Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΙ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ


ΑΓΙΟΙ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ


     Ο Χρύσανθος ήταν γιος επιφανούς άρχοντος της Αλεξανδρείας, του συγκλητικού Πολέμωνος, ο οποίος μετέβη και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού (283-284). Αφού περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, ο Χρύσανθος άρχισε να μελετά τη φιλοσοφία. Η ανθρώπινη σοφία, όμως, δεν τον ικανοποιούσε και ανακάλυψε τότε το Ευαγγέλιο, το βιβλίο της ενυπόστατης Σοφίας. Οδηγημένος από τη θεία Πρόνοια, βρήκε γρήγορα τον οδηγό που αναζητούσε στο πρόσωπο του ιερέα Καρποφόρου, ο οποίος κρυβόταν σε σπήλαιο εξαιτίας του διωγμού. Ο Χρύσανθος κατηχήθηκε από αυτόν στα μυστήρια της Πίστεως και αναγεννήθηκε με το άγιο Βάπτισμα. Επιστρέφοντας στην πόλη επτά ημέρες αργότερα, άρχισε να κηρύττει τον Χριστό προς μεγάλη αναστάτωση των γονέων του. Ο Πολέμων δοκίμασε αρχικά να τον πείσει να αλλάξει γνώμη, υποσχόμενος απολαύσεις και πλούτη· καθώς οι υποσχέσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, τον έκλεισε σε ένα σκοτεινό κελλί, ελπίζοντας ότι θα κατορθώσει να κάμψει την αποφασιστικότητα του γιού του διά της πείνας.

     Βλέποντας όμως τον γιο του να δυναμώνει με τη νηστεία και τον εγκλεισμό, κατά συμβουλή ενός φίλου, τον εγκατέστησε σε ένα δωμάτιο με υπέροχη διακόσμηση και έστειλε εκεί ωραίες νέες να τον βάλουν σε πειρασμό με φιλιά και θωπείες. Παρ’ όλα αυτά, ο Χρύσανθος έμενε αναίσθητος στα θέλγητρά τους, επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού και ενθυμούμενος το παράδειγμα της αγνείας του πατριάρχου Ιωσήφ (πρβλ. Γεν. 39). Έτσι, κάθε φορά που τον πλησίαζαν οι άσεμνες κοπέλες, έπεφταν σε λήθαργο. Συνέστησε τότε στον Πολέμωνα μια νεαρή και όμορφη κόρη που καταγόταν από την Αθήνα, άκρως ικανή περί τη φιλοσοφία, ονόματι Δαρεία. Την παρουσίασαν στον Χρύσανθο στολισμένη υπέροχα και εκείνη επιχείρησε να τον παρασύρει στα δίχτυα των θελκτικών λόγων της. Ο Χρύσανθος τής απάντησε παρουσιάζοντάς της την προοπτική του θανάτου και της τελικής Κρίσης. Έπειτα, καθώς δοκίμαζε να του θυμίσει την τιμή που οφείλεται στους θεούς, ο αληθινός και φωτισμένος φιλόσοφος αντέκρουσε τα επιχειρήματά της χωρίς δυσκολία, δείχνοντάς της ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από τη λατρεία των φυσικών στοιχείων, της γης, των υδάτων, του πυρός, ιδίως όταν τους αποδίδεται και ανθρώπινη μορφή. Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Δαρεία, ασπάσθηκε και εκείνη την αληθινή σοφία και αποφάσισαν να προσποιηθούν γάμο, ώστε να ζήσουν εν παρθενία μέχρι την τελευτή τους, ετοιμαζόμενοι για αγνούς και άφθαρτους γάμους στον Ουρανό. Ύστερα, άρχισαν να κηρύττουν ένθερμα την Πίστη στους νέους και τις νέες στη Ρώμη, πείθοντας ορισμένους να φυλάξουν την καθαρότητά τους για τον Θεό.


     Οι ειδωλολάτρες θορυβήθηκαν και τους κατήγγειλαν στον έπαρχο Κελλερίνο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψή τους και παρέδωσε τον Χρύσανθο στον τριβούνο Κλαύδιο. Όταν οδηγήθηκε στον βωμό του Διός, ο άγιος Μάρτυρας αρνήθηκε να θυσιάσει, οπότε τον έδεσαν με βούνευρα βρεγμένα στο νερό, που στεγνώνοντας εισέδυαν αργά-αργά βαθειά στις σάρκες έως το κόκαλο. Ο Θεός όμως τον διαφύλαξε σώο θαυματουργικά και από αυτό και από άλλα μαρτύρια που επινόησαν προς αυτόν οι τύραννοι. Τον έριξαν σε σκοτεινή φυλακή, που αμέσως καταυγάσθηκε από θείο φως. Τον χτύπησαν με ραβδιά, που φάνηκαν στον άγιο σαν φτερά να τον χαϊδεύουν στοργικά. Ο Κλαύδιος τότε αναγνώρισε τη δύναμη του Θεού, μαζί με όλη του την οικογένεια, τη γυναίκα του Ιλαρία, τους γιους του Ιάσονα και Μαύρο, καθώς και τους στρατιώτες που ήσαν υπό τις διαταγές του, και ζήτησε από τον άγιο να τους κατηχήσει. Ετοιμάσθηκαν να βαπτισθούν διακηρύττοντας ότι ήσαν πρόθυμοι να υποστούν κάθε μαρτύριο για το Όνομα του Χριστού.

     Όταν το πληροφορήθηκε ο Νουμεριανός, διέταξε εξοργισμένος να ρίξουν τον Κλαύδιο στη θάλασσα με μια πέτρα δεμένη στον λαιμό και να αποκεφαλίσουν τους γιους του και τους στρατιώτες. Χριστιανοί εναπέθεσαν τα σώματα των αγίων Μαρτύρων σε ένα υπόγειο, κοντά στην οδό Σαλαρίας, όπου η Ιλαρία εγκαταστάθηκε για να ανάβει το καντήλι και να προσεύχεται στους τάφους τους. Όταν πήγαν στρατιώτες να τη συλλάβουν, τους ζήτησε να την αφήσουν μια τελευταία φορά να προσευχηθεί στους τάφους των αγίων Μαρτύρων, όπου και παρέδωσε ξαφνικά τη ψυχή της στον Κύριο. Οι υπηρέτριές της την ενταφίασαν εκεί και οικοδόμησαν αργότερα ένα ναΰδριο.

     Φοβούμενος ότι οι μεταστροφές θα πολλαπλασιάζονταν, ο αυτοκράτορας έκλεισε τον Χρύσανθο στη φρικτή, δυσώδη και γεμάτες ακαθαρσίες φυλακή της Μαμερτίνης και έστειλε τη Δαρεία σε πορνοστάσιο. Ο Κύριος όμως επισκέφθηκε γι’ ακόμα μια φορά τους αγίους Του· περιέβαλε τον Χρύσανθο με άρρητο φως και ευωδία, ενώ στη Δαρεία έστειλε ένα λιοντάρι να τη διαφυλάξει από αναίσχυντες επιθέσεις. Η αγία εμπόδισε το λιοντάρι να κατασπαράξει τον πρώτο ασεβή που έφτασε, τον οποίο με γλυκύτητα κατάφερε να ασπασθεί την Πίστη του Χριστού, κάνοντας έκκληση στη λογική του, ενώ το λιοντάρι φύλαγε στην πόρτα. Κάποιους άλλους τους έφερε το λιοντάρι και μετανόησαν κι εκείνοι ακούγοντας τους λόγους της. Μετά από αυτό, καθώς ο Κελλερίνος έβαλε φωτιά στην είσοδο, η Δαρεία εξαπέστειλε το λιοντάρι στο δάσος και ετοιμάσθηκε για τον έσχατο αγώνα.

     Ο Χρύσανθος και η Δαρεία υποβλήθηκαν σε νέα μαρτύρια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τους έριξαν τελικά στον λάκκο, που σκέπασαν με πέτρες και χώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθησαν μαρτυρικώς και κέρδισαν τη Βασιλεία των Ουρανών. Τον επόμενο χρόνο, καθώς οι χριστιανοί συναθροίσθηκαν επί τόπου για τη μνήμη της γέννησής τους στους Ουρανούς, ο Νουμεριανός διέταξε να φράξουν την είσοδο του σπηλαίου μέσα στο οποίο είχαν συναχθεί για τη θεία Λειτουργία, που τελούσαν ο ιερέας Διόδωρος και ο διάκονος Μαριανός. Όλοι τους κοινώνησαν των αχράντων Μυστηρίων, την ώρα που οι στρατιώτες έριξαν σωρούς χωμάτων μέσα στη σπηλιά. Έτσι, όλοι τους πήγαν να ανταμώσουν στην αιώνια χαρά τον Χρύσανθο, τη Δαρεία και τους συναθλητές τους.



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ ἐπιγνώσει, πᾶσαν ἔλιπες, πατρῴαν πλάνην, καὶ Χριστῷ κατηκολούθησας Χρύσανθε, ᾧ καὶ προσάγεις Δαρείαν τὴν πάνσεμνον, καὶ σὺν αὐτῇ τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μεθ’ ἧς πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμῶν καὶ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
ς κρίνον χρυσαυγές, τὴν ὀσμὴν εὐσεβείας, ἐμπνεύσας δαψιλῶς, Χρύσανθε Ἀθλοφόρε, πρὸς γνῶσιν σωτήριον, τὴν Δαρείαν ἐφείλκυσας, μεθ’ ἧς ἤθλησας, καὶ τὸν ἀρχέκακον ὄφιν, τροπωσάμενος, πρὸς ἀκηράτους παστάδας, ἀξίως ἐπήρθητε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Σύμφονες ὁμόζυγοι Ἀθληταί, οἱ τοῦ Ζωοδότου, πειθαρχήσαντες τῷ ζυγῷ, χαίρετε ἀπαύστως, Χρύσανθε καὶ Δαρεία, τῆς παγκαλοῦς ἁγνείας, τερπνὰ ἀλάβαστρα.




Αφιερωμένη ετούτη η ανάρτηση
στον προ πολλού μακαριστό
και καλοκάγαθο κυρ-Χρύσανθο,
τον παντοπώλη του χωριού μου,
που, από όσο θυμάμαι,
καταγόταν από την ηρωική μας Κύπρο·
ο καλός Θεός να τον αναπαύσει.
Αφιερωμένο επίσης και στη Χρυσάνθη,
σε μια πραγματικά ταλαίπωρη ύπαρξη
με τη δαιμονική μανία και αντιδραστικότητα
προς τους ιερείς της ενορίας της,
από την οποία δεν ξέφυγα ούτε κι εγώ·
ο Θεός να την ελεήσει και να τη φωτίσει.





[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 179–181·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου