ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
Ο πατήρ ημών Κύριλλος γεννήθηκε πιθανώς στα
Ιεροσόλυμα περί το 315, από γονείς ευσεβείς και ορθόδοξους. Χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος από τον αρχιεπίσκοπο άγιο Μάξιμο [1], ο οποίος τον επιφόρτισε με
την κατάρτιση των κατηχουμένων. Άνθρωπος ειρήνης, ταπεινός και πράος,
αφιερώθηκε περισσότερο στη ψυχική ωφέλεια και οικοδόμηση των πιστών,
απερίσπαστος από τις ατελείωτες δογματικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις που
ταλάνιζαν την Εκκλησία μετά τη Σύνοδο της Νικαίας (325)· απέφευγε με βαθιά διάκριση
να μεταχειρίζεται τον όρο «ομοούσιος»
[2],
αλλά συμμεριζόταν πλήρως την ορθόδοξη Πίστη. Αυτή του η επιφύλαξη έκανε τους
οπαδούς του Αρείου (256-336) να πιστέψουν ότι ήταν με το μέρος τους και, όταν
μετά τον θάνατο του Μαξίμου (347) εξελέγη ο Κύριλλος από τον λαό για να τον διαδεχθεί,
ο αρειόφρων Ακάκιος, μητροπολίτης της Καισαρείας της Παλαιστίνης, από τον οποίο
εξαρτώταν τότε τα Ιεροσόλυμα [3], ενέκρινε την εκλογή και τον χειροτόνησε.
Γρήγορα όμως αναγνώρισε πικραμένος το μοιραίο λάθος του [4], γιατί ο νέος επίσκοπος
δίδασκε περίτρανα την ορθόδοξη διδασκαλία για τη Θεότητα του Λόγου του Θεού,
ερμηνεύοντας με εκπληκτική ενάργεια το Σύμβολο
της Πίστεως στους κατηχουμένους στις «Κατηχήσεις»
του [5].
Σαν καλός Ποιμήν, διοικούσε σοφά την αγία Πόλη, η οποία χάρις στα έργα
ανοικοδόμησης που είχε αναλάβει ο Μέγας Κωνσταντίνος (272-337) [21 Μαΐου],
επανακτούσε βαθμιαία το κλέος της και προσείλκυε μεγάλο αριθμό προσκυνητών από
τα πέρατα του χριστιανικού κόσμου.
Το 351 υπήρξε μάρτυς, όπως και όλοι οι κάτοικοι
των Ιεροσολύμων, της θαυματουργικής εμφάνισης ενός πελώριου φωτεινού Σταυρού
στον ουρανό, από τον Γολγοθά μέχρι το Όρος των Ελαιών, και έγραψε στον
αυτοκράτορα Κωνστάντιο (317-361) για να τον ενημερώσει [6]. Συνέβαλε επίσης στην
οργάνωση εορτών και λιτανειών στους Αγίους Τόπους, οι οποίες έγιναν αφετηρία πολλών
εορτών της Εκκλησίας. Μερικά χρόνια αργότερα, υπέβαλε στον μητροπολίτη
Καισαρείας έγγραφη αναφορά, απαιτώντας την αναγνώριση των αποστολικών προνομίων
της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, τα οποία οι Πατέρες της Συνόδου της Νικαίας είχαν
αναγνωρίσει χωρίς όμως να καθορίσουν με ακρίβεια. Τούτη η απαίτηση προκάλεσε τη
μανία και το μίσος του Ακακίου ο οποίος, με πρόσχημα ότι ο Κύριλλος σε καιρό
σιτοδείας είχε πουλήσει τα ιερά σκεύη και τον λειτουργικό στολισμό της βασιλικής
της Αναστάσεως για να δώσει τροφή στους απόρους, τον κάλεσε σε εκκλησιαστικό
δικαστήριο με σκοπό να τον καταδικάσει. Καθώς ο Κύριλλος δεν ανταποκρινόταν
στις επανειλημμένες προσκλήσεις του, τον καθαίρεσε και τον έδιωξε βιαίως από τα
Ιεροσόλυμα, τοποθετώντας στη θέση του έναν αρειανόφρονα. Ο άγιος Κύριλλος άσκησε
έφεση, ζητώντας η υπόθεση να παραπεμφθεί σε ανώτερη εκκλησιαστική αρχή και, εν
αναμονή της αποφάσεως, κατέφυγε στην Ταρσό της Κιλικίας, κοντά στον επίσκοπο
Σιλβανό. Παρά τις απειλές του Ακακίου, ο Σιλβανός τον υποδέχθηκε αδελφικά και
του ζήτησε να κηρύξει στον λαό, ο οποίος τον άκουγε ενθουσιασμένος και
εκστατικός ως άλλον απόστολο.
Η Σύνοδος που συνεκλήθη στη Σελεύκεια το 359
αποκατέστησε τον Κύριλλο και καθαίρεσε τον Ακάκιο. Η απόφαση όμως δεν πρόλαβε
να εκτελεστεί, γιατί ο μητροπολίτης Καισαρείας, σπεύδοντας στην
Κωνσταντινούπολη, άσκησε πίεση στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να ακυρώσει την
απόφαση της Συνόδου και κανόνισε να επικυρωθεί η καθαίρεση του Κυρίλλου από
ψευδοσύνοδο αρειανοφρόνων επισκόπων (360).
Όταν λίγο αργότερα ανήλθε στην εξουσία ο Ιουλιανός
ο Παραβάτης, ο άγιος Κύριλλος επωφελήθηκε από τα μέτρα ανεξιθρησκείας που έλαβε
προετοιμάζοντας την αποκατάσταση της ειδωλολατρείας και επέστρεψε στην έδρα του
καθώς και όλοι οι επίσκοποι που είχαν εξοριστεί επί Κωνσταντίου. Εκεί, όμως,
ήρθε αντιμέτωπος με νέες δοκιμασίες. Με την προτροπή του αυτοκράτορα, οι
ειδωλολάτρες της Γάζας εξεγέρθηκαν κατά των χριστιανών, προκαλώντας πολλά
θύματα, ενώ κατέστρεψαν τη Μονή του Αγίου Ιλαρίωνος [21 Οκτ.] διασκορπίζοντας
τους μοναχούς. Καθώς ο Ιουλιανός ήθελε να αποδείξει ότι ήταν ασύστατες οι
προφητείες του Χριστού σχετικά με την οριστική κατάλυση του Ναού στα Ιεροσόλυμα
(πρβλ. Ματθ. 24, 2), που κατεστράφη από τους Ρωμαίους επί βασιλείας Τίτου,
επέτρεψε στους Εβραίους να τον ανοικοδομήσουν. Όμως, σύμφωνα με την πρόρρηση
του αγίου Κυρίλλου, τα έργα σταμάτησαν ξαφνικά εξαιτίας τρομερού σεισμού, ο
οποίος συγκλόνισε συθέμελα τον αρχαίο Ναό, ενώ το πυρ που έβγαινε από τα έγκατα
της γης κατέκαυσε κάποιους εργάτες και άλλους τραυμάτισε, δείχνοντας σε όλους
ολοφάνερα τα σημεία της θείας οργής.
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού (363) και αφού η
κατάσταση ειρήνευσε, ο Κύριλλος ανέλαβε ξανά το ποιμαντικό του έργο και μετά
τον θάνατο του Ακακίου ενθρόνισε επίσκοπο τον ανιψιό του, στη θέση του
μητροπολίτου Καισαρείας. Με τις ραδιουργίες τους, όμως, οι οπαδοί του Αρείου
ζήτησαν από τον Ουάλεντα (364-378) να εκθρονίσει τον άγιο επίσκοπο Ιεροσολύμων
και να τον καταδικάσει εκ νέου σε εξορία, καθώς και όλους τους άλλους
επισκόπους που είχαν εξοριστεί επί Κωνσταντίου (367). Όταν πέθανε ο Ουάλης, ο
άγιος Κύριλλος ανέκτησε την επισκοπή του, ύστερα από δώδεκα χρόνους απουσίας,
ανακάλυψε όμως με οδύνη ότι ορισμένοι ορθόδοξοι, επηρεασμένοι από τις
συκοφαντίες των αρειανοφρόνων, αρνούνταν να τον δεχτούν ως νόμιμο επίσκοπό τους
και να έχουν κοινωνία μαζί του. Για τον λόγο αυτό η Σύνοδος της Αντιοχείας
(379) απέστειλε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης [10 Ιαν.] για να αποκαταστήσει την
ειρήνη στα Ιεροσόλυμα. Αποτυγχάνοντας ο άγιος Γρηγόριος, αποσύρθηκε αποθαρρημένος
και θλιμμένος, αφήνοντας τον άγιο Κύριλλο να αντιμετωπίσει μόνος, με πίστη και
ελπίδα, τις διαιρέσεις στον οίκο του Θεού. Ο άγιος συμμετείχε στην Β΄
Οικουμενική Σύνοδο (381) που συγκάλεσε ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος (347-395) και
συνέβαλε στην οριστική καταδίκη του αρειανισμού και των ποικίλων παραφυάδων
του. Περατώνοντας τις συνεδρίες της η Σύνοδος αναγνώρισε πανηγυρικά τους αγώνες
του επισκόπου Ιεροσολύμων υπέρ της Ορθοδοξίας. Επιστρέφοντας στην πόλη του ο
άγιος Κύριλλος μπόρεσε για λίγο καιρό να απολαύσει την ειρήνη που είχε
αποκαταστήσει με τόσους κόπους και εκοιμήθη το 386, ύστερα από τριάντα πέντε
έτη επισκοπείας, από τα οποία πέρασε τα δεκαέξι εξόριστος.
Ο άγιος Κύριλλος, παρεξηγημένος από τους αβαθείς ορθόδοξους
για τη μη χρήση του όρου «ομοούσιος»
αλλά κατ’ ουσίαν σταθερός αντίπαλος των αρειανών, εξαιτίας της ομολογουμένης
αντιθέσεώς του προς αυτούς, παρέμεινε στη ζωή του σε ένα ευλογημένο και
καρποφόρο «περιθώριο». Αυτή του η «περιθωριοποίηση» όμως, του έδωσε τη
δυνατότητα, τις προϋποθέσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες να εργαστεί ουσιαστικότερα
και σε βάθος, δίνοντας όλες του τις δυνάμεις και τα χαρίσματα στην τελειότερη
οργάνωση του ποιμαντικού και κατηχητικού του έργου, πράγμα που απέδωσε πολλούς
καρπούς στην Εκκλησία και του προσέδωσε τον τίτλο του Πατρός της Εκκλησίας και
του προσάρτησε τη μοναδική επωνυμία του Κατηχητού, καταγράφοντάς τον στην
εκκλησιαστική ιστορία με το όνομα: «Κύριλλος,
ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὁ Κατηχητής». Τις συκοφαντικές διαδόσεις περί του σεπτού
προσώπου του αγίου διαλεύκανε μια για πάντα η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του
381, η οποία με συνοδική της απόφαση αποκατάστησε την αλήθεια, αποκαλώντας τον άγιο
Κύριλλο μεγάλο αγωνιστή κατά των αρειανών: «Τῆς
δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον καὶ θεοφιλέστατον
Κύριλλον, ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν, κανονικῶς παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα
πάλαι, καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα» [7].
Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει την
προσωπικότητα του αγίου Κυρίλλου είναι η τέλεια εναρμόνιση θεολογίας και ζωής.
Η ευαίσθητη και θεωρητική φύση του, δουλεμένη πρακτικά στις αναμετρήσεις της
σκληρής καθημερινότητας και στη δεκαεξάχρονη περίπου θητεία του στην εξορία,
του χάρισαν σπάνια ισορροπία των στοιχείων της προσωπικότητάς του, που έγινε
εμφανής κυρίως στην μετέπειτα ποιμαντική διακονία του, η οποία ήταν πλήρης διακρίσεως,
σοφίας, ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, και αποτέλεσε κυριολεκτικά προβολέα της όλης
του προσωπικότητας. Ο σύγχρονος μελετητής της ζωής και του έργου του αγίου Κυρίλλου,
θα διακρίνει εύκολα στις «Κατηχήσεις» του, τη μεγάλη Πατερική προσωπικότητα, η οποία
εδράζεται στην ορθοδοξία και εκφράζεται στην ορθοπραξία, στην οποία δόγμα και ζωή
συνυπάρχουν, αλληλοπεριχωρούνται και «μελωδοῦν
ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας».
Όπως προαναφέρθηκε, ο άγιος Κύριλλος εκοιμήθη την 18
Μαρτίου του 386, ημέρα την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία (παραδόξως και η Ρωμαιοκαθολική)
αφιέρωσαν την τιμή της μνήμης του. Στο Απολυτίκιο και το Κοντάκιο της εορτής του,
ο ορθόδοξος υμνογράφος κατέγραψε με σεμνότητα, ποιητική λιτότητα και θεολογική ακρίβεια
όλο το πνευματικό κάλλος του αγίου Πατρός και σκιαγράφησε την πολυτάλαντη μορφή
του, τιτλοφορώντας τον «Στῦλο τῆς Πίστεως»,
του οποίου ο «φωσφόρος λόγος ἔσχε κῦρος οὐράνιον».
—ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ—
[1]
Μνημονεύεται στις 5 Μαΐου στη λατινική Εκκλησία.
[2]
Πρβλ. τη μνήμη του αγίου Αθανασίου [18 Ιαν. και 2 Μαΐου].
[3]
Υποβιβασμένη σε απλή κωμόπολη μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους
και αφού η χριστιανική της κοινότητα διασκορπίσθηκε την εποχή των διωγμών, η
Ιερουσαλήμ, ονομαζομένη Αίλια Καπιτωλίνα, υπήχθη εκκλησιαστικά στην Καισάρεια,
διοικητική πρωτεύουσα της Παλαιστίνης.
[4]
Όπως λίγο αργότερα οι οπαδοί του Αρείου που ευνοούσαν την εκλογή του
αγίου Μελετίου Αντιοχείας [12 Φεβρ.].
[5] Οι
«Κατηχήσεις» του, των οποίων υπάρχουν
διάφορες εκδόσεις, παραμένουν μία από τις καλύτερες εκθέσεις της ορθοδόξου
Πίστεως και σπουδαία μαρτυρία για τη γνώση της λειτουργικής ζωής της αρχαίας
Εκκλησίας. Εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της
προπαρασκευαστικής περιόδου εν όψει του αγίου Βαπτίσματος, και περιλαμβάνουν
μία «Προκατήχηση», δεκαοχτώ «Κατηχήσεις» των φωτιζομένων που
επεξηγούν το Σύμβολο της Πίστεως και τα θεμέλια της ορθοδόξου Πίστεως, και
πέντε «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις», που
προορίζονταν για τους νεόφυτους που μόλις είχαν βαπτισθεί το Πάσχα, στις οποίες
ο επίσκοπος εξηγεί την τελετή του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας. Νεοελληνική
μετάφραση στη σειρά ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1994, και από την Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Καρέα Αττικής, 1991.
[6] Το
θαύμα αυτό μνημονεύεται στις 7 Μαΐου.
[7] Θεοδ.
Εκκλ. Ιστ. 5, 9· PG
82,
1217C.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιασάμενος,
στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιών, τὴν χάριν
κεκληρωμένος· ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσεβείας τοῖς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας,
τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονε, τῇ τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὁ φωσφόρος λόγος σου, κῦρος οὐράνιος Πάτερ· γνῶσιν γάρ, τῆς ἀληθείας
σοφῶς διδάσκων, ἔλλαμψιν, ἠθῶν ὁσίων καθυπογράφεις, καὶ παθῶν βραβεύεις λύσιν,
τῇ σῇ πρεσβείᾳ, θεόφρον Κύριλλε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἔλλαμψιν πλουτήσας τὴν
μυστικήν, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, ὡς καθάρας σου τὴν ψυχήν, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δαβιτικῶς Ὁσίων,
ἐκλάμπεις ὥσπερ λύχνος, παμμάκαρ Κύριλλε.
[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 174–177·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
(2) «Κατηχήσεις
Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων»,
σελ. 14–17·
Εκδόσεις «Ετοιμασία»
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου·
Καρέα Αττικής, 1991.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου