Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ 
ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


     Κατά την 11η του μηνός Οκτωβρίου ή την πρώτη Κυριακή αμέσως μετά από αυτή την ημέρα, επιτελούμε την μνήμη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν στην Νίκαια την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία [7 Αυγ.] ανέλαβε την αντιβασιλεία του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄, η πρώτη της μέριμνα ήταν να θέσει τέλος στον διωγμό κατά των αγίων εικόνων που είχε αρχίσει ο Λέων ο Ίσαυρος (717-741), τον οποίο συνέχισε με περισσότερη ωμότητα ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Κοπρώνυμος. Για να εφαρμόσει το σχέδιό της, ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο τον σύμβουλό της άγιο Ταράσιο [25 Φεβρ.], ζητώντας του να ετοιμάσει για τον Αύγουστο του 786 μία μεγάλη σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που θα αποφάσιζε για την Πίστη της Εκκλησίας στο θέμα αυτό. Αλλά οι ταραχές που προκάλεσαν οι εικονομάχοι ανάγκασαν τον πατριάρχη να μεταθέσει την σύγκληση της αγίας Συνόδου στο επόμενο έτος.

     Η Σύνοδος μεταφέρθηκε τελικά στην Νίκαια, στην βασιλική της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου είχε συνέλθει η αγία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (325), και έλαβε χώρα από τις 24 Σεπτεμβρίου έως και τις 13 Οκτωβρίου του 787. Υπό την προεδρία του αγίου Ταρασίου συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και σ’ αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι οποίοι απέρριψαν την εικονομαχική αίρεση. Δίπλα στους αντιπροσώπους του πάπα Ρώμης και των πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, δυναμική παρουσία αποτελούσαν οι μοναχοί, οι οποίοι υπέφεραν φοβερούς διωγμούς επί της βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717-741) και Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρώνυμου (741-775) και οποίοι ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.


     Οι Πατέρες της Συνόδου προετοιμάστηκαν καταλλήλως και, αφού ανέγνωσαν πολλές πατερικές μαρτυρίες αναφερόμενες στην τιμή των εικόνων, αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι οποίοι για περισσότερα από πενήντα χρόνια απαγόρευαν στους ορθοδόξους να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χριστού και των Αγίων Του, διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έτσι, έθεσαν τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813-820) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843, χάρη στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα [11 Φεβρ.] και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [14 Ιουν.]. Οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, τους μητροπολίτες Θεοδόσιο Εφέσου, Ιωάννη Νικομηδείας και Κωνσταντίνο Νακωλείας, καθώς και όλους τους οπαδούς τους. Επίσης, αποκήρυξαν την δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου του Ε΄ το 754, και κήρυξαν αιώνια την μνήμη των αγίων υπέρμαχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715-730) [12 Μαΐου], του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (676-749) [4 Δεκ.], του Γεωργίου Κύπρου (πρόκειται πιθανόν για τον άγιο Γεώργιο τον εκ Μυτιλήνης) [7 Απρ.] και όλων όσοι είχαν υποστεί βάσανα και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων.

     Στον Όρο της Πίστεως που αναγνώσθηκε κατά την έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διακήρυξαν: «Ορίζουμε, με κάθε ακρίβεια και ευταξία, παραπλήσια με τον τύπο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, να τοποθετούνται οι ιερές και άγιες εικόνες –αυτές που είναι κατασκευασμένες με χρώματα, ψηφίδες και άλλα κατάλληλα υλικά– στις άγιες εκκλησίες του Θεού, σε ιερά σκεύη και ενδύματα, σε τοίχους και σανίδες, σε σπίτια και σε δρόμους· η εικόνα δηλαδή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της άχραντης Δέσποινάς μας Κυρίας Θεοτόκου, των τιμίων Αγγέλων και όλων των Αγίων και των Οσίων. Διότι, όσο τα πρόσωπα αυτά ορώνται επάνω σε ζωγραφισμένες εικόνες, τόσο αυτοί που τα βλέπουν ενισχύονται στο να τα θυμούνται και να τα επιποθούν. Επίσης, να αποδίδεται στις εικόνες ασπασμός και τιμητική προσκύνηση –και όχι η αληθινή λατρεία, η οποία αρμόζει μόνο στην θεία φύση– με τον τρόπο που αποδίδεται και στον τύπο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, στα άγια Ευαγγέλια και στα υπόλοιπα ιερά αφιερώματα· επιπλέον, να προσφέρονται προς τιμήν τους θυμιάματα και φώτα, όπως άλλωστε υπήρχε ευλαβική συνήθεια και στους παλαιούς. Διότι η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο· και όποιος προσκυνά την εικόνα, προσκυνά την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου. Έτσι στερεώνεται η διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, δηλαδή η Παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία έχει δεχθεί το Ευαγγέλιο από το ένα άκρο της γης ως το άλλο» (βλ. Ι. Καρμίρη: «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», σελ. 204, Αθήναι 1952).


     Ως εκ τούτου, οι άγιοι Πατέρες αποδείχθηκαν υπερασπιστές και υπέρμαχοι όχι μόνο των αγίων εικόνων, αλλά στην ουσία του ίδιου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού: «Παλιά καθόλου δεν εικονιζόταν ο ασώματος και ασχημάτιστος Θεός. Τώρα, όμως, που ο Θεός έλαβε σάρκα και έγινε ορατός μέσα σε αυτή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, μπορώ και εικονίζω την μορφή του Θεού. Δεν προσκυνώ βέβαια την ύλη, αλλά Αυτόν τον Δημιουργό της ύλης· Αυτόν που έγινε για μένα ύλη και καταδέχθηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και κατεργάσθηκε την σωτηρία μου διά της ύλης. Έτσι, λοιπόν, δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, διά της οποίας έχει απεργασθεί όλη η σωτηρία μου» (βλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Α΄ Λόγος περί των αγίων Εικόνων» 16, PG 94, 1245).

     Προσλαμβάνοντας ο Λόγος του Θεού την ανθρώπινη φύση, την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει κανένα από τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ μέσα στην θεία δόξα Του η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος Χριστού είναι ακατάληπτη από τις αισθήσεις μας, ωστόσο δύναται αυτή να αποτυπωθεί, να εικονισθεί, να ιστορηθεί. Επομένως, η εικόνα του Χριστού –της οποίας την πιστότητα φυλάσσει η Παράδοση της Εκκλησίας– καθίσταται αληθής παρουσία και σωτήρια υπόμνηση του Θεανθρώπινου Προσώπου και αποτελεί αγωγός Χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη τής απονέμουν τιμητική και ευλαβική προσκύνηση.

     Η δεύτερη Σύνοδος που έγινε στην Νίκαια είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν και στο μέλλον άλλες Οικουμενικές Σύνοδοι, αλλά ότι, ως έβδομη που είναι η Σύνοδος της Νικαίας, συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει και εκφράζει την τελειότητα και την ολοκλήρωση (π.χ. Γεν. 2, 1-3)· σφραγίζει δηλαδή το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων που επέτρεψαν σθεναρά στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς θεολογικούς ορισμούς τα αμετάθετα όρια της Ορθόδοξης Πίστης. Στο εξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αποκήρυξε και αναθεμάτισε η αγία μας Εκκλησία στις Οικουμενικές Συνόδους της, από την Πρώτη (325) έως και την Έβδομη (787) που έγινε στην Νίκαια.



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄.
περδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας, Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἑβδόμης Συνόδου τοὺς Πατέρας ὑμνήσωμεν, ὡς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας· Εἰκόνα γὰρ τὴν θείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν τιμᾶσθαι εὐσεβῶς, καθελόντες τῶν αἱρέσεων τὴν ὀφρύν, καὶ πρὸς αὐτοὺς βοήσωμεν· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, Πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. β΄. Χειρόγραφον εἰκόνα.
ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας, Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει· Ὃν εἰδότες οὐκ ἀρνούμεθα, τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα· αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς· καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα, ἡ Ἐκκλησία ἀσπάζεται, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
πὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),
σελ. 141–145.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου