ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ
Ο όσιος
πατήρ ημών Γρηγόριος γεννήθηκε (γύρω στα 1275) σε εύπορη οικογένεια του χωριού
Κούκουλον, το οποίο βρίσκεται νοτίως του κόλπου της Σμύρνης [1].
Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) αιχμαλωτίστηκε
κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής των Σελτζούκων Τούρκων, που την εποχή εκείνη
λυμαίνονταν όλη τη Μικρά Ασία, και μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στη
Λαοδίκεια. Όταν πήγαν στον ναό και συμμετείχαν στην ακολουθία, οι εντόπιοι
χριστιανοί τόσο πολύ συγκινήθηκαν από τη μελωδική τους ψαλμωδία, ώστε έκαναν έρανο
και συγκέντρωσαν αρκετά λύτρα για να τους απελευθερώσουν. Ο Γρηγόριος τότε
μετέβη στην Κύπρο, όπου προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη στους κατοίκους με την
εύχαρι και προσηνή όψη του, η οποία καθρέφτιζε όλο τον εσωτερικό του κόσμο. Εκτιμώντας
τον διάπυρο πόθο για την αρετή που έτρεφε ο νεαρός Γρηγόριος μέσα στην καρδιά του, ο
Θεός ενέργησε έτσι ώστε ο νέος να συναντήσει έναν ερημίτη μοναχό, ο οποίος τον
δέχθηκε ως δόκιμο. Μόλις μυήθηκε στις βασικές αρχές του μοναχικού βίου, ο
Γρηγόριος μετέβη στο Σινά, αναζητώντας ακόμη μεγαλύτερους άθλους και εκάρη
μοναχός, αποτάσσοντας με την κουρά των τριχών της κεφαλής του κάθε σαρκικό
φρόνημα. Σύντομα, κατέπληξε τους συμμοναστές του με τη βιοτή του, η οποία
έμοιαζε περισσότερο με εκείνην των ασωμάτων Δυνάμεων. Οι νηστείες του, οι
αγρυπνίες, οι ψαλμωδίες και η αδιάλειπτη προσευχή του υπερέβαιναν κάθε
περιγραφή. Χωρίς χρονοτριβή, εκτελούσε κάθε διακόνημα που του ανέθεταν,
θεωρώντας πάντοτε ότι ο Κύριος είχε το βλέμμα Του καρφωμένο στην εργασία του
δούλου Του. Κάθε βράδυ, μόλις λάμβανε την ευλογία του ηγουμένου, επέστρεφε στο
κελλί του και εξ όλης της καρδίας του προσέφερε στον Κύριο την ανύψωση των
χειρών και του πνεύματός του ως «θυσίαν αινέσεως» (Εβρ. 13, 15). Απάγγελλε
ολόκληρο το ιερό «Ψαλτήριο», φθάνοντας σε κατάσταση ουράνιας χαράς και αγαλλίασης. Κι
όταν το πρωί χτυπούσε το σήμαντρο, ήταν ο πρώτος που πήγαινε στον ναό· και όταν
τελείωνε η ακολουθία, έφευγε τελευταίος. Λίγο ψωμί και νερό τού ήταν αρκετά για
να συντηρείται, παρ’ ότι επί τρία χρόνια εκτελούσε τα βαριά διακονήματα του
μάγειρα και του μάγκιπα (αρτοποιού). Τιμούσε το διακόνημά του ως ισάξιο της
Λειτουργίας στο ιερό Θυσιαστήριο και υπηρετούσε ταπεινά τους αδελφούς σαν να
επρόκειτο για αγγέλους. Ήταν, επίσης, ικανός καλλιγράφος και περνούσε ημέρες
και νύχτες ολόκληρες συλλέγοντας ως φιλόπονη μέλισσα το μέλι των θεόπνευστων
Γραφών. Επί πλέον όλων των άλλων άθλων του, ανέβαινε όσο πιο συχνά μπορούσε στην
κορυφή του Σινά, για να προσκυνήσει τον τόπο όπου ο Κύριος εμφανίστηκε στον
προφήτη Μωυσή (Εξ. 24, 12–18).
Βλέποντας
ο μισόκαλος διάβολος την πρόοδο του νέου μοναχού, εμφύσησε στους συμμοναστές
του το ολέθριο πάθος του φθόνου. Μόλις αντιλήφθηκε ο Γρηγόριος ότι το πάθος
αυτό απειλούσε να καταλύσει την ενότητα της αδελφότητας, εγκατέλειψε τη μονή,
συνοδευόμενος από τον Γεράσιμο, γόνο αρχοντικής οικογένειας, ο οποίος ανεδείχθη
αργότερα σε έναν από τους λαμπρότερους μαθητές του αγίου [2]. Μετέβησαν κατ’ αρχάς στα
Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσουν τα ιερά σκηνώματα, και κατόπιν έφθασαν στην
Κρήτη. Μετά από δυσκολίες, βρήκαν ένα σπήλαιο, που φαινόταν τόπος κατάλληλος
για την ησυχαστική ζωή και για την απερίσπαστη προσευχή που ποθούσαν. Ο όσιος
Γρηγόριος ξανάρχισε τους ασκητικούς του άθλους με πολλαπλάσια ενεργητικότητα. Η
απόλυτη ξηροφαγία έδωσε στο πρόσωπο του αγίου χρώμα ωχροκίτρινο και τα μέλη του
ξεράθηκαν σε βαθμό που μόλις μπορούσαν να κινηθούν, επαληθεύοντας έτσι τους
λόγους του προφητάνακτος Δαβίδ: «Τα γόνατά μου από τη νηστεία τρέμουνε και το
κορμί μου απέμεινε ισχνό» (Ψαλμ. 108, 24). Αναζητούσε ωστόσο πάντα έναν θεοφόρο
άνδρα, ικανό να του διδάξει την τέχνη της Θεωρίας. Μία ημέρα, κινούμενος από το
Άγιο Πνεύμα, ο ησυχαστής Αρσένιος, που είχε αξιωθεί να λάβει το προορατικό
χάρισμα, ήλθε και χτύπησε την πόρτα του οσίου και του εξήγησε πώς ακριβώς εννοούν
οι άγιοι Πατέρες τη «φυλακή του νου» καθώς και την «καθαρά Προσευχή».
Ο
Αρσένιος πληροφορήθηκε από τον Γρηγόριο τη μέχρι τότε βιοτή του και του έδειξε
ότι όλοι οι άθλοι της αρετής, που είχε αναλάβει μέχρι τότε, αντιστοιχούν σε αυτό
που οι άγιοι ονομάζουν «Πράξη», αλλά δεν παρέχουν αφ’ εαυτού τους τη «Θεωρία».
Για να φθάσει κανείς στη Θεωρία, πρέπει προηγουμένως να καθάρει τον νου διά της
τήρησης των ευαγγελικών εντολών και να επιδοθεί με διάπυρο θείο πόθο στη Νοερά
Προσευχή. Μόνο μέσω της διαρκούς επίκλησης του αγίου Ονόματος του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού δύναται η καρδιά του ησυχαστή (αλλά και του κάθε ταπεινού αγωνιστή του Πνεύματος) να δεχθεί τον φωτισμό της Χάριτος
και να γίνει ο άνθρωπος ολόκληρος φως. Κατόπιν, μετά από επίμονη παράκληση του
Γρηγορίου, του δίδαξε τις παγίδες που ελλοχεύουν για τον άνθρωπο της Προσευχής,
τους δαιμονικούς πειρασμούς εκ δεξιών και εξ ευωνύμων και τις θλίψεις που θα
έπρεπε να αντέξει από πλευράς των φθονερών ανθρώπων.
Μετά
από τη συνομιλία αυτή, ο Γρηγόριος χωρίς να χάσει στιγμή μετέβη στο Άγιον Όρος,
τη μητρόπολη του ησυχασμού, ελπίζοντας να συναντήσει κι άλλους θεόπνευστους
άνδρες. Επισκέφθηκε όλες τις μονές, τις σκήτες και τα κελλιά, και συνάντησε
πολλούς πατέρες κεκοσμημένους με όλες τις αρετές της πρακτικής ζωής. Όταν όμως
τους ρωτούσε αν εφάρμοζαν τη «φυλακή του νου» και τη «Νοερά Προσευχή», κανένας
τους δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται [3]. Τέλος, βρήκε τρεις μοναχούς αφιερωμένους
στη Νοερά Προσευχή, στη Σκήτη που ονομαζόταν «Μαγουλά», κάπου πλησίον της Μονής Φιλοθέου: τον Ησαΐα, τον Κορνήλιο και τον Μακάριο. Έκτισε ένα κελλί εκεί κοντά
και, «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», συγκεντρώνοντας τις αισθήσεις του και προσηλώνοντας
τον νου του στον Σταυρό του Χριστού, περνούσε τις ημέρες και το μεγαλύτερο μέρος
από τις νύχτες του καθισμένος σ’ ένα χαμηλό σκαμνί, επαναλαμβάνοντας την Ευχή:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό!», με πόνο ψυχής, με συντριβή
καρδίας και εκ βαθέων αναστεναγμούς, νοτίζοντας σιωπηλά το χώμα με τα θερμά δάκρυά του.
Όταν αισθανόταν το πνεύμα του καταπονημένο από την παρατεινόμενη διάρκεια της
εσωτερικής αυτής έκλυσης, σηκωνόταν όρθιος για να χαλαρώσει «από τη στενότητα
της ησυχίας προς την παρήγορη άνεση της ψαλμωδίας» [4], επιδιδόταν στη μελέτη
κάποιου αγιογραφικού χωρίου, στη μνήμη του θανάτου, στο εργόχειρο, ή διάβαζε
όρθιος για να καταπονήσει το σώμα του και αμέσως μετά επέστρεφε στη Νοερά
Προσευχή.
Πράγματι,
για τους ησυχαστές που ζουν χωριστά από τους ανθρώπους, ούτε η εργασία ούτε οι
ακολουθίες έχουν πλέον σημασία, αλλά όλη τους η προσοχή συγκεντρώνεται στην
ανώτατη ανθρώπινη δραστηριότητα: την Προσευχή! «Η Προσευχή είναι για τους
αρχάριους ένα ευφρόσυνο πυρ που αναδύεται μέσα από την καρδιά· και για τους
τέλειους μπορεί να είναι το ίδιο ή ακόμη κι ένα ευωδιαστό φως. Είναι, επίσης, η
Προσευχή: το Κήρυγμα των Αποστόλων, η επενέργεια της Πίστεως ή καλύτερα η άμεση
Πίστη, η εκπλήρωση όλων αυτών που ελπίζουμε (Εβρ. 11, 1)· η Προσευχή είναι η ενεργή
αγάπη και μια κίνηση αγγελική, είναι το Ευαγγέλιο του Θεού, η εσωτερική πληροφορία της
καρδιάς, η ελπίδα που φέρνει τη σωτηρία, το σημείο αγνισμού, το σύμβολο αγιότητας, η επίγνωση Θεού, η φανέρωση μέσα μας της δωρεάς του Βαπτίσματος, εκείνο το λουτρό που μας φέρνει την
κάθαρση, ο αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, το αγαλλίαμα του Ιησού, η ευφροσύνη
της ψυχής, το έλεος του Θεού, σημάδι καταλλαγής με τον Θεό, η σφραγίδα του
Χριστού, η ακτίνα του νοητού Ηλίου, η χαραυγή των καρδιών μας, η βεβαίωση του
Χριστιανισμού, η φανέρωση και έκφραση της θείας ειρήνευσης· Προσευχή είναι η Χάρη και η Σοφία του Θεού, μάλλον η αρχή της αυτοσοφίας μας, η φανέρωση του Θεού μέσα μας, το έργο
των μοναστών και το πολίτευμα των ησυχαστών, η αφορμή για την κατάσταση της ησυχίας, τεκμήριο της
αγγελικής ζωής· και γιατί να αναφέρουμε περισσότερα; Προσευχή είναι ο Ίδιος ο
Θεός, Αυτός που «ενεργεί τα πάντα στους πάντες» (Κολ. 3, 11)· επειδή, τελικά, μία είναι η
ενέργεια του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και Ένας είναι ο
Τριαδικός Θεός, που ενεργεί και πραγματοποιεί τα πάντα κατά την Προσευχή, μέσω
του Ιησού Χριστού» [5].
Προσκαρτερώντας
με αυτό τον τρόπο στην Προσευχή, με πίστη και ταπείνωση, ο Γρηγόριος υπέστη την
«καλή αλλοίωση» (πρβλ. Ψαλμ. 76, 11) και, διά της ενεργείας της θείας Χάριτος,
είδε μία ημέρα το κελλί του πλημμυρισμένο από θείο φως. Και, καθώς μεταφέρθηκε
εκτός σαρκός και κόσμου, κατέστη έμπλεος της αγάπης του Θεού, δηλαδή του Ίδιου
του Θεού, σε βαθμό ώστε αργότερα εκμυστηρεύθηκε στον μαθητή του: «Εκείνος που
ανυψώνεται προς τον Θεό, ακολουθώντας την οδό που οδηγεί από την Πράξη στη Θεωρία,
με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος βλέπει σαν μέσα από ένα καθρέπτη όλη την κτίση
φωτεινή». Βγαίνοντας από το κελλί του με πρόσωπο που ακτινοβολούσε αγαλλίαση,
ομολόγησε ότι η ψυχή που φλέγεται από τον πόθο του Θεού δεν μπορεί να κρυφτεί
από τους άλλους ανθρώπους. Η καρδιά που σκιρτά και ευφραίνεται εξαιτίας της
θείας Χάριτος, κάνει το πρόσωπο χαρωπό και απαστράπτον, σύμφωνα με τους λόγους
της Γραφής: «Όταν ευφραίνεται η καρδιά του ανθρώπου, είναι χαρούμενο και θαλερό
το πρόσωπό του» (Παρ. 15, 13).
Μία
ημέρα, ο μαθητής και βιογράφος του, ο άγιος Κάλλιστος [20 Ιουν.], τον ρώτησε πώς φθάνει
κανείς να δει την ανάσταση της ψυχής. Ο όσιος απάντησε: «Όταν η ψυχή δείξει όλη
της την προθυμία και αγωνισθεί μέσω των πρακτικών αρετών, με λόγο και με διάκριση,
τότε συστέλλει τα πάθη και τα υποτάσσει. Τότε, οι φυσικές αρετές την
περιτριγυρίζουν, όπως η ψυχή συνδέεται με το σώμα, και την καθοδηγούν στις
αναβάσεις μιας πνευματικής κλίμακας που οδηγεί στις υπέρ φύσιν εμπειρίες. Και
όταν ο νους υψώνεται πιο πάνω και από τον εαυτό του, τότε φωτίζεται από τη λάμψη
του Αγίου Πνεύματος, κατά το μέτρο της Χάριτος που έλαβε, και βλέπει καθαρότερα
τη φύση των όντων, όχι βέβαια με τον τρόπο των σοφών αυτού του κόσμου, αλλά κατά
τη σχέση που έχουν αυτά προς τον Δημιουργό τους. Προχωρώντας η ψυχή στη Θεωρία,
«καθώς τα λησμονεί και τ’ αφήνει όλα πίσω της και πορεύεται προς τα εμπρός»
(Φιλ. 3, 13), οι φυσικοί λογισμοί υποχωρούν και η ψυχή φθάνει να συνδιαλέγεται
με τον Θεό, ανειδεώς, δηλαδή χωρίς νοήματα και παραστάσεις, τελείως απερίσπαστα. Καθώς
φωτίζεται από το άπειρο φως, δεν αισθάνεται διόλου το υλικό και γήινο σώμα και
κινείται μονάχα προς τον Κύριο με ασυγκράτητη ορμή αγάπης. Φθάνοντας σε τέτοια
πνευματικά ύψη, διά της επίμονης άσκησης της Νοεράς Προσευχής, ο άνθρωπος
αποκτά την ένδοξη ελευθερία των υιών του Θεού και δύναται να δει την ανάσταση
της ψυχής του, πριν από την προσδοκώμενη καθολική ανάσταση».
Ωσάν
μαγνήτης, ο θείος Γρηγόριος, με την ευωδία των αρετών του και με την
ακτινοβολία της θείας Χάριτος, προσείλκυε κοντά του μεγάλο αριθμό αγιορειτών
μοναχών. Η ευφροσύνη και η αγαλλίαση του προσώπου του τούς φανέρωναν σε ποιο
βαθμό οικειότητας με τον Θεό είχε φθάσει. Ακούγοντας δε τη διδαχή του για τον
βίο της Θεωρίας και για τη Νοερά Προσευχή, πολλοί από αυτούς εγκατέλειπαν τους
γέροντές τους και υποτάσσονταν στην καθοδήγησή του. Όταν μιλούσε στους
επισκέπτες του για την κάθαρση της ψυχής και για τον τρόπο με τον οποίο ο
άνθρωπος δύναται να γίνει θεός κατά Χάριν, τότε, όπως στην εποχή των Αποστόλων,
κατερχόταν το Άγιο Πνεύμα στους επισκέπτες και τους γέμιζε σφοδρό θείο πόθο να
ακολουθήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους την ουράνια αυτή βιοτή. Με κάθε
απλότητα και με σκοπό να μιμηθεί ο Χριστός, ο άγιος συζητούσε με χαρά με όσους
προσέτρεχαν προς αυτόν με δίψα πνευματική, αλλά δεν τους δεχόταν ως μαθητές παρά μόνο μετά
από αυστηρή δοκιμασία της υπακοής και της ταπείνωσής τους.
Μη
μπορώντας να αντέξει τόση ακτινοβολία, ο δαίμονας παρακίνησε κάποιους από τους
λογιότερους αγιορείτες μοναχούς να καταδικάσουν από φθόνο τη διδασκαλία του
Γρηγορίου περί ησυχίας και προσευχής του νου στην καρδιά ως απαράδεκτη
καινοτομία. Ο όσιος αρχικά τήρησε σιωπή. Κατόπιν, πήρε μαζί του δύο άλλους
σεβάσμιους ησυχαστές, πήγε στις Καρυές και απολογήθηκε για τη διδασκαλία του
στον Πρώτο του Αγίου Όρους, ο οποίος χωρίς δυσκολία αναγνώρισε το δίκαιό τους
και αναφώνησε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τους ασκητές: «Σήμερα
συνομιλώ με τους πρωτοκορυφαίους των Αποστόλων, Πέτρο και Παύλο!». Από τότε,
όλοι οι αγιορείτες μοναχοί θεωρούσαν τον Γρηγόριο ως κοινό τους πνευματικό
διδάσκαλο, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε τόσο ώστε ο όσιος αναγκάστηκε
να καταφύγει σε δύσβατη τοποθεσία στα όρια της Μονής Σίμωνος Πέτρας, για να
αφιερωθεί στην Προσευχή και τη Θεωρία.
Νέες
όμως επιδρομές των Τούρκων, που λεηλατούσαν τις σκήτες και τα κελλιά και
αιχμαλώτιζαν τους διάσπαρτους και ανυπεράσπιστους μοναχούς, εμπόδιζαν τον
Γρηγόριο και τους μαθητές του να χαρούν την ησυχία και για τον λόγο αυτό έφυγαν
από το Άγιον Όρος και πήγαν στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να μεταβούν στο Σινά
(1326). Μαθαίνοντας ότι ούτε εκεί δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν την απειλή των
Σαρακηνών, ο Γρηγόριος αναχώρησε για τη Χίο και κατόπιν πήγε στη Λέσβο. Πέρασε
τον χειμώνα στην Κωνσταντινούπολη και τέλος έφθασε στην έρημο των Παρορίων,
περιοχή ορεινή, κατάλληλη για ησυχαστική ζωή, μεταξύ Αδριανουπόλεως και
Εύξεινου Πόντου, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε τη μεθόριο μεταξύ
Βουλγαρίας και Βυζαντίου [6]. Εγκαταστάθηκαν σε έναν τόπο λεγόμενο «Μεσομίλιον»,
που τους παραχώρησε ο επικεφαλής μιας ομάδας ασκητών, ονόματι Αμηραλής. Όμως, ο
Λουκάς, ένας από τους ασκητές της περιοχής, που υπήρξε μαθητής του αγίου στον
Άθω, κατελήφθη από ολέθριο φθόνο εναντίον του ανθρώπου του Θεού και έφθασε στο
σημείο να του επιτεθεί με ξίφος ανά χείρας. Μόλις γλύτωσε τον θάνατο ο όσιος, γνήσιος μαθητής του πράου Χριστού, χωρίς να ταραχθεί ή να νιώσει μίσος για τον παραλίγο
φονιά του, περιέβαλε τον Λουκά με μεγάλη στοργή και συνέταξε κατόπιν για χάρη
του ένα από τα κυριότερα συγγράμματά του «Περί ησυχίας και προσευχής». Λίγο
αργότερα, ο ίδιος ο Αμηραλής, παράφρων από κι αυτός από ασυγκράτητο φθόνο, εξεδίωξε τους
ασκητές και ανέθεσε σε συμμορία ληστών να λεηλατήσει τα ασκητήριά τους. Μη
μπορώντας να κατανοήσει τον φαύλο αυτό φθόνο, ούτε με τη μεγαλοθυμία ούτε με
την πραότητα, ο όσιος Γρηγόριος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μέσω Σωζοπόλεως
και κατόπιν επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη
Μεγίστη Λαύρα, η επιστροφή των ησυχαστών χαιρετίστηκε ωσάν πραγματική
πνευματική πανήγυρη. Οι ασκητές εγκαταστάθηκαν σε κελλιά διάσπαρτα πέριξ της
Λαύρας, αλλά λόγω της απειλής των Τούρκων αναγκάστηκαν σύντομα να μετακομίσουν
εντός της μονής, όπου όμως η συναναστροφή με πολλούς μοναχούς και ο κοινοβιακός
ρυθμός της εκεί ζωής ήταν εκ των πραγμάτων εμπόδιο για την ιερή ησυχία που
επιζητούσαν διακαώς. Παίρνοντας μαζί του μόνο έναν μαθητή, ο Γρηγόριος, μετέβη στην
Αδριανούπολη και από εκεί έφθασε πεζός στα Παρόρια, όπου πολυάριθμοι μοναχοί
διαφόρων εθνικοτήτων σύντομα υποτάχθηκαν στην καθοδήγησή του. Ίδρυσε λαύρα στο
όρος που λεγόταν «Κατακεκρυωμένο», γύρω από την οποία οι ασκητές εγκαταβίωναν
σε χωριστά κελλιά, ενώ αργότερα τρεις ακόμη μικρότερες λαύρες δημιουργήθηκαν
στην περιοχή [7].
Την περιοχή όμως λυμαίνονταν ληστές, οι οποίοι προκαλούσαν δυσκολίες στους
ασκητές και τάραζαν διαρκώς την ησυχία τους. Ο Γρηγόριος απηύθυνε τότε έκκληση
στον τσάρο της Βουλγαρίας Ιωάννη Αλέξανδρο (1331-1371), μέσω του μαθητή του
αγίου Θεοδοσίου [27 Νοεμ.]. Φιλομόναχος και λάτρης του βυζαντινού πνεύματος, ο
ηγεμόνας ανταποκρίθηκε με χαρά στο αίτημα του αγίου και έστειλε αμέσως χρήματα
και εργάτες για να χτίσουν πύργο, μεγάλο ναό και κελλιά. Επιπλέον, χορήγησε στη
μονή ό,τι ήταν αναγκαίο για την επιβίωσή της, δωρίζοντας κτήματα και χωριά,
αγέλες και ποίμνια και ιχθυοτροφεία. Ο Θεός αντάμειψε τον τσάρο, περιβάλλοντάς
τον με την προστασία Του και τον έσωσε από μια συνωμοσία που εξυφαινόταν
εναντίον του. Στο κέντρο της πνευματικής αυτής πολιτείας, ο Γρηγόριος
επιδείκνυε ζήλο αποστολικό για να ανάψει σε όλους τη φλόγα εκείνη που μας
επιτρέπει να φθάσουμε διά της «πράξεως» και της προσκαρτερίας στη Νοερά
Προσευχή, στην κορυφή της Θεωρίας. Δίδασκε αδιάκοπα και κατόρθωσε να φέρει
πολλούς ληστές της περιοχής στην Πίστη του Χριστού και να τους μεταβάλει από
λύκους σε ήμερα πνευματικά πρόβατα.
Ο λόγος
του αντηχούσε με αλήθεια μέχρι τα πέρατα της οικουμένης και τα Παρόρια
κατέστησαν κέντρο μεγάλου πνευματικού κινήματος, το οποίο αργότερα θα μετέδιδε
την ησυχαστική πνευματικότητα στις χώρες των Σλάβων. Μεταξύ των μαθητών του, των
οποίων ο αριθμός είχε αυξηθεί υπέρμετρα, συγκαταλέγονταν Έλληνες, Βούλγαροι,
Σέρβοι και Ρουμάνοι. Ο άγιος Θεοδόσιος [27 Νοεμ.], ιδιαίτερα, ίδρυσε την
ονομαστή Μονή Κελιφάρεβο, κοντά στο Τίρνοβο, η οποία εξελίχθηκε στη
σπουδαιότερη μονή των Βαλκανίων, έδρα ονομαστής πνευματικής σχολής, στην οποία
διέλαμψαν πολλοί άγιοι, ασκητές και ποιμενάρχες, όπως: ο άγιος Ευθύμιος,
πατριάρχης Τιρνόβου [20 Ιαν.], και ο άγιος Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου [16
Σεπτ.]. Ο όσιος Ρωμύλος [18 Σεπτ.] και ο όσιος Γρηγόριος ο Ησυχαστής [7 Δεκ.]
συνέβαλαν στη διάδοση της Νοεράς Προσευχής στη Σερβία, χάρις στη βοήθεια του
ηγεμόνος Λαζάρου [6 Μαΐου] [8].
Σύγχρονοί
του ηγεμόνες, όπως ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341), ο
κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν (1331-1356), ο Ιωάννης Αλέξανδρος της
Βουλγαρίας και ο Νικόλαος Αλέξανδρος της Βλαχίας (1352-1363) επιζητούσαν τη
φιλία του οσίου Γρηγορίου, διατηρούσαν αλληλογραφία μαζί του και δέχονταν πρόθυμα τις
πνευματικές του νουθεσίες. Θα μπορούσε κανείς λοιπόν να πει ότι ο όσιος
Γρηγόριος ο Σιναΐτης αποτελεί την πηγή αυτού του μεγάλου ησυχαστικού κινήματος,
που σύντομα θα κληροδοτούσε το Βυζάντιο στον σλαβικό κόσμο ως την πλέον
πολύτιμη κληρονομιά.
Παρά
τον αποστολικό ζήλο του, ο Γρηγόριος δεν έπαψε να αγαπά την ησυχία και ζούσε σ’
ένα απομακρυσμένο κελλί της μονής. Εκεί, ειδοποιημένος από τον Θεό για την
επικείμενη εκδημία του, αποσύρθηκε σε απόλυτη σιωπή, παρά τις επιθέσεις των
δαιμόνων, που ορμούσαν κατά πάνω του σαν μανιασμένα θηρία. Επιχείρησαν τα πάντα
για να του στερήσουν την τελευταία στιγμή τον ένδοξο στέφανο, αλλά
ματαιοπόνησαν. Μετά από τρεις ημέρες, μια θεία δύναμη έδιωξε τους δαίμονες και
γέμισε τον όσιο με άφατη γαλήνη. Λίγο αργότερα, ο άγιος εισήλθε νικηφόρος και
θριαμβευτής στην πλήρη χαράς και αφθαρσίας ατελεύτητη θεία ζωή [9].
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]
Συνοψίζουμε τον «Βίο» που συνέταξε ο μαθητής του άγιος Κύριλλος Α΄ [20 Ιουν.].
[2]
Ατυχώς στερείται λειτουργικής μνήμης ο όσιος Γεράσιμος, ο οποίος ωστόσο
αποτελεί μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εποχής αυτής.
Γεννήθηκε στην Εύβοια από γονείς φραγκικής καταγωγής, εκάρη μοναχός στο Σινά,
όπου συνδέθηκε με τον άγιο Γρηγόριο. Συνασκήτευσαν στην Κρήτη και κατόπιν στη
Σκήτη Μαγουλά. Όταν κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλους μαθητές, και ο
Γρηγόριος έφυγε στη Χίο, ο Γεράσιμος άρχισε να περιοδεύει στα μέρη της Ελλάδος
που τελούσαν υπό φραγκικό ζυγό και να κηρύσσει (στα γαλλικά) την αληθινή Πίστη του Χριστού.
Έφερε πολλούς στην Ορθοδοξία και ίδρυσε μονύδρια, τα οποία, απ’ ό,τι φαίνεται,
ακολουθούσαν τον ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όταν η Αθήνα κατελήφθη από τους
Καταλανούς (1311), κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε κοντά σε μια μονή
μαζί με τους μαθητές του, εκ των οποίων ο πλέον ονομαστός ήταν ο άγιος
Ισίδωρος, αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1347-1350), ο οποίος ανέλαβε
τα ηνία της μονής μετά τον θάνατο του οσίου Γερασίμου (μεταξύ 1326 και 1346).
[3] Ωστόσο,
δεν έλειπαν από τον Άθω ησυχαστές που ασκούσαν διά βίου τη Νοερά Προσευχή, αφού ο ίδιος
ο όσιος Γρηγόριος συνάντησε κατόπιν τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη [13 Ιαν.],
η συνομιλία των οποίων παραμένει θαυμαστή και άκρως μυητική των ιερών κεφαλαίων
της μυστικής Θεωρίας.
[4] «Περί
ησυχίας και των δύο τρόπων της προσευχής» 7, «Φιλοκαλία», ΕΠΕ 20, σελ. 486. Τα
συγγράμματα του οσίου Γρηγορίου αποτελούν βασικό μέρος της «Φιλοκαλίας».
[5] «Κεφάλαια
πάνυ ωφέλιμα» 113, «Φιλοκαλία», ΕΠΕ 20, σσ. 424-426.
[6] Σημ.
Στράντζα, στην περιοχή της Φιλιππουπόλεως (Πλόβντιβ).
[7] Η
μεγάλη λαύρα, αφιερωμένη στη Θεοτόκο, στο Κεκρυωμένον όρος, προσονομάστηκε
αργότερα «Μονή του Σιναΐτου». Οι μικρότερες μονές ήταν στο Μεσομίλιον και στην
Παίζουβα, ενώ πολλοί ήσαν οι μοναχοί που ζούσαν ως ερημίτες, διάσπαρτοι στα
περίχωρα.
[8] Πέραν
του Καλλίστου, βιογράφου του που έγινε πατριάρχης, οι άλλοι μαθητές του οσίου
Γρηγορίου ήσαν οι: Γεράσιμος (βλ. ανωτέρω, σημ. 2)· Ιωσήφ, επίσης Ευβοεύς στην
καταγωγή, ο οποίος αγωνίστηκε κατά των λατινοφρόνων· Νικόλαος ο Αθηναίος, ο
οποίος υπέστη μαρτύρια κατά τους διωγμούς του Μιχαήλ Η΄ εναντίον των μοναχών
που αντιστέκονταν στην Ένωση της Λυών (1272-1274)· Μάρκος, αυστηρός ασκητής, στον οποίον
παρουσιάστηκε η Παναγία περιστοιχισμένη από αγγέλους, σκεπάζοντας με τη χάρη
Της το Άγιον Όρος· και Ιάκωβος, ο οποίος χειροτονήθηκε επίσκοπος Σερβίων και
συμβούλευσε τον άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη [20 Απρ.] να εγκατασταθεί στους
βράχους των Μετεώρων.
[9] Ήταν
27 Νοεμβρίου του 1346. Κανονικά, θα έπρεπε ο όσιος Γρηγόριος να μνημονεύεται σε αυτή την
ημερομηνία. Κατά την παράδοση, τα λείψανα του οσίου Γρηγορίου μεταφέρθηκαν στη
Μονή Γκόρνιακ της Σερβίας, όταν καταστράφηκε ολοσχερώς η μοναστική πολιτεία των
Παρορίων από τους Τούρκους περί το 1360.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, ὤφθης ταμεῖον, διὰ νήψεως, νοὸς
παμμάκαρ, καὶ προσευχῆς νοερᾶς λύχνος ἄσβεστος· ὅθεν ἡμᾶς διεγείρεις Γρηγόριε,
πρὸς ἐργασίαν αὐτῆς θείοις λόγοις σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν Σιναίῳ πρότερον, ἀγγελικῶς βιοτεύσας, ἐν τῷ Ἄθῳ
ὕστερον, περιφανῶς διαλάμπεις· πάντας γὰρ πρὸς προσευχῆς θείας κτῆσιν, λόγῳ
σου, σοφῶς καὶ ἔργῳ Πάτερ διδάσκεις· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς θείας δόξης
σκεῦος Γρηγόριε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Γρήγορος ἐν πᾶσιν ἀναδειχθείς, προσευχῆς ἁγίας, ὤφθης
θεῖος ὑφηγητής, πρὸς ἣν ἡμᾶς πάντας, ὀτρύνεις τῷ σῷ λόγῳ, Γρηγόριε παμμάκαρ,
ἀξιοθαύμαστε.
※
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 8ος (Απρίλιος), σελ. 62–71.
Θεώρηση κειμένου
και διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20071.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου