«ΑΝΝΑ, ΝΑ ΜΕ
ΟΝΟΜΑΣΕΤΕ!»
Έναν άλλον ερημίτη που γνώρισα, όσο εγώ ήμουν στο Άγιον Όρος (Μάιος
1877–Μάιος 1885), αυτός ήταν ο π. Ιωακείμ,
που καταγόταν από τη μεγαλόνησο Κρήτη. Άνθρωπος απλός και ορεσίβιος. Ήταν ένας
απ’ αυτούς που επαναστάτησαν για την ελευθερία του Τόπου και έδρασαν κατά των Τούρκων
κατακτητών. Μάλιστα ο ίδιος είχε επικηρυχθεί και από την Τουρκική Κυβέρνηση σαν
ληστής. Οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις φυλακές, αφού πρώτα πιάστηκε σε ενέδρα που
του είχε στήσει το Τουρκικό απόσπασμα. Όσο δικαζόταν από το Τουρκικό
δικαστήριο, παρευρισκόταν εκεί ο νεοδιορισμένος πασάς της Θεσσαλονίκης, τέως
πασάς της Κρήτης.
Βλέποντας αυτός την απλότητα
του Ιωακείμ και το απονήρευτο του παρουσιαστικού του, ζήτησε και τον πήρε μαζί
του, σαν σκλάβο, παρ’ όλο που καταδικάστηκε από το δικαστήριο σε θάνατο. Τον
πήρε, λοιπόν, μαζί του ο πασάς και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιωακείμ αφοσιώθηκε σ’
αυτόν κι έγινε πιστός δούλος του, επειδή του χάρισε τη ζωή. Όταν έβγαινε ο
πασάς σε περιοδεία στη Μακεδονία, έπαιρνε πάντα μαζί του, σαν πιστό του ακόλουθο
και σωματοφύλακα, τον Ιωακείμ.
Περιοδεύοντας κάποτε ο πασάς ανά τη Μακεδονία έφτασε και στο Άγιον Όρος.
Οι πατέρες του Όρους τον υποδέχθηκαν και τον φιλοξένησαν με μεγάλη τιμή και του
πρόσφεραν, πέραν όλων των άλλων δώρων, και κάποιο χρηματικό πόσο, ώστε ο πασάς
να μείνει πολύ ευχαριστημένος. Εν τω μεταξύ, η καρδιά του Ιωακείμ, που ήταν
μαζί με τον πασά, κεντήθηκε βαθιά από την επιθυμία να μείνει εκεί και να γίνει
μοναχός στον Άθωνα. Παρακάλεσε και τους αγιορείτες πατέρες να μεσολαβήσουν στον
πασά γι’ αυτό. Οι πατέρες παρακάλεσαν τον πασά ν’ αφήσει τον Ιωακείμ στο Άγιον
Όρος, να γίνει μοναχός. Αυτός πάλι τους είπε ότι ο Ιωακείμ ήταν προηγουμένως
ληστής και ότι έχει καταδικαστεί σε θάνατο. «Αν δώσετε εσείς», τους πρότεινε,
«εγγύηση ότι εφ’ όρου ζωής δεν θα βγει από τ’ Άγιον Όρος, τότε εγώ σας τον
αφήνω!». Δέχθηκαν οι πατέρες κι έδωσαν την εγγύηση που τους ζητήθηκε κι έτσι
έμεινε ο Ιωακείμ στο Άγιον Όρος, στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Όταν ήταν να τον
κείρουν μοναχό, τον ρώτησαν πώς θέλει να τον ονομάσουν. Αυτός, από τη μεγάλη
του απλότητα, μη μπορώντας να διακρίνει το θηλυκό από το αρσενικό γένος, τους
αποκρίθηκε: «“Άννα” να με ονομάσετε, γιατί η Σκήτη τιμάται στ’ όνομα της Αγίας
Άννης!». Αυτοί όμως τελικά τον ονόμασαν Ιωακείμ. Ήταν τελείως αγράμματος.
Πολλές φορές τον επισκέφτηκα εκεί στη σπηλιά που έμενε και η οποία βρίσκεται
στα βόρεια της Σκήτης της Αγίας Άννης, απέχοντας γύρω στα είκοσι λεπτά και
παραπάνω από τη Νέα Σκήτη προς τ’ ανατολικά. Η σπηλιά βρίσκεται μέσα σ’ ένα
απόκρημνο βράχο και βλέπει προς τα δυτικά. Είναι ολότελα ανοιχτή, τόσο πολύ,
που πολλές φορές τον χειμώνα μπαίνουν μέσα της χιόνια. Δεν είδα κανένα πράγμα
να έχει μέσα στη σπηλιά, παρεκτός από μια στάμνα με νερό. Ούτε κρεβάτι ούτε
ρούχα να κοιμάται, εκτός από εκείνα που φορούσε, μαζί με τα οποία κοιμότανε, αν
και το περισσότερο μέρος της νύχτας ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. Όπως εγώ κατάλαβα,
έπαιρνε λίγο ύπνο καθιστός, ακουμπώντας στον τοίχο του σπηλαίου.
Μου έλεγε μια μέρα, που τον επισκέφτηκα, υποβάλλοντάς του την ερώτηση,
γιατί τάχα να ταλαιπωρεί έτσι τον εαυτό του: «Ω, παιδάκι μου! Εγώ ήμουνα ληστής
στην Κρήτη. Έκανα πολλά κακά. Φόνευσα πολλούς Τούρκους. Χριστιανό όμως κανέναν!
Αλλά το ίδιο είναι! Σκότωσα ανθρώπους, λήστεψα, τυράννησα κι άλλα πολλά κακά
έκανα. Ήμουν, παιδάκι μου, μέσα στο σκοτάδι. Δεν γνώριζα τι έκαμνα, ο
ταλαίπωρος! Ααχ! Θα με συγχωρέσει, άραγε, ο πολυεύσπλαχνος Θεός;».
Πάλι τον ρώτησα, λέγοντας το εξής: «Πάτερ Ιωακείμ, δεν έχεις παρενοχλήσεις
από τους δαίμονες;». «Ααχ!», μου είπε, «έχω πάρα πολύ! Μου θυμίζουν τις σαρκικές
μου πράξεις. Μου θυμίζουν κι εκείνα τα κλοπιμαία σφάγια που έτρωγα αχόρταγα με
τους συντρόφους μου κι άλλα πολλά μου φέρνουν στο νου μου». «Στην
πραγματικότητα, δηλαδή στα φανερά, είδες καθόλου δαιμόνια;». «Όχι», μου είπε· «Μόνο
μια φορά, ενώ κράταγα το κομποσχοίνι μου κι έλεγα, κατά τη συνήθειά μου, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”,
βλέπω να μπαίνει μέσα στη σπηλιά ένας μεγάλος όφις, σφυρίζοντας κι έχοντας το
στόμα του ανοιχτό. Στην αρχή, μόλις τον είδα φοβήθηκα, γιατί τον πέρασα για
πραγματικό όφη, κι έπεσα κάτω στα γόνατα και προσευχόμουν. Αφού γύρισε όλη τη σπηλιά,
στάθηκε κοντά μου και μ’ ατένιζε με βλέμμα βλοσυρό, έχοντας πάντα ανοιχτό το
στόμα του. Έπειτα, πλησίασε τη στάμνα που ήταν γεμάτη νερό. Είπα τότε: “κατά πως
φαίνεται, αυτός διψάει και θα μου σπάσει τη στάμνα μου”. Αλλά αντί για κάτι
τέτοιο, σφύριζε δυνατά και στο τέλος έγινε άφαντος. Τότε εγώ κατάλαβα ότι δεν
ήταν πραγματικός όφις, αλλά δαίμονας».
Μια άλλη φορά μου έλεγε: «Αισθάνομαι σαν με σπρώχνει κάποιος να πέσω
κάτω απ’ το βράχο, αλλά δεν βλέπω κανέναν».
Επειδή είχε φτάσει σε γήρας βαθύ, του έλεγαν οι πατέρες της Αγίας Άννης
να εγκαταλείψει τη σπηλιά του και να πάει να μείνει μαζί τους στη Σκήτη, όπου,
κοντά στο Κυριακό (σημ.: «Κυριακό» λέγεται ο κοινός, ο καθολικός ναός της
Σκήτης, μέσα στον οποίο συναθροίζονται όλοι μαζί οι πατέρες τις Κυριακές και
τις άλλες εορτές, τελώντας εκεί ολονύχτιες παννυχίδες), του είχαν ετοιμάσει
κατάλληλο δωμάτιο.
Το 1883, ενώ τελούνταν αγρυπνία στο Κυριακό της Αγίας Άννης, όπως και
στη Νέα Σκήτη, για την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ο γέρων Ιωακείμ
βγήκε από το Κυριακό κατά τα μεσάνυχτα και πήρε το δρόμο να πορευτεί προς τη
σπηλιά του, λίγο για να ησυχάσει, διότι ήταν πια γέρος και αδύνατος. Μόλις
έφτασε μπροστά στη σπηλιά, φώναζε γοερά λέγοντας: «Παναγία μου! Αγία Άννα μου!
Βοηθήστε με!». Κι έβγαζε τέτοιες φωνές, που ακουγόταν σ’ όλη τη Σκήτη. Έτρεξαν
από την Αγία Άννα πολλοί πατέρες, έχοντας μαζί τους φανάρια, αλλά μέχρι να
φτάσουν, ο Ιωακείμ βρισκόταν ήδη κάτω από το βράχο, μέσα στο γκρεμό και μέσα σ’
ένα πρίνο, μη μπορώντας απ’ το φόβο του να μιλήσει παρά μόνο να βογγά. Με πολύ
κόπο κατάφεραν και τον ανέσυραν οι πατέρες, γιατί από κάτω ο βράχος ήταν
απότομος και ψηλός. Στην αρχή νόμιζαν ότι συντρίφτηκε ολότελα. Μα όταν τον
ανέσυραν, είδαν ότι είχε μόνο δυο μικρά κατάγματα στο κεφάλι του. Τον μετέφεραν
στο Κυριακό της Σκήτης και δεν του επέτρεψαν πια να πάει στη σπηλιά του.
Πήγα την πιο άλλη μέρα προς αυτόν και τον ρώτησα να μου πει πώς έπεσε
από το βράχο. «Παιδάκι μου, ήρθε κατά πάνω μου ένας φοβερός και τρομερός και μ’
έπιασε θέλοντας να με ρίξει κάτω στο γκρεμό. Για πολλή ώρα αγωνίστηκα
παλεύοντας ενάντιά του και φώναζα “Παναγία μου! Αγία Άννα μου!”. Στο τέλος, αυτός
υπερίσχυσε και μ’ έριξε κάτω από το βράχο. Κι αυτό, παιδάκι μου, το έπαθα για
την παρακοή μου. Γιατί, ενώ οι πατέρες κι ο πνευματικός μου, μου έλεγαν να έρθω
να μείνω στο Κυριακό της Σκήτης, παρ’ όλ’ αυτά εγώ δεν υπάκουσα».
Αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα ο Πατήρ Ιωακείμ, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΠΕΤΣΙΕΡΗΣ
(1858–1943)
※
[Αρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρη:
[Αρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρη:
«Απομνημονεύματα
(Άγιον Όρος–Ιεροσόλυμα)»,
Τόμ. Α΄, Μέρ. Α΄, Κεφ. 17ο,
σελ. 63—68,
Έκδοσις Ιεράς Καλύβης
«Σύναξις Αγίων
Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη,
Άγιον Όρος, Μάιος 19982.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και
φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου,
ολική μεταφορά του στη
δημοτική:
π. Δαμιανός.]
※
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου