ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ
Ο
νεοφανής αυτός φωτεινός αστέρας του στερεώματος της Εκκλησίας γεννήθηκε το 1862
σε πτωχική οικογένεια της Ανατολικής Θράκης. Ήδη από την παιδική του ηλικία, η
ανάγνωση των Βίων των αγίων άναψε στην καρδιά του τον πόθο να ασπασθεί τον
μοναχικό βίο· οι γονείς του όμως είχαν άλλα σχέδια: τον υποχρέωσαν να διακόψει
το σχολείο σε ηλικία δώδεκα ετών και να αναλάβει τη διαχείριση ενός μαγαζιού.
Παρά τις απειλές της μητέρας του, που του έλεγε: «Αν καλογερέψεις θα πεθάνω!»,
έφυγε μία ημέρα και, «ωσάν το ελάφι που τρέχει προς τις πηγές των υδάτων»
(πρβλ. Ψαλμ. 41, 1), έφθασε στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος. Ο νεαρός
δόκιμος επέδειξε μεγάλη αποταγή και πλήρη υπακοή. Μία ημέρα οι συμμοναστές του
τού έδωσαν να φάει ρεβίθια δίχως όμως την ευλογία του Γέροντός του. Είδε τότε
έναν δαίμονα να στέκεται μπροστά, να τον περιπαίζει, λέγοντάς του θριαμβευτικά:
«Σε εξαπάτησα!».
Δώδεκα
χρόνια αργότερα (1887), μετέβη σε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και, αφού
προσκύνησε τα σεπτά σκηνώματα, εισήλθε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβά,
κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, όπου εκάρη μοναχός το 1890. Μετά από μια δεύτερη
παραμονή στη Σκήτη της Αγίας Άννης, με σκοπό να τελειοποιηθεί στην αγιογραφία,
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε επί ένα έτος στην Πατριαρχική Σχολή των
Ιεροσολύμων. Το 1907, μπόρεσε να αποσυρθεί σε σπήλαιο της Σκήτης της Μονής
Χοζεβά, για να επιδοθεί στην ησυχαστική βιοτή. Μόνη του ασχολία ήταν η προσευχή
και η αγιογραφία· έτρωγε μόνο μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και έπινε
λίγο νερό από ένα γειτονικό χείμαρρο. Υπό την απειλή των μουσουλμάνων, που
λήστευαν και λεηλατούσαν τους τόπους που κατοικούσαν χριστιανοί, υποχρεώθηκε να
επιστρέψει στην Ελλάδα (1916) και, αφού διέμεινε στην Πάτμο και σε άλλους
τόπους, επέστρεψε στον Άθω.
Μία
ημέρα, που βρισκόταν στην Αθήνα για να εφοδιαστεί με υλικά για την αγιογραφία, πληροφορήθηκε
ότι τον αναζητούσε ο μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος [9 Νοεμ.]. Αμέσως
μετέβη στην Αίγινα και παρέμεινε στην υπηρεσία του αγίου Νεκταρίου μέχρι τη
μακαριστή κοίμησή του. Η συναναστροφή του με τον λαμπρό αυτόν άγιο της εποχής
μας συνέβαλε τα μέγιστα στην ολοκλήρωση της πνευματικής κατάρτισης του ασκητή
Σάββα, ο οποίος διδάχθηκε από την υπομονή του αγίου στις δοκιμασίες, την
ταπεινοφροσύνη του, τις πατρικές συμβουλές του καθώς και από το οσιακό τέλος
του, που συνοδεύτηκε από θαύματα.
Μετά τη
σεπτή κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, παρέμεινε για ένα διάστημα στην Αίγινα, σ’
ένα κελλί κοντά στη μονή, ως εφημέριος της αδελφότητος, διδάσκοντας επίσης στις
μοναχές αγιογραφία και βυζαντινή ψαλτική. Κάποτε, μετά από περίοδο σαράντα
ημερών εγκλεισμού, βγήκε από το κελλί του κρατώντας την πρώτη εικόνα του αγίου
Νεκταρίου και με παρρησία έδωσε εντολή στην ηγουμένη της μονής, παρά τους
ανθρώπινους δισταγμούς της, να την τοποθετήσει μέσα στον ναό για προσκύνηση.
Τόσο τελείως πληροφορημένος ήταν εκ Θεού για την αναμφίβολη αγιότητα του αγίου
του.
Η
συρροή επισκεπτών στη Μονή της Αγίας Τριάδος αποτελούσε ωστόσο εμπόδιο για την
ησυχία, την οποία θεωρούσε ως το πλέον ανεκτίμητο αγαθό, οπότε ο ταπεινός Σάββας
έφυγε εκ νέου και αποσύρθηκε στη Μονή των Αγίων Πάντων στην Κάλυμνο (1926).
Έκτισε εκεί μια μικρή καλύβη, λίγο υψηλότερα από τη μονή, στο ακριβές σημείο
που είχε προείπει ο κτίτορας της μονής πριν εκδημήσει λίγα χρόνια πρωτύτερα.
Επί είκοσι δύο χρόνια, ο όσιος Σάββας τελούσε τακτικά τις ακολουθίες,
εξομολογούσε τις μοναχές και κατηχούσε τον λαό, μεριμνώντας ιδιαιτέρως για τις
χήρες, τους πτωχούς και τα ορφανά. Τρεφόταν με λίγα κομμάτια πρόσφορο βρεγμένο
με λίγο νάμα ή με αφέψημα δεντρολίβανου. Όταν έφτανε το βράδυ, αφού όλη την
ημέρα αγιογραφούσε ή εξομολογούσε, έπαιρνε συχνά μια βαριοπούλα και έσπαγε
πέτρες, ώστε, όπως έλεγε, να μη λάβει τροφή χωρίς να έχει εργαστεί. Δύο ώρες το
πολύ παραχωρούσε τον ύπνο για τον ασκητικό εαυτό του, καθισμένος σε μια καρέκλα
δίχως ράχη. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο τον αφιέρωνε στον Κύριο και στους εν Χριστώ
αδελφούς του. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν όρθιος
επί νύχτες ολόκληρες, μεσιτεύοντας υπέρ του λαού· και, όταν τα εχθρικά
αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το νησί, έκανε στην επίβουλη κατεύθυνσή τους το
σημείο του Σταυρού.
Παρ’ ότι
πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη φίλη του την ησυχία, έτρεχε αμέσως μόλις τον καλούσαν
για να φέρει στους δεινοπαθούντες την παρηγορία του Θεού και για να τους κάνει
κοινωνούς του διάπυρου έρωτά του για τον Χριστό. Εξομολογούσε επί ώρες
ατελείωτες, θρηνώντας για τα ανομήματα των πνευματικών του τέκνων και οδηγώντας
τα στη χαρά της σωτηρίας. Όταν προσευχόταν, στον ναό ή στο κελλί του, ο τόπος
γέμιζε απερίγραπτη ευωδία που απλωνόταν και στα πέριξ. Η ίδια αυτή ευωδία
αναδίδεται ακόμη σήμερα από τον τάφο του αγίου.
Παντελώς
ξένος στις οικονομικές μέριμνες, είχε ως αρχή να μην αφήνει ποτέ χρήματα να
διανυκτερεύουν κάτω από τη στέγη του και μοίραζε αμέσως ό,τι του έδιναν για τις
εικόνες που έφτιαχνε ή για κάποια ακολουθία που τελούσε. Στους εργάτες που
εργάζονταν στην καλύβη του, έλεγε να πάνε μόνοι τους να πάρουν την αμοιβή τους
από το συρτάρι που έριχνε φύρδην-μίγδην ό,τι χρήματα λάμβανε αλλά δεν αποκτούσε.
Προς
τα τέλη της επίγειας διαμονής του, ο όσιος του Θεού Σάββας περιήλθε σε κατάστασης
έντονης περισυλλογής και κατάνυξης και αποσύρθηκε επί τρεις ημέρες χωρίς να δει
απολύτως κανέναν. Κατόπιν έδωσε τις τελευταίες του συμβουλές για την αγάπη του
Χριστού και για την υπακοή στις εντολές Του και, αναλαμβάνοντας ξαφνικά
δυνάμεις, χτύπησε τα χέρια του επαναλαμβάνοντας ωσάν ένα άκακο τέκνο της
Βασιλείας του Θεού: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος!». Μία μοναχή είδε
τότε τη ψυχή του αγίου να ανέρχεται στους ουρανούς μέσα σε χρυσή νεφέλη,
συνοδευόμενη από ουράνιες μελωδίες (7 Απριλίου 1948).
Όταν το
1957 ανοίχθηκε ο τάφος του, ευωδία απλώθηκε σε όλη την περιοχή μέχρι τις
παρυφές της πόλης. Το θείο αυτό γεγονός χαιρετίσθηκε με κωδωνοκρουσίες στη μονή
του καθώς και σε όλους τους ναούς της Καλύμνου. Πολυάριθμα θαύματα
επιτελέσθηκαν τότε και ασφαλώς δεν παύουν να επιτελούνται στον όλβιο τάφο του,
χάριν των κατοίκων του νησιού αλλά και των ευλαβών προσκυνητών που έρχονται από
μακριά για να λάβουν με πίστη την ευλογία και χάρη του αγίου. Η τιμή του
αναγνωρίστηκε επίσημα το 1992 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Απλός,
ταπεινός και λάθρα βιώσας, ασκητής και άνθρωπος της προσευχής στο ύψος των
αρχαίων Πατέρων, ο όσιος πατήρ ημών Σάββας αποτελεί τέλεια εικόνα του αληθινού
μοναχού και μεταρσιωμένου λάτρη του Κυρίου, απαράλλαχτη ανά τους αιώνες. Σ’ ένα
από τα λιγοστά κείμενά του, γράφει: «Μοναχός
είναι εκείνος, ο οποίος πενθεί και κλαίει για τις αμαρτίες του και δεν
φροντίζει να σκέφτεται ξένες αμαρτίες, ούτε κατακρίνει κανέναν ούτε οργίζεται
με κάποιον, αλλά υπομένει με ευχαριστία κάθε ζημιά και περιφρόνηση που του
γίνεται, για να έχει παρρησία προς τον Θεό, τον ουράνιο Κριτή και Πατέρα όλων».
ΟΤΑΝ ΦΥΛΑΚΙΣΤΗΚΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ
—Φυλακές της Κω, Κελλί Νο 70—
Ο άγιος
Σάββας ο εν Καλύμνω (1862–1948) ήταν ο πιο πιστός και αφοσιωμένος μαθητής
του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως (1846–1920), που βρισκόταν μαζί του
στην Αίγινα μέχρι τη μακαρία κοίμησή του. Αυτόν τον σύγχρονο άγιο της εποχής
μας, με τα αμέτρητα θαύματα και τα πάμπολλα σημεία, οι συντοπίτες του οι
Καλύμνιοι, και ζώντα επί γης ακόμη, τον θεωρούσαν ως άγιο και τον τιμούσαν ως
θαυματουργό όσιο. Σε κάθε τους ανάγκη, δυσχέρεια και δυσκολία, κατέφευγαν
πάντα προς την πατρική του αγάπη.
Είναι αξιοσημείωτο πως, το 1933 που όλες οι εκκλησίες
των Δωδεκανήσων ήταν κλειστές από τους Ιταλούς, ο τότε δεσπότης της
Ρόδου, Απόστολος ο Α΄ ο Τρύφωνος [σημ.: 1878–1957· έτη ποιμαντορίας στην
Ρόδο: 1913–1947, οποίος κατά την πρώτη φάση της ποιμαντορίας
του (1913–1921) ήταν ο εμπνευστής και ο διοργανωτής των συλλαλητηρίων εκείνου
του αιματηρού Πάσχα του 1919, όπου διακήρυξε την επιθυμία του Δωδεκανησιακού
λαού για ένωση με την Ελλάδα –γι’ αυτό άλλωστε και εξορίστηκε για μία ολόκληρη
τριετία…], για καθαρά διπλωματικούς λόγους και τακτικής ελιγμού, κάλεσε
τους ιερείς της Καλύμνου και τους «υποχρέωσε» να υποταχθούν αδιαμαρτύρητα όλοι
τους στον πάπα και να τον δεχτούν ως υπέρτατη εκκλησιαστική τους αρχή.
Οι πραγματικά
ανυποχώρητοι ορθόδοξοι ιερείς όμως, με την ανδρεία ψυχή και το αδούλωτο φρόνημα,
δεν δέχθηκαν ποτέ κάτι τέτοιο. Αρνήθηκαν να υπογράψουν μια τέτοια πνευματική
και πατριωτική προδοσία. Οι Ιταλοί, που ήταν η τότε παράνομη αρχή του τόπου,
ευθύς αμέσως, όπως ήταν αναμενόμενο, προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις. Έπιασαν
όλους τους «αποστάτες» και «αντιρρησίες» ιερείς –ανάμεσά τους και τον άγιο
Σάββα– και τους ενέκλεισαν όλους με τη βία στις φυλακές της Κω.
Μάλιστα δε, τον άγιο Σάββα τον είχανε καταδώσει
ότι ήταν ο πρωταίτιος, ο αρχηγός και ο υποκινητής αυτής της «αντιστασιακής»
κίνησης. Εκεί, λοιπόν, στις φυλακές της Κω έβαλαν τον άγιο Σάββα και τον
ενέκλεισαν στο κελλί Νο 70. Ήταν ένα κελλί στενό, μόλις που μπορούσε να χωρέσει
έναν άνθρωπο μέσα, κι αυτόν μονάχα όρθιο.
Ξαφνικά, μια νύχτα, ο φύλακας βλέπει φως στο κελλί
του αγίου. Πηγαίνει αμέσως και ξυπνάει τον διοικητή των φυλακών και του
αναφέρει ότι το κελλί Νο 70 έχει φως. Ο διοικητής σηκώθηκε εξοργισμένος,
λέγοντας με εμπαθή πεποίθηση ότι, «ο καλόγερος αυτός είναι κακός άνθρωπος!».
Έσπευσε με άγριες και απειλητικές διαθέσεις προς το κελλί και άνοιξε με φόρα
την κλειδωμένη πόρτα. Ακριβώς τότε ήταν που αντίκρισε ένα εξαίσιο θαύμα που τον
άφησε έντρομο, κατάπληκτο και συγκλονισμένο: Ο άγιος Σάββας ήταν όλος μέσα στο
φως! Ή καλύτερα: ήταν ο ίδιος ολόκληρος φως!
Ο σκαιός, σκληρός και ανάλγητος διοικητής άλλαξε
αμέσως γνώμη και διάθεση έναντι του θεοφόρου και φωτόλαμπρου αγίου. Έμφοβος,
αναγνώρισε την αγιότητά του, γονάτισε συντετριμμένος και ζήτησε την ευλογία του
αγίου και, χωρίς καμία άλλη χρονοτριβή, τον έβγαλε από τη φυλακή. Του είπε ακόμη
ότι θα είναι ελεύθερος και ανενόχλητα πλέον θα μπορεί να λειτουργεί στο ταπεινό
Μοναστήρι του (τη Μονή των Αγίων Πάντων). Μάλιστα, τον κατευόδωσε ο ίδιος και
τον έβαλε στο καραβάκι με τ’ όνομα «Λούπα», στέλνοντάς τον πίσω στο νησί του,
την Κάλυμνο.
Και ενώ έβλεπε κανείς όλες οι εκκλησίες στην
Κάλυμνο να είναι ερμητικά κλειστές και σφραγισμένες, ο άγιος του Θεού Σάββας
ήταν μια κυριολεκτικά φωτεινή εξαίρεση ελευθερίας σε όλο το αλγεινό τοπίο της
σκλαβιάς και της καταστολής, λειτουργώντας ο ίδιος ακώλυτα και ανεμπόδιστα στο
ιερό Μοναστήρι του επί τρία ολόκληρα χρόνια, έως ότου άνοιξαν και οι υπόλοιποι
ναοί των Ελληνοορθόδοξων Δωδεκανήσων.
Κατά την περίοδο εκείνη η Κάλυμνος διατελούσε υπό
το κράτος της ζοφερής Ιταλικής κατοχής και η δοκιμασία για τον τόπο –κυρίως
δε για τους ανθρώπους του τόπου– ήταν απερίγραπτα μεγάλη. Οι
ταλαιπωρημένοι Καλύμνιοι, με αρχηγό και εμψυχωτή τον ταπεινό και πράο ασκητή άγιο
Σάββα, κατάφεραν να διατηρήσουν ακλόνητο το ορθόδοξο φρόνημά τους, αντιδρώντας
σθεναρά και παλικαρίσια, με κάθε θυσία και κόστος ζωής, εναντίον οποιασδήποτε
φασιστικής σκοπιμότητας της αμείλικτης Ιταλοκρατίας.
«Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι»! Το Φως του Χριστού είναι το Φως των
Αγίων Του. Και το Φως του Χριστού και των Αγίων Του, είναι το μόνο ευεργετικό
Φως προς τον άφεγγο και αφώτιστο κόσμο. Είναι εκείνο το αφυλάκιστο και
αδεύσμευτο Φως της Αγάπης και της Αληθείας που μυστικά ελευθερώνει κάθε ψυχή,
φωταγωγώντας τον δρόμο και την πορεία των ανθρώπων προς την αληθινή και
ακατάλυτη «εν Χριστώ»
ελευθερία…
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ
—Και η θαυμαστή κωδωνοκρουσία—
Ο
Γερο–Μιχαήλ γεννήθηκε στη Σύμη το 1906. Εκοιμήθη στις 24 Μαΐου του 1959. Στο
Άγιον Όρος ήρθε το 1922. Το 1923 εκάρη Μοναχός στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου, στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων – Αγίου Όρους. Ήταν πάντοτε χαρούμενος
άνθρωπος. Ανέπαυε πραγματικά τις ψυχές των μοναχών και των προσκυνητών με τις
διηγήσεις του και τα πνευματικά του λόγια, τα οποία ήταν γεμάτα ζωντάνια και
παραστατικότητα.
Επίσης,
ήταν πολύ επιμελής στα μοναχικά του καθήκοντα. Φρόντιζε όσο το δυνατόν να κάνει
Λειτουργίες στην Καλύβη του, επειδή ακριβώς ενστερνιζόταν το μεγαλείο τους και
βίωνε βαθειά την ανείπωτη ψυχική ωφέλεια της κάθε θείας Λειτουργίας. Επιπλέον
δε, ήταν και πολύ καλός ψάλτης, αγαπούσε τις ολονύκτιες αγρυπνίες καθώς και τις
Λειτουργίες που τελούνταν στο λεγόμενο «Κυριακό» (ο κεντρικός ναός της κάθε
Σκήτης, μέσα στον οποίον συνάζονται από κοινού οι Πατέρες κατά τις μεγάλες
εορτές και πανηγύρεις).
Ο Γερο–Μιχαήλ
σαν κύριο εργόχειρο είχε την ξυλογλυπτική. Κατασκεύαζε ως επί το πλείστον
ξύλινα κουτάλια και χαρτοκόπτες. Για να προμηθευτεί την πρώτη ύλη για το
εργόχειρό του, με τη συνοδεία του και με πολύ κόπο μέσα από το βουνό, κατέβαζε
τα ξύλα που χρειάζονταν κουβαλώντάς τα με την πλάτη, ενώ τα έσοδα γι’ αυτούς
ήταν μηδαμινά και ανεπαρκή για τη συντήρησή τους.
Με
την προθυμία όμως του υποτακτικού του –του πατρός Γαβριήλ–, έμαθαν από τους γειτόνους
τους, τους «Ιωασαφαίους», λίγα βασικά πράγματα για να εργασθούν επιπλέον και
την αγιογραφία. Αυτή η προθυμία και ο ζήλος τους γι’ αυτό το θείο έργο απέφερε
τελικά θαυμαστά αποτελέσματα. Οι εικόνες του Γέροντος Μιχαήλ είχαν όντως θεία
Χάρη. Δύο σημαντικά και αντιπροσωπευτικά έργα του που γνωρίζουμε ως τώρα,
τερπνές ιστορήσεις του αγίου Νεκταρίου (1846–1920) και του αγίου Σάββα του εν
Καλύμνω (1862–1948), επιτέλεσαν και επιτελούν θαύματα.
Αυτός
ο Καυσοκαλυβίτης αγιορείτης μοναχός έλαβε παραγγελία από την τότε ηγουμένη Φιλοθέη
της Μονής του οσίου να ιστορήσει τη μορφή του αγίου Σάββα. Ο π. Μιχαήλ, πάλι,
επειδή δεν είχε δει ποτέ του εικόνα του αγίου αλλά ούτε και γνώριζε προσωπικά
τον άγιο, παρακάλεσε θερμά τον Κύριο και φυσικά και τον άγιο Σάββα στην προσευχή
του, για να φωτιστεί ώστε να αγιογραφήσει την εικόνα του όσο το δυνατόν πιο καλά.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια της όλης εργασίας του, ένιωθε πως είχε μεγάλη και
πρωτοφανή ευχέρεια. Και, όταν η εικόνα του στάλθηκε και παραδόθηκε στο τελωνείο
της Καλύμνου, άρχισε τότε να χτυπάει από μόνη της η καμπάνα της Μονής του οσίου
Σάββα (η Μονή των Αγίων Πάντων).
Το
παράδοξο αυτό γεγονός παρέμεινε ανεξήγητο από τις απορημένες μοναχές, μέχρι που
ήρθε η επόμενη μέρα, όταν αυτές ειδοποιήθηκαν από το τελωνείο για την άφιξη της
εικόνας που αγιογράφησε ο π. Μιχαήλ από τα Καυσοκαλύβια. Έγινε στο τελωνείο η
παραλαβή της και πάλι η καμπάνα του Μοναστηριού χτυπούσε δυνατά και χαρμόσυνα από
μόνη της μέχρις ότου έφεραν την εικόνα του αγίου Σάββα στο Μοναστήρι του…
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Καλύμνου τὸ κλέος καὶ θεῖον ἔφορον, καὶ τῶν πάλαι
Ὁσίων τὸν ἰσοστάσιον, εὐφημήσωμεν πιστοὶ Σἀββα τὸν Ὅσιον· ὅτι δεδόξασται
λαμπρῶς, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, θαυμάτων τῇ ἐνεργείᾳ, καὶ διανέμει τοῖς πᾶσι,
παρὰ Θεοῦ χάριν καὶ ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Καλυμνίων ἡ νῆσος, τὴν ἁγίαν
μνήμην σου, ἀγαλλομένῃ καρδίᾳ· ἔσχε γάρ, ὡς θεοδώρητον ὄντως πλοῦτον, σκῆνός
σου, τὸ θεοδόξαστον Πάτερ Σάββα· ᾧ προστρέχουσα ἐν πίστει, ῥῶσιν λαμβάνει,
ψυχῆς τε καὶ σώματος.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῆς Καλύμνου ὁ ἀρωγός, καὶ Δωδεκανήσου,
λαμπαδοῦχος νεοφανής· χαίροις ὁ παρέχων, τοῖς πάσχουσι τὴν ῥῶσιν, ὦ Σάββα
θεοφόρε, Ὁσίων σύσκηνε.
※
[ (1)
Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 8ος (Απρίλιος),
σελ. 78–82.
Θεώρηση κειμένου
και διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20071.
(2) Βασιλείου
Παπανικολάου:
«Ο Άγιος Σάββας ο Νέος,
ο εν Καλύμνω»·
Ι. Μέρος δ΄, σελ. 141–142.
ΙΙ. §7, σελ. 32 και 184
(Μαρτυρία του
Εμμανουήλ Μιχαήλου).
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων·
Κάλυμνος, 19995.
(3)
Ιερομονάχου
Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου:
«Ασκητικές Μορφές
και διηγήσεις από τον Άθω»·
Κεφ. 63ο, σελ. 229–231.
Έκδοσις
Μονύδριο Αγίου Αντωνίου,
Κρύα Νερά,
Άγιον Όρος, Ιούλιος 20002.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου