ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΗΝΟΣ
Ο όσιος πατήρ ημών Παύλος ήταν γιος του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβή (811-813) [1] και της αξιοθαύμαστης Προκοπίας, θυγατέρας
του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Προκόπιος. Μετά
την εκθρόνιση του Μιχαήλ Α΄, ο σφετεριστής Λέων ο Αρμένιος (813-820) διέταξε να
ευνουχιστεί ο Παύλος, ο οποίος νεαρός ακόμη άρχισε να καταγίνεται στη μελέτη
των αγίων Γραφών και στη σύνθεση ιερών ύμνων και απέκτησε τόση φήμη για τις γνώσεις
του, ώστε έλαβε την προσωνυμία «ύπατος
των φιλοσόφων». Κρυφά ωστόσο έτρεφε τον πόθο να εγκαταλείψει τις απολαύσεις
του κόσμου, τα πλούτη και τη δόξα, για να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν οι
άγιοι Πατέρες. Αφού πήρε τέλος την απόφαση, άλλαξε τα πλούσια ενδύματά του με
εκείνα ενός ζητιάνου και αναχώρησε κρυφά από την ένδοξη Βασιλεύουσα για να
τρέξει σαν διψασμένο ελάφι στο Άγιον Όρος του Άθω. Εγκαταστάθηκε κοντά στη Μονή,
τη λεγομένη σήμερα «Ξηροποτάμου», που
είχε ιδρυθεί παλαιότερα από την αυτοκράτειρα Πουλχερία [10 Σεπτ.], αλλά είχε
καταστραφεί σε μία επιδρομή Σαρακηνών. Έκτισε εκεί ένα μικρό κελλί, στο οποίο
περνούσε τις ημέρες και τις νύκτες του προσευχόμενος αδιάλειπτα. Στα πλησιόχωρα
ζούσε ένας ερημίτης, ο Κοσμάς, από τον οποίο έλαβε ο Προκόπιος τη μοναχική
κουρά με το όνομα Παύλος.
Επιδόθηκε έκτοτε με ανανεωμένο ζήλο σε όλους τους αγώνες
της αρετής: νήστευε και προσευχόταν σαν ασώματος άγγελος, στρωμνή είχε το
σκληρό χώμα, προσκέφαλο μόνο μια πέτρα και εργόχειρο είχε τη μετάνοια, την
αγάπη απέναντι σε όλους και τη βαθειά ταπεινοφροσύνη. Γρήγορα έγινε γνωστός και
αγαπητός στους πατέρες του Άθω. Εν τω μεταξύ, ο συγγενής του, αυτοκράτορας Ρωμανός
Λεκαπηνός (920-944), τον αναζητούσε παντού και, όταν τον ανακάλυψε, τον πίεσε
να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη να δει τους δικούς του. Ο φτωχός μοναχός,
ντυμένος στα κουρέλια, έγινε δεκτός ως επίγειος άγγελος από τους τρανούς και τους
πρίγκιπες. Θεράπευσε τον αυτοκράτορα διά της προσευχής του και διά επιθέσεως
των χειρών, και κατόπιν αιτήματος του ηγεμόνα έμεινε για κάποιο διάστημα στη
Βασιλεύουσα ως διδάσκαλος των δύο γιων του, χωρίς όμως να αλλάξει διόλου τον
Κανόνα του και την πολιτεία που ακολουθούσε στην έρημο. Όταν ο όσιος Παύλος
έκρινε ότι ήταν καιρός να επιστρέψει στον Άθω, ο αυτοκράτορας τού έδωσε χρυσό
και εργάτες αρκετούς για να ξανακτίσει τη Μονή της Πουλχερίας, ενώ λίγο
αργότερα έστειλε τον γιο του Θεοφύλακτο, που ήταν τότε πατριάρχης, για να
προβεί στον καθαγιασμό του ναού. Αναχωρώντας ο άνθρωπος του Θεού έλαβε από τον
αυτοκράτορα ένα μεγάλο τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, για να κατατεθεί μονίμως στο άγιο
Βήμα του Καθολικού [2].
Επειδή δεν άργησε να συγκεντρωθεί ικανός αριθμός
μοναχών στη μονή για να ασκηθούν στην αρετή, ο όσιος Παύλος, επιθυμώντας βίο
περισσότερο ησυχαστικό, αποσύρθηκε στις πλαγιές του Άθω, σε τόπο απομονωμένο, που
ήταν εξάρτημα της μονής. Αλλά κι εκεί ήλθαν να τον βρουν μαθητές. Κτίσθηκε νέα
μονή, αποτραβηγμένη κάπως από την ακτή για να προστατεύεται από τις συχνές
επιδρομές των πειρατών, η οποία αφιερώθηκε στον άγιο Γεώργιο [23 Απρ.], αλλά
συνηθίζεται σήμερα να φέρει το όνομα του κτίτορά της, «του Οσίου Παύλου» [3].
Πληροφορηθείς από τον Θεό την ημέρα της τελευτής
του, ο όσιος Παύλος συγκέντρωσε τους αδελφούς των δύο μονών και τους παρότρυνε
να ακολουθούν πιστά το παράδειγμα και τις διδαχές του, μέχρις αίματος αν
χρειαζόταν. Κατόπιν, με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε συγχώρεση από όλους, στρώθηκε,
ενεδύθη τον μανδύα του και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Το πρόσωπό του
έλαμψε τότε σαν ήλιος, ώστε οι παρευρισκόμενοι έπεσαν κατά γης, ανίκανοι να
αντέξουν την υπερκόσμια λάμψη του. Αφού ανέπεμψε την προσευχή του αγίου
Ιωαννικίου [4 Νοεμ.], που συνήθιζε να επαναλαμβάνει: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι» [4], έτεινε τα χέρια και με τους οφθαλμούς
στραμμένους στον ουρανό παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Το σκήνωμά του
ενταφιάσθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, απ’ όπου
μεταφέρθηκε θαυματουργικώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορούσε να το τιμά όλος
ο λαός.
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]
Ακολουθούμε εδώ την αγιορειτική παράδοση που καταθέτει ο άγιος
Νικόδημος. Τόσο ο «Βίος» του αγίου
Αθανασίου του Αθωνίτου [5 Ιουλ.] όσο και τα αρχειακά έγγραφα μαρτυρούν ωστόσο
την παρουσία του Παύλου του Ξηροποταμηνού στα τέλη του 10ου αιώνα. Ήταν ένας από
τους επιφανέστερους μοναχούς του Άθω και ανακαλύπτοντας ο ίδιος με τη δύναμη
του Πνεύματος που ενοικούσε σε αυτόν την πραγματική ταυτότητα του Αθανασίου
κατά τη εορταστική σύναξη των Χριστουγέννων του 958 στον Ναό του «Πρωτάτου», προείπε το λαμπρό μέλλον του
και ανήγγειλε ότι θα γινόταν «κεφαλή του
Όρους αυτού και όλοι θα υποταχθούν σ’ αυτήν» (βλ. σχετικά το Συναξάρι της 5ης
Ιουλίου). Εν συνεχεία (το 970), εμφανίζεται επικεφαλής των μοναχών που
αντιτίθεντο στα λαμπρά οικοδομήματα του Αθανασίου και εστάλησαν σε αποστολή
στον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, υπέγραψε δε το «Τυπικόν» (το γνωστό και ως «Τράγος»)
που ρύθμιζε την οργάνωση του Αγίου Όρους. Ίδρυσε τη Μονή Ξηροποτάμου (πριν το
956), που τότε ονομαζόταν «του Αγίου
Νικηφόρου», κατόπιν δε αποσύρθηκε σε ένα μετόχι της μονής αυτής, στη
σημερινή τοποθεσία της Μονής Αγίου Παύλου, όπου ίδρυσε μονύδριο στο οποίο για
λίγο διάστημα διατήρησε το όνομα Ξηροποτάμου και η ηγουμενία του οποίου
περιήλθε μετά τον θάνατό του στον μαθητή του Παύλο Β΄ (†1018).
[2]
Το πολύτιμο τίμιο αυτό κειμήλιο, το σημαντικότερο από άποψη μεγέθους τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου
στον κόσμο, που φέρει μάλιστα και ίχνος ενός των Ήλων, εξακολουθεί ακόμη να
βρίσκεται και να τιμάται πανεύσημα στη Μονή Ξηροποτάμου.
[3]
Η ιερά πανήγυρις της Μονής ωστόσο παραμένει η εορτή του αγίου Γεωργίου.
[4]
Σύντομη ευχή που λέγεται προς το τέλος του Αποδείπνου ή του
Μεσονυκτικού.
Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν .
Τῇ ΚΗ΄ τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ
Ξηροποταμηνός, ὁ ἱδρύσας τὰς δύο Μονάς, τὴν τοῦ Ξηροποτάμου καὶ τὴν τοῦ Ἁγίου
Παύλου, ἤτοι τὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ ἐν ἔτει ῳκ΄ (820) ἀκμάσας, ἐν εἰρήνῃ
τελειοῦται.
Στιχ. Μονὰς ὁ Παῦλος ἱδρύσας κάτω δύο,
Μονὰς κατοικεῖ τὰς ἄνω μετ’ Ἀγγέλων.
Εἰκάδη ὀγδοάτῃ Παῦλος, γηθόσυνος ἔνθεν ἤρθη.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξίας ἀνταλλαξάμενος,
τὸν θεΰφαντον τριβώνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς
φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε
Πατέρων ἀκρότης, καὶ πρεσβευτὰ ἡμῶν πρὸς Κύριον.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε
θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’
ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν,
ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς
ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.
[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος), σελ. 322–324.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση Κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 2008.
(2) Αγίου Νικοδήμου
Αγιορείτου:
«Συναξαριστής ΙΒ μηνών ενιαυτού»,
Τόμ. Γ΄, σελ. 393,
Έκδοση «Δόμος»·
Αθήναι, 20052.
(3) Ματθαίου Λαγγή:
«Μέγας Συναξαριστής»,
Τόμ. Ζ΄, σελ. 572–580·
Αθήναι, Φεβρουάριος 19985.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.