Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ;


ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ;


     «Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι!» λέμε συνήθως. Ή μήπως αλλάζουν τελικά; Ή μήπως αλλάζουμε και δεν το παίρνουμε χαμπάρι; Το βλέπουν μόνο οι άλλοι, καμιά φορά μας το λένε ή δεν μας λένε τίποτα παρά το διαπιστώνουν σιωπηλά; Είναι ισχυρογνωμοσύνη να μην αλλάζεις στη ζωή σου; Θέλει εξυπνάδα να αλλάζεις ή το να είναι απλά η καρδιά δεκτική και προσαρμοστική στην πορεία και εξέλιξή της; Και η όποια τυχόν αλλαγή μας δεν έχει τάχα σχέση με αυτό που λέμε «βολικός», «καλόβολος άνθρωπος»; Επίσης, δεν έχει σχέση και με τη μετάνοια που τόσο αποφεύγουμε από φόβο ή αδυνατούμε να καταλάβουμε από άγνοια;
     Ο Ίδιος ο Χριστός στην αρχή της δημόσιας εμφάνισης και δράσης Του έλεγε και λέει μέσα στην Εκκλησία Του και κατ’ επέκταση στη συνείδηση όλων των ανθρώπων «μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο» (βλ. Μάρκ. 1, 15). Αλλάξτε και πάρτε ενεργά, ολοϋπαρκτικά και βιωματικά μέρος στην άφθαρτη ζωή του Ευαγγελίου, στη ζωή Μου. Το «Ευαγγέλιο» είναι αυτοπροσώπως Αυτός και μόνο Αυτός: ο λόγος Του, η παρουσία Του, η πράξη Του, η ζωή Του, η αγάπη Του, η σωτηρία Του.
     Αλλά και πάλι· όσο και να ανιχνεύει κανείς την αλήθεια της αλλαγής του και την αξία της μετάνοιας στις ρίζες της χριστοκεντρικότητας, κανείς δεν αλλάζει από μόνος του. Είναι γεγονός. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι, κάτι από μας, κάτι από τον κόσμο μας, δίχως τον Χριστό. Όλο πάμε να αλλάξουμε και όλο πάμε να μετανοήσουμε αλλά στο τέλος τίποτα δεν γίνεται. Είμαστε δέσμιοι της αδυναμίας μας. Είμαστε όμηροι της αστάθειάς μας. Ο βίος μας είναι γεμάτος σημαδούρες πικρών συνηθειών. Κινούμαστε εξακολουθητικά γύρω από αυτές και όχι πέρα από αυτές. Μήπως τελικά ζητάει πολλά από μας ο Κύριος; Πολλά και ανέφικτα; Τι γίνεται; Αληθεύει αυτό ή αληθεύει μόνο μέσα στο κράτος της σύγχυσής μας, σε σχέση με τις πάμπολλες αναλήθειες που πιστεύουμε και ακολουθούμε; Μένουμε απαράλλακτοι και απογοητευόμαστε. Αλλάζουμε για λίγο, περιστασιακά και πρόσκαιρα, και επαιρόμαστε. Η ίδια η ζωή έρχεται και ανατρέπει τα πάντα: τη θέληση να αλλάξουμε και την αλλαγή που ψευτοθεσπίσαμε.
     Όλα όμως ανάγονται και απαντώνται στο μυστήριο της Μετανοίας, που είναι η οδός, η μόνη αυθεντική οδός προς τον Χριστό. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως εξόριστος και ως ο μετανοών. Αν και ο μόνος αναμάρτητος, δέχθηκε να άρει τις αμαρτίες όλων μας και να υποστεί το κρίμα του πιο επονείδιστου θανάτου. Πρότεινε σε μας τη μετάνοια, γιατί αυτή είναι το αυθεντικότερο μέρος της αποκαλύψεως του Ευαγγελίου Του: η μετάνοια άρχεται από Αυτόν, οδηγεί και καταλήγει σε Αυτόν. Συμπάσχει αοράτως στη βαριά αθυμία μας να μη μετανοήσουμε για τίποτα απολύτως στη ζωή μας και χαίρεται «συν πάσι τοις αγίοις» στην πιο ελάχιστη προσπάθειά μας να Τον βρούμε μετανοώντας. Ο Χριστός που μας είπε «μετανοείστε», Αυτός ο Ίδιος κρατάει αγαπητικά στο χέρι Του και τον εύστοργο τρόπο της προσωπικής μας μετάνοιας. Ο τρόπος του Χριστού προς εμάς, για τον κάθε έναν χωριστά και προσωπικά, είναι χαμένος και μοιρασμένος στον χρόνο του καθενός.


     Τίποτα απολύτως δεν γίνεται αυτόματα και μαγικά. Τίποτα απολύτως χωρίς τον Θεό και χωρίς εμάς εν τω Θεώ. Αλλάζουμε βαθμιαία μέσα στον καιρό και στον χρόνο που μας δόθηκε, με τη συγκατάθεση της προαίρεσης, με τη σύμπραξη της θέλησής μας, αλλά κυρίως με τον τρόπο που δίνει εμπνευστικά σε μας προσωπικά ο Χριστός μέσα στη σύμφωνη καρδιά μας. Γι’ αυτό και ο Χριστός όταν λέει «μετανοείστε», δεν εκφράζει μια εξουσιαστική αξίωση, μια δυναστευτική απαίτηση, μια αφεντική σκληρότητα και μια σαρωτική βαναυσότητα έναντι στη ζωή, τις δυνατότητες και τη συνείδησή μας, αλλά μια τελείως αποκαλυπτική και φιλάνθρωπη πρόσκληση: «Άλλαξε, παιδί μου, νου, διάθεση και φρόνημα, σταμάτα να βυθίζεσαι και να τελματώνεσαι στις πτώσεις σου κι έλα να Με βρεις, άσε Με να σε βρω, για να απολυτρωθείς από ό,τι τυχόν σε βαραίνει ενοχοποιητικά και καταθλιπτικά». Αυτό είναι μυστήριο και όχι συνταγή αυτοσωτηρίας. Βλέποντας χριστο-μετανοητικά τις αμαρτίες μας, αρχίζουμε και θεωρούμε τον Χριστό στην καρδιά μας, τον Χριστό που πάταξε το κράτος της αμαρτίας, του πόνου και του θανάτου για μας.
     Στέκεται έξω από την πόρτα της ψυχής μας ο Χριστός και, κάθε φορά, κάπου και κάπως ανάμεσα στις λύπες, τους πειρασμούς, τις δοκιμασίες και τις θλίψεις που μας βρίσκουν, έρχεται και χτυπάει τούτη τη θύρα με υπερκόσμια ευγένεια προς τη συνείδησή μας και με πλαστουργικό πόθο για την αιώνια ψυχή μας. Γι’ αυτό και ο τρόπος του Χριστού, όπως είπαμε, είναι αφανής, αδιόρατος, ανεπαίσθητος, ταπεινός, χαμένος, διάσπαρτος και μοιρασμένος στον προσωπικό χρόνο μας. Τούτος ο χρόνος μας μπορεί να είναι ακόμη και μια ώρα, μια στιγμή, μια στιγμή της στιγμής. Η ώρα και η στιγμή του καθενός είναι η ώρα και η στιγμή της αλλαγής της μετανοίας του. Σε αυτή τη μεγάλη ώρα και στιγμή αναφύεται μέσα από την άβυσσο της ταραγμένης και πονεμένης καρδιάς μας ο βαρυσήμαντος πόθος να αλλάξουμε επιτέλους, να μετανοήσουμε, αν θέλουμε ειλικρινά να Τον βρούμε ή μάλλον αν θέλουμε να μας βρει Αυτός, αν θέλουμε να αισθανθούμε καθαρά και απλανώς την απαρασάλευτη παρουσία Του, την αδιάκοπη ζωή Του στην κερματισμένη ζωή μας.
     Μετά, μόλις Τον αισθανθεί σωτηριωδώς η απορημένη καρδιά μας, καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι Αυτός ήταν και είναι μέσα στη μετάνοια προς την οποία μας καλούσε και μας καλεί συνεχώς αρχοντικά· Αυτός ήταν και είναι ο αφανής συνέκδημος και συνοδίτης καθ’ όλη την ατέρμονη οδό της μετανοίας μας· Αυτός ήταν και είναι ολοκληρωτικά μέσα σ’ εκείνο τον μυστήριο, δυναμικό και εμπνευστικό τρόπο της μετανοίας μας, την οποία εμείς ήμασταν και είμαστε έτοιμοι λόγω της επάρατης αδυναμίας μας να εγκαταλείψουμε οριστικά· Αυτός είναι η αρχή, το μέσο και το άληκτο τέρμα της μετάνοιας προς την οποία μας καλεί ισόβια διά του αιώνιου Ευαγγελίου Του. Όσο ζούμε και αναπνέουμε, μετανοούμε, δηλαδή αρνούμαστε, αγωνιζόμαστε να αρνούμαστε την παλαιότητά μας που νομίζαμε μέχρι τώρα ότι ήταν έμπιστη φίλη μας αλλά τελικά είναι ο πιο πλαϊνός εχθρός μας.
     Ο Χριστός τα ξεκαθαρίζει όλα. Δεν αφήνει να υπάρχουν αμαυρώσεις, καταχνιές, σκιές ιδεών, ταλαντεύσεις παθών και αχρειωμένες διπολικές αγάπες στη σχέση μας μαζί Του.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου