Η ΕΥΧΗ
Το είπε
ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους – και όχι μόνο σ’ αυτούς: «Αν και συνθλιβόμαστε από παντού, αλλά δεν
καταβαλλόμαστε» (Β΄ Κορ. 4, 8).
Πόσο
εύκολο όμως είναι οι θλίψεις, οι δοκιμασίες, τα προβλήματα της ζωής, να μη σου
δημιουργούν βάρος, αγωνιώδη στενοχώρια και πανικό κάποιες φορές;
Θυμάμαι
ένα βραδινό κάποιου φθινοπώρου, κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα, που χτύπησαν
την πόρτα του παπά του χωριού ο Νίκος και η Τασούλα. Εκείνη φαινόταν κλαμένη.
Είχε στην αγκαλιά της τον μικρό Γεράσιμο, που φέτος είχε πάει στο σχολείο. Το
κεφαλάκι του έπεφτε πάνω στον ώμο της. Δεν μπορούσε να το κρατήσει όρθιο.
Η
παπαδιά άναψε το έξω φως κι άνοιξε. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει τίποτε. Κατάλαβε
αμέσως. Η πόρτα του παπά χτυπούσε οποιαδήποτε ώρα. Άλλος να εμπιστευθεί το
πρόβλημά του, άλλος να αποθέσει τον πόνο του, άλλος να του διαβάσει μια ευχή…
«Περάστε»,
είπε απλά, «θα μιλήσω στον παπά». Μα εκείνος ήταν ήδη στην πόρτα και πλησίασε
το μικρό. Του μιλούσε, του χάιδευε το μάγουλο, μα εκείνο ανέκφραστο, με βλέμμα
θολό και απλανές.
Εμείς
τα παιδιά κρυφοκοιτάζαμε από τη μισάνοιχτη πόρτα του σκοτεινού δωματίου μας, με
κομμένη την ανάσα. Μαζί παίζαμε το απόγευμα με τον Γεράσιμο, τον Μιχάλη, τον
Χρήστο και τον Αριστείδη, μέχρι το σούρουπο. Τι να συνέβη;
«Ούτε
μιλάει, ούτε μπορεί να σταθεί στα πόδια του», είπε ο πατέρας του. «Καλά έπαιζε
όλο το απόγευμα», συμπλήρωσε η μητέρα του με σπασμένη τη φωνή.
Η
περίσταση τούς είχε ανησυχήσει πολύ, αλλά στη ματιά τους δεν διέκρινες απελπισία
και αδιέξοδο. Στέκονταν στα πόδια τους «ντυμένοι
την ελπίδα της σωτηρίας» (Α΄ Θεσσ. 5, 8)· και η ελπίδα τούς είχε οδηγήσει
στην πόρτα του ιερέα, που τούτη την ώρα ήταν γι’ αυτούς πατέρας, μεσίτης των
δωρεών του Θεού, αρωγός στη δυσκολία τους.
Κι εκείνος,
με σοβαρότητα, έχοντας συνείδηση της υψηλής αποστολής του, φόρεσε το επιτραχήλι
του κι ακούμπησε την άκρη του στο κεφάλι του μικρού. Έσκυψαν όλοι το κεφάλι.
Απλώθηκε μικρή ησυχία.
Ο
ιερουργός των θείων μυστηρίων, κρατώντας στο ένα του χέρι τον Σταυρό και στο
άλλο το ευχολόγιο, άρχισε να διαβάζει αργά την ειδική ευχή «κατά της βασκανίας».
Το
παιδί παρέμενε ασάλευτο. Μα, πριν καλά-καλά τελειώσει, την ώρα που ακούμπησε
πάνω του τον Σταυρό, γλίστρησε και κατέβηκε από την αγκαλιά της μάνας του!
Κοίταξε γύρω του με απορία. Έδειχνε να μην καταλαβαίνει γιατί ήταν εκεί στο
ξένο σπίτι. Ζήτησε νερό να πιεί. Χαμογέλασε σ’ ένα αστειάκι του παπα-Αναστάση
κι έπιασε το χέρι του πατέρα του. Η μάνα σκούπισε δυο δάκρυα χαράς που κύλησαν
στο πρόσωπό της. Η παπαδιά σταυροκοπιόταν για κάμποση ώρα.
Καληνύχτισαν,
φιλώντας το χέρι του παπά κι έφυγαν ήσυχοι, ανακουφισμένοι, αθόρυβα και
διακριτικά μέσα στο σκοτάδι.
Τούτο
το γεγονός το έχουμε ανασύρει από το παρελθόν αρκετές φορές, όσοι γίναμε
αυτόπτες μάρτυρες εκείνο το βράδυ. Άλλες φορές για να «εξηγήσουμε» το θαύμα ως βίωμα στην απλή καθημερινότητα κι άλλες
συζητώντας για την παρουσία του απλού ιερέα στις χαρές και στις λύπες του λαού.
Και
στις δυο πάντως περιπτώσεις, το μέτρο είναι η σχέση αγάπης και η αίσθηση της
γλυκιάς οικειότητας του ανθρώπου με τον Θεό. Και αυτό είναι τελικά το ζητούμενο
στη σύγχρονη εποχή της ψυχρής λογικής, της στείρας αμφισβήτησης, της αποξένωσης
του ανθρώπου από τον άνθρωπο και του ανθρώπου από τον Θεό.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΚΑΝΤΑΝΗΣ
※
[ (1)
Κωνσταντίνος Καντάνης
και Σταυρούλα Κάτσου-Καντάνη:
«Οδοιπόροι του Θεού»,
κεφ. 6ο, σελ. 49–54.
Ζωγραφική και σχέδια:
Χρήστος Γουσίδης.
Εκδόσεις «Εν Πλω»·
Ιούλιος, 20081.
(2) Πρώτη δημοσίευση:
Περιοδικό
Ι.Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας
«Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός»,
τεύχ. 3ο, Σεπτέμβριος 2007.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου