Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ


ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ
ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ


     Το χειρότερο, ειδικά για μας τους κληρικούς, είναι όταν επιχειρούμε να κάνουμε μόδα και μότο, επίδειξη και φιγούρα την αμαρτία, επειδή μια ζωή φαντασιωνόμασταν τον Θεό, επειδή Αυτός ήταν η ιδέα μας και όχι η ακλόνητη ζωή της καρδιάς μας. Τι δεν καταλαβαίνουμε; Δεν μπορεί η κοσμική λογική, με την οποία ήμαστε τελικά σφιχταγκαλιασμένοι και ποτέ αδιάστατοι, να υπομείνει για πολύ την πνευματικότητα που δεν υπάρχει και που δεν έρχεται στο πεδίο της προσωπικής μας ζωής. Και είναι πραγματικά αφόρητη η κατάσταση, όταν δεν αισθανόμαστε καθόλου τον Θεό σε μια εγγύτητα με τον παλμό της τσακισμένης μας καρδιάς. Συνηθίσαμε και απορροφήσαμε μέσα μας την ταχύτητα και τον αυτοματισμό του κόσμου και απωθήσαμε σταδιακά την ακατανόητη άργητα, τη σιωπή και την αφάνεια του Θεού. Η ζωή με την υπόλοιπη κοινωνία μάς κομίζει συνεχώς τραύματα και αδιέξοδα και η τροφοδοσία μας από τον Ουρανό φαίνεται να είναι φοβερά λίγη και ανεπαρκής. Και πονεμένοι και μόνοι; Δε γίνεται και δε λέει έτσι. Αρκετά αντέξαμε τη μέλανα ρασοφορία και τη ρομποτίστικη εικόνα μας με τα χρυσοποίκιλτα άμφια. Με όλη τη δύναμη και ορμή της τσαντίλας μας, αντάμα με τους πιο αντισυμβατικούς στοχασμούς τάχα, στρεφόμαστε προς τις μάζες που δεν γνωρίζουν Αυτόν που μέχρι τώρα λειτουργούσαμε. Μετά, επιτέλους, έρχεται απ’ όλες τις γωνιές της ανελπιστίας μας ένα ρεύμα παρηγοριάς μέσα από τον ανακουφιστικό δοξασμό του κόσμου. Και μετά, εκείνο το επάρατο σουβλερό τίποτα για τον αποδομημένο εαυτό μας. Δεν είχαμε τα κότσια και τα φόντα της υπομονής του Χριστού και πώς μετά να «κτιστεί» το οικοδόμημα της ψυχής μας; Δεν είδαμε πουθενά τον Θεό, δεν Τον νιώσαμε, δεν μας ήρθαν καλά τα πράγματα, η πνευματικότητα είναι σκληρή και μας κολαφίζει εσωτερικά όταν δεν ενστερνιζόμαστε εκ βαθέων το πνεύμα της κι όταν δεν μας βολεύει κάπου στα λοίσθια των αντοχών μας. Οι γεροντάδες, τα γεροντικά, τα συναξάρια, τα πατερικά, οι παραδόσεις, τα εδάφια, τα αποφθέγματα και τα ρητά μας, οι δήθεν βαθυστόχαστες εμφιλοσοφήσεις μας, πάνε τώρα όλες περίπατο. Η εξυπναδολογία μαζί με τις ατάκες μας αποτελούν τη λύση για την εκτόνωσή μας. Το κομποσχοίνι μοιάζει με θηλιά και αρχίζει να αραχνιάζει. Η νοησιαρχία και ο ορθολογισμός παίρνουν το προβάδισμα ακόμη και στα ορθόδοξα θέματα της καρδιάς. Η ελευθερία που επαγγελόμαστε αρνείται τη δύναμη της ευσέβειας και υποκρύπτει τη σκλαβιά που δεν ομολογούμε. Η τέχνη ενός αέρινου και πολυενεργειακού γκουρουϊσμού αναπτύσσεται γρήγορα μέσα μας, ενώ η έκθαμβη αβρότητα μιας εξυπηρετικής ψευδοσυγχωρητικότητας είναι πια εξόφθαλμη και σαγηνευτική πάνω μας. Τα καταφέρνουμε να γινόμαστε πιο «πιασάρικοι», να εξωραΐζουμε την αδαμιαία πτώση, να θωπεύουμε την πάγκοινη πονηρία, να συμπορευόμαστε με κάθε αλλοτρίωση, έκπτωση και φθήνια. Γινόμαστε υποχρεωτικά και κενόδοξα πιο «Large» και πιο «Woo», όχι βέβαια από το εμπειρικό μας βύθισμα στη σφαίρα της θείας Αγάπης, αλλά από τον αβάσταχτο σβησμό και την ενδόμυχη κατάρρευση του αθεολόγητου πνεύματός μας. Με μια κάλπικη αντιπνευματική ειλικρίνεια προχωράμε αλαζονικά προς τον δριμύ έλεγχο, στην αθρόα ανατροπή των πάντων, μοιράζοντας μέσω της ανανεωτικής μας εικόνας, ψηλά από το μπαλκόνι των θεωριών μας, μανιώδεις κλωτσιές στο απάνθρωπο σύστημα, συνεχείς επιθέσεις στην αγιάτρευτη υποκρισία των συγκληρικών, στη στειρότητα του θρησκεύματος, στον αναχρονισμό της εκκλησίας, η οποία είναι πλέον για μας ανάχωμα, τροχοπέδη και δυσάρεστο εμπόδιο. Φαινομενικά πείθουμε ότι δεν έχουμε καθόλου άδικο. Αλλά το θέμα δεν είναι ότι μπορεί να έχουμε ένα δίκιο, ένα κάποιο δίκιο· το θέμα είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι χάνουμε το όποιο και όσο δίκαιο του εγκόσμιου πόνου και της θλίψης μας, παίρνοντας στο επίπεδο της καρδιάς αποστάσεις από τη ζωή του Χριστού. Ζούμε στο ακέραιο την άρνησή Του, όταν συνειδητά δεν ακολουθούμε τα ίχνη Του. Η ζωή Του, όχι ζωή μας. Έτσι, αρχίζουμε πραγματικά να συγγενεύουμε με τον Ιούδα και τον Δημά και χαμπάρι δεν παίρνουμε. Πόσο να αντέξει κανείς την άσκηση, την προσευχή, τον κύκλο των ακολουθιών, την εξωτερική τάξη και σειρά της εκκλησιαστικής λατρείας και δομής, το επαναλαμβανόμενο κήρυγμα, τη σπαστική σιωπή της ευπρέπειας ή ακόμη κι εκείνο το βαθύ και ωραίο ήθος του Θεού που δεν εσωκλείουμε (πια) μέσα μας; «Πονάει» κυριολεκτικά το Θείο, όταν εμείς δεν καταφέρνουμε να το βιώνουμε όμορφα, απλά, καρδιακά και ελεύθερα. Ο θείος πόθος σίγουρα θα μας έλυνε όλα τα προβλήματα, δεν θα ήμασταν μίζεροι και αδιάκριτοι, απρόσεκτοι και ασύνετοι, μικροπρεπείς και ανούσιοι. Όταν ολιγοστεύουν οι θρησκευτικές απαντοχές μας, αρχίζουμε μοιραία να τα βάζουμε με τον «αδυσώπητο» Θεό. Τα δικά μας μέτρα και σταθμά τώρα τα καρφώνουμε με βία και σπασμωδικότητα στη θεία Αγάπη, στον Ίδιο τον Θεό, σαν ασάλευτες σημαδούρες του κραταιού εαυτού μας. «Έτσι είμαι εγώ κι άμα Σου αρέσει, Θεέ! Κι άμα γουστάρεις, έλα λίγο τώρα να ευλογήσεις και την αμαρτία μου! Σε χαλάει, μήπως; “Αγάπη” δεν είσαι Εσύ; Αγάπησε λοιπόν αυτό που δεν Σε ξέρει καθόλου, Αυτό που Σε αποστρέφεται και Σε αντιμάχεται παντοτινά· αγάπησε την αμαρτία μου!». Ένα τέτοιο περίπου υπαρξιακό μήνυμα στέλνουμε ασύστολα κι εμείς, έχοντας μαζί μας όλα τα χειροκροτήματα και τα χειροφιλήματα του κόσμου. Το εαυτοκρατικό μας θέατρο πριν το λασπώδες και τραγικό μας τέλμα. Αλλά για πόσο να ανασκευάζεις τη θεία Αλήθεια με την ελευθεριότητα και τον κυνισμό σου; Για πόσο να αλλοτριώνεις το Ευαγγέλιο, τον λόγο του Θεού, τον Ιησού Χριστό, την Αγάπη των αγαπών μας, όταν σκορπάς με την παντοξική ασοφία της ψυχής σου σκάνδαλο μεγατόνων στη συνείδηση των αδελφών σου; Δεν χρωστάς σε αυτούς μια άδολη ακεραιότητα βίου, όταν ο Ίδιος ο Χριστός πέθανε γι’ αυτούς; Τα likes πέφτουνε βροχή από ανίδεους, το ίδιο και οι επευφημίες από ασόβαρους και ελλειπτικούς κατά την πνευματικότητα. Η πικρή ασθένεια του χαύνου ή του τραυματισμένου ψυχισμού μας γεννά διαδοχικές ακρότητες συμπεριφοράς της ψευδοελευθερίας μας και αυτό σημαίνει αν μη τι άλλο την αρχή της απώλειάς μας. Ο κόσμος ζητάει «άρτο και θεάματα» κι εμείς τους τα δίνουμε απερίσκεπτα, με όλη την εσωτερική θλιβερή πενία μας. Οι άγιοι, οι φίλοι και οι πιστοί ακόλουθοι του Χριστού, τα «ένθεα κολλητάρια» του Κυρίου, ήταν οι πιο αδόξαστοι, οι πιο άτιμοι και οι πιο πονεμένοι τύποι μέσα στον σκαιό και μισόχριστο κόσμο. Όλη η Γεσθημανή και ο Γολγοθάς εισήλθαν διά βίου μέσα στη θεοδιψαλέα καρδιά τους. Ενώ εμείς γυρεύουμε διακαώς τη δόξα του ονόματός μας, την προστασία και την αμνηστία των κραυγαλέων παθών μας, παραθεωρώντας έτσι το σεπτό μαρτύριο του Χριστού, τον Σταυρό Του, το μυστήριο της Σωτηρίας. «Πλατεία η οδός» του κόσμου και σφόδρα «στενή» η οδός του Χριστού. Το ξέραμε αυτό. Μας είχαν κάπως προειδοποιήσει οι ευσυνείδητοι Πνευματικοί μας, κάποιοι καλοί Γεροντάδες που ενδεχομένως γνωρίσαμε, κάποιοι μοναχοί και κάποιες μοναχές, κάποιοι επιστήθιοι φίλοι μας. Αλλά τώρα, στα στενά και στα δύσκολα, στα δύσκολα και δυσχερή του, ισχυρού κατά την παλαιότητα, εαυτού μας, εμείς το αγνοούμε αυτό και το κάνουμε ολοσχερώς πέρα. Η αμαρτία είναι ένα μεθύσι της πιο ελκυστικής αυταπάτης, ένα ντομπάρισμα με τις πιο παράφρονες, εκκεντρικές και ανταριασμένες ιδέες κι ένα ηδύγευστο κώνειο με την πιο σαρωτική απόγνωση. Αυτό κι αν το ξέραμε, θεωρητικά τουλάχιστον. Τουλάχιστον φταίμε που συνεχίζουμε να είμαστε εν ενεργεία κληρικοί. Γιατί ανακατεύουμε τη θεία Ιερωσύνη με τις εκούσιες επιλογές της αμαρτίας του βίου μας; Αν παραδίναμε ήσυχα το πετραχήλι «μας», τότε και μόνο τότε θα ήμασταν πέρα ως πέρα ντόμπροι, αληθινοί, έντιμοι, ειλικρινείς, ευθείς, ελεύθεροι, λιγότερο αναπολόγητοι και περισσότερο δικαιωμένοι από τα φιλάνθρωπα δώματα του Ουρανού. Η Ιερωσύνη είναι αποκλειστικά του Χριστού κι όχι δική μας μόστρα. Όσο ζούμε και για όσο ζούμε, δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα και καμία παρρησία επ’ αυτής. Έχουμε μόνο την πνευματική και πανδίκαιη υποχρέωση να φεύγουμε και να αλαργεύουμε από αυτή, όταν οι αθεάρεστες επιλογές του βίου μας εξ αντικειμένου δεν συνάδουν με το ιερατικό πολίτευμα. Καθαρά πράγματα· καθαρά, καλά, άξια, δίκαια, σωτήρια και άγια.

Ελάχιστος και έσχατος πάντων
π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου