Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΚΟΥΛΙΑ


ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΚΟΥΛΙΑ


     Στο ανατολικό άκρο του γραφικού οροπέδιου του χωριού Άργος και σε κοντινή απόσταση από το βυζαντινό κάθισμα των Αγίων Αποστόλων (κτίσμα του Οσίου Χριστοδούλου του «Λατρηνού» [21 Οκτ. και 16 Μαρτ.] και Μετόχι σήμερα της ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου), βρίσκεται το αρχαιότερο γυναικείο Κοινοβιακό Μοναστήρι της Καλύμνου.

     Κτητόρισσα και ιδρύτρια της Μονής υπήρξε η Γερόντισσα Μαγδαληνή. Η Μαρία, αυτό ήταν αρχικά το όνομα που έλαβε κατά το άγιο Βάπτισμα, ήταν το πρωτότοκο από τα δέκα παιδιά (5 αγόρια και 5 κορίτσια) της αγροτικής οικογένειας Κουλιά. Λόγω των δύσκολων συνθηκών της εποχής, τα περισσότερα από τα παιδιά είχαν ξενιτευτεί εργαζόμενα στη Ρωσία. Η νεαρή αγράμματη, αλλά ενάρετη Μαρία, διακρινόταν για την ευσέβεια και τη σεμνότητά της. Από μικρή έδειχνε έντονα την κλίση της για αφιέρωση στον Θεό. Δυστυχώς, όμως, η έφεση αυτή έβρισκε εμπόδια από τον πατέρα και τα μεγαλύτερα αγόρια αδέλφια της.

     Με ακλόνητη πίστη στον Χριστό και απεριόριστη υπομονή, εκείνη θεωρούσε την κατάστασή της προσωρινή μέχρι να λάβει άνωθεν το μήνυμα για την έξοδό της από τη ματαιότητα του κόσμου. Η σταθερότητά της αυτή σήμαινε ότι την είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου η θεία Πρόνοια μέχρι την πραγματοποίηση του ιερού της πόθου, αλλά και αργότερα μέχρι τα οσιακά της τέλη.


     Δύο είναι τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της κατά την περίοδο εκείνη:
     Κάποιο βράδυ, ο πατέρας της προσπαθούσε να την πείσει να παντρευτεί με κάποιον νέο της αρεσκείας του. Εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά δηλώνοντας ξανά και ξανά την απόφασή της για αφιέρωση. Έτσι λοιπόν, μη καταφέρνοντας τίποτα ο οργισμένος πατέρας, οπλισμένος με σατανική δύναμη, άρπαξε ένα τσεκούρι το οποίο με δύναμη εκσφενδόνισε εναντίον της κόρης του. Με τη χάρη του Θεού, εκείνο αστόχησε και καρφώθηκε στην πόρτα.
     Άλλη φορά, στα μέσα του χειμώνα και καθώς έβρεχε ασταμάτητα, ο σκληρός και άτεγκτος πατέρας πέταξε την κόρη του έξω από το σπίτι. Η μάνα της, μη μπορώντας να ησυχάσει καθώς άκουγε τις βροντές και τη βουή του νερού που επί ώρες έπεφτε, περίμενε να αποκοιμηθεί ο άντρας της για να βγει έξω μ’ ένα λαδοφάναρο της εποχής προς αναζήτηση της θυγατέρας της. Δόξασε η εμπερίστατη μάνα τ’ όνομα του Θεού, καθώς βρήκε το παιδί της να προσεύχεται κάτω από τη ροδιά του κήπου τους. Θαυματουργικά η κόρη, καθώς και όλος ο χώρος που τη σκέπαζε γύρω από τη ροδιά, ήταν στεγνός και άβρεκτος!

     Μπροστά στο ανένδοτο του πατέρα της, η Μαρία αποφάσισε να φύγει κρυφά για την Πάτμο όπου υφίστατο το παλαιό γυναικείο ιδιόρρυθμο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Άλλη μονή εξάλλου στην Κάλυμνο δεν υπήρχε. Πριν το ταξίδι της, πέρασε από το Επισκοπείο για να ζητήσει την ευχή και ευλογία του τότε μητροπολίτη Ιωάννου. Εκείνος προσπάθησε με πνευματικό τρόπο να της αποδείξει το δύσκολο του μοναχικού βίου και να την πείσει να αλλάξει γνώμη προτού κάνει λάθος επιλογή. Όταν όμως κατάλαβε ότι ήταν αμετάπειστη, της ζήτησε να καθίσει ακόμη λίγες ημέρες στο νησί απομονωμένη με προσευχή, μήπως ο Θεός παρουσιάσει κάτι για να τη βοηθήσει ή για να την αποτρέψει από την απόφασή της. Μετά από τριήμερη νηστεία, ζήτησε συνάντηση με τον πατέρα της στο Επισκοπείο για να του ανακοινώσει την αναχώρηση της κόρης του για την Πάτμο. Εκείνος τότε συγκινημένος απάντησε άκακα: «Δεν την αφήνω να φύγει. Θα της κτίσω εγώ ο ίδιος μοναστήρι εδώ!».


     Και, πραγματικά, κατά το 1865 και ενώ η κόρη του ήταν μόλις 18 ετών, της έκτισε μια εκκλησία και ένα μικρό κελλί σ’ ένα οικογενειακό τους κτήμα στο Άγρος. Εκείνη με άφατη αγαλλίαση εγκαταστάθηκε εκεί με μόνο της εφόδιο μέσα στην ερημιά το σημείο του Τιμίου Σταυρού και την ευχή του Αγίου Χριστοδούλου και των απ’ αιώνος ασκησάντων πατέρων στο απομακρισμένο κάθισμα των Αγίων Αποστόλων.

     Για έξι ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε να καταρτιστεί στα πνευματικά ασκητεύοντας ολομόναχη και έγκλειστη δεχόμενη την τροφή της από θυρίδα. Σκοπός της ήταν να δυναμωθεί στα πνευματικά για να βοηθήσει αργότερα κι άλλες ψυχές να σωθούν στο «λιμανάκι» της Παναγίας της «Ευαγγελίστριας». Με το κομβοσχοίνι και την ευχή πολεμούσε νύχτα και μέρα για να υπερνικά τις παγίδες και τα ευφευρήματα του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος έφριττε βλέποντας την απαλή κόρη να του αντιστέκεται με πίστη στον Χριστό. Έτυχε κάποτε, όπως και στον Μέγα Αντώνιο, την ώρα της προσευχής να γεμίσει το κελλί της από την οροφή και παντού σκορπιούς και ερπετά.

     Μπαίνοντας στον έβδομο χρόνο από την τέλεια απομόνωσή της, δέχθηκε με χαρά ως πρώτη υποτακτική της τη μικρότερη αδελφή της Αθανασία. Λίγο αργότερα πλαισιώθηκαν και από άλλες αδελφές που ήθελαν να μοιραστούν τον ένθεο ζήλο τους και να γίνουν μοναχές. Έτσι μπήκε το θεμέλιο για την ανάπτυξη του γυναικείου μοναχισμού στην Κάλυμνο και επομένως η Γερόντισσα Μαγδαληνή θεωρείται αυτοδίδακτη, θεοδίδακτη και πρωτοπόρος στο έργο αυτό.


     Η Γερόντισσα, αν και αγράμματη, διέθετε φυσικά διοικητικά χαρίσματα. Με μητρική στοργή αλλά και πυγμή ποίμαινε τις μοναχές της συνοδείας της. Προσπαθούσε με το άγιο παράδειγμα και την υπομονή της να τις στερεώνει στην εφαρμογή των βασικών τριών αρετών της μοναχικής πολιτείας (παρθενίας–υπακοής–προσευχής), αλλά περισσότερο να τις ενώνει με την αγάπη, τον ιερό αυτόν «σύνδεσμο της τελειότητας» (Κολ. 3, 14). «Την αγάπη να τηρείτε μεταξύ σας για να μη χάσετε τον μισθό της ασκήσεώς σας!», τους έλεγε με πνευματικό πόνο.

     Όταν κάποτε, λόγω διαφόρων πειρασμών, διασαλευόταν η αγάπη και προέκυπτε φιλονικία μεταξύ των αδελφών, εκείνη σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό και έλεγε: «Ξέρω, ξέρω παιδιά μου. Δεν φταίτε εσείς. Εγώ φταίω, δικό μου είναι το λάθος, δικές μου οι αμαρτίες, γι’ αυτό και ο Θεός επέτρεψε να δοκιμαστούμε. Δεν θα φωνάξω Παπά το Σάββατο για να κοινωνήσουμε όλες, μέχρι να αποκαταστηθούμε στην αγάπη!». Χρέωνε το σκάνδαλο μεταξύ των αδελφών μονάχα στον εαυτό της, σαν δική της έλλειψη και αμαρτία.

     Για την περαιτέρω κατάρτισή της στα πνευματικά, στα θέματα του κοινοβιακού μοναχισμού, του τυπικού κτλ., κάποτε έλλειψε επί εξάμηνο από το Μοναστήρι στα Ιεροσόλυμα, όπου υπηρέτησε σαν καντηλανάφτισσα στον Πανάγιο Τάφο. Βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη και εκάρη μεγαλόσχημη στη ιερά Μονή του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου στη Βηθανία. Με ανανεωμένες τις πνευματικές της δυνάμεις και προοπτικές, γύρισε στην Κάλυμνο για να αναδειχθεί σε πραγματική πνευματική μάνα μιας πολυμελούς αδελφότητας, αλλά και των πολυπληθών οικογενειών των ποιμένων που σταδιακά εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή.


     Ο ζήλος της Γερόντισσας για την Αγία Ορθοδοξία αλλά και για τα Εθνικά θέματα, την έκαναν να εξέλθει της Μονής μαζί με τις αδελφές και να συμμετάσχουν στην αντίσταση του Καλυμνιακού λαού εναντίον της Ιταλικής κατοχής, όταν προέκυψε το σοβαρό εκκλησιαστικό θέμα του «Αυτοκεφάλου», το 1935. Με σταυρούς και με άγια εικονίσματα, κατέβηκαν με τον λαό στο λιμάνι χωρίς καν να φοβηθούν τη σκληρότητα των κατακτητών. Δυστυχώς, προπηλακίστηκαν και χτυπήθηκαν αλύπητα. Μάλιστα, μία εξ αυτών ποδοπατήθηκε με μανία από αρβυλοφόρο στρατιώτη. Παρόλα αυτά, ο κατακτητής πήρε για τα καλά το μήνυμα των Καλυμνίων, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν την απόσχισή τους από τη Μητέρα Εκκλησία!

     Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μονή όπως και όλο το νησί, δοκιμάστηκαν πολύ. Οι αργαλειοί και τα εργαστήρια της Μονής σταμάτησαν να λειτουργούν λόγω ελλείψεως υλικών. Οι αγροτικές καλλιέργειες στις οποίες επιδόθηκαν τότε οι αδελφές, εξασφάλιζαν τα προς το ζην τη Μονή αλλά και τους περιοίκους της. Όταν έφτανε η ώρα του λιχνίσματος, μαζεύονταν γύρω από το αλώνι περί τα 30 άτομα. Τότε η ελεήμων και σπλαχνική Γερόντισσα έδινε στον καθένα ό,τι της φώτιζε η «Νοικοκυρά» της Μονής της, όπως έλεγε την Παναγία, και το υπόλοιπο το έβαζε στους τενεκέδες της Μονής. Με δάκρυα στα μάτια έβλεπε την ώρα της μεγάλης ανάγκης να γεμίζουν θαυματουργικά, ξανά και ξανά, οι τενεκέδες με σιτάρι!

     Μεγάλο ενδιαφέρον έδειχνε η Γερόντισσα για την πνευματική πρόοδο των αδελφών. Επειδή όλες ανεξαιρέτως εργάζονταν σκληρά, φρόντιζε να τους προσφέρει ως δώρο το ταξίδι-προσκύνημα προς τα Ιεροσόλυμα. Κι αυτό όχι μόνο μία, αλλά και περισσότερες φορές και, μάλιστα, με συνοδευτικό της γράμμα για να μπορέσουν με χαρά να διακονήσουν στα Πανάγια προσκυνήματα καθ’ όλο τον χρόνο της εκεί παραμονής τους. Φρόντιζε ακόμη οι πιο εγγράμματες να κάνουν κοινή ανάγνωση κατά την ώρα των διακονημάτων και να μαθαίνουν όλες σιγά-σιγά ανάγνωση και γραφή.

     Ποίμαινε ακόμη τις ψυχές τους με άκρα συγκατάβαση, συνεργαζόμενη με τους καλύτερους των πνευματικών-εξομολόγων του νησιού. Ιδιαιτέρως ευλαβείτο τον Γέροντα Σάββα της Μονής των Αγίων Πάντων, τον μετέπειτα Άγιο Σάββα [7 Απρ.] (1862–1948), τον μαθητή του Αγίου Νεκταρίου [9 Νοεμ.] (1846–1920) και προστάτη της νήσου. Με τη δική της προτροπή είχε κάνει και τις περισσότερες από τις κουρές των αδελφών. Ήταν η πρώτη εξάλλου που διείδε στο ταπεινό πρόσωπό του τον μετέπειτα μεγάλο άγιο της Εκκλησίας μας. Αν και η ίδια νήστευε αυστηρά, τις αδελφές τις οικονομούσε στο θέμα αυτό. Η Παναγία μας την αξίωσε να δημιουργήσει μια πολυμελή αδελφότητα και ένα αξιόλογο έργο στην περιοχή του Άργους.


     Προαισθάνθηκε το τέλος της και σύναξε κοντά της τις αδελφές για την ύστατη νουθεσία. Μόλις τελείωσε τον αποχαιρετισμό, ζητώντας και δίνοντας συγχώρεση σε όλους, φώναξε: «Φέρτε μου τη “Συντρόφισσά” μου!», εννοώντας τη θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της «Ευαγγελίστριας». Την εικόνα εκείνη, μπροστά στην οποία αμέτρητες φορές γονάτισε και έκλαψε, ευχαριστώντας την Παναγία για τις δωρεές της, ζητούσε τώρα από Αυτή την προστασία της Μονής της και την ανανέωση των πνευματικών της δυνάμεων.

     Αφού προσκύνησε ευλαβικά, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και παρέδωσε το πνεύμα της εις χείρας Θεού την 3η Αυγούστου του 1952, σε ηλικία 105 ετών. Ο γράφων, αξιώθηκε όσες φορές υπηρετούσε στην Κάλυμνο, να διακονήσει τη Μονή του Άγρους ως λειτουργός και, μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος. Στο ευλογημένο αυτό ασκητομονάστηρο είναι εμφανές το ευεργετικό πέρασμα της Γερόντισσας Μαγδαληνής, της κτητόρισσάς του. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι όλες οι αδελφές ανεξαιρέτως μιλούν για την πνευματική τους Μητέρα σε χρόνο ενεστώτα, αν και έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από την οσιακή της κοίμηση. Η στιλπνή και ευωδιάζουσα κάρα της φυλάσσεται με ευλάβεια στο ενσωματωμένο με το Καθολικό Παρεκκλήσιο των Αγίων Αρχαγγέλων, το οποίο ανήγειρε ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό η νέα ηγουμένη.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ



[ Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία:
«Μοναζουσών Σύναξις»
–Θαυμαστόν γυναικείον Γεροντικόν
του 20ου αιώνος»–
Μέρος 1ο, κεφ. 26ο,
σελ. 275–280,
Εκδοτική Παραγωγή «Επτάλοφος»,
Αθήναι, Απρίλιος 20051.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου