Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

ΟΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΤΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ


ΟΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΤΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Ένα συγκλονιστικό γεγονός
από τον βίο του αγίου Παναγή Μπασιά.


     Στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, ιδιαίτερης πατρίδας του αγίου Παναγή Μπασιά (1801-1888), ζούσε στις ημέρες του αγίου μια αρχοντική και πολύ πλούσια οικογένεια. Την οικογένεια αυτή την αποτελούσαν οι δυο γονείς και τα δυο τους αγόρια. Επρόκειτο για οικογένεια πολύ ευσεβή και ενάρετη. Την πρώτη θέση στην αρετή και την ευσέβεια κατείχε η μητέρα, η οποία διακρινόταν για τις καλοσύνες και τις αγαθοεργίες της. Αυτό τον τρόπο ζωής, βέβαια, ενέπνεε και προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της.

     Κάποτε απέθανε ο σύζυγος κι έτσι παρέμεινε μόνη η χήρα μητέρα με τα δυο της παιδιά. Πόνεσε πολύ η γυναίκα εκείνη κι έκλαψε για το θάνατο του συζύγου της. Βρήκε, όμως, παρηγοριά στα δυο της παιδιά. Θα ζούσε γι’ αυτά. Είχε καθήκον να σταθεί δίπλα τους. Έπρεπε να φανεί δυνατή, για να διαπαιδαγωγήσει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6, 4). Θα γινόταν γι’ αυτά και πατέρας και μητέρα, δάσκαλος και παιδαγωγός.

     Ανέλαβε τότε η χήρα μητέρα με ξεχωριστό ζήλο και συστηματικότερο τρόπο την χριστιανική ανατροφή των παιδιών της. Ταυτόχρονα, αύξησε τη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική της δράση. Κάθε φτωχός και πονεμένος εύρισκε στο αρχοντικό της στήριξη και παρηγοριά. Κι όταν αναχωρούσε, έφευγε φορτωμένος με τα απαραίτητα υλικά αγαθά. Ακόμη, επισκεπτόταν η αγία αυτή γυναίκα ασθενείς στα νοσοκομεία, κατάδικους στις φυλακές, περιθωριακούς ανθρώπους στα σπίτια τους. Για όλους είχε έναν καλό λόγο να πει, για όλους κάτι είχε να προσφέρει.

     Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, τους κληρικούς και τους μοναχούς. Το αρχοντικό της ήταν πάντοτε στη διάθεσή τους. Πάντοτε ήταν ολοπρόθυμη να συνδράμει στις ανάγκες τους. Φιλακόλουθη και με ασκητικό φρόνημα καθώς ήταν, στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και ιδιαίτερα στη θεία Λειτουργία εύρισκε παρηγοριά, ανάπαυση και γαλήνη.

     Τα χρόνια περνούσαν ευλογημένα, όταν ξαφνικά ήρθε το αναπάντεχο. Όταν το μεγαλύτερο από τα αγόρια της βρισκόταν στα εικοσιένα του, ήρθε το μεγάλο κτύπημα. Ένα βράδυ, μόλις τελείωσαν το δείπνο και βρισκόντουσαν ακόμη στην τραπεζαρία, ο μεγαλύτερο γιος ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι. Στη συνέχεια έπεσε κάτω αναίσθητος. Τον σήκωσαν, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι και ειδοποίησαν τον γιατρό. Μόλις ο γιατρός έφτασε, εξέτασε με προσοχή το αρχοντόπουλο. Από την έκφραση του προσώπου του η μητέρα κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό. Πράγματι, ο γιατρός διαπίστωσε ότι η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Άρχισε αμέσως να προετοιμάζει τη μητέρα να δεχθεί το μοιραίο.

     Σαν άκουσε η πονεμένη μητέρα τα λόγια του γιατρού, με δάκρυα αποσύρθηκε στο δωμάτιο με το εικονοστάσι του σπιτιού της και γονυκλινής, όλο το βράδυ, προσευχόταν στην Παναγία. Προσευχόταν με λυγμούς και δάκρυα για τη σωτηρία του παιδιού της. Το πρωί, δυστυχώς, ο νέος απεβίωσε. Για δεύτερη φορά η άμοιρη γυναίκα έκλαψε πάνω σε νεόσκαφτο τάφο.

     Παρ’ όλη τη θλίψη και τον πόνο της, συνέχισε η γυναίκα εκείνη τη χριστιανική και ανθρωπιστική της δράση. Μάλλον την αύξησε. Εξάλλου, είχε τόσα πλούτη, και ο κληρονόμος τώρα, παρέμεινε μονάχα ένας. Ο γιος της να ήταν καλά! Τίποτε άλλο δεν τη συγκινούσε. Μετά τον θάνατο του πρώτου της γιου, όλες τις ελπίδες και όλα της τα όνειρα τα είχε εναποθέσει στο δεύτερο και μονάκριβο τώρα γιο.


     Στο χρόνο επάνω, μετά τον θάνατο του πρώτου της γιου, ένα βράδυ, ενώ βρισκόταν με τον δεύτερό της γιο στην τραπεζαρία του σπιτιού της, εκεί που δεν το περίμενε, είδε τον γιο της να αφήνει μια κραυγή πόνου και να πέφτει αναίσθητος κάτω. Η ίδια σκηνή, όπως και με το πρώτο της παιδί. Κάλεσε ευθύς γιατρό, ο οποίος αμέσως διέγνωσε ότι η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Ο δεύτερος γιος, δυστυχώς, θα ακολουθούσε την πορεία του πρώτου. Ελπίδα διάσωσης δεν υπήρχε.

     Με δάκρυα και κλάματα η δύστυχη μητέρα κατέφυγε και πάλι στο εικονοστάσι του σπιτιού της. Γονυκλινής όλο το βράδυ προσευχόταν στον Χριστό, την Παναγία, τον άγιο Γεράσιμο και όλους τους αγίους. Τους θύμιζε τη χριστιανική της δράση και τους παρακαλούσε να τη λυπηθούν στη δύσκολη ώρα. Ένα μόνο ζητούσε, ένα μονάχα λαχταρούσε: Να τη σπλαχνιστούν και να αποκαταστήσουν την υγεία του μόνου παιδιού που της απέμεινε. Να ζήσει το παιδί της!...

     Δυστυχώς, μέχρι το πρωί της επομένης, και ο δεύτερος γιος ήταν νεκρός. Ο θάνατος και του δεύτερου παιδιού έκανε τη γυναίκα εκείνη αγνώριστη. Ο αβάσταχτος πόνος, η ολοκληρωτική ορφάνια, οι τρεις θάνατοι που σημειώθηκαν στο αρχοντικό της, η απογοήτευση και η απόγνωση, όλα μαζί τη μετέτρεψαν σε θηρίο ανήμερο. Πίστεψε βαθιά ότι ο Θεός την πρόδωσε. Οι άγιοι φάνηκαν αχάριστοι σ’ αυτήν. Ξέχασαν τις καλοσύνες και τις ελεημοσύνες της. Λησμόνησαν τις δωρεές και τις εισφορές της σε εκκλησίες και μοναστήρια. Γι’ αυτό, διέκοψε παντελώς την προηγούμενη φιλανθρωπική της δραστηριότητα. Δεν ήθελε να βλέπει μπροστά της κληρικούς και γενικά ανθρώπους της Εκκλησίας. Άρχισε να υβρίζει τον Θεό και τους αγίους, ενώ δεν δεχόταν κανέναν στο σπίτι της.


     Μέσα στον αφόρητο πόνο της η γυναίκα εκείνη, θέλοντας να βρει κάποια παρηγοριά, έκαμε το εξής: έδωσε φωτογραφίες των παιδιών της σε κάποιο σπουδαίο ζωγράφο κι αυτός της έφτιαξε τα πορτραίτα τους σε φυσικό μέγεθος. Μόλις τα παρέλαβε η δύστυχη μητέρα, τα πλαισίωσε με πολυτελή κορνίζα και τα πήρε στο σπίτι της. Εκεί, αφού άδειασε τα έπιπλα από το σαλόνι του σπιτιού της, τα κρέμασε το ένα απέναντι στο άλλο, σε δύο αντικριστούς τοίχους. Αφού τα κάλυψε με διαφανές ύφασμα (τούλι), διατηρούσε πάντοτε αναμμένη μπροστά τους μια λαμπάδα σε κηροπήγιο. Καθόταν καθημερινά πλάι τους με τις ώρες στο σαλόνι και «συνομιλούσε» με τα δυο της τέκνα…

     Τα γεγονότα αυτά πληροφορήθηκε στην άλλη πλευρά του νησιού, εκεί που ησύχαζε, ο άγιος Γέροντας παπα–Παναγής Μπασιάς. Ο Γέροντας λυπήθηκε πάρα πολύ. Λυπήθηκε ιδιαίτερα για τη γυναίκα αυτή, που θα έχανε τον μισθό της για τις τόσες καλοσύνες και ελεημοσύνες που είχε προσφέρει στη ζωή της. Πόνεσε πολύ ο Γέροντας, γιατί ήξερε πόσο αγία ήταν η ζωή της και, τώρα, από δαιμονική ενέργεια, τίναξε τα πάντα στον αέρα. Γι’ αυτό, αφού πήρε μια μέρα το καράβι που εκτελούσε τη γραμμή Ληξουρίου – Αργοστολίου, έφτασε ο παπα–Παναγής Μπασιάς στο Αργοστόλι. Αποβιβάστηκε από το πλοιάριο ο Γέροντας και ακουμπώντας στο ραβδί του ξεκίνησε ολόϊσια για το πενθοφορεμένο αρχοντικό.

     Σαν έφτασε στο σπίτι, χτύπησε τη θύρα και περίμενε. Μετά από ώρα, η κυρία του σπιτιού βγήκε στο παράθυρο. Μόλις αντίκρισε μπροστά της έναν ρασοφόρο, τον παπα–Παναγή, τον οποίο καθόλου δεν γνώριζε, άρχισε να τον υβρίζει με ακατανόμαστες λέξεις. Ο παπα–Παναγής Μπασιάς, χωρίς διόλου να ταραχθεί από το χυδαίο υβρεολόγιο, την παρακάλεσε και μια και δυο και τρεις φορές να του ανοίξει, για κάτι σοβαρό που ήθελε να της ανακοινώσει. Αυτή συνέχιζε να τον υβρίζει πιο έντονα. Τότε ο άγιος Γέροντας της είπε:
     –Ή μου ανοίγεις, ή μπαίνω μόνος μου! Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκαμε με το ραβδί του το σημείο του Σταυρού μπροστά στην κλειστή πόρτα του αρχοντικού, η οποία, αυτόματα και ανεξήγητα, άνοιξε.


     Βλέποντας το θαυμαστό αυτό γεγονός, η γυναίκα έμεινε άναυδη. Σταμάτησε να υβρίζει, ενώ καμιά λέξη δεν μπορούσε να βγάλει από το στόμα της. Άφωνη είδε τον άγνωστο σε αυτή κληρικό να ανεβαίνει τη σκάλα και να εισέρχεται στο μεγάλο σαλόνι, γνέφοντάς την απλά να την ακολουθήσει. Αυτή, υπακούοντας, τον ακολούθησε. Μόλις μπήκε στο σαλόνι, της υπέδειξε να καθίσει σιωπηλή στη γωνιά, για να δει κάτι που δεν το περίμενε και δεν το είχε σκεφτεί ποτέ της.

     Ενώ ο παπα–Παναγής είχε τα χέρια υψωμένα σε μια εγκάρδια προσευχή, βλέπει έκπληκτη η γυναίκα να σηκώνονται τα σκεπάσματα των δύο ζωγραφισμένων πορτραίτων των παιδιών της και να πέφτουν κάτω. Ταυτόχρονα, οι δύο νέοι πήραν ζωή και μέσα από τις αναρτημένες προσωπογραφίες τους κατέβηκαν στο μέσο του δωματίου. Την ίδια στιγμή, κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, είδε η μητέρα τα δυο παιδιά της να ανασύρουν ο καθένας από ένα πιστόλι και να σημαδεύει ο ένας τον άλλον. Προτού προλάβει η μητέρα να κάμει οποιαδήποτε κίνηση, είδε τα παιδιά της να πυροβολούν το ένα το άλλο και να πέφτουν και τα δύο νεκρά στο πάτωμα. Μετά από το γεγονός αυτό και προτού συνέλθει από τον ανείπωτο τρόμο που την κατέλαβε, είδε η μητέρα τα πορτραίτα των παιδιών της όπως προηγουμένως, σιωπηλά και ακίνητα, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτε.

     Τότε ο άγιος Παναγής Μπασιάς την πλησίασε και με πατρική στοργή τής εξήγησε:
     –Κυρία μου, επειδή ο Θεός σε αγαπά, σε εφύλαξε να μη δεις με τα μάτια σου αυτό που μόλις τώρα αντίκρισες. Τα δυο σου αγόρια είχαν ερωτευθεί την ίδια κόρη και για χάρη της παραμόνευε το ένα το άλλο να το σκοτώσει. Θα ερχόταν κάποια στιγμή που θα σκοτωνόντουσαν με αυτόν τον τρόπο που μόλις είδες. Για χάρη σου, για τις τόσες καλοσύνες, τις ελεημοσύνες και τις αγαθοεργίες σου, ο Θεός τα πήρε με φυσικό θάνατο, για να μη δουν τα δικά σου μάτια αυτό το αδελφικό μακελειό. Ως εκ τούτου, να μεταμεληθείς και να μετανοήσεις για τη συμπεριφορά σου· και αντί να βλασφημάς και να υβρίζεις, να δοξάζεις τον Θεό για όσα επέτρεψε στην οικογένειά σου.

     Πραγματικά, η γυναίκα μετανόησε και επέστρεψε στην προηγούμενη χριστιανική ζωή της. Με φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες, μάλιστα σε πιο έντονο βαθμό αυτή τη φορά, συνέχισε τη ζωή της. Μέχρι που ο Θεός την κάλεσε κοντά του για να αναπαυθεί από τους κόπους και τους πόνους της παρούσας ζωής, αλλά και για να απολαύσει τους καρπούς όλων των αγαθοεργιών της.

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΕΥΕΛΘΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
(1950–2011)


ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΑΓΗΣ ΜΠΑΣΙΑΣ
Το Συναξάρι του Αγίου

     Ο άγιος Παναγής γεννήθηκε το 1801 στην Κεφαλληνία από ευγενή οικογένεια, ενώ από μικρό παιδί φανέρωσε ζωηρή ευφυΐα και μεγάλη αγάπη για την ανάγνωση των ιερών βιβλίων. Όταν πέθανε ο πατέρας του, υποχρεώθηκε να αναλάβει την προστασία της μητέρας του και της αδελφής του κι άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Σύντομα όμως παραιτήθηκε για να αποφύγει συμβιβασμούς υπό την πίεση των αρχών της αγγλικής κατοχής που υπήρχε τότε στα Επτάνησα, ως προς την πίστη του και τα πατριωτικά του αισθήματα και άσκησε το επάγγελμά του ιδιωτικά, μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο εγκαταλείποντας την οικογένειά του και τη σταδιοδρομία του, γινόμενος μοναχός στη Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στη νήσο Δίο. Μετά από τις επίμονες παρακλήσεις της μητέρας του επέστρεψε στο Ληξούρι, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί την ασκητική βιοτή που διήγε σε όλη του τη ζωή, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία τριάντα πέντε ετών και έκτοτε αφιερώθηκε ολόκληρος στην υπηρεσία της Εκκλησίας, με την καθημερινή σχεδόν τέλεση της θείας Λειτουργίας, με το κήρυγμα και, κυρίως, με το παράδειγμα των ευαγγελικών αρετών του. Στεκόταν στην εκκλησία ως στύλος προσευχής, και όταν έβγαινε το έκανε για να μοιράσει ελεημοσύνες, να επισκεφθεί δεινοπαθούντες ή να φέρει πίσω στο ποίμνιο παραστρατημένες ψυχές. Αρνήθηκε πάντα να διορισθεί σε κάποια ενορία, προκειμένου να αποφύγει τους βιοτικούς περισπασμούς και τις πιέσεις των κατακτητών, και εγκαταστάθηκε στο μονύδριο του Αγίου Σπυρίδωνος, απ’ όπου για πενήντα χρόνια μοίραζε σε όλο τον λαό της Κεφαλληνίας τους θησαυρούς που έκρυβε στην καρδιά του. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αγίου Γερασίμου [20 Οκτ.] και του αγίου Ανθίμου του Τυφλού [4 Σεπτ.], ο παπα–Παναγής Μπασιάς δίδασκε και διέδιδε τη χάρη του Θεού στον λαό, δίχως ωστόσο να εγκαταλείπει το ερημητήριό του. Πήγαινε επίσης να λειτουργήσει σε όλα τα εξωκκλήσια που ήσαν διάσπαρτα γύρω από το Ληξούρι, όπου μόλις γινόταν γνωστή η έλευσή του συναζόταν πλήθος πιστών.

     Είχε πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειάς του και μοίραζε όλους τους πόρους του στους πτωχούς που θεωρούσε παιδιά του. Όταν ερχόταν στην πόλη, τον ακολουθούσε πάντα ένα σμάρι φτωχών γυναικών στις οποίες έδιδε ό,τι είχε και δεν είχε, σε σημείο που να στερείται ο ίδιος τροφής. Ως νέος άγιος Νικόλαος [6 Δεκ.], γνώριζε ποια οικογένεια είχε ιδιαίτερη ανάγκη και παρενέβαινε για να τη στηρίξει ή να στερεώσει την πίστη της στον Θεό. Η αγάπη του για τον πλησίον ήταν ανάμεικτη μάλιστα με τόλμη και συχνά έμπαινε σε ένα μαγαζί, άνοιγε το ταμείο και έπαιρνε ό,τι έκρινε αναγκαίο για τις ελεημοσύνες του. Μια μέρα, ένας φούρναρης αρνήθηκε να του δώσει αυτό που ζητούσε και η ζύμη του έμενε λιπανάβατη.


     Ο άγιος Παναγής είχε αποκτήσει το χάρισμα της προορατικότητας και της προφητείας, το οποίο χρησιμοποιούσε για να διορθώνει ψυχές. Σε εκείνους που επρόκειτο να πεθάνουν σύντομα με βίαιο τρόπο συνέστηνε να πάνε να εξομολογηθούν ή προειδοποιούσε με υπαινιγμούς όσους έμελλαν να διαπράξουν κάποιο σοβαρό αμάρτημα. Μια βροχερή νύχτα, συναντώντας στο δρόμο κάποιον που πήγαινε να αμαρτήσει, του φώναξε: «Αμαρτία, αμαρτία! Γύρισε σπίτι σου!». Μια άλλη φορά, μια μάνα που μόλις είχε χάσει τους δυο γιους της, τον ένα πίσω από τον άλλον, έπεσε σε ακραία απόγνωση και εξεγέρθηκε εναντίον του Θεού. Ο άγιος ιερέας έτρεξε στο σπίτι της και, καθώς εκείνη αρνιόταν να του ανοίξει βρίζοντάς τον, άνοιξε την πόρτα κάνοντας το σημείο του Σταυρού. Όταν μπήκε στη σάλα, όπου βρισκόταν τα δύο μεγάλα πορτραίτα των δύο πεθαμένων παιδιών της, τα πρόσωπα ξαφνικά ζωντάνεψαν και βγάζοντας πιστόλι αλληλοσκοτώθηκαν. Ο άγιος Παναγής αποκάλυψε τότε στην απαρηγόρητη μητέρα τους ότι είχαν ερωτευθεί την ίδια γυναίκα και ότι θα πέθαιναν με τον τρόπο αυτό, αν δεν παρενέβαινε ο Θεός ώστε να αποτρέψει ένα μεγαλύτερο κακό, εν προκειμένω την αδελφοκτονία. Μια άλλη φορά πάλι, μπήκε σε ένα σπίτι όπου έβραζε το τσουκάλι γιατί περίμεναν επισκέψεις και το αναποδογύρισε, επειδή στο σπίτι εκείνο είχε προηγουμένως προσέλθει ένας φτωχός και τον είχαν διώξει με άδεια χέρια.

     Αυτά όμως τα άφθονα χαρίσματα του Θεού δεν δόθηκαν στον παπα–Μπασιά δίχως να τον ταλαιπωρεί «ένα αγκάθι στη σάρκα» του (Β΄ Κορ. 12, 7). Δέκα περίπου χρόνια μετά τη χειροτονία του, προσβλήθηκε από μια παράδοξη νευρασθένεια η οποία τον έκανε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του: έβγαζε κραυγές, ξύριζε τα γένια, έκοβε τα μαλλιά του, πετούσε έξω ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν συνήλθε μετά από έξι μήνες, απέδωσε την ασθένεια στην αμαρτωλότητά του. Εν συνεχεία, παρόμοιες κρίσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και προς το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο. Τελικά έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Δεν στερήθηκε ωστόσο τα χαρίσματα της προορατικότητας και παραμυθίας των ψυχών, ενώ ο λαός δεν έχανε και δεν μείωσε επ’ ουδενί την αγάπη και την αφοσίωσή του σ’ αυτόν. Απεναντίας, όλοι όσοι υπέφεραν από τα βάσανα και τις θλίψεις της ζωής ή βρίσκονταν σε δυσκολίες, γνώριζαν πως η πόρτα του δωματίου του ήταν πάντα ανοικτή και ο άγιος αυτός ιερέας δεν έπαυε να είναι ευεργετικά ο πόλος έλξης και το κέντρο του εκκλησιαστικού βίου της Κεφαλληνίας. Είχε αποκτήσει τόσο κύρος, ώστε συχνά παρενέβαινε δραστήρια για να διορθώσει τις αδικίες ή να επιτιμήσει τους υπεύθυνους για ανήθικες πράξεις και πάντα εισακουόταν με σεβασμό ως η φωνή του Θεού.


     Αφού σήκωσε με υπομονή και ευχαριστίες στον Θεό το μαρτυρικό βάρος της μακράς και ταπεινωτικής του ασθένειας –την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ένα είδος «διά Χριστόν σαλότητας»– ο άγιος Παναγής εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Ιουνίου 1888. Για δύο ημέρες και για δύο νύχτες οι πιστοί προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του και η τιμή του δεν έπαυσε να αυξάνει αυθόρμητα, όχι μόνο στην Κεφαλληνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μετά την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων το 1976. Η τιμή του αγίου Παναγή Μπασιά είναι ένα τρανό παράδειγμα του παραδοσιακού τρόπου «αναγνωρίσεως» των αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, της οποίας το μόνο αληθινό κριτήριο είναι η πηγαία και αυθόρμητη ευλάβεια του λαού του Θεού.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ληξουρίου τὸν γόνον, ἱερέων τὸ καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα, νεοφανῶς ἀνατείλαντα, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις Παναγῆν, τὸν μύστην τῆς Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῷ, τοῦ Πνεύματος χαρίσματι. Δι’ ὃ τὸν δοξάσαντα αὐτόν, λαμπρῶς αντιδοξάσωμεν, ἵνα εὕρωμεν χάριν καὶ πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Νέος πέφηνας, ἐν τοῖς Ἁγίοις, βίον ἔνθεον, βεβιωμένος, ἐν Ληξουρίῳ θεόφρον Παΐσιε· ὅθεν θαυμάτων πηγάζεις τὰς χάριτας, τοῖς προσιοῦσι πιστῶς τῇ πρεσβείᾳ σου· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
νατεθεῖς ὁλοσχερῶς τῷ Κυρίῳ, δικαιοσύνης ἀνεδείχθης ἐργάτης, καὶ ἐναρέτου βίου ὑποτύπωσις· ὅθεν τῇ τῶν τρόπων σου, καθαρότητι Πάτερ, χάρις σοι δεδώρηται, Παρακλήτου πλουσίᾳ, πᾶσι προλέγειν τὰ ἐν κρυπτῷ, τοῖς προσιοῦσι Παΐσιε Ὅσιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις Ληξουρίου θεῖος βλαστός, καὶ τῶν Ἱερέων ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις εὐποιΐας, Παΐσιε ἡ βρύσις, προφητικῶν χαρίτων, χαῖρε τὸ ὄργανον.




[ (1) Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευέλθοντος Χαραλάμπους
(1950–2011):
«Γονέων άλγος,
Χριστού παραμυθία»·
κεφ. 3ο, σελ. 45–54.
Παραλίμνι Κύπρου,
Οκτώβριος, 20102.
(2) «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι»·
Τόμ. 2ος, Κεφ. Η΄, §36,
σελ. 158–161.
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου·
Ωρωπός Αττικής, 19967.
(3) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
σελ. 88–91.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.
(4) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου