθηκε. Βούτηξε απ’ τον γιακά
τον θρασύ ιερέα, τον έσυρε έξω από την εκκλησία και τον πέταξε απ’ την σκάλα.
Ο ιερωμένος έκανε καταγγελία στο Πατριαρχείο
και απευθύνθηκε και στις κοσμικές αρχές. Συγκροτήθηκε Πατριαρχική Επιτροπή και
αυτή τη φορά τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Βγήκε αυστηρή εκκλησιαστική
απόφαση και ο δεσπότης Γαβριήλ απομακρύνθηκε από τη θέση του· τέθηκε σε αργία για τρία χρόνια.
Το δικαστήριο για τον επίσκοπο
Γαβριήλ έγινε στη Μόσχα. Την ημέρα
που εκδόθηκε η απόφαση, πήγα να τον δω στο ξενοδοχείο που διέμενε, μη
γνωρίζοντας αν δε μου βγει σε καλό. Όπως και νά ’χε, ήταν ο πρώτος μου προεστώς, ο άνθρωπος που με δέχθηκε στο Μοναστήρι· δεν άντεχα στη σκέψη ότι μια
τέτοια δύσκολη ώρα τον είχαν εγκαταλείψει όλοι –είτε είχε δίκιο είτε άδικο. Μου
ήρθαν στο μυαλό όλα τα καλά που είχαν σχέση μαζί του και αποφάσισα κάπως να τον
υποστηρίξω. Πώς; Άγνωστο!
Βρήκα το δωμάτιό του και πήγα να το χτυπήσω. Ξαφνικά όμως άκουσα από
μέσα έντονη συνομιλία, για την ακρίβεια πραγματικό καυγά. Ετοιμαζόμουν να το
βάλω στα πόδια, αλλά άνοιξε αίφνης η πόρτα διάπλατα και από το δωμάτιο βγήκαν
θορυβωδώς δύο άντρες, υπερβολικά δυσαρεστημένοι. Από πίσω τους, εμφανίστηκε ο
δεσπότης Γαβριήλ:
«Έξω από ’δω βρωμιάρηδες! Μη σας πετάξω κι εσάς από τη σκάλα!».
«Αρχίσαμε!», σκέφτηκα· «Προφανώς, στην Άπω Ανατολή είχε
αποκτήσει την κακιά συνήθεια να ρίχνει κόσμο από τις σκάλες! Στα Σπήλαια, απ’
όσο θυμόμουν, δεν είχε τέτοιο κουσούρι!». Άρχισα να φοβάμαι, μη την πληρώσω κι
εγώ!
«Τι κάνεις εσύ εδώ;», με ρώτησε απειλητικά ο δεσπότης Γαβριήλ, όταν
τελικά με πρόσεξε.
«Ήρθα απλώς να σας επισκεφθώ», απάντησα φοβισμένα.
Ο δεσπότης, με κοίταξε σκυθρωπός απ’ την κορφή ως τα νύχια.
«Ε, πέρνα!», είπε στο τέλος.
Καθίσαμε μέχρι αργά το βράδυ. Δε βιαζόταν να πάει και πουθενά άλλωστε. Παρήγγειλε
στο δωμάτιο ένα μπουκάλι κονιάκ και κάτι για φαγητό. Θυμηθήκαμε τα Σπήλαια και ο δεσπότης διηγήθηκε πώς
είχε ανοίξει ναούς στη μακρινή του επαρχία. Είπε ότι οι δύο άνθρωποι, που μόλις
προ ολίγου είχε διώξει κακήν–κακώς από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ήταν οι εκπρόσωποι κάποιας άλλης «εναλλακτικής εκκλησίας», οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «Κατακομβιστές». Μόλις έμαθαν ότι ο επίσκοπος Γαβριήλ απομακρύνθηκε
από τη θέση του, επιχείρησαν να προσεταιριστούν τον καταδικασθέντα και, ασφαλώς, προσβεβλημένο αρχιερέα.
Παρά ταύτα, ο δεσπότης τούς απάντησε:
Παρά ταύτα, ο δεσπότης τούς απάντησε:
«Ποτέ! Στην Εκκλησία μας βαπτίσθηκα. Έγινα μοναχός, ιερέας, επίσκοπος
–ίσως, βέβαια, κακός επίσκοπος, αφού η Εκκλησία με έθεσε σε αργία– αλλά σε Αυτή
την Εκκλησία γεννήθηκα και σε Αυτή θα πεθάνω! Επομένως…». [...]
Ο δεσπότης έφυγε για το Χαμπάροφσκ.
Που και που είχαμε αλληλογραφία. Στα γράμματά του μου αποκάλυψε μια εντελώς
άγνωστη πτυχή του. Ένα από τα γράμματα ξεκινούσε με λόγια από το Ψαλτήρι, με τα οποία ο βασιλιάς Δαβίδ απευθυνόταν με ευγνωμοσύνη στον
Θεό, τη στιγμή της πιο δύσκολης δοκιμασίας του: «Ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με». Ήταν ένα υπέροχο γράμμα. Φαίνεται
όμως ότι με τα πήγαινε–έλα και τις συνεχείς δουλειές, τελικά δεν του απάντησα.
Μετά από τρία χρόνια, οπότε και έληξε η περίοδος της αργίας του δεσπότη Γαβριήλ, τον έστειλαν
ως επίσκοπο στο Μπλαγκοβέσενσκ.
Εκείνη την εποχή εγώ ήδη υπηρετούσα στο Μοναστήρι του Σρέτενσκι. Φτάνοντας
στη Μόσχα για δουλειές, ο δεσπότης διέμεινε σ’ εμάς στο Μοναστήρι, και γι’ αυτό όλοι στην αδελφότητα ήμασταν ειλικρινά
χαρούμενοι. Μια φορά πήγε και στα Σπήλαια.
Λένε πως στη Λειτουργία του μαζεύτηκε πλήθος ανθρώπων. Ως συνήθως, όλες οι
παλιές προσβολές ξεχάστηκαν. Κάποιοι μοναχοί και ενορίτες έκλαιγαν,
πλησιάζοντάς τον για ευλογία. Αναστατώθηκε και ο δεσπότης. Δεν ξαναπήγε στο Πετσόρι ποτέ.
Συχνά στο Μοναστήρι του Σρέτενσκι φιλοξενούσαμε και ιερείς από
την επαρχία του Μπλαγκοβέσενσκ.
Κάποτε, δεν κρατήθηκα και τους
ρώτησα:
«Πώς ήταν ο αρχιερέας σας; Καλόκαρδος ή άγριος;».
«Είναι πολύ καλόκαρδος! Όμως, και
τόσο άγριος!».
Και κατόπιν ακολουθούσαν διηγήσεις,
που με έπεισαν ότι,
ο χαρακτήρας του ανθρώπου τελικά δε θεραπεύεται!
ο χαρακτήρας του ανθρώπου τελικά δε θεραπεύεται!
Πολλά χρόνια μετά, συνόδευσα τον αγιώτατο Πατριάρχη Κύριλλο στο
ταξίδι του στην Άπω Ανατολή. Στο Γιούζνο–Σαχάλινσκ, στη Λειτουργία του Πατριάρχη ήρθε και ο δεσπότης
Γαβριήλ. Ήδη, είχε συμπληρώσει τα 77 του χρόνια. Όσο ζούσα στο Μοναστήρι των Σπηλαίων, θυμάμαι να είναι λίγο πάνω από τα 40. Μετά τη Λειτουργία
του Πατριάρχη και τις επίσημες συναντήσεις, μαζευτήκαμε μερικοί για φαγητό. Ήταν
παρόντες και κάποιοι ιερείς και ένας νέος επίσκοπος. Ήταν παρών και ο δεσπότης
Γαβριήλ.
Η ατμόσφαιρα στο τραπέζι ήταν ιδιαιτέρως ζεστή και φιλική. Ενθυμούμενος
το παρελθόν, αποφάσισα να ρωτήσω τον δεσπότη Γαβριήλ πώς ζούσε όταν ήταν σε
αργία. Όλοι, ακόμα και ο νέος επίσκοπος, περίμεναν με ενδιαφέρον τι θα διηγηθεί
ο δεσπότης. Διότι ο καθένας μας καταλάβαινε ότι η ζωή δεν είναι απλή και κάτι
τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα –«έχει
ο καιρός
γυρίσματα!», που λένε.
Ο δεσπότης, δε θέλησε να αποφύγει την απάντηση και διηγήθηκε την ιστορία του απλά και χωρίς υπεκφυγές.
Ο δεσπότης, δε θέλησε να αποφύγει την απάντηση και διηγήθηκε την ιστορία του απλά και χωρίς υπεκφυγές.
Μετά την απόφαση της Συνόδου
για την αργία, πήγε στο Χαμπάροφσκ. Μετά από μερικούς μήνες,
εξαντλήθηκαν όλες του οι οικονομίες και προσπάθησε να πάει στην προηγούμενη
επαρχία του, είτε ως νεωκόρος είτε ως φύλακας. Ο καινούργιος αρχιερέας όμως δεν
επέτρεπε στους ιερείς να πάρουν τον μέχρι πρότινος επίσκοπο στη δουλειά στους
ναούς και είχε δώσει εντολή να μην τον αφήνουν να μπαίνει καν στο ιερό. Όλα
αυτά τα χρόνια ο δεσπότης Γαβριήλ έμπαινε στη σειρά μαζί με το ποίμνιό του για
να κοινωνήσει από το Άγιο Ποτήριο. Σταυρώνοντας τα χέρια, έλεγε στον
ιερέα το όνομά του: «Επίσκοπος Γαβριήλ»
και κοινωνούσε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Εκείνο τον καιρό, όπως διηγείτο ο δεσπότης, τον βοήθησε πολύ η αγάπη και η
υποστήριξη του ποιμνίου του και, ακόμα, τα γράμματα που λάμβανε από ’κείνους
που τον γνώριζαν παλαιότερα. Ο δεσπότης βρήκε επίσης δουλειά από το ποίμνιό
του: από την άνοιξη μέχρι αργά το φθινόπωρο σκάλιζε και φρόντιζε περιβόλια, που
βρίσκονταν σε κάποιο νησί στον ποταμό Αμούρ,
κοντά στο Χαμπάροφσκ. Τον χειμώνα
ζούσε με τα χρήματα που είχε βγάλει το καλοκαίρι.
Μετά, ρώτησα:
«Δέσποτα, κάνατε μία ζωή εκπληκτική και ενδιαφέρουσα. Ήσασταν νέος
δόκιμος στο Μοναστήρι της Οδησσού, όταν εκεί ασκήτευε ο μεγάλος
γέροντας μεγαλόσχημος Ηγούμενος Κούκσα.
Ζήσατε στους Αγίους Τόπους. Εργαστήκατε
ως γραμματέας της Ρωσικής Ιεραποστολής στην Ιερουσαλήμ. Για πολλά χρόνια, διευθύνατε
τη Μονή των Σπηλαίων. Καθημερινά, ερχόσασταν σε επαφή με τους Γέροντες, τα ονόματα των οποίων, θέλει
πολλή ώρα για να απαριθμήσω. Μετά, αναλάβατε την επαρχία της Άπω Ανατολής. Τώρα, είστε επίσκοπος στο Μπλαγκοβέσενσκ.
–Ποια εποχή ήταν για ’σας η πιο ευτυχισμένη;».
–Ποια εποχή ήταν για ’σας η πιο ευτυχισμένη;».
Ο δεσπότης, σκέφτηκε για λίγο και, τελικά, απάντησε:
«Τα πιο ευτυχισμένα χρόνια, ήταν αυτά που έζησα στην αργία. Ποτέ στη ζωή μου δεν ήταν τόσο
κοντά μου ο Κύριος. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, αλλά πιστέψτέ με, είναι
ακριβώς έτσι! Φυσικά, όταν μου επετράπη πάλι να ιερουργώ και με έστειλαν στο Μπλαγκοβέσενσκ, ένοιωσα πολλή χαρά και
ευτυχία. Όμως η προσευχή και, κυρίως, η εγγύτητα
με τον Χριστό που ένοιωθα
εκεί στα περιβόλια, δε συγκρίνεται με τίποτα! Ήταν η καλύτερη εποχή της ζωής
μου!».
Μετά σώπασε πάλι και είπε:
«Αδελφοί! Μη φοβάστε την παίδευση
του Κυρίου!
Δεν μας παιδεύει σαν εγκληματίες, αλλά σαν παιδιά Του!».
Δεν μας παιδεύει σαν εγκληματίες, αλλά σαν παιδιά Του!».
Και δε συμπλήρωσε τίποτ’ άλλο.
Και ίσως όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι οι
ιερείς, νέοι και μη, που καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι τότε με τον δεσπότη, θα
θυμούμαστε αυτά τα λόγια του για όλη μας τη ζωή…
※
[π. Τύχωνος Σεβκούνωφ:
«Σχεδόν
Άγιοι
– Πνευματικές αφηγήσεις από τη Ρωσία
του χθες και του σήμερα»,
κεφ. 14ο («Ο
π. Γαβριήλ»),
σελ. 135, 137, 154–158,
εκδόσεις «Ἐν Πλῷ», Μάιος 20121.]
※
※
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου